0
Your Καλαθι
Ανάσες και ψίθυροι του δάσους
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Γιατί τα πουλιά «αυτοκτονούν» στο δάσος; Πώς σώθηκε από τη λάσπη η Κασσάνδρα; Τι ήταν το παράξενο αντικείμενο που είδαν τα παιδιά στο ξέφωτο; Σ΄αυτό το βιβλίο, εκτός από τα παιδιά και το μυστήριο, πρωταγωνιστεί και ο εθνικός δρυμός με τα δέντρα, τα ζώα, τα πουλιά, τα έντομα. Μέσα σ' αυτό τον υπέροχο κόσμο η παρέα των παιδιών περνάει τις καλοκαιρινές διακοπές. Οι περιπέτειες, τα απρόοπτα, οι εμπειρίες διαδέχονται η μια την άλλη, κι όταν οι διακοπές τελειώσουν, τα παιδιά θα έχουν γίνει πιο σοφά, πιο ευαίσθητα, γεμάτα αισιοδοξία και αγάπη για τη ζωή.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Παιδιά και περιβάλλον στο «Ανάσες και ψίθυροι του δάσους», σε τούτο το έργο όπου εκφράζεται έντονη η ανησυχία της συγγραφέως για το φυσικό περιβάλλον που διαρκώς καταστρέφεται από τα ασυλλόγιστα έργα του ανθρώπου, ο οποίος προσβλέπει όλο και συχνότερα σ' έναν εύκολο ή και σκοτεινό πλουτισμό, σε μια υπερκατανάλωση -ασφαλώς- άμετρη και εγωιστική, πληγώνοντας, μάλλον κατασπαράζοντας τη «Γη Πατρίδα». Αλλά το μυθιστόρημα μιλά εύγλωττα και για την αποξένωση και απομάκρυνση των ανθρώπων, για το μαρασμό της κοινότητας, για τις τεράστιες ανισότητες μεταξύ των κοινωνικών ομάδων.
Παιδιά και νέοι, τα πρόσωπα του έργου. Δώδεκα κορίτσια κι αγόρια προερχόμενα από μεγαλούπολη, με το δάσκαλό τους, καλεσμένα από τη Δασική Υπηρεσία για να περάσουν τρεις βδομάδες κοντά στη φύση. Στον Εθνικό Δρυμό. Στην απόλυτη ομορφιά και τάξη. Εδώ παρακολουθούμε, όπως άλλωστε σε όλα τα έργα της συγγραφέως, ότι και μέσα σ' αυτή την πανδαισία χρωμάτων, ήχων, αρωμάτων, σχημάτων, το ανθρώπινο ον δεν τοποθετείται μόνο και ασυντρόφευτο. Στις σελίδες της όλες, όλο και κάποια γλυκιά ματιά θα σκαλώνει σε πρόσωπο ταραγμένο, ή χέρια τρυφερά θα πραΰνουν πόνους. Ιδίως στις μεγάλες φουρτούνες των εφήβων ηρώων της, στις δοκιμασίες τους που δεν είναι και λίγες ή αμελητέες στις μέρες μας, με κάθε μέσον συμπαραστέκεται η συγγραφέας πότε παίρνοντας τη μορφή φίλου, πότε γονιού με κατανόηση και συντροφικότητα, κι άλλαξε ενός υπό εκκόλαψιν αλλά ελκυστικού και κατά τα φαινόμενα, ισχυρού έρωτα.
Δώδεκα νέοι, λοιπόν, στο Δρυμό, σαν επισκέπτες από ξένον πλανήτη. «Τα πιο μικρά», διαβάζουμε στην αφήγηση του νεαρού εθελοντή στο Δασοπονικό Σταθμό, «τα μικρότερα κοίταζαν φοβισμένα ολόγυρα. Το σκοτεινό, άγνωστο δάσος τα τρόμαζε. -Υπάρχουν τίγρεις; με ρώτησε ένα αγόρι, ο Αλέξης, με τα μάτια του μεγαλωμένα από το φόβο. Τα 'χασα μια στιγμή. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Το παιδί ζούσε σε μια μεγάλη πόλη, σ' ένα περιβάλλον επικίνδυνο, με κλοπές, με τροχαία ατυχήματα, εγκλήματα, αλλά αυτό φοβόταν το δάσος και τα ζώα». Αλλά ο διπλανός συνεργάτης του, με περισσότερες εμπειρίες, «...Θα είναι τελείως διαφορετικά παιδιά όταν θα φύγουν... αυτά τα φοβισμένα πλάσματα, θα αγαπήσουν το δάσος, θα μάθουν τα μυστικά του και θα θέλουν να έρχονται κάθε καλοκαίρι...».
Οπως και έγινε. Αργά, μέσα από ασκήσεις σώματος και ψυχής, με τις αντοχές τους συχνά τελειωμένες, τα παιδιά ακολούθησαν μια διαδικασία μύησης, μια θητεία στη φύση, στην ομάδα, στην ομορφιά του ανέγγιχτου κόσμου. Με φτερωτούς συντρόφους, με άλλους που φιδοσέρνονταν, με φωτεινές ανταύγειες, με λαχταριστές φωνούλες, με κραυγές, με θροΐσματα, κελαρύσματα. Εζησαν μέρες ευφραντικές, που θα τις κουβαλήσουν για πάντα στη σκέψη. Μέρες όπου είδαν, έμαθαν, ακόμη και έπαθαν, κι αναχώρησαν σχεδόν αγνώριστα: πιο ευαίσθητα, πιο υπεύθυνα, πιο ελεύθερα. Ωριμότερα.
Σε μας δε τους αναγνώστες, χαρίστηκαν οι εκτυφλωτικές περιγραφές των ημερών, οι άπειρες αλλά και γοργές εντυπώσεις, τα παραδείγματα και διδάγματα της συνέπειας της φύσης. Της δικαιοσύνης και της διάνοιάς της. Μαζί με τα παιδιά θητεύσαμε κι εμείς σ' αυτό το λαμπερό, αγαπημένο, λησμονημένο από πολλούς κόσμο. Ξαναμάθαμε τις συνήθειες των λουλουδιών, τις προτιμήσεις των μυρμηγκιών, την οικογενειακή αφοσίωση των αετών, το ευσυγκίνητο σθένος των ελαφιών...
Με όχημα μια άρτια γραφή, με ελεγχόμενη πλην ορατή συγκίνηση, ακρίβεια λόγου, σαφήνεια, γνώση, η Λίτσα Ψαραύτη κατορθώνει, μέσα από ένα ελκυστικότατο μυθιστόρημα, να ξυπνήσει το έντονο ενδιαφέρον και το σεβασμό του νεαρού αναγνώστη για τη φύση αλλά και τη ζωή.
ΕΛΕΝΗ ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/05/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Παιδιά και περιβάλλον στο «Ανάσες και ψίθυροι του δάσους», σε τούτο το έργο όπου εκφράζεται έντονη η ανησυχία της συγγραφέως για το φυσικό περιβάλλον που διαρκώς καταστρέφεται από τα ασυλλόγιστα έργα του ανθρώπου, ο οποίος προσβλέπει όλο και συχνότερα σ' έναν εύκολο ή και σκοτεινό πλουτισμό, σε μια υπερκατανάλωση -ασφαλώς- άμετρη και εγωιστική, πληγώνοντας, μάλλον κατασπαράζοντας τη «Γη Πατρίδα». Αλλά το μυθιστόρημα μιλά εύγλωττα και για την αποξένωση και απομάκρυνση των ανθρώπων, για το μαρασμό της κοινότητας, για τις τεράστιες ανισότητες μεταξύ των κοινωνικών ομάδων.
Παιδιά και νέοι, τα πρόσωπα του έργου. Δώδεκα κορίτσια κι αγόρια προερχόμενα από μεγαλούπολη, με το δάσκαλό τους, καλεσμένα από τη Δασική Υπηρεσία για να περάσουν τρεις βδομάδες κοντά στη φύση. Στον Εθνικό Δρυμό. Στην απόλυτη ομορφιά και τάξη. Εδώ παρακολουθούμε, όπως άλλωστε σε όλα τα έργα της συγγραφέως, ότι και μέσα σ' αυτή την πανδαισία χρωμάτων, ήχων, αρωμάτων, σχημάτων, το ανθρώπινο ον δεν τοποθετείται μόνο και ασυντρόφευτο. Στις σελίδες της όλες, όλο και κάποια γλυκιά ματιά θα σκαλώνει σε πρόσωπο ταραγμένο, ή χέρια τρυφερά θα πραΰνουν πόνους. Ιδίως στις μεγάλες φουρτούνες των εφήβων ηρώων της, στις δοκιμασίες τους που δεν είναι και λίγες ή αμελητέες στις μέρες μας, με κάθε μέσον συμπαραστέκεται η συγγραφέας πότε παίρνοντας τη μορφή φίλου, πότε γονιού με κατανόηση και συντροφικότητα, κι άλλαξε ενός υπό εκκόλαψιν αλλά ελκυστικού και κατά τα φαινόμενα, ισχυρού έρωτα.
Δώδεκα νέοι, λοιπόν, στο Δρυμό, σαν επισκέπτες από ξένον πλανήτη. «Τα πιο μικρά», διαβάζουμε στην αφήγηση του νεαρού εθελοντή στο Δασοπονικό Σταθμό, «τα μικρότερα κοίταζαν φοβισμένα ολόγυρα. Το σκοτεινό, άγνωστο δάσος τα τρόμαζε. -Υπάρχουν τίγρεις; με ρώτησε ένα αγόρι, ο Αλέξης, με τα μάτια του μεγαλωμένα από το φόβο. Τα 'χασα μια στιγμή. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Το παιδί ζούσε σε μια μεγάλη πόλη, σ' ένα περιβάλλον επικίνδυνο, με κλοπές, με τροχαία ατυχήματα, εγκλήματα, αλλά αυτό φοβόταν το δάσος και τα ζώα». Αλλά ο διπλανός συνεργάτης του, με περισσότερες εμπειρίες, «...Θα είναι τελείως διαφορετικά παιδιά όταν θα φύγουν... αυτά τα φοβισμένα πλάσματα, θα αγαπήσουν το δάσος, θα μάθουν τα μυστικά του και θα θέλουν να έρχονται κάθε καλοκαίρι...».
Οπως και έγινε. Αργά, μέσα από ασκήσεις σώματος και ψυχής, με τις αντοχές τους συχνά τελειωμένες, τα παιδιά ακολούθησαν μια διαδικασία μύησης, μια θητεία στη φύση, στην ομάδα, στην ομορφιά του ανέγγιχτου κόσμου. Με φτερωτούς συντρόφους, με άλλους που φιδοσέρνονταν, με φωτεινές ανταύγειες, με λαχταριστές φωνούλες, με κραυγές, με θροΐσματα, κελαρύσματα. Εζησαν μέρες ευφραντικές, που θα τις κουβαλήσουν για πάντα στη σκέψη. Μέρες όπου είδαν, έμαθαν, ακόμη και έπαθαν, κι αναχώρησαν σχεδόν αγνώριστα: πιο ευαίσθητα, πιο υπεύθυνα, πιο ελεύθερα. Ωριμότερα.
Σε μας δε τους αναγνώστες, χαρίστηκαν οι εκτυφλωτικές περιγραφές των ημερών, οι άπειρες αλλά και γοργές εντυπώσεις, τα παραδείγματα και διδάγματα της συνέπειας της φύσης. Της δικαιοσύνης και της διάνοιάς της. Μαζί με τα παιδιά θητεύσαμε κι εμείς σ' αυτό το λαμπερό, αγαπημένο, λησμονημένο από πολλούς κόσμο. Ξαναμάθαμε τις συνήθειες των λουλουδιών, τις προτιμήσεις των μυρμηγκιών, την οικογενειακή αφοσίωση των αετών, το ευσυγκίνητο σθένος των ελαφιών...
Με όχημα μια άρτια γραφή, με ελεγχόμενη πλην ορατή συγκίνηση, ακρίβεια λόγου, σαφήνεια, γνώση, η Λίτσα Ψαραύτη κατορθώνει, μέσα από ένα ελκυστικότατο μυθιστόρημα, να ξυπνήσει το έντονο ενδιαφέρον και το σεβασμό του νεαρού αναγνώστη για τη φύση αλλά και τη ζωή.
ΕΛΕΝΗ ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/05/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις