0
Your Καλαθι
Δώματα νυκτός
Εικαστικό ταξίδι στο ποίημα του Παρμενίδη
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Παρμενίδης δοσμένος με χρώματα; Ο κλειστός και αεί ακίνητος, νοητικός κόσμος του Ελεάτη φιλόσοφου (6ος-5ος π.Χ. αιώνας), που θεωρούσε «καρδιά της αλήθειας» το μονολεκτικό «εστίν» και όλα τ' άλλα απλώς «ανθρώπινες δοξασίες», μπορεί να αποδοθεί ζωγραφικά; Δύσκολα θα μπορούσε να εκλάβει κανείς τον Γιάννη Ψυχοπαίδη ως αφελή. Γνωρίζει το ποίημα -φιλοσοφικό κήρυγμα- του Παρμενίδη (78 όλοι κι όλοι στίχοι έχουν διασωθεί από την «Αλήθεια» και μόλις 44 από τη «Δόξα») και δεν θα επιχειρούσε μια εικαστική αναπαράσταση του ανείπωτου, του «Νοείν». Αυτό που κάνει είναι μια παράλληλη περιήγηση στον κόσμο της αλήθειας εκφράζοντάς τον χρωματικά και αναδεικνύοντας αυτό που οι εικόνες κρύβουν μέσα τους και όχι κάτι πίσω από αυτές. Μια αυτοπεποίθηση και μια αυτάρκεια.
Το λεύκωμα περιλαμβάνει επίσης το αρχαίο κείμενο του Παρμενίδη, μια πολύ καλή εισαγωγή και μετάφραση του ποιήματος στη νέα ελληνική του πανεπιστημιακού Παναγιώτη Θανασά, ο οποίος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τον Παρμενίδη και τους προσωκρατικούς.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 31/01/2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ενα από τα χαρακτηριστικά πεδία συνομιλίας των τεχνών που εγκαινιάζει η νεωτερικότητα είναι το βιβλίο διαλόγου ανάμεσα στην ποίηση και στη ζωγραφική. Συγκρινόμενη με την παραδοσιακή εικονογράφηση, η οποία έχει ως κύριο στόχο την εικαστική αναπαράσταση της ποιητικής εικόνας, η νέα προσέγγιση εισάγει μια ουσιαστική καινοτομία: η ζωγραφική δεν υπηρετεί πλέον τον ποιητικό λόγο αλλά διεκδικεί και επιβάλλει την ισότιμη παρουσία της και την αμφίδρομη επικοινωνία λόγου και εικόνας.
Αυτή η καινοτομία έχει βεβαίως τους προδρόμους της. Ο W. Blake, ποιητής που αναγγέλλει την ποιητικότητα του μέλλοντος, οραματικός σχεδιαστής, εξαιρετικός χαράκτης και εκδότης, χαράζει τους καλλιγραφημένους στίχους του και την εικόνα στην ίδια μήτρα επιτυγχάνοντας τη σύζευξη γραφής και σχεδίου. Ο Delacroix, παρ' ότι δεν επιθυμεί αρχικά τη συνεύρεση κειμένου και εικόνας και προτιμάει τη συγκέντρωση των λιθογραφιών που έφτιαξε για τον Φάουστ του Γκαίτε σε ξεχωριστό άλμπουμ, δέχεται τελικά να τυπωθεί αυτό το εμβληματικό για τον ρομαντισμό βιβλίο και ανοίγει τον δρόμο για το βιβλίο διαλόγου.
Η γέννηση του διαλόγου ποίησης και ζωγραφικής μέσα από ένα βιβλίο θα πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ 1874 και 1876, όταν δύο εμπνευσμένοι ποιητές, ο Charles Cros και ο Mallarme, συνεργάζονται με τον Manet και εκδίδουν αρχικά το βιβλίο Le Fleuve του Cros, στη συνέχεια Το κοράκι του Πόε σε μετάφραση Mallarme, που ήθελαν να το αναγορεύσουν στο σύγχρονο ανάλογο του Φάουστ που ζωγράφισε ο Delacroix, και τέλος Το απομεσήμερο ενός Φαύνου. (Ο Yves Peyre αφηγείται αναλυτικά και γλαφυρά την ιστορία αυτού του διαλόγου μέσα από τα βιβλία στο Peinture et poesie, Gallimard, 2001.)
Από το 1874 ως σήμερα αυτός ο διάλογος ανάμεσα στις ποιητικές και εικαστικές πρωτοπορίες συνεχίζεται χωρίς διακοπή.
Τα Δώματα Νυκτός, ένα εικαστικό ταξίδι στο ποίημα του Παρμενίδη όπως επεξηγεί ο υπότιτλος του βιβλίου, προέρχονται από αυτή την παράδοση της νεωτερικότητας αλλά συγχρόνως εντάσσονται οργανικά σε ένα σταθερό μέλημα της ζωγραφικής του Γιάννη Ψυχοπαίδη: τη συστηματική διερεύνηση των σχέσεων λόγου και εικόνας. Κύριοι σταθμοί αυτού του ταξιδιού είναι δύο μεγάλες ενότητες έργων, που τιτλοφορούνται Σεμινάριο και Το γράμμα που δεν έφτασε, και δύο βιβλία: ο Ηρώνδας, δώδεκα χαρακτικά που σχολιάζουν δυο μιμιάμβους (εκδ. Μίμνερμος), και τα Ανθη της πέτρας, εικόνες πάνω στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη (εκδ. Μεταίχμιο). (Ενα μέρος της δουλειάς με θέμα την ποίηση του Γ. Σεφέρη είχε εκδοθεί το 1993 με τον τίτλο Αγγελικό και μαύρο φως, εκδ. Γνώση.)
Τα Ανθη της πέτρας γεννιούνται στον αστερισμό της νύχτας, «εκεί που το μαύρο φως, το μυστικό εσωτερικό φως της ψυχής, φωτίζει ερωτήματα χωρίς απάντηση για τον άνθρωπο και την ύπαρξή του». Μες στο βουερό σκοτάδι της νύχτας αναδύονται με ένταση μοτίβα μιας προσωπικής μυθολογίας, ανθίζουν εικόνες πλασμένες με τα υλικά και τη νόμιμη αυθαιρεσία του ονείρου, που επανέρχονται επίμονα στα σύστοιχα Δώματα Νυκτός.
Σπαράγματα και εικόνες
Αλλά αν η συνομιλία με την ποίηση του Σεφέρη στηρίζεται σε ένα διασταλμένο παρόν - αφού το κείμενο και η εικόνα μοιράζονται έναν κόσμο της τέχνης κατά βάση κοινό και εμπειρίες συναφείς που χωρίς μεγάλη δυσκολία μπορούν να θεωρηθούν σύγχρονες - το εικαστικό ταξίδι στον Παρμενίδη ενέχει το στοιχείο «της παράτολμης πρόκλησης», όπως παρατηρεί εύστοχα στον πρόλογο ο Π. Θανασάς. Το ποίημα του Ελεάτη είναι το πρωταρχικό κείμενο με το οποίο εγκαινιάζεται η φιλοσοφία, ένας συστηματικός και συνεπής λόγος που αναζητεί μεθοδικά την αλήθεια του είναι και την εκφράζει ανεικονικά - τουλάχιστον στο πρώτο μέρος, από το οποίο σώζονται σημαντικά πολύστιχα αποσπάσματα. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να κρατηθούν στον ίδιο χώρο και να συνομιλήσουν - στον εύθραυστο χώρο του βιβλίου που διατρέχει κάθε στιγμή τον κίνδυνο να διαρραγεί - αινιγματικά φιλοσοφικά σπαράγματα και εικόνες που τα χωρίζει το χάος μιας τόσο μεγάλης απόστασης; Ποιον δρόμο μπορεί να πάρει η ζωγραφική του Γιάννη Ψυχοπαίδη, από τους πολλούς δρόμους που ανοίγει το ποίημα, ώστε να μη χαθεί σε «στράτα δίχως γνώση», αλλά να μπορεί να πει, όπως ο Παρμενίδης, «το ίδιο είναι για μένα, απ' όπου κι αν ξεκινήσω· γιατί εκεί θα επιστρέψω πάλι» (Απόσπασμα V).
Με ασφαλές εικαστικό ένστικτο, ο Γ. Ψ. παίρνει τον δρόμο που ανοίγουν οι ανθρώπινες δόξες (δόξας βροτείας, VIII, 31), που αναπτύσσει η Θεά στο δεύτερο μέρος του ποιήματος, και ορίζει με σαφήνεια τη θέση από την οποία προβαίνει η ζωγραφική του: από τον χώρο της νύχτας, από «δώματα νυκτός» (Ι, 9), από τον ίδιο χώρο από τον οποίο ξεκινάει και το ταξίδι του Παρμενίδη. Ομως η νύχτα, όπως έδειξε η Θεά αναιρώντας την πλάνη των ανθρώπων που διαχωρίζουν ριζικά το φως και τη νύχτα και θέτουν δύο μορφές αντιτιθέμενες και αλληλοαποκλειόμενες απαλείφοντας τη μίξιν και τη συμπαρουσία τους, δεν είναι απλώς αδαής και άφαντος, είναι ένας από τους δρόμους που παίρνουν οι άνθρωποι για να εκφράσουν το είναι, ένας από τους πολλαπλούς τρόπους διά των οποίων λέγεται η αλήθεια των όντων. Γιατί «όλα γεμάτα είναι από φως και νύχτα άφαντη συνάμα - ίσα και τα δύο, γιατί το Μηδέν σε κανένα τους δεν μετέχει» (ΙΧ, 3-4).
Θεμελιώνοντας λοιπόν τη ζωγραφική στον κεντρικό αρμό του ποιήματος, αυτόν που συνδέει το πρώτο με το δεύτερο μέρος του, δηλαδή την οντολογία με την κοσμολογία, ο Γ. Ψ. νομιμοποιεί το εικαστικό ταξίδι ορίζοντας τη φορά του από τη νύχτα προς το φως. Συγχρόνως, εκμεταλλεύεται τις εικόνες και τις μεταφορές που χρησιμοποιεί ή τις μυθικές μορφές (Δίκη, Ανάγκη, Μοίρα, Θεά) που επικαλείται ο Παρμενίδης - σημάδι της ενσωμάτωσης του φιλοσοφικού λόγου στο πλαίσιο από το οποίο αποσπάται - και νομιμοποιεί την εικαστική έκφραση του στοχασμού, του ονείρου και του κόσμου της νύχτας. Με αυτόν τον τρόπο ανοίγει μια αμφίδρομη επικοινωνία ανάμεσα στη φιλοσοφική ποίηση και στη ζωγραφική, οι οποίες, αν και διατηρούν την ιδιαιτερότητα και την αυτονομία τους, συνάμα μπορούν να διασταυρώνονται και να συνομιλούν.
Ενα παράδειγμα. Το έργο που στέκει αντίκρυ στους στίχους του προοιμίου του ποιήματος, αυτούς που μιλούν για την αρχή του ταξιδιού, εκεί που ακούγεται σαν ήχος από φλογέρα το σφύριγμα του άξονα, «καθώς βιαστικά οδηγούσαν (το δίτροχο άρμα) του Ηλιου οι κόρες, έχοντας φύγει από τα δώματα της Νύχτας προς το φως» (Ι, 8 - 10), είναι ο ακρωτηριασμένος και ακέφαλος κορμός ενός αγάλματος της Σελήνης που από το βάθρο του ακτινοβολεί ένα ζωντανό κίτρινο και μαύρο φως. Οπως ο κορμός του Απόλλωνα στο περίφημο σονέτο του Ρίλκε, τα αποκομμένα μέλη της Σελήνης δεν αναιρούν, αντίθετα αναδεικνύουν λαμπρότερο το ακέραιο όλον και υποχρεώνουν τον θεατή να δει με τον νου «πώς τα απόντα είναι γι' αυτόν με βεβαιότητα παρόντα» (IV, 1).
Ο κορμός της Σελήνης
Ο κορμός της Σελήνης, λοιπόν, δεν εικονογραφεί τους συγκεκριμένους στίχους, είναι μια μεταφορά που παραπέμπει συνολικά στο ποίημα, υποδηλώνει έναν τρόπο ανάγνωσης και συγχρόνως ορίζει τις εικόνες που το συνοδεύουν με βάση την περιγραφή της Σελήνης που δίνει το ίδιο το ποίημα στον πιο ωραίο στίχο του: νυκτιφαές αλλότριον φως (XIV), ξένο φως που φέγγει μες στη νύχτα.
Στον άλλο πόλο της αντίθεσης στέκει ο Ηλιος, αυτόφωτος, κρυμμένος μες στη νύχτα όπως λέει ο Αριστοτέλης (νυκτικρυφές, Μετά τα Φυσικά, Ζ, 15, 1040α31), είτε παραθέτοντας ένα λανθάνον απόσπασμα του Παρμενίδη είτε πλάθοντας κατ' αναλογία ένα νεολογισμό. Οι εικόνες που συστήνουν το εικαστικό ταξίδι στο ποίημα του Παρμενίδη βγαίνουν βεβαίως από τη νύχτα, αλλά όπως η Σελήνη είναι στραμμένες προς τις ακτίνες του Ηλιου, είναι ένα μείγμα (κράσις) από σκοτάδι και φως.
«Ενα ξαφνικό φως, σαν σιωπηλή εκπυρσοκρότηση, φανερώνει αποσπάσματα ενός απόκοσμου σκηνικού, που αμέσως βυθίζεται πάλι στο σκοτάδι. (...) Ομως το φως της ημέρας που έρχεται αποκαθιστά μια άλλη αλήθεια· λειαίνει την οξύτητα των σκιών, ενώ μια ξαφνική λυρική ανάσα χαϊδεύει την πανάρχαια θλίψη».
(Αυτό το παράθεμα από τον πρόλογο του Γ. Ψ. στα «Ανθη της πέτρας» προαναγγέλλει τις εικόνες που ξεδιπλώνονται στα Δώματα Νυκτός.)
Στα Δώματα Νυκτός πρόσωπα ανδρών και γυναικών με μάτια κλειστά και την ψυχή σε εγρήγορση, ανάμεσα στον ήλιο και στο φεγγάρι, ακρωτηριασμένα αγάλματα, παγωμένες χειρονομίες, αντικείμενα που παίρνουν διαστάσεις εφιάλτη, μνήμες που γίνονται σύμβολα ζωής, αριθμοί που συνυφαίνονται με το αναρίθμητο, λέξεις χωρίς φωνή, συστήνουν τις εικόνες του παράλληλου ταξιδιού. Κάποτε ένα μοτίβο λειτουργεί σαν καρφί και συνδέει την ποίηση και τη ζωγραφική. Αλλοτε οι εικόνες επιβάλλονται αυτόνομες και προκαλούν το ποίημα να ακολουθήσει τη δική τους αναζήτηση της αλήθειας.
Αλλά αυτό ακριβώς δεν είναι ο διάλογος ανάμεσα στις τέχνες; Το γαρ πλέον εστί νόημα (XVI, 4).
Χρ. Γ. Λάζος (διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 02-03-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις