0
Your Καλαθι
Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ
Περιγραφή
Τι άλλο είναι η ζωή, λέει ο Φρανσουά Ραμπελαί (1483-1553), εκτός από τη χαρά που πηγάζει από την καλοπέραση του σώματος, από τη σοφία που καλλιεργεί η απλότητα της σκέψης, από τον καλό λόγο που κατατροπώνει τη βλακεία και την ψευτιά;
Ο Γαργαντούας και ο πατέρας του Πανταγκρυέλ είναι τα δείγματα ενός ανθρωπισμού που έδωσε αξία στις λαϊκές αντιλήψεις και οικοδόμησε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ο πρώτος συγγραφέας της Δυτικής Ευρώπης είναι ο γιατρός, ιερωμένος, πατέρας νόθων παιδιών, λάτρης των αρχαίων ελληνικών, οπαδός της υπερβολής Ραμπελαί. Ο συγγραφέας που μας θυμίζει πως «το γέλιο είναι γνώρισμα του ανθρώπου και μόνο».
Έτσι, ξεκινώντας από την αρχή του κόσμου, φτάνει στο βασίλειο των γιγάντων όπου παρακολουθεί τα πολλά και περίεργα, ανακαλύπτει τα σπουδαία και τα ταπεινά, τα παράλογα και τα μαγικά, το μεγαλείο του παιχνιδιού και της γνώσης.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μολονότι οι αιωνιότητες είναι εξ ορισμού αιώνιες, στα ανθρώπινα τουλάχιστον πράγματα υπάρχουν αιωνιότητες πιο αιώνιες από άλλες (για να παραφράσω τη διαβόητη ρήση του Τζορτζ Οργουελ!). Τρανή απόδειξη τα γιγαντουργήματα Γαργαντούας (1535) και Πανταγκρυέλ (1532) που ξεπήδησαν από την ασύγκριτη πένα του Φρανσουά Ραμπελαί (1483-1553) για να εισβάλουν δικαιωματικά στη λογοτεχνική αθανασία. H Εστία επανεκδίδει τα ορόσημα αυτά του γαλλικού αναγεννησιακού λόγου στην εντυπωσιακή (και ηρωική) μετάφραση του συγγραφέα Φιλίππου Δ. Δρακονταειδή, ο οποίος υπογράφει επίσης την εισαγωγή (χρονολόγιο, επισκόπηση, βιβλιογραφία), καθώς και τις άκρως αναγκαίες σημειώσεις. Θέλει γνώσεις, τόλμη και γλωσσοπλαστική δεινότητα για να γυρίσεις στα ελληνικά αυτές τις γιγαντολογίες - απαρχή και κορύφωση συνάμα του αναγεννησιακού μυθιστορήματος.
Στη μεθόριο των πολιτισμών
H ανά χείρας μετάφραση πρωτοεκδόθηκε το 1994 (από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών). Σήμερα επανέρχονται κοντά μας ακέραια τα διασημότερα έργα του μεγάλου ανθρωπιστή, που στέκεται στη μεθόριο δυο πολιτισμών, κοιτάζοντας ως ο Ιανός ταυτόχρονα προς τον δύοντα θεοκρατικό Μεσαίωνα και προς την ανατέλλουσα ανθρωποκεντρική Αναγέννηση. Εως την προσφορά του Φ. Δρακονταειδή μόνο κάποιες εκλαϊκευμένες περιλήψεις για παιδιά είχαμε στη διάθεσή μας ή αποσπάσματα, που οφείλουμε στην ευρηματική πλην clean (καθ' ότι λογοκριμένη) προσπάθεια του Σ. Σκιαδαρέση (Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 1950).
Δύο κυρίως λόγοι εξηγούν αυτή την απουσία: Πρώτον, το δυσνόητο και δυσμετάφραστο ραμπελαιικό ιδίωμα: αρχαϊκά γαλλικά σε αδιαφοροποίητη ακόμη, πρωτεϊκή μορφή (ο αυστηρός γλωσσικός κλασικισμός θα ξεκινήσει αργότερα με τον Μαλέρμπ). Ενα δύσκολο να περιγραφεί μάγμα λόγιας και δημώδους γλώσσας, κατάμεστο από ντοπιολαλιές, επαγγελματικά ιδιόλεκτα, λογοπαίγνια, νεολογισμούς, λατινισμούς, ελληνισμούς (ο Ραμπελαί προίκισε τα γαλλικά με πλήθος λέξεις ελληνικής προέλευσης, όπως olympiade, microcosme, encyclopedie, κτλ.)· μια ακαταπόνητη πολυγλωσσία και μια απίστευτη πολυφωνία που θα περιμένουν τον 19ο αιώνα του Μπαλζάκ και του Ουγκό, τον 20ό αιώνα του Σελίν και του Κενώ για να επανεμφανιστούν στη Γαλλία.
Δεύτερον, η άκρατη ελευθεριότητα αλλά και ελευθερία του ραμπελαιικού λόγου. H πιο χυμώδης αθυροστομία επιστρατεύεται, αφενός, για να αναδείξει με μπουφόνικη και ενθουσιώδη εμμονή τις πεζότερες σωματικές ανάγκες, για να εστιάσει με ασύστολη πληθωρικότητα «στο φαγητό, στο πιοτό, στην πεολατρεία, στα κωλοσφούγγια, στην αποπάτηση», καθώς λέει ο Φ. Δρακονταειδής. «Υστερα» είπε ο Γαργαντούας «σκούπισα τον πισινό μου μ' ένα φέσι, μ' ένα μαξιλάρι, μια παντούφλα, μια κυνηγετική τσάντα, ένα καλάθι (τι δυσάρεστο κωλοσφούγγι κι αυτό!) και κατόπιν μ' ένα καπέλο. Υστερα σκουπίστηκα με μια κότα, μ' έναν κόκορα, μ' ένα κοτοπουλάκι, με το πετσί ενός μοσχαριού, ενός λαγού, ενός περιστεριού...» (Γαργαντούας, κεφ. 13, σελ. 107).
Βέβαια, τούτος ο θριαμβικός εκθειασμός του χθαμαλού έλκει την καταγωγή του από το μεσαιωνικό καρναβάλι (θυμόμαστε τον Μπαχτίν). Ωστόσο στην αναγεννησιακή κοσμοθεώρηση του Ραμπελαί οι σωματικές απολαύσεις δεν προτάσσονται ως αλληγορίες των πνευματικών ούτε ως πρόσκαιρη καρναβαλική ανατροπή μιας ιεραρχημένης κανονικότητας, αλλά διεκδικούν ίσο μερίδιο μιας νέας κανονικότητας που συμφιλιώνει το κορμί με το κεφάλι, το χθόνιο με το ουράνιο, τη σκατολογική βωμολοχία με τον υψιπετή στοχασμό. Γιατί δεν είναι μόνο σωματική η αχαλίνωτη βουλιμία του Γαργαντούα, του Πανταγκρυέλ και της παρέας τους. Είναι επίσης βουλιμία του νου για γνώση, της ψυχής για αρετή!
Βίαιη γλώσσα
H ίδια αδρή και συχνά βίαιη γλώσσα επιστρατεύεται, αφετέρου, για να στηλιτεύσει σατιρίζοντας τα κληροδοτήματα της «σκοτεινής εποχής των Γότθων», τους αρτηριοσκληρωτικούς θεσμούς, τον παπισμό της Ρώμης (αλλά και τον καλβινισμό της Γενεύης), τον λογιοτατισμό και την αμάθεια, τον σκοταδισμό, την απληστία, τη σεμνοτυφία· γλώσσα δριμεία εναντίον πάντων των «αγελάστων» (ας μην ξεχνάμε, εγγύτερα σ' εμάς, την Πάπισσα Ιωάννα), εναντίον αυτών που ο Ραμπελαί αποκαλεί «θρησκομανείς, σαλιγκαρομανείς, υποκριτές, ψευδευλαβείς, πορνευλαβείς...» (Πανταγκρυέλ, κεφ 34, σελ. 468), εναντίον των «Σορβονάγρων» θεολόγων, πρωτίστως, που του ανταπέδωσαν τη φιλοφρόνηση καταδικάζοντας κατ' επανάληψιν τα βιβλία του ως άσεμνα και αιρετικά. Αν λοιπόν τα έργα του Ραμπελαί παρέμειναν επί μακρόν αμετάφραστα, ήταν αναμφίβολα και λόγω της ανατρεπτικής τους σκέψης - ανατρεπτικής τότε, ανατρεπτικής ακόμη και σήμερα!
Κατά τον Σατομπριάν, ο Ραμπελαί «δημιούργησε τα γαλλικά γράμματα»: η αλήθεια είναι ότι έστησε έναν ολόκληρο κόσμο. Οταν το 1532 κυκλοφορεί ο Πανταγκρυέλ, το πρώτο από τα πέντε μυθιστορήματά του, το λογοτεχνικό περιβόλι της Γαλλίας έχει μείνει προ πολλού ακαλλιέργητο, άκαρπο. Κατάλοιπα ιπποτικών εποποιιών, συνέχειες ή απομιμήσεις των Amadis, βίοι αγίων, οι φιλοσοφικές μυθιστορίες του Απουλήιου και του Φιλοστράτου, αλλά και λαϊκές φυλλάδες όπως τα Μεγάλα και ανεκτίμητα χρονικά του τεράστιου γίγαντα Γαργαντούα (που ήταν το έναυσμα για τον Πανταγκρυέλ) διαμορφώνουν ένα μάλλον αποψιλωμένο τοπίο. H Αναγέννηση έχει ωστόσο διεισδύσει ήδη στη Γαλλία, έστω και με έναν αιώνα καθυστέρηση σε σχέση με τη γείτονα Ιταλία: η ελληνική αρχαιότητα ξυπνά από τον μακραίωνο ύπνο της. Στους κύκλους των ανθρωπιστών ο Πλάτωνας εκτοπίζει τον μεσαιωνικό Αριστοτέλη των σχολαστικών, στο νεότευκτο Βασιλικό Κολέγιο διδάσκονται τα ελληνικά, ο Γκυγιόμ Μπυντέ έχει εκδώσει τα Σχόλια για την ελληνική γλώσσα (1529), οι μεταρρυθμιστές και οι μετριοπαθέστεροι εξ αυτών, οι ευαγγελικοί (στους οποίους πρόσκειται ο Ραμπελαί), προωθούν την αδιαμεσολάβητη επαφή με τις Γραφές στο πρωτότυπο.
Οι ανθρωπιστικές σπουδές του homo universalis Ραμπελαί - μοναχού, κοσμικού ιερωμένου, γιατρού, νομικού, διπλωμάτη, ακαταπόνητου ταξιδευτή - θα τον οδηγήσουν, όπως και το πρότυπό του τον Ερασμο, στην αρχαιοελληνική γραμματεία (μετέφρασε στα λατινικά Ηρόδοτο, Ιπποκράτη, Λουκιανό - ο τελευταίος άφησε βαθύτατα ίχνη στο έργο του). Ετσι, στη μνημειώδη σύνθεση του Ραμπελαί θα συγκεραστούν εν ταραχώδη αρμονία η δημώδης παράδοση και η λόγια ανθρωπιστική παιδεία. Από πλευράς αφηγηματικής δομής ο Γαργαντούας και ο Πανταγκρυέλ ακολουθούν το μοντέλο των βίων υπερφυσικών ηρώων των λαϊκών αναγνωσμάτων (θαυμαστή γέννηση, μυητική εφηβεία, φανταστικά ανδραγαθήματα), αλλά αυτό το προδιαγεγραμμένο σχήμα γονιμοποιείται από την εγκυκλοπαιδική γνώση της Αναγέννησης, σφυρηλατείται με το κριτικό της πνεύμα, τα ιδανικά και τις ουτοπίες της, μεταλλάσσεται και «υπερβαίνεται» χάρη στη μεγαλοφυΐα του Ραμπελαί.
Ο Απαλαργαχτύπας
Τούτα είναι τα έργα της αισιόδοξης περιόδου του. Στο Τρίτο, Τέταρτο και Πέμπτο Βιβλίο του, που θα κλείσουν τον κύκλο, οι άγριες θρησκευτικές διαμάχες, η επέλαση της Αντιμεταρρύθμισης, οι εντεινόμενες επιθέσεις της Σορβόννης, η αβεβαιότητα μπροστά στον ολοένα αχανέστερο κόσμο, στο ολοένα πιο απρόβλεπτο μέλλον σκιάζουν ήδη αυτή την ευφορία. Πάντως το γλεντοκόπι σώματος και πνεύματος, το ξεφάντωμα της γλώσσας των δύο πρώτων βιβλίων του Ραμπελαί μεταφέρονται αυτούσια στη μετάφραση του Φ. Δρακονταειδή, ο οποίος ισορροπεί δεξιοτεχνικά μεταξύ λεκτικής ευρηματικότητας και μεταφραστικής σεμνότητας, μεταξύ λογοτεχνικής επίδοσης και πιστής απόδοσης.
Ο μεταφραστής μεταγλωττίζει με κρατυλική πειθώ τα κύρια ονόματα: Τραβαμπρός (Tyravant), Απαλαργαχτύπας (Toucquedillon), Κουραδομυριστής (Humevesne)· λεπτουργεί με τα τολμηρότερα λεκτικά παίγνια: «"καυλώς, καυλώς" (bren, bren)! είπε ο Πικρόχολος»· σέβεται τη συντακτική αλληλουχία, μεταφέρει την επανάληψη, αναπλάθει τη συνήχηση, παράγει ρυθμό: «Στο μοναστήρι βρισκόταν εκείνο τον καιρό ένας μοναχός που λεγόταν Ιωάννης ο Λιανιστής, νέος, περήφανος, κομψός, χαρωπός, καπάτσος, ορμητικός, θαρραλέος, αποφασιστικός, ψηλός, λιγνός, με μούρη καλά πελεκητή, με μύτη καλά μακρουλή, ό,τι πρέπει για να ξεπετάει τις δεήσεις, ό,τι πρέπει για να ξετελειώνει τις λειτουργίες, ό,τι πρέπει για να ξελασπώνει τις αγρύπνιες, κοντολογίς καλόγερος αληθινός, αν τέτοιο πράγμα φάνηκε στη γη από τότε που, καλογερίζοντας, ο κόσμος καλογέρεψε από καλογερία» (Γαργαντούας, κεφ. 27, σελ. 154).
Με άλλα λόγια, ο Φ. Δρακονταειδής «πιπιλάει» και μας δίνει να πιπιλίσουμε τη substantifique mouelle, το «γεμάτο ουσία μεδούλι» τούτων των έργων, δηλαδή το βαθύτερο ανθρωπιστικό τους μήνυμα, που συμπυκνώνεται στην ευφρόσυνη προτροπή του Αποστόλου Παύλου: «Πάντοτε χαίρετε»!
Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου (μεταφράστρια)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 21-11-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις