0
Your Καλαθι
Η ζωή μου
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
«Τα απομνημονεύματα του Ράιχ-Ρανίτσκι συνιστούν ιστορία της γερμανικής λογοτεχνίας του αιώνα μας, αλλά συγχρόνως και ένα κεφάλαιο παγκόσμιας ιστορίας. Ωστόσο εν συνόλω δημιουργήθηκε εν τέλει ένα μνημείο για την Τόσσα, τη σύζυγό του... Ο Ράιχ-Ρανίτσκι έγραψε μια από τις ωραιότερες ιστορίες αγάπης του αιώνα μας».
Frank Schirmacher, Frankfurter Allgemeine Zeitung
Σπάνια μια ζωή μπορεί να εμπνεύσει ένα τόσο μεγαλόπνοο έργο· στην περίπτωση του «πάπα» της γερμανικής κριτικής Ράιχ-Ρανίτσκι, όμως, αυτό συμβαίνει γιατί η αυτοβιογραφία του μπορεί να διαβαστεί ταυτόχρονα σαν τα απομνημονεύματα του σύντομου, τρομερού 20ού αιώνα.
Αυτός ο νεαρός Εβραίος ο παθιασμένος με τη γερμανική λογοτεχνία, αυτό το παιδί που βρίσκει την ευτυχία στην επικράτεια της γερμανικής γλώσσας και δεν παύει να τη δοξολογεί ακόμη και μέσα στη φρίκη του ναζισμού, αυτός ο νεαρός φυγάς από το γκέτο της Βαρσοβίας που θα ζήσει κρυμμένος από Πολωνούς αγρότες σ' ένα σπιτάκι στην εξοχή όλα τα χρόνια της φρίκης (γνωρίζοντας πως οι γονείς του, ο αδελφός του, οι φίλοι που αγαπά πεθαίνουν στους θαλάμους αερίων της Τρεμπλίνκα) για να αναδυθεί μετά την απελευθέρωση σαν πενηντάχρονος μεσήλικας ενώ είναι μονάχα 24 ετών, θα αναδειχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους κριτικούς, ο οποίος θα διευθύνει το λογοτεχνικό τμήμα μιας εφημερίδας του κύρους της «Frankfurter Allgemeine» επί δεκαπέντε χρόνια και θα επηρεάσει το τοπίο της σύγχρονης γερμανόφωνης λογοτεχνίας όσο λίγοι. Η αυτοβιογραφία του, που ξεκινά σαν μυθιστόρημα μαθητείας (θαυμάσιες είναι όσες σελίδες ανασυνθέτουν το θάμβος του νεαρού εφήβου απέναντι στα ιερά τέρατα της ποίησης και του θεατρικού λόγου που σφράγισαν την πορεία του προς την πνευματική ωρίμανση), στη συνέχεια αποτυπώνει με υποβλητική ενάργεια τις πολλές φάσεις της ανέλιξης της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, τις διαμάχες, τις αντιπαραθέσεις που ξεσπούν στους κόλπους της κι έτσι διαβάζεται σαν, εντελώς προσωπικό μεν, αλλά γι' αυτό απολύτως πειστικό χρονικό της· παράλληλα, όμως, είναι μια ιστορία αγάπης, ένας διακριτικός και τρυφερός φόρος τιμής στην Τόσσα, τη νεαρή σύντροφό του στο γκέτο και στην απόδραση, τη μητέρα του γιου του, την γυναίκα με την οποία μοιράστηκε τη θλίψη, το φόβο, την ευτυχία.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/12/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η αυθιστόρηση στη λογοτεχνία, όπως και σε περιοχές επιστημονικές, έχει χαρακτηριστεί μια μορφή λόγου η οποία συνδέεται και με ζητήματα ηθικής. Δεν ξέρω εάν αυτή η τοποθέτηση, τουλάχιστον όσον αφορά τον έντεχνο χώρο, έχει μεγάλη σημασία, εάν σκεφτούμε ότι διάφοροι σημαντικοί συγγραφείς, που αυτοβιογραφήθηκαν χωρίς να υπολογίσουν την πιστότητα των αναπαριστωμένων, πρότειναν θαυμάσια κείμενα: να θυμηθούμε πρόχειρα το «Μίλησε μνήμη» του Ναμπόκοφ, ένα βιβλίο στο οποίο το τελευταίο πράγμα που σε ενδιαφέρει είναι η αλήθεια. Εκείνο που προέχει σ' αυτό, όπως και σε πολλά σχετικά εξομολογητικά κείμενα, είναι η «λογοτεχνική ηθική» και όχι η μαρτυρία... Δεν έχει σημασία το εάν ο Ναμπόκοφ θεωρεί «κακούς» τους μπολσεβίκους ή παρουσιάζει ένα γοητευτικά ομιχλώδες σκηνικό του παρελθόντος εξαιτίας των απατηλών παιχνιδιών της μνήμης. Η αισθητική σχέση του υποκειμένου με τη μνήμη/χρόνο είναι το ζητούμενο, και δευτερευόντως η ανεκδοτολογία σχετικά με την παρελθούσα εποχή που αναβιώνεται.
Εξάλλου, η περίφημη ιστορική πιστότητα δύσκολα προκύπτει μέσα από τις αναμνήσεις του αφηγουμένου, ο οποίος, σύμφωνα με το παλιό γιαπωνέζικο ρητό, μπορεί και να «ψεύδεται ως αυτόπτης μάρτυρας»... Ο εξομολογούμενος, λέγεται κάπως αφοριστικά, είναι ο μεγαλύτερος ψεύτης. Όλα όσα γράφει ο τελευταίος τον αφορούν άμεσα, και έτσι συμβαίνει, εκτός των «αντικειμενικών» δυσκολιών μιας αναπαράστασης, να δοκιμάζονται η ειλικρίνεια και το σθένος του.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, και για να αποφεύγουμε αυτά τα αδιέξοδα τελικά, ας έχουμε υπόψη μας όσοι εγκύπτουμε σε μια αφήγηση βιωμάτων, κατατεθειμένη μάλιστα από κάποιον ασχολούμενο με τη λογοτεχνία, ότι δεν χρειάζεται να σταθμεύουμε απαραιτήτως στην εγκυρότητα ή μη του πραγματολογικού υλικού, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αυτό παρουσιάζεται. Έτσι και αλλιώς ένα ανέκδοτο χάνει την αξία του εάν δεν το διηγηθείς καλά.
Στο πολυσέλιδο αυτοβιογράφημα του πασίγνωστου Πολωνοεβραίου κριτικού λογοτεχνίας Μαρσέλ Ράιχ - Ρανίτσκι «Η ζωή μου», σπουδαίου μελετητή της γερμανικής, κυρίως, λογοτεχνίας και σημαίνοντος προσώπου της δημόσιας ζωής της πατρίδας τού Γκέτε, ο απαιτητικός και μη αναγνώστης βρίσκει στοιχεία που τον ενδιαφέρουν, γιατί το παρελθόν αναβιώνει με ελκυστικό και ζωντανό τρόπο.
Το έργο στηρίζεται σε τρεις άξονες: στις διώξεις που υπέστη ο συγγραφέας λόγω της «φυλετικής» του ετερότητας κατά την περίοδο του Γ' Ράιχ, στην εξέλιξή του ως κριτικού και στην περιγραφή ηθών και προσώπων της γερμανόφωνης λογοτεχνίας του περασμένου αιώνα. Πάνω σ' αυτόν τον πολύ σημαίνοντα καμβά, ο Ρανίτσκι εκδιπλώνει την αφήγησή του, η οποία, πρέπει να τονίσω εξαρχής, χωρίς να είναι δημαγωγική, έχει απαιτήσεις συνομιλίας και με τον τελευταίο παραλήπτη της. Γι' αυτό, άραγε, το βιβλίο έχει σημειώσει μέχρι τώρα ρεκόρ πωλήσεων ή μήπως το φαινόμενο συνέβη επειδή ο Ρανίτσκι είναι και ένας δημοφιλής σταρ της γερμανικής τηλεόρασης όσον αφορά τα λογοτεχνικά; Φαντάζομαι και για τους δύο λόγους. Εδώ να σημειώσω ότι ο αυτοβιογραφούμενος ποτέ στη διαδρομή του ως κριτικός δεν υπερασπίστηκε την άκρως θεωρητική προσέγγιση των κειμένων και είχε συνηθίσει να είναι με την καλή έννοια εκλαϊκευτικός. Ασκησε κυρίως την κριτική με δίαυλο επικοινωνίας τα μαζικά μέσα ενημέρωσης. Απευθυνόμενος στο αμέσως μεταπολεμικό πολωνικό και γερμανικό κοινό, που δεν ήταν τόσο μαζικό στην κουλτούρα του όσο το σημερινό διεθνώς, αυτός ο τόσο προικισμένος αναγνώσης της παλιάς και νέας λογοτεχνίας, ο βαθύτατα καλλιεργημένος μουσικά ακροατής και θαυμαστής της παγκόσμιας θεατρικής σκηνής, μπόρεσε μέσα από τις διεισδυτικές και προκλητικές κριτικές του να κερδίσει αναγνώριση.
Ο Ράιχ-Ρανίτσκι (γεννημένος το 1920) δεν έχει σχέση με τον περίφημο Βίλχελμ, του οποίου επίσης ο βίος σημαδεύτηκε από το συνεπώνυμο καθεστώς (Γ' Ράιχ) του Χίτλερ. Τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου ανατρέχουν στην παιδική ζωή του συγγραφέα στην Πολωνία και τη Γερμανία. Η μαθητική βερολινέζικη εμπειρία χαράζει το μικρό Εβραίο. Στη σκιά της φιλογερμανίδας μητέρας του (που βρήκε τραγικό θάνατο με τον πατέρα του σε θάλαμο αερίων στην Τρεμπλίνκα) και στο αστικό του περιβάλλον το φιλομαθές μειράκιο μεγαλώνει βυθισμένο στη «γερμανικότητα» του Μεσοπολέμου. Ακούει και λατρεύει τον Βάγκνερ, βλέπει παραστάσεις, διαβάζει κλασική και σύγχρονή του λογοτεχνία. Έρχεται στη συνέχεια σ' επαφή περισσότερο με το Μαρξισμό παρά με τον Εβραϊσμό (που δεν απαρνείται, βέβαια, ποτέ), γιατί δεν έχει θεοσέβεια: πιστεύει στην ανυπαρξία κάποιου ανώτερου όντος, μέσα από το λογικό συμπέρασμα που στηρίζεται στη σκέψη ότι εφόσον ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο κατ' εικόνα και ομοίωσή του, το ίδιο συνέβη και αντιστρόφως.
Με ήρεμη αφήγηση και αρκετές πληροφορίες για τα καθέκαστα, ο Ράιχ-Ρανίτσκι (που πήρε ως ψευδώνυμο το δεύτερο όνομά του μεταπολεμικά στην Πολωνία) διεκτραγωδεί τις περιπέτειές του στο γκέτο της Βαρσοβίας μετά την αναγκαστική φυγή της οικογενείας του από το Βερολίνο. Η ζωή στον ασφυκτικό χώρο του περιορισμού σκιτσάρεται με ψύχραιμες (έως αποστασιοποιημένες θα έλεγα) πινελιές. Τα γεγονότα της καθημερινής ζωής, έτσι όπως σφραγίζονται από την κτηνωδία των ναζί, αποκτούν μια ανεπανάληπτη δραματικότητα: ο συγγραφέας, επαναλαμβάνω, με στοιχειώδη μέσα, που πολλές φορές εκπλήσσουν με τη λιτότητά τους, ζωντανεύει την ατομική και συλλογική τραγωδία.
Αυτό που ιδιαίτερα εντυπωσιάζει είναι η αναπαράσταση ενός φιλότεχνου κλίματος, που οι έγκλειστοι καλλιεργούσαν για να ξεφύγουν από το ζόφο γύρω τους: άνθρωποι που ήξεραν ότι είναι σχεδόν καταδικασμένοι, οργάνωναν ορχήστρες συμφωνικής μουσικής ή διάβαζαν λογοτεχνία αναζητώντας την εσωτερικότητα, αντιδρώντας στην κανιβαλική πραγματικότητα. Ο νεαρός Μαρσέλ επιβιώνει με τις γνώσεις της γερμανικής και την παιδεία του, προσφέροντας διάφορες υπηρεσίες στην κοινότητα. Με τη νεαρή του γυναίκα, επίσης Εβραία της Πολωνίας, κατορθώνει να σωθεί από την εκτέλεση, δραπετεύοντας την τελευταία στιγμή από τη φάλαγγα που κατευθυνόταν στο μοιραίο τρένο. Με δωροδοκίες φρουρών το ζευγάρι βγαίνει από το γκέτο, κρύβεται στο σπίτι ενός έντιμου, συντηρητικού Πολωνού και τελικά βλέπει τα ρωσικά στρατεύματα να προελαύνουν στη χώρα του. Ο Μαρσέλ κατατάσσεται στον πολωνικό στρατό, μπαίνει στο Κομμουνιστικό Κόμμα, διορίζεται πρόξενος στο Λονδίνο και όταν επιστρέφει στην Πολωνία πέφτει σε δυσμένεια. Η παιδεία του τον βοηθάει στις αρχές της δεκαετίας του '50 να εργαστεί ως κριτικός σε εφημερίδες. Το 1959 ζητάει πολιτικό άσυλο στη Δυτική Γερμανία. Από εκεί και πέρα αρχίζει μια θεαματική άνοδος, η οποία τον εκτινάσσει στη σημερινή θέση του «Πάπα» της γερμανικής κριτικής.
Η αφήγηση συνεχώς παλινδρομεί στο χρόνο, καθώς ο Ρανίτσκι θυμάται διάφορες προσωπικότητες της λογοτεχνίας, για τις οποίες κάνει αναφορές ιστορικές και βιογραφικές. Ποικίλα πορτρέτα διάσημων φωνών της γερμανόφωνης λογοτεχνίας και διανόησης φιλοτεχνούνται με προσοχή, αλλά και δηκτικότητα. Ο αυτοβιογραφούμενος δεν διστάζει να φανεί σκληρός και ειρωνικός με τους δημιουργούς. Θα 'λεγε κανείς, μιλώντας διαισθητικά, ότι ο Ρ. έχει, τις περισσότερες φορές, έναν κακό λόγο για εκείνους που κάνουν πρωτότυπη εργασία. Εννοώ ότι πιθανόν να λειτουργεί σ' αυτόν ασυνείδητα το απωθημένο του συγγραφέα, γι' αυτό και επιτίθεται στους δημιουργούς: κοινότοπη σκέψη θα πείτε. Όμως δεν είναι εξίσου «μπανάλ» όσα λέει ο Ρανίτσκι π.χ. σχετικά με τα εχθρικά αισθήματα των συγγραφέων απέναντι στον κριτικό που τους επικρίνει ή για την αλαζονεία των πρώτων κ.λπ.; Φαίνεται ότι ο Ρ. είχε υπόψη του τη γνώμη του Ουάιλντ για το είδος της αυτοβιογραφίας, την οποία, λίγο ώς πολύ, τη χαρακτήριζε την πιο «ταπεινή» και συγχρόνως την πιο «υψηλή» εκδήλωση της κριτικής.
Κάποιες παρατηρήσεις για την, κατά τα άλλα, επίμοχθη μεταφραστική εργασία του κ. Αλέξανδρου Κυπριώτη: γιατί αυτή η προτίμηση κάποτε σε μια ακραία δημοτική; Αυτό το επαναλαμβανόμενο «γλήγορα» ταλαιπωρεί. Επίσης, δεν γίνεται σωστή αναλογία ανάμεσα στις δύο γλώσσες με τη χρήση λέξεων όπως «ταξιδιάρης», «μίσεψε», «πλουταίνω», «δαύτοι» κ.λπ. Το «υπανδρεμένη» (δις) στη σελίδα 119 εννοεί, ασφαλώς, το σωστό «ύπανδρος». Η φράση στη σελ. 129 «για να μην επιφορτίσει επιπλέον τις σχέσεις με την καθολική Εκκλησία, ο Χίτλερ προτίμησε...» πρέπει να γίνει «για να μη φορτίσει... κ.λπ.». Ο «προπέτης» της σελίδας 446, εννοεί το «προπετής».
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/11/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις