0
Your Καλαθι
Η Μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο
Περιγραφή
Εισαγωγή
Η αλλαγή σχολείου είναι μια από ένα πλήθος αλλαγών στη ζωή μας. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η ζωή μας από τη γέννηση ως το θάνατο, είναι ένα συνεχές από μεταβατικά στάδια. Από τη γέννηση στην παιδική ηλικία, από το σπίτι στο νηπιαγωγείο, από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό, από το δημοτικό στο Γυμνάσιο, από το γυμνάσιο στο Λύκειο και από το Λύκειο στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση. Όλα αυτά, στην περιοχή της ακαδημαϊκής ζωής ενός προσώπου. Μετακινούμενοι από την ακαδημαϊκή σφαίρα στον επαγγελματικό κόσμο, συναντούμε ακόμη μια μεγάλη περιοχή αλλαγών, μέσα στην οποία κάποιος υποχρεώνεται να μετακινηθεί από μια δουλειά στην άλλη, ή από μια θέση σε μια ανώτερη τέτοια. Στην κοινωνική ζωή, κάποιος αναγκάζεται να μετακινηθεί από την παιδική ηλικία στην εφηβεία και από εκεί μέσα στον κύκλο της οικογενειακής ζωής, όπου κάποιος συνήθως αναλαμβάνει να παίξει το ρόλο του συζύγου, του γονιού και ή ακόμα και του παππού ή της γιαγιάς.
Η έννοια του περάσματος από μια κοινωνική θέση σε άλλη, έλκει την καταγωγή της από τη δουλειά του Van Gennep, The Rites of Passage (Σταθμοί στη ζωή του ανθρώπου) (1960), που «Αναφέρεται στα μεταβατικά στάδια, κατά τα οποία οι άνθρωποι υφίστανται μια αλλαγή στην κοινωνική τους θέση, είτε αυτό αφορά τη μετάβαση από τη ζωή στο θάνατο, είτε τη μετάβαση από το καθεστώς της παντρεμένης χωρίς παιδιά γυναίκας στο καθεστώς της διαζευγμένης, είτε τη μετάβαση από το καθεστώς του αφελούς αρχάριου στο καθεστώς του καταρτισμένου πωλητή ψωμιών».
Οι περισσότερες από τις πιο πάνω αλλαγές θεωρούνται σε ένα μεγάλο βαθμό μια φυσική διαδρομή ή, τουλάχιστον, μια απαραίτητη μεταβατική περίοδος στη ζωή ενός ανθρώπου και, επομένως, συνήθως λαμβάνονται ως δεδομένες. Ωστόσο, η αλλαγή σχολείου και ιδιαίτερα η μεταβατική περίοδος μεταξύ Δημοτικού και Γυμνασίου, θεωρείται σαν ένα πολύ κρίσιμο στάδιο στην εκπαίδευση. Αυτό γιατί οι δύο βαθμίδες εκπαίδευσης χαρακτηρίζονται από έκδηλες διαφορές, ενώ, ταυτόχρονα, αυτό το μεταβατικό στάδιο συμπίπτει με το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία.
Εξ’ ου, το τεράστιο ενδιαφέρον για το θέμα, όσον αφορά την έρευνα και την άφθονη βιβλιογραφία που έχει παραχθεί: Με τα λόγια των Measor και Woods (ό.π.) «Για πολλά παιδιά, θα ήταν δυνατόν να υπολογιστεί ότι η αλλαγή θα φανεί μια συνεχής, φυσική πορεία, μεταπηδώντας με πρόθυμη προσδοκία από μια κοινωνική θέση με άνετη σιγουριά στην επόμενη, με μια κίνηση. Αλλά, στην πραγματικότητα, είναι απείρως πιο περίπλοκο»
Η αλληλουχία του αναλυτικού προγράμματος είναι ένας πρωτεύων παράγοντας στη μεταβατική περίοδο αλλά άλλοι παράγοντες, όπως διανοητικοί, κοινωνικοί, οργανωτικοί και περιβαλλοντικοί, διαδραματίζουν ένα σπουδαίο ρόλο στην αλλαγή σχολείου από τo Δημοτικό στο Γυμνάσιο. Ακόμη, για κάποιους, η αλλαγή σχολείου είναι μια πρόκληση ή ένα καινούργιο ξεκίνημα, ενώ για άλλους αποτελεί μια θλιβερή εμπειρία ή τραύμα. Σε σχέση με αυτό, η Επιτροπή Plowden (1967) στο Ηνωμένο Βασίλειο παρατήρησε ότι «τα παιδιά, όπως και οι ενήλικες, απολαμβάνουν και παρακινούνται από το νεωτερισμό και την αλλαγή», αλλά συνέχισε για να τονίσει την ανάγκη για επαρκή προετοιμασία για τη μετάβαση και τη σπουδαιότητα της αποφυγής απότομων αλλαγών, ώστε η αλλαγή να τονώσει πραγματικά και όχι να αποκαρδιώσει.
Ακόμη, μερικοί θεωρούν την αλλαγή ως ένα μεμονωμένο γεγονός, όμως άλλοι τη βλέπουν ως μια διαδικασία. Στα περισσότερα σχολεία, στην καλύτερη περίπτωση, ο αριθμός των ανθρώπων που εμπλέκονται στην αλλαγή σχολείου περιορίζεται σε ένα μέλος της Ανώτερης Ομάδας Διεύθυνσης, βοηθούμενο από λίγους εθελοντές εκπαιδευτικούς και στη χειρότερη σε … κανένα. Οι επισκέψεις στα γυμνάσιο από τελειόφοιτους του δημοτικού είναι, στην καλύτερη περίπτωση, η πιο δημοφιλής εκδήλωση, για την οποία την πρωτοβουλία αναλαμβάνουν είτε τα σχολεία που υποδέχονται είτε τα σχολεία που τροφοδοτούν με μαθητές, ως ένα μέτρο προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης της διαδικασίας αλλαγής σχολείου. Στη χειρότερη περίπτωση, δε γίνεται τίποτε.
Σε κάθε περίπτωση, στο βαθμό που είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν υπάρχει οποιοδήποτε εκπαιδευτικό ίδρυμα που θεωρεί την αλλαγή σχολείου ως μια δραστηριότητα, για την οποία έχουν ευθύνη όλα τα μέλη αυτού του εκπαιδευτικού ιδρύματος.
Το ζήτημα της αλλαγής σχολείου στην Κύπρο έχει, σε ένα μεγάλο βαθμό, τα ίδια χαρακτηριστικά όπως και στις άλλες χώρες στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι οι διανοητικές και κοινωνικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πρωτοετείς μαθητές, όταν μετακινούνται από τη Δημοτική στη Μέση Εκπαίδευση. Οι περισσότερες από αυτές τις δυσκολίες έχουν τις ρίζες τους στις διαφορές που διακρίνουν το Δημοτικό από το Γυμνάσιο και θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα ακόλουθα: Το μέγεθος και η πιο πολύπλοκη οργάνωση του Γυμνασίου, οι νέες μορφές πειθαρχίας και εξουσίας, η πιθανότητα να χάσει κάποιος τους φίλους του, η σύναψη νέων γνωριμιών, περισσότεροι από ένας εκπαιδευτικοί, το γεγονός ότι από μεγαλύτερος ο μαθητής μετατρέπεται σε μικρότερο, οι διαφορετικές μέθοδοι διδασκαλίας, η προοπτική να καταστεί κάποιος αντικείμενο εξάσκησης βίας, και η πιο απαιτητική κατ’οίκον εργασία. [...]
Η αλλαγή σχολείου είναι μια από ένα πλήθος αλλαγών στη ζωή μας. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η ζωή μας από τη γέννηση ως το θάνατο, είναι ένα συνεχές από μεταβατικά στάδια. Από τη γέννηση στην παιδική ηλικία, από το σπίτι στο νηπιαγωγείο, από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό, από το δημοτικό στο Γυμνάσιο, από το γυμνάσιο στο Λύκειο και από το Λύκειο στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση. Όλα αυτά, στην περιοχή της ακαδημαϊκής ζωής ενός προσώπου. Μετακινούμενοι από την ακαδημαϊκή σφαίρα στον επαγγελματικό κόσμο, συναντούμε ακόμη μια μεγάλη περιοχή αλλαγών, μέσα στην οποία κάποιος υποχρεώνεται να μετακινηθεί από μια δουλειά στην άλλη, ή από μια θέση σε μια ανώτερη τέτοια. Στην κοινωνική ζωή, κάποιος αναγκάζεται να μετακινηθεί από την παιδική ηλικία στην εφηβεία και από εκεί μέσα στον κύκλο της οικογενειακής ζωής, όπου κάποιος συνήθως αναλαμβάνει να παίξει το ρόλο του συζύγου, του γονιού και ή ακόμα και του παππού ή της γιαγιάς.
Η έννοια του περάσματος από μια κοινωνική θέση σε άλλη, έλκει την καταγωγή της από τη δουλειά του Van Gennep, The Rites of Passage (Σταθμοί στη ζωή του ανθρώπου) (1960), που «Αναφέρεται στα μεταβατικά στάδια, κατά τα οποία οι άνθρωποι υφίστανται μια αλλαγή στην κοινωνική τους θέση, είτε αυτό αφορά τη μετάβαση από τη ζωή στο θάνατο, είτε τη μετάβαση από το καθεστώς της παντρεμένης χωρίς παιδιά γυναίκας στο καθεστώς της διαζευγμένης, είτε τη μετάβαση από το καθεστώς του αφελούς αρχάριου στο καθεστώς του καταρτισμένου πωλητή ψωμιών».
Οι περισσότερες από τις πιο πάνω αλλαγές θεωρούνται σε ένα μεγάλο βαθμό μια φυσική διαδρομή ή, τουλάχιστον, μια απαραίτητη μεταβατική περίοδος στη ζωή ενός ανθρώπου και, επομένως, συνήθως λαμβάνονται ως δεδομένες. Ωστόσο, η αλλαγή σχολείου και ιδιαίτερα η μεταβατική περίοδος μεταξύ Δημοτικού και Γυμνασίου, θεωρείται σαν ένα πολύ κρίσιμο στάδιο στην εκπαίδευση. Αυτό γιατί οι δύο βαθμίδες εκπαίδευσης χαρακτηρίζονται από έκδηλες διαφορές, ενώ, ταυτόχρονα, αυτό το μεταβατικό στάδιο συμπίπτει με το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία.
Εξ’ ου, το τεράστιο ενδιαφέρον για το θέμα, όσον αφορά την έρευνα και την άφθονη βιβλιογραφία που έχει παραχθεί: Με τα λόγια των Measor και Woods (ό.π.) «Για πολλά παιδιά, θα ήταν δυνατόν να υπολογιστεί ότι η αλλαγή θα φανεί μια συνεχής, φυσική πορεία, μεταπηδώντας με πρόθυμη προσδοκία από μια κοινωνική θέση με άνετη σιγουριά στην επόμενη, με μια κίνηση. Αλλά, στην πραγματικότητα, είναι απείρως πιο περίπλοκο»
Η αλληλουχία του αναλυτικού προγράμματος είναι ένας πρωτεύων παράγοντας στη μεταβατική περίοδο αλλά άλλοι παράγοντες, όπως διανοητικοί, κοινωνικοί, οργανωτικοί και περιβαλλοντικοί, διαδραματίζουν ένα σπουδαίο ρόλο στην αλλαγή σχολείου από τo Δημοτικό στο Γυμνάσιο. Ακόμη, για κάποιους, η αλλαγή σχολείου είναι μια πρόκληση ή ένα καινούργιο ξεκίνημα, ενώ για άλλους αποτελεί μια θλιβερή εμπειρία ή τραύμα. Σε σχέση με αυτό, η Επιτροπή Plowden (1967) στο Ηνωμένο Βασίλειο παρατήρησε ότι «τα παιδιά, όπως και οι ενήλικες, απολαμβάνουν και παρακινούνται από το νεωτερισμό και την αλλαγή», αλλά συνέχισε για να τονίσει την ανάγκη για επαρκή προετοιμασία για τη μετάβαση και τη σπουδαιότητα της αποφυγής απότομων αλλαγών, ώστε η αλλαγή να τονώσει πραγματικά και όχι να αποκαρδιώσει.
Ακόμη, μερικοί θεωρούν την αλλαγή ως ένα μεμονωμένο γεγονός, όμως άλλοι τη βλέπουν ως μια διαδικασία. Στα περισσότερα σχολεία, στην καλύτερη περίπτωση, ο αριθμός των ανθρώπων που εμπλέκονται στην αλλαγή σχολείου περιορίζεται σε ένα μέλος της Ανώτερης Ομάδας Διεύθυνσης, βοηθούμενο από λίγους εθελοντές εκπαιδευτικούς και στη χειρότερη σε … κανένα. Οι επισκέψεις στα γυμνάσιο από τελειόφοιτους του δημοτικού είναι, στην καλύτερη περίπτωση, η πιο δημοφιλής εκδήλωση, για την οποία την πρωτοβουλία αναλαμβάνουν είτε τα σχολεία που υποδέχονται είτε τα σχολεία που τροφοδοτούν με μαθητές, ως ένα μέτρο προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης της διαδικασίας αλλαγής σχολείου. Στη χειρότερη περίπτωση, δε γίνεται τίποτε.
Σε κάθε περίπτωση, στο βαθμό που είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν υπάρχει οποιοδήποτε εκπαιδευτικό ίδρυμα που θεωρεί την αλλαγή σχολείου ως μια δραστηριότητα, για την οποία έχουν ευθύνη όλα τα μέλη αυτού του εκπαιδευτικού ιδρύματος.
Το ζήτημα της αλλαγής σχολείου στην Κύπρο έχει, σε ένα μεγάλο βαθμό, τα ίδια χαρακτηριστικά όπως και στις άλλες χώρες στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι οι διανοητικές και κοινωνικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πρωτοετείς μαθητές, όταν μετακινούνται από τη Δημοτική στη Μέση Εκπαίδευση. Οι περισσότερες από αυτές τις δυσκολίες έχουν τις ρίζες τους στις διαφορές που διακρίνουν το Δημοτικό από το Γυμνάσιο και θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα ακόλουθα: Το μέγεθος και η πιο πολύπλοκη οργάνωση του Γυμνασίου, οι νέες μορφές πειθαρχίας και εξουσίας, η πιθανότητα να χάσει κάποιος τους φίλους του, η σύναψη νέων γνωριμιών, περισσότεροι από ένας εκπαιδευτικοί, το γεγονός ότι από μεγαλύτερος ο μαθητής μετατρέπεται σε μικρότερο, οι διαφορετικές μέθοδοι διδασκαλίας, η προοπτική να καταστεί κάποιος αντικείμενο εξάσκησης βίας, και η πιο απαιτητική κατ’οίκον εργασία. [...]
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις