0
Your Καλαθι
Ημέρες ανάγνωσης
Δύο «ομότιτλα» κείμενα
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Για αρκετούς συγγραφείς, όπως και για τον Προύστ, πίσω από το πάθος της γραφής κρύβεται -επιδέξια- το πάθος της ανάγνωσης. Στα δύο κείμενα του τόμου αυτού ο Προύστ μας μεταδίδει αυτό το πάθος αναδεικνύοντας την ανάγνωση ως μια εμπειρία εξίσου σημαντική (αν όχι και σημαντικότερη) από αυτήν του έρωτα ή του ταξιδιού, για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου -είτε ανήκει στους συγγραφείς είτε όχι.
Αφορμή για τα αυτοβιογραφικά αυτά κείμενα στάθηκε η ανάγνωση του Ράσκιν, αλλά -όπως συμβαίνει με κάθε ενεργητική, «αυθεντική» εμπειρία- ο αναγνώστης-συγγραφέας Προύστ ξεπέρασε τα όρια του «κειμένου-αφορμής» που είχε μπροστά του. Αίφνης, η απόσταση ανάμεσα στον αναγνώστη και στον συγγραφέα καταργείται και έτσι προκύπτει ένα νέο, πρωτότυπο κείμενο.
Ο Προύστ, αυτοβιογραφούμενος, μας παραδίδει ένα γνήσιο δείγμα της λογικής και της τεχνικής του, έτσι που τίποτε άλλο δεν μας απομένει πια από το να συνεπαρθούμε κι εμείς με τη σειρά μας. Άλλωστε, όπως λέει ο ίδιος: «Δεν υπάρχουν ίσως ημέρες της παιδικής μας ηλικίας που να τις ζήσαμε τόσο απόλυτα, όσο εκείνες που πιστέψαμε ότι τις αφήσαμε να φύγουν χωρίς να τις ζήσουμε, εκείνες που τις περάσαμε με ένα βιβλίο αγαπημένο».
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Από το σύνολο του προυστικού συστήματος δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις τι είναι λογοτεχνία και τι θεωρία της λογοτεχνίας, τι λογοτεχνική γραφή και τι κριτική, εντέλει: τι είναι (αναγνωσμένη) γραφή και τι (γραπτή) ανάγνωση. Αν ο προυστικός κόσμος παρουσίασε μια ριζική διαφορά από τα προηγούμενα, από το παρελθόν που ώς τότε τροφοδοτούσε τη λογοτεχνία, είναι αυτή ακριβώς η σύμμειξη λογοτεχνικής πράξης και θεωρίας, αυτό το εκρηκτικό μείγμα πραγματικότητας και στοχασμού, που απευθύνεται εν ταυτώ στη λογική και το συναίσθημα του αναγνώστη.
Με τις «Ημέρες Ανάγνωσης» έχουμε δύο ξεχωριστά αλλά ομότιτλα και σχεδόν ομόθεμα κείμενα. Το πρώτο, πιο εκτεταμένο και καταφανώς σημαντικότερο από το δεύτερο, περιελήφθη στο «Pastiches et melanges», το οποίο, με τη σειρά του, περιελήφθη αργότερα στο «Contre Sainte-Beuve», ενώ το δεύτερο αποτελούσε το υλικό ενός λοξοδρομημένου -και κουτσουρεμένου- άρθρου του Προυστ στη «Φιγκαρό», που δημοσιεύτηκε το 1907. Κοινό τους θέμα, παρ' όλη την ετερογένειά τους, η ανάγνωση.
Είναι γνωστό πόσο βυθισμένος ήταν ο Προυστ στη γλώσσα και πόσο η τελευταία, με αιχμηρή της αποθέωση το ύφος, είναι παρούσα στο έργο του, δεν παύει όμως να μας εκπλήσσει η οξυμμένη του αίσθηση: «Ομολογώ ότι μια ορισμένη χρήση του παρατατικού της οριστικής -αυτού του σκληρού χρόνου που εμφανίζει τη ζωή ως κάτι εφήμερο και συνάμα παθητικό, ο οποίος, τη στιγμή ακριβώς που ανιστορεί τις πράξεις μας, τις μεταβάλλει σε ψευδαίσθηση, τις αφανίζει μέσα στο παρελθόν χωρίς να αφήνει, όπως κάνει ο παρακείμενος, την παρηγοριά της ενεργητικότητας- παρέμεινε για μένα αστείρευτη πηγή μυστηριωδών θλίψεων».
Για τον Προυστ η λογοτεχνία, αυτή η ανώτερη γλωσσική άσκηση, συνδέεται αναπόσπαστα με την ανάγνωση. Χωρίς να θεοποιεί την τελευταία και χωρίς να της δίνει διαστάσεις που δεν έχει, την αντιμετωπίζει σαν απαραίτητη θεραπευτική αγωγή -όπως περίπου για τον ψυχικά ασθενή η ψυχοθεραπεία- εναντίον της πνευματικής οκνηρίας και αδράνειας. Επιπλέον τη συλλαμβάνει ως απαραίτητο προεισαγωγικό στάδιο, μια παρότρυνση, μια μυητική χειρονομία για την είσοδο στην αληθινή πνευματική ζωή, που, προσφυώς, θεωρούσε πως είναι η κάθοδος «στις βαθιές περιοχές τού εγώ».
Από τις «Ημέρες» προκύπτουν αναμενόμενες αλλά πολύτιμες πληροφορίες για το συγγραφικό πρόσωπο του Προυστ. Από τις αράδες, π.χ., που αφιερώνει στον Θ. Γκοτιέ, αναφαίνεται η δίψα του για σκέψη και γνώση. Απορρίπτει ως ασήμαντες σχεδόν όλες τις πρακτικού τύπου περιγραφές και πληροφορίες και εκλιπαρεί, παιδί ακόμη, τον αγαπημένο του συγγραφέα για περισσότερη σκέψη και στοχασμό.
Ομως το σημαντικότερο στοιχείο των «Ημερών» δεν είναι οι πληροφορίες που μας δίνει για τον ιδιωτικό συγγραφικό βίο του Προυστ, αλλά το ότι μας υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ο τελευταίος συγκρότησε το δικό του σύστημα αναφοράς.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Προυστ επηρεάστηκε, ως προς τη συγκρότηση αυτού του συστήματος, περισσότερο από τον Σεντ-Μπεβ και τον Ράσκιν, δύο θεωρητικούς, αισθητικούς και κριτικούς, περισσότερο απ' ό,τι από άλλους ομότεχνούς του συγγραφείς. Το «Αναζητώντας» είναι ένα από τα πρώτα έργα στην ιστορία της λογοτεχνίας που εκθέτει, ενσωματωμένες στο κυρίως σώμα του, τις θεωρητικές αρχές της συγγραφής του. Η θεωρία της λογοτεχνίας επηρέασε τον Προυστ περισσότερο απ' ό,τι η ίδια η λογοτεχνία, και το «Αναζητώντας» έγινε ένα διπλής όψεως κάτοπτρο, που στη μία πλευρά του αντανακλάται η ζώσα θεωρία, ενώ στην άλλη αντικατοπτρίζεται το καλλιτεχνικό της απείκασμα, η ζώσα λογοτεχνική γραφή, που τη συνεπάγεται και την προϋποθέτει.
Με τον Προυστ εισαγόμαστε κατ' ουσίαν στο σύγχρονο μυθιστόρημα, ακριβέστερα: στο σύγχρονο τρόπο γραφής και σύνθεσης του μυθιστορήματος. Το σημερινό μυθιστόρημα γράφεται σε συνεχή επικοινωνία, ακριβώς μέσω της ανάγνωσης, με άλλα κείμενα. (Δεν υπάρχει ούτε ένας σύγχρονος σημαντικός Ευρωπαίος συγγραφέας χωρίς το αναγνωστικό παρελθόν του.) Αυτό που διαβάζει ο συγγραφέας, το αναγνωστικό υλικό, μεταπλάθεται, μ' έναν τρόπο κι έναν μηχανισμό που δεν είναι ακόμη γνωστοί στην ολότητά τους, σ' ένα οιονεί λογοτεχνικό υλικό, και αυτό με τη σειρά του γίνεται το πρόπλασμα πάνω στο οποίο δουλεύει ο συγγραφέας και, κατά το μέγεθος του ταλέντου του -δηλαδή ανάλογα με το μέτρο και τη δύναμη της διαθλαστικής ισχύος του-, το μεταμορφώνει σε κάτι καινούριο.
Οι αναγνώσεις αυτές, επάλληλες ή παράλληλες, σχηματίζουν ένα είδος διαδοχικών στρωμάτων (αμυντική προστασία και επιθετικό όπλο ταυτόχρονα), κάτι σαν ζωντανό παλίμψηστο πάνω στη συγγραφική συνείδηση. Κι είναι ακριβώς αυτές οι διαδοχικές στρωματώσεις (οι οποίες εγγράφονται στη συνείδηση του συγγραφέα, αν δεν ζυμώνονται κυριολεκτικά μαζί της) που έχουν γενετική σχέση με το καινούριο, υπό γένεση και σχηματισμό, βιβλίο.
Στις μέρες μας είναι γνωστό πως τα κείμενα γεννάνε άλλα κείμενα και πως γράφουμε πάνω στα γραμμένα. Κείμενα που δεν τροφοδοτούνται από άλλα κείμενα ή, τουλάχιστον, δεν συνομιλούν μαζί τους είναι, συνήθως, βυθισμένα σ' έναν ωκεανό αφέλειας, όπου ο συγγραφέας τους, γράφοντας ακόμη και τη μεγαλύτερη κοινοτοπία, πιστεύει πως ανακάλυψε την πυρίτιδα.
Οι «Ημέρες» είναι ένα σύντομο αλλά επαρκέστατο δείγμα της προυστικής σκέψης και του τρόπου γραφής: πριν ο Προυστ οικοδομήσει αυτό το μεγαλιθικό μνημείο λόγου που μας κληροδότησε με το «Αναζητώντας», είχε ήδη (όπως κάθε συγγραφέας μεγάλης πνοής) οργανώσει (με άξονα τη σκέψη του, την απολύτως προσωπική, ιδιωτική του σκέψη και αφού πρώτα είχε αφομοιώσει με τη σειρά του τις δικές του αναγνώσεις) ένα μοναδικό, κλειστό, εσωτερικό σύστημα αναφοράς (και, πιθανόν, ατομικής λογοδότησης) που αποτέλεσε τον πυρήνα γύρω από τον οποίο οικοδομήθηκε το μετέπειτα έργο του.
Στην ουσία ο Προυστ, θίγοντας το θέμα της ανάγνωσης, θέτει ένα ζήτημα μνήμης: πώς οι πολλαπλές, διαδοχικές αναγνώσεις επανενεργοποιούνται στη συγγραφική μνήμη και, με τρόπο μυστηριώδη αλλά δημιουργικά αφομοιωμένες, επανέρχονται στο προσκήνιο της λογοτεχνικής γραφής. Ταυτόχρονα οι «Ημέρες» αποτελούν ένα είδος αισθητικού credo, μια αισθητική διακήρυξη, ένα καλλιτεχνικό μανιφέστο που μέσα του κρύβει πολλά κλειδιά για την αισθητική, αλλά και την πραγματολογική προσέγγιση του τρόπου σκέψης και της μπαρόκ γραφής τού επιφανούς Γάλλου συγγραφέα.
Ο λόγος του Προυστ, παροιμιωδώς μακροπερίοδος, δαιδαλώδης και ατιθάσευτος, απαιτεί πολυάριθμες επινοήσεις κατά τη διαπεραίωσή του σε μια άλλη γλώσσα. Η Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη τα κατάφερε.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/12/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις