0
Your Καλαθι
Ο κρεμαστός κήπος
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Ο Τζον Ρέμπους, επιθεωρητής έξω από κάθε κλισέ και μόνιμος πρωταγωνιστής των βιβλίων του Ράνκιν, μπλέκεται σε μια υπόθεση όπου καλείται να εξακριβώσει την πραγματική ταυτότητα ενός καθηγητή ύποπτου για εγκλήματα πολέμου. Καμιά διαδρομή όμως του Ρέμπους δεν είναι ευθύγραμμη, καμιά έρευνά του δεν έχει ένα μόνο σκοπό και ένα μόνο προορισμό. Προσωπικές επιλογές και τυχαία συμβάντα τον φέρνουν σε έναν κόσμο όπου το εμπόριο ναρκωτικών και λευκής σάρκας, οι σπείρες που λυμαίνονται την πόλη, οι μαφιόζικες οργανώσεις της Άπω Ανατολής και έρωτες που φωλιάζουν ακόμα και μέσα στα πιο σκοτεινά σοκάκια της εγκληματικότητας, αποτελούν λόγους για μια προσωπική φιλοσοφική αναζήτηση.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Ιαν Ράνκιν (Φάιφ Σκωτίας, 1960) σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου (ειδικεύτηκε στην αμερικανική λογοτεχνία) και άρχισε την καριέρα του γράφοντας ποιήματα και διηγήματα ώσπου κατέληξε στο πρώτο του μυθιστόρημα, το The Flood. Αφού εργάστηκε ως γραμματέας στο Κέντρο Εθνικού Αφηγήματος και ως δημοσιογράφος σε μουσικά περιοδικά του Λονδίνου, μετακόμισε στη γαλλική ύπαιθρο όπου η βουκολική ζωή δεν τον εμπόδισε να ασχοληθεί με το γράψιμο μαύρων μυθιστορημάτων, για τα οποία έχει επανειλημμένως βραβευτεί. Μολονότι σήμερα ζει στη Σκωτία, τόπο από όπου αντλεί τα θέματά του, στα βιβλία του είναι εμφανής η επιρροή της γκαγκστερικής, της νουάρ αμερικανικής λογοτεχνίας, ιδιαίτερα εκείνης της δεκαετίας του '40, όπως διαμορφώθηκε από τους μετρ του είδους και εξελίχθηκε ως σήμερα.
Αν ο Ντάσιελ Χάμετ χρησιμοποιεί ως χώρο δράσης των ηρώων του το Σαν Φρανσίσκο, ο Ρέιμοντ Τσάντλερ το Λος Αντζελες, ο Εντ Μακμπέιν τη Νέα Υόρκη, η Σάρα Παρέτσκι το Σικάγο μεγαλουπόλεις με εκατομμύρια κατοίκους και μεγάλη εγκληματικότητα , ο Ράνκιν προτιμά το Εδιμβούργο. Μόνιμος πρωταγωνιστής των έργων του είναι ο Τζον Ρέμπους, επιθεωρητής της Δίωξης Εγκλήματος, ο οποίος εδώ αναλαμβάνει να εκκαθαρίσει την πόλη από τις συμμορίες που τη λυμαίνονται.
Το Εδιμβούργο, λοιπόν, σύμφωνα με το μυθιστόρημα, ελέγχεται από τη συμμορία του Τόμι Τέλφορντ ή, καλύτερα, η πόλη βρίσκεται στο έλεος του αρχιγκάγκστερ , ο οποίος υποστηριζόμενος από έναν ικανότατο νομικό σύμβουλο έχει τη δύναμη να τα βάλει με την αστυνομία χωρίς να φοβάται τίποτε. Ο Τέλφορντ διευθύνει την πορνεία, συνδέεται με τα μαγαζιά ηλεκτρονικών παιχνιδιών, πουλάει ναρκωτικά, επιδίδεται σε εκβιασμούς, έχει ποσοστά στα καζίνα και στα βιντεοκλάμπ, στα εστιατόρια και στα γραφεία μεταφορών, ενώ σχετίζεται με τις τοπικές μαφίες του Λονδίνου, του Νιούκασλ και της Γλασκώβης. Ο Τζον Ρέμπους ίσως δεν θα κήρυττε τον πόλεμο κατά των συμμοριών αν η κόρη του, η Σαμάνθα (Σάμι), την οποία υπεραγαπά, δεν τραυματιζόταν σοβαρά σε τροχαίο φαίνεται σαν στημένο. Πηγαίνοντας κόντρα στον εφησυχασμό των συναδέλφων του, οι οποίοι αισθάνονται ανίσχυροι να αντιμετωπίσουν τους κακοποιούς, και χωρίς να υπολογίζει στη συνδρομή των κατοίκων της πόλης που είναι απρόθυμοι από φόβο να συνεργαστούν με τις αρχές, αποφασίζει την εξόντωση του αρχινονού. Για τον σκοπό αυτό συμμαχεί με τον διάβολο, στηρίζεται στη βοήθεια που του παρέχει το «μεγάλο αφεντικό» της μαφίας, ο Τζερ Κάφερτι, ο οποίος «διοικεί» το Εδιμβούργο από τη φυλακή, όπου έχει κλειστεί χάρη στις ενέργειες του ίδιου του Ρέμπους.
Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο της ιστορίας που αφηγείται ο Ιαν Ράνκιν και ίσως όχι το σημαντικότερο. Εκείνο που πραγματικά θέλει να τονίσει ο συγγραφέας είναι κάτι άλλο, κάτι που συνδέεται με τους εγκληματίες πολέμου, θέμα που έχει θίξει εξαντλητικά η λογοτεχνία και ιδιαίτερα η λογοτεχνία μυστηρίου. Βάζει, λοιπόν, τον ήρωά του οι αρμόδιοι της αστυνομίας τον θεωρούν κατάλληλο εξαιτίας της συμπάθειάς του προς τα ιστορικά ζητήματα να αναλαμβάνει την υπόθεση του Τζόζεφ Λιντς, ο οποίος πιθανότατα διέπραξε σφαγές αμάχων στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία. Σύμφωνα με δημοσιεύματα και ντοκουμέντα προερχόμενα από το Γραφείο Ερευνας για το Ολοκαύτωμα, που εδρεύει στο Τελ Αβίβ, πρόκειται για τον Γιόζεφ Λίντσεκ, από την Αλσατία, κάτοικο Σκωτίας από τη λήξη του πολέμου ζει εκεί με ψεύτικο όνομα. Τον Ιούνιο του 1944 ο υπολοχαγός Λίντσεκ, επικεφαλής τμήματος των SS, ξέκανε ολόκληρο τον πληθυσμό κάπου 700 άτομα της πόλης Βιλφράνς της Γαλλίας (το όνομα είναι φανταστικό, το χωριό που υπέστη πραγματικά τη ναζιστική επίθεση και θυμίζει τα δικά μας Καλάβρυτα, το δικό μας Δίστομο και τον δικό μας Χορτιάτη είναι το Οραντούρ-συρ-Γκλαν).
Οπως συνέβη και σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις, στη δίκη των υπευθύνων κάποιοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης, κάποιοι άλλοι αθωώθηκαν και όλοι σύντομα ξαναγύρισαν στις ειρηνικές τους ασχολίες, ενώ ο Λίντσεκ κατόρθωσε να διαφύγει. Παρά τα συντριπτικά στοιχεία εναντίον του, ο Λιντς, αξιοσέβαστος πλέον πολίτης της Σκωτίας, διαπρεπής γλωσσολόγος, φίλος και προστάτης των τεχνών και δωρητής φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, δεν προσφέρει αφορμές για εικασίες διάγοντας μια ήσυχη ζωή. Ωστόσο, ερωτώμενος για το σκοτεινό παρελθόν του, αρνείται τη συμμετοχή σε εγκλήματα και επικαλούμενος την αδύνατη μνήμη του επιχειρεί να αποφύγει τις όποιες εξηγήσεις.
Το θέμα της τιμωρίας των εγκληματιών πολέμου είναι πολύ σοβαρό και έχει απασχολήσει την κοινή γνώμη, τον Τύπο και τους ιστορικούς. Είναι γνωστό πως μετά την ήττα της Γερμανίας αρκετοί ναζιστές διέφυγαν σε χώρες της Δύσης, όπου τους δόθηκε άτυπο άσυλο, ώσπου χάθηκαν τα ίχνη τους παρά τις άοκνες προσπάθειες των κυνηγών τους, των ορμώμενων από το Ισραήλ. Ειδικά η Βρετανία στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου δέχθηκε στο έδαφός της γνωστούς εγκληματίες πολέμου για να τους γλιτώσει από τους σοβιετικούς διώκτες τους, παρέχοντάς τους καινούργια ταυτότητα και καινούργιο επάγγελμα. Λέγεται μάλιστα πως υπήρχε ένα σχέδιο διαφυγής που αποκλήθηκε «Πέρασμα του Αρουραίου», με το οποίο οι καταδιωκόμενοι ναζιστές διευκολύνθηκαν στο να ξαναρχίσουν τη ζωή τους ενίοτε και με τη συμπαράσταση του Βατικανού. Εχει κυκλοφορήσει η φήμη σύμφωνα με την οποία η Βρετανική Υπηρεσία Πληροφοριών είχε προσφέρει δουλειά στον Κλάους Μπάρμπι, τον περιβόητο «χασάπη της Λυών». Με δεδομένη την άποψη των κυρίαρχων κύκλων των πολιτικών ηγετών της Δύσης ότι η Γερμανία και η Ιαπωνία (χώρες όπου κατ' εξοχήν έδρασαν οι εγκληματίες πολέμου) αποτελούσαν μέρος της «παγκόσμιας αδελφότητας του καπιταλισμού», δεν ήταν καθόλου τυχαία η προσφερθείσα βοήθεια στους ναζιστές επιστήμονες και διανοουμένους.
Ο Ιαν Ράνκιν έγραψε ένα μυθιστόρημα για τους ναζιστές και τους γκάγκστερ, έχει ρίξει όμως το βάρος της αφήγησης στον ήρωά του. Ο επιθεωρητής Ρέμπους δεν είναι υπεράνθρωπος, δεν διαθέτει ικανότητες θαυματοποιού, αντιθέτως είναι ένας κοινός άνθρωπος, αποτυχημένος ως πατέρας και σύζυγος έχει χωρίσει με τη γυναίκα του, η οποία μεγάλωσε μόνη της την κόρη τους. Επιπλέον δεν τρέφει αισθήματα συμπάθειας προς τους συναδέλφους του αφού, εκτός από εξαιρέσεις, δεν ίστανται πάντα πιστοί στο καθήκον τους. Σκιαγραφείται ως μοναχικός, πεισματάρης, γενναίος και ανιδιοτελής χαρακτήρας με πολύ άσχημες αναμνήσεις από τη θητεία του στο Μπέλφαστ, όπου συμμετείχε στη δράση των βρετανικών στρατευμάτων κατά του IRA η αντιμετώπιση των ανταρτών πόλης δεν γινόταν πάντα με ορθόδοξες μεθόδους. Παράλληλα ο συγγραφέας αναφέρεται στη ρωσική μαφία (πιο συγκεκριμένα: στην τσετσενική), την εγκατεστημένη στο Εδιμβούργο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, καθώς και στους γιαπωνέζους μαφιόζους Γιακούζα που θέλουν να βάλουν πόδι στη Βρετανία. Δεν λείπουν και οι αναφορές στον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας που οδήγησε στον εκπατρισμό πλήθους ανθρώπων και ώθησε μεγάλο αριθμό γυναικών να μπουν στα κυκλώματα της πορνείας των δυτικοευρωπαϊκών πόλεων.
Φίλιππος Φιλίππου
ΤΟ ΒΗΜΑ, 08-08-1999
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Ιαν Ράνκιν (Φάιφ Σκωτίας, 1960) σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου (ειδικεύτηκε στην αμερικανική λογοτεχνία) και άρχισε την καριέρα του γράφοντας ποιήματα και διηγήματα ώσπου κατέληξε στο πρώτο του μυθιστόρημα, το The Flood. Αφού εργάστηκε ως γραμματέας στο Κέντρο Εθνικού Αφηγήματος και ως δημοσιογράφος σε μουσικά περιοδικά του Λονδίνου, μετακόμισε στη γαλλική ύπαιθρο όπου η βουκολική ζωή δεν τον εμπόδισε να ασχοληθεί με το γράψιμο μαύρων μυθιστορημάτων, για τα οποία έχει επανειλημμένως βραβευτεί. Μολονότι σήμερα ζει στη Σκωτία, τόπο από όπου αντλεί τα θέματά του, στα βιβλία του είναι εμφανής η επιρροή της γκαγκστερικής, της νουάρ αμερικανικής λογοτεχνίας, ιδιαίτερα εκείνης της δεκαετίας του '40, όπως διαμορφώθηκε από τους μετρ του είδους και εξελίχθηκε ως σήμερα.
Αν ο Ντάσιελ Χάμετ χρησιμοποιεί ως χώρο δράσης των ηρώων του το Σαν Φρανσίσκο, ο Ρέιμοντ Τσάντλερ το Λος Αντζελες, ο Εντ Μακμπέιν τη Νέα Υόρκη, η Σάρα Παρέτσκι το Σικάγο μεγαλουπόλεις με εκατομμύρια κατοίκους και μεγάλη εγκληματικότητα , ο Ράνκιν προτιμά το Εδιμβούργο. Μόνιμος πρωταγωνιστής των έργων του είναι ο Τζον Ρέμπους, επιθεωρητής της Δίωξης Εγκλήματος, ο οποίος εδώ αναλαμβάνει να εκκαθαρίσει την πόλη από τις συμμορίες που τη λυμαίνονται.
Το Εδιμβούργο, λοιπόν, σύμφωνα με το μυθιστόρημα, ελέγχεται από τη συμμορία του Τόμι Τέλφορντ ή, καλύτερα, η πόλη βρίσκεται στο έλεος του αρχιγκάγκστερ , ο οποίος υποστηριζόμενος από έναν ικανότατο νομικό σύμβουλο έχει τη δύναμη να τα βάλει με την αστυνομία χωρίς να φοβάται τίποτε. Ο Τέλφορντ διευθύνει την πορνεία, συνδέεται με τα μαγαζιά ηλεκτρονικών παιχνιδιών, πουλάει ναρκωτικά, επιδίδεται σε εκβιασμούς, έχει ποσοστά στα καζίνα και στα βιντεοκλάμπ, στα εστιατόρια και στα γραφεία μεταφορών, ενώ σχετίζεται με τις τοπικές μαφίες του Λονδίνου, του Νιούκασλ και της Γλασκώβης. Ο Τζον Ρέμπους ίσως δεν θα κήρυττε τον πόλεμο κατά των συμμοριών αν η κόρη του, η Σαμάνθα (Σάμι), την οποία υπεραγαπά, δεν τραυματιζόταν σοβαρά σε τροχαίο φαίνεται σαν στημένο. Πηγαίνοντας κόντρα στον εφησυχασμό των συναδέλφων του, οι οποίοι αισθάνονται ανίσχυροι να αντιμετωπίσουν τους κακοποιούς, και χωρίς να υπολογίζει στη συνδρομή των κατοίκων της πόλης που είναι απρόθυμοι από φόβο να συνεργαστούν με τις αρχές, αποφασίζει την εξόντωση του αρχινονού. Για τον σκοπό αυτό συμμαχεί με τον διάβολο, στηρίζεται στη βοήθεια που του παρέχει το «μεγάλο αφεντικό» της μαφίας, ο Τζερ Κάφερτι, ο οποίος «διοικεί» το Εδιμβούργο από τη φυλακή, όπου έχει κλειστεί χάρη στις ενέργειες του ίδιου του Ρέμπους.
Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο της ιστορίας που αφηγείται ο Ιαν Ράνκιν και ίσως όχι το σημαντικότερο. Εκείνο που πραγματικά θέλει να τονίσει ο συγγραφέας είναι κάτι άλλο, κάτι που συνδέεται με τους εγκληματίες πολέμου, θέμα που έχει θίξει εξαντλητικά η λογοτεχνία και ιδιαίτερα η λογοτεχνία μυστηρίου. Βάζει, λοιπόν, τον ήρωά του οι αρμόδιοι της αστυνομίας τον θεωρούν κατάλληλο εξαιτίας της συμπάθειάς του προς τα ιστορικά ζητήματα να αναλαμβάνει την υπόθεση του Τζόζεφ Λιντς, ο οποίος πιθανότατα διέπραξε σφαγές αμάχων στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία. Σύμφωνα με δημοσιεύματα και ντοκουμέντα προερχόμενα από το Γραφείο Ερευνας για το Ολοκαύτωμα, που εδρεύει στο Τελ Αβίβ, πρόκειται για τον Γιόζεφ Λίντσεκ, από την Αλσατία, κάτοικο Σκωτίας από τη λήξη του πολέμου ζει εκεί με ψεύτικο όνομα. Τον Ιούνιο του 1944 ο υπολοχαγός Λίντσεκ, επικεφαλής τμήματος των SS, ξέκανε ολόκληρο τον πληθυσμό κάπου 700 άτομα της πόλης Βιλφράνς της Γαλλίας (το όνομα είναι φανταστικό, το χωριό που υπέστη πραγματικά τη ναζιστική επίθεση και θυμίζει τα δικά μας Καλάβρυτα, το δικό μας Δίστομο και τον δικό μας Χορτιάτη είναι το Οραντούρ-συρ-Γκλαν).
Οπως συνέβη και σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις, στη δίκη των υπευθύνων κάποιοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης, κάποιοι άλλοι αθωώθηκαν και όλοι σύντομα ξαναγύρισαν στις ειρηνικές τους ασχολίες, ενώ ο Λίντσεκ κατόρθωσε να διαφύγει. Παρά τα συντριπτικά στοιχεία εναντίον του, ο Λιντς, αξιοσέβαστος πλέον πολίτης της Σκωτίας, διαπρεπής γλωσσολόγος, φίλος και προστάτης των τεχνών και δωρητής φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, δεν προσφέρει αφορμές για εικασίες διάγοντας μια ήσυχη ζωή. Ωστόσο, ερωτώμενος για το σκοτεινό παρελθόν του, αρνείται τη συμμετοχή σε εγκλήματα και επικαλούμενος την αδύνατη μνήμη του επιχειρεί να αποφύγει τις όποιες εξηγήσεις.
Το θέμα της τιμωρίας των εγκληματιών πολέμου είναι πολύ σοβαρό και έχει απασχολήσει την κοινή γνώμη, τον Τύπο και τους ιστορικούς. Είναι γνωστό πως μετά την ήττα της Γερμανίας αρκετοί ναζιστές διέφυγαν σε χώρες της Δύσης, όπου τους δόθηκε άτυπο άσυλο, ώσπου χάθηκαν τα ίχνη τους παρά τις άοκνες προσπάθειες των κυνηγών τους, των ορμώμενων από το Ισραήλ. Ειδικά η Βρετανία στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου δέχθηκε στο έδαφός της γνωστούς εγκληματίες πολέμου για να τους γλιτώσει από τους σοβιετικούς διώκτες τους, παρέχοντάς τους καινούργια ταυτότητα και καινούργιο επάγγελμα. Λέγεται μάλιστα πως υπήρχε ένα σχέδιο διαφυγής που αποκλήθηκε «Πέρασμα του Αρουραίου», με το οποίο οι καταδιωκόμενοι ναζιστές διευκολύνθηκαν στο να ξαναρχίσουν τη ζωή τους ενίοτε και με τη συμπαράσταση του Βατικανού. Εχει κυκλοφορήσει η φήμη σύμφωνα με την οποία η Βρετανική Υπηρεσία Πληροφοριών είχε προσφέρει δουλειά στον Κλάους Μπάρμπι, τον περιβόητο «χασάπη της Λυών». Με δεδομένη την άποψη των κυρίαρχων κύκλων των πολιτικών ηγετών της Δύσης ότι η Γερμανία και η Ιαπωνία (χώρες όπου κατ' εξοχήν έδρασαν οι εγκληματίες πολέμου) αποτελούσαν μέρος της «παγκόσμιας αδελφότητας του καπιταλισμού», δεν ήταν καθόλου τυχαία η προσφερθείσα βοήθεια στους ναζιστές επιστήμονες και διανοουμένους.
Ο Ιαν Ράνκιν έγραψε ένα μυθιστόρημα για τους ναζιστές και τους γκάγκστερ, έχει ρίξει όμως το βάρος της αφήγησης στον ήρωά του. Ο επιθεωρητής Ρέμπους δεν είναι υπεράνθρωπος, δεν διαθέτει ικανότητες θαυματοποιού, αντιθέτως είναι ένας κοινός άνθρωπος, αποτυχημένος ως πατέρας και σύζυγος έχει χωρίσει με τη γυναίκα του, η οποία μεγάλωσε μόνη της την κόρη τους. Επιπλέον δεν τρέφει αισθήματα συμπάθειας προς τους συναδέλφους του αφού, εκτός από εξαιρέσεις, δεν ίστανται πάντα πιστοί στο καθήκον τους. Σκιαγραφείται ως μοναχικός, πεισματάρης, γενναίος και ανιδιοτελής χαρακτήρας με πολύ άσχημες αναμνήσεις από τη θητεία του στο Μπέλφαστ, όπου συμμετείχε στη δράση των βρετανικών στρατευμάτων κατά του IRA η αντιμετώπιση των ανταρτών πόλης δεν γινόταν πάντα με ορθόδοξες μεθόδους. Παράλληλα ο συγγραφέας αναφέρεται στη ρωσική μαφία (πιο συγκεκριμένα: στην τσετσενική), την εγκατεστημένη στο Εδιμβούργο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, καθώς και στους γιαπωνέζους μαφιόζους Γιακούζα που θέλουν να βάλουν πόδι στη Βρετανία. Δεν λείπουν και οι αναφορές στον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας που οδήγησε στον εκπατρισμό πλήθους ανθρώπων και ώθησε μεγάλο αριθμό γυναικών να μπουν στα κυκλώματα της πορνείας των δυτικοευρωπαϊκών πόλεων.
Φίλιππος Φιλίππου
ΤΟ ΒΗΜΑ, 08-08-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις