0
Your Καλαθι
Οι Λέξεις και οι Αριθμοί
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Για την αρχική επινόηση του αλφαβήτου και την τροποποίησή του από τους Έλληνες έχουν γραφεί πολλές και αντικρουόμενες θεωρίες -ο Δ.Κ. Ψυχογιός με το βιβλίο του Ο Λέξεις και οι Αριθμοί προσθέτει ακόμη μία, προσφεύγοντας στα εργαλεία της δημιουργικής επιστημολογικής και σημειωτικής φαντασίας. Υποστηρίζει ότι κάθε απόπειρα να ερμηνευθεί η αρχική μορφή και η εξέλιξη του ελληνικού συστήματος γραφής πρέπει να λάβει σοβαρά υπ' όψιν της ότι το ελληνικό αλφάβητο, από καταβολής του, φαίνεται να είχε 27 σημεία τα οποία λειτουργούσαν ως γράμματα-ψηφία, ώστε να ικανοποιούν και τις ανάγκες των μαθηματικών.[...]
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με δεδομένο ότι η αλφαβητική γραφή συνδέθηκε με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ήταν αναμενόμενο να προσελκύσει κατ' αρχάς το ενδιαφέρον των ελληνιστών. Το ρεύμα αυτό εξέφρασε ως επί το πλείστον μια ιδεαλιστική αντίληψη για τη δημιουργία, τις χρήσεις και τις επιπτώσεις της γραφής, με ακραία έκφανση τη θέση ότι το αλφάβητο είναι προϊόν της ευφυΐας των Ελλήνων, εργαλείο για την καταγραφή του μεγαλείου της σκέψης τους (πάνω απ' όλα του ποιητικού λόγου) και καταλύτης για περαιτέρω ανάπτυξη της ανθρώπινης νόησης και του πολιτισμού. Σε ποικίλα ωστόσο ρεύματα των επιστημών της γλώσσας και της κοινωνίας κυριαρχεί σήμερα μια αντίληψη της γραφής ως φαινομένου στενά συνυφασμένου με κοινωνικές εξελίξεις όλων των ειδών -τεχνολογικές, οικονομικές, πολιτισμικές και πολιτικές. Η σχέση γραφής και κοινωνίας θεωρείται αμφίδρομη. Η γένεση του αλφαβήτου αποδίδεται συνήθως στην ανάπτυξη του εμπορίου, την οποία η γραφή εξυπηρέτησε στη συνέχεια. Μεταγενέστερες χρήσεις, αναμφισβήτητα και πνευματικές, πιστεύεται ότι στηρίχτηκαν μεταξύ άλλων στον οικονομικό πλούτο που απέφερε το εμπόριο (καθιστώντας δυνατή, για παράδειγμα, την εισαγωγή παπύρων). Μάλιστα, η εκτίμηση του πρώτου ρεύματος, ότι η γραφή ανύψωσε τις πνευματικές-πολιτισμικές δραστηριότητες και τις μορφές κοινωνικής-πολιτικής οργάνωσης, γίνεται δεκτή μόνον αν ληφθεί υπόψη ότι αυτό έγινε σε συνάρτηση με ιδιαίτερες κοινωνικές εξελίξεις. Σε διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες η γραφή λειτούργησε, αντιθέτως, ως μέσο πολιτικής χειραγώγησης και πνευματικής καθυστέρησης.
Στο σκηνικό αυτό ο Ψυχογιός εστιάζει στη γένεση του αλφαβήτου, προτείνοντας μια ρηξικέλευθη εξήγησή της. Διαβάζοντας ξανά τα αρχαιολογικά δεδομένα, μεταξύ άλλων με αποσκευές από τη θητεία του στις θετικές επιστήμες, οδηγείται σε μια υπόθεση που δεν συνάδει ούτε με την ιδέα ότι η γραφή εφευρέθηκε για την ποίηση ούτε με αυτήν που τη θέλει να δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της οικονομίας. Υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι εξυπηρέτησε κατ' αρχάς τις ανάγκες των επιστημόνων και των τεχνικών της εποχής. Φωτίζονται πιθανώς έτσι ενδείξεις ταυτόχρονης διάδοσης του αλφαβήτου και της μεταλλουργίας σιδήρου, ίσως και οι μύθοι που θέλουν τους εφευρέτες της γραφής τεχνολόγους και αστρονόμους. Τα αλφαβητάρια ειδικότερα χρησίμευσαν πρωτίστως ως πίνακες για μαθηματικούς υπολογισμούς. Η χρήση αυτή δεν μπορούσε από τη φύση της να αφήσει τόσα ίχνη όσα αυτή για την αναπαράσταση της ομιλίας, της οποίας η διάσωση σε μαρμάρινες ή πήλινες επιγραφές δεν είναι παρά η ορατή κορυφή του παγόβουνου. Οπως γράφει, «οι υπολογισμοί απαιτούν εύχρηστα υποστρώματα και γρήγορες γραφίδες. Δεν πρόκειται ποτέ να βρούμε σμιλεμένους πάνω σε μάρμαρο πολλαπλασιασμούς... Οι αριθμητικές πράξεις γίνονταν πάνω σε κερί ή σε άμμο...». Επιπλέον, όταν αρκετά αργότερα καθιερώνεται το αραβικό σύστημα αρίθμησης, η γραφή της σκέψης που μπορεί να διατυπωθεί γλωσσικά, καθίσταται όντως η μοναδική χρήση του αλφαβήτου.
Το επιχείρημα του βιβλίου στήνεται βαθμιαία. Το πρώτο κεφάλαιο θυμίζει τις ποικίλες αναντιστοιχίες ανάμεσα στα αλφαβητικά γράμματα και στα φωνήματα που συμβολίζουν ειδικά την εποχή που δημιουργήθηκαν τα πρώτα ελληνικά αλφάβητα. Παραδοσιακά οι ατέλειες αυτές αποδίδονται κυρίως στην αναπαράσταση διαφορετικών γεωγραφικών και ιστορικών διαλέκτων. Ο Ψυχογιός επικεντρώνεται ωστόσο σε αναντιστοιχίες που δεν εξηγούνται με αυτό τον τρόπο. Για παράδειγμα, τα σημεία «Ψ» και «Ξ» συμβολίζουν στατιστικά σπάνια συμφωνικά συμπλέγματα (ΚΣ, ΠΣ), των οποίων η συντομογράφηση δεν φαίνεται αναγκαία, τη στιγμή μάλιστα που απουσιάζει ένα σημείο για το συχνό φωνήεν «ΟΥ» (το δίψηφο που στα λατινικά γράφεται «U»).
Υποστηρίζεται στη συνέχεια ότι η «προκρούστεια» λύση της υιοθέτησης ακριβώς 27 γραμμάτων (και σε λίγες περιπτώσεις 36) σε αλφαβητικά συστήματα γραφής που απέχουν πολύ μεταξύ τους γεωγραφικά, ιστορικά και γλωσσικά (από το Σινά του 1700 π.Χ. έως την Ιβηρική χερσόνησο του 5ου π.Χ. αιώνα και το χριστιανικό Καύκασο αργότερα), εξηγείται μόνον εάν τα αλφαβητάρια (και συμφωνάρια νωρίτερα) χρησιμοποιούνταν ως πίνακες για αριθμητικές πράξεις στο δεκαδικό σύστημα με βάση εννεάδες. Ο αριθμός των αλφαβητικών σημείων ήταν ιδανικός μάλιστα για τον πολλαπλασιασμό και τη διαίρεση όπου ο άβακας δεν επαρκούσε, ενώ δεν ανταποκρίνεται στον αριθμό των φωνημάτων. Το επιχείρημα θεμελιώνεται σε αρχαιολογικά ευρήματα, με την ταυτόχρονη υπενθύμιση ότι η ερμηνεία αυτών των ατελών και πιθανά παραπλανητικών μαρτυριών είναι δύσκολη υπόθεση. Σημειώνεται επιπλέον ότι οι υπερβολές του ρεύματος των ισοψηφιστών και των καβαλιστών αργότερα, που έβλεπαν τα αλφαβητικά γράμματα πάντα και ως ψηφία, δημιούργησαν προκατάληψη απέναντι στην εξερεύνηση της σχέσης της γραφής με τα μαθηματική σκέψη. Αποτολμάται, τέλος, το συμπέρασμα ότι τα αλφαβητάρια λειτούργησαν πρωτίστως ως υπολογιστικές μηχανές, ενώ για τη γραφή λεκτικών σκέψεων δεν ήταν απαραίτητα πέρα από ένα επίπεδο αρχαρίων. Η θέση αυτή αντικρούει την ιδεαλιστική οπτική της αλφαβητικής γραφής ως καταλύτη για άλλα πνευματικά επιτεύγματα και αξίζει σαφώς συστηματικότερη διερεύνηση.
Διάφορα σημεία στο δοκίμιο δίνουν αφορμή για περαιτέρω σκέψεις. Η υπόθεση, λόγου χάρη, μιας «χρυσής εποχής» όπου το αλφάβητο αναπαριστούσε πιστά τα φωνήματα, την οποία αντιμάχεται το βιβλίο, αποδυναμώνεται και από μία ακόμα σκοπιά. Τα αλφάβητα δεν αναπαριστούν απλώς ήχους, αλλά φωνήματα. Το φώνημα είναι αφηρημένη κατηγορία με ποικίλες ηχητικές πραγματώσεις. Η συνειδητοποίηση αυτή κατακτήθηκε μόλις το 19ο αιώνα στη γλωσσολογία, ενώ εξακολουθεί να υστερεί στις καθημερινές πρακτικές ακόμα και των μορφωμένων. Για παράδειγμα, όταν συστήνεται γραφή της λέξης «καινούργιο» με «γ», δεν λαμβάνεται υπόψη ότι το πρόσθετο γράμμα δεν αντιστοιχεί σε φώνημα και ότι πιστή αναπαράσταση των ήχων θα οδηγούσε ευρύτερα σε γραφές όπως «χωργιό» και «ζμήνος». Η εφεύρεση ενός αλφάβητου απαιτεί, όχι απλώς την ασυνείδητη αναγνώριση των λίγων φωνημάτων στην τεράστια ηχητική ποικιλία της ομιλίας, την οποία καταφέρνουν και οι αγράμματοι, αλλά την ημισυνειδητή. Το επίτευγμα αυτό δεν είναι ωστόσο απλό, όπως δείχνουν τόσο η ιστορία όσο και η ψυχολογία, εξηγώντας ίσως κάποιες αναντιστοιχίες γραμμάτων-φωνημάτων, όπως η ταυτόσημη γραφή μακρών και βραχέων φωνηέντων που τα διαφοροποιεί ο μελωδικός τόνος. Η σημασία του τελευταίου αναγνωρίστηκε άλλωστε ακόμη αργότερα στην ιστορία της επιστήμης.
Η αξία του βιβλίου έγκειται πάντως στο ότι ζητά πειστικότατα να εξετάσουμε ξανά τη σχέση της γραφής με τον ανθρώπινο λόγο γενικότερα, δηλαδή όχι μόνο με τη λεκτική αλλά και με τη μη λεκτική σκέψη. Πρόκειται επίσης για ιδιαίτερα φροντισμένη, καλαίσθητη έκδοση. Η δε γλαφυρότητα του ύφους καθιστά το δοκίμιο αναγνώσιμο και εξαιρετικά ενδιαφέρον σε ένα ευρύτερο κοινό κι όχι μόνο στους ειδικούς της γραφής. Εμπεριέχει, τέλος, θαυμάσια εικονογράφηση των αρχαιολογικών ευρημάτων, όπως και ευρετήριο.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΑΤΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/05/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις