0
Your Καλαθι
Αρχαία συνταγή
Ηρόδοτος, Ηράκλειτος, Λουκιανός
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
"Ραμψίνιτος ή Οι κλέφτες" - "Λεσβίες" · "Η γυναίκα του Κανδαύλη" - "Όλα πουλιόνται κι όλα αγοράζονται" - "Κροίσος και Σόλων" · "Το δαχτυλίδι τον Πολυκράτη" - "Ο Κανένας" - "Άμασις
ή Τα τόξα" - "Η μονοτονία της αθανασίας" - "Ο άλαλος γιος του Κροίσου" - "Ιξίων" - "Στις Θερμοπύλες" - "Ο σκοτεινός λόγος"
Πάρτε επτά ιστορίες από τον Ηρόδοτο, προσθέστε πέντε διαλόγους από τον Λουκιανό και ανακατέψτε σαράντα αποσπάσματα από τον Ηράκλειτο. Αυτή είναι η δοσολογία.
Γιατί όμως επέλεξα ειδικά αυτούς τους τρεις συγγραφείς; Και κατά πόσον η ανάμειξή τους αποτελεί όντως ένα είδος αρχαίας συνταγής;
Ιστορίες, φιλοσοφικός στοχασμός και κωμικές καταστάσεις. Στη θέση τους μου αρέσει να χρησιμοποιώ τις λέξεις παραμυθάς, σκοτεινός και ελαφρύς, που για μένα κάνουν ακριβώς το ίδιο.
Αυτή είναι η αρχαία συνταγή μου.
Συνδέονται όντως μεταξύ τους τα αυθαίρετα επιλεγμένα αποσπάσματα που χρησιμοποιήσα εδώ, ώστε να δημιουργείται ένα μυθιστόρημα; Αυτό εναπόκειται στη δική σου κρίση, Σοφέ Αναγνώστη.
Τουλάχιστον δέξου ότι προσπάθησα να έχω ως επίγραμμά μου, καθώς επέλεγα και μετέφραζα και ανεμείγνυα τα υλικά την ακροτελεύτια φράση του Ηράκλειτου με την οποία κλείνει αυτό το βιβλίο: "και από τα πάντα ένα και από ένα τα πάντα".
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η τελευταία δουλειά του Βαγγέλη Ραπτόπουλου απαιτεί κάποιες διευκρινίσεις. Τον λόγο δηλαδή που ο συγγραφέας αποφάσισε ν' αναμετρηθεί με κείμενα της Αρχαίας Γραμματείας, δίνοντας τη δική του αρχιτεκτονική διάταξη και ερμηνεία.
Στον επίλογο του βιβλίου ο Β. Ραπτόπουλος εξηγεί το μυστικό της συνταγής του. Το πώς δηλαδή με τη διαμεσολάβηση του Μίλαν Κούντερα, έναν συγγραφέα τον οποίο ο Β. Ραπτόπουλος αγάπησε με την παθιασμένη εμμονή που τον χαρακτηρίζει κατά περιόδους, έφτασε στον Ρώσο θεωρητικό Μιχαήλ Μπαχτίν. Τέτοιοι συγγραφείς, φάροι και οδηγοί, πρέπει να πω, εκτός από τον Κούντερα υπήρξαν για τον Β. Ραπτόπουλο ο Ντοστογιέφσκι, ο Καζαντζάκης, ο Σάλιντζερ, ο Στίβεν Κινγκ, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Ο Μιχαήλ Μπαχτίν λοιπόν, για να ξαναγυρίσω σε αυτόν, θεωρεί ότι στην κατακερματισμένη εποχή μας απ' όλα τα είδη του πεζού λόγου μόνο το μυθιστόρημα έχει την ικανότητα να συλλαμβάνει τον άνθρωπο ως όλον, να τον βλέπει πρισματικά και να τον εξηγεί.
Κι αυτό χάρη στις τρεις ρίζες που ο Μπαχτίν ονομάζει: επική, ρητορική και καρναβαλική.
Τρεις αφηγηματικές μήτρες
Τις τρεις αυτές αφηγηματικές μήτρες αναζήτησε και ο Β. Ραπτόπουλος στους Αρχαίους μας. Κι αντί για τον Σοφοκλή, που εκπροσωπεί το επικό είδος, τον Πλάτωνα, που τον κατατάσσει στο ρητορικό είδος και τον Αριστοφάνη με την καρναβαλική του στόφα, εκείνος προτίμησε να επιλέξει τρεις άλλους από τρεις διαφορετικές περιόδους. Τον Ηράκλειτο από τους προσωκρατικούς. Τον Ηρόδοτο που πέθανε στην αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Και τον Λουκιανό που αντιπροσωπεύει την ελληνιστική περίοδο.
Στηριζόμενος σε αυτή τη βάση. Σκοτεινό χαρακτηρίζει τον Ηράκλειτο, Παραμυθά τον Ηρόδοτο και Ελαφρύ τον Λουκιανό.
Ομως ανεξάρτητα από ταμπέλες και κατατάξεις, ο Β. Ραπτόπουλος προχωρεί παραπέρα. Θέλει να παίξει λίγο με τους συγγραφείς αυτούς και τα είδη που αντιπροσωπεύουν και γι' αυτό επιλέγει τη μέθοδο της τυφλόμυγας. 'Η αλλιώς ανακατεύει την τράπουλα και τραβά ένα χαρτί στην τύχη.
Κρύβοντας την ταυτότητα των συγγραφέων, κατασκευάζει ένα κοκτέιλ από 7 ιστορίες του Ηρόδοτου, 6 από τους Διαλόγους του Λουκιανού και 40 παραθέματα από τον Ηράκλειτο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Β. Ραπτόπουλος αποδίδει στα νέα ελληνικά κείμενα αυτών των συγγραφέων. Κάπου ανάμεσα στα 1992 με '93 είχε επιμεληθεί κάποια εικονογραφημένα ταξίδια. Η σημερινή τους απόδοση, ευτυχώς χωρίς εικονογράφηση, είναι εμπλουτισμένη και αναθεωρημένη. Δείχνει παράλληλα με τη διάθεσή του ν' αναμετρηθεί με κείμενα της αρχαίας γραμματείας, το παιγνιώδες της σκέψης του και της γραφής του. Πράγματι η ιδιοσυγκρασία του περιέχει και τα τρία στοιχεία στα οποία στηρίζεται. Την καρναβαλική του φλέβα που έδειξε από πολύ μικρός με τη νεανική του πρόζα, την επική και τη ρητορική που εκ των υστέρων ανέπτυξε αναμειγνύοντας μεταξύ άλλων δοκίμιο και φαντασία στο ίδιο πεζογράφημα, φέρνοντας σε αμηχανία τους κριτικούς, καμιά φορά και το αναγνωστικό κοινό, αλλά κι εμένα τον ίδιο. Οχι πάντως το νεανικό κοινό, που απ' όσο ξέρω τον παρακολουθεί πιστά και σταθερά.
Κλείνοντας το μάτι στους νέους
Οπως είναι φυσικό, το βιβλίο του Ραπτόπουλου δεν αποτείνεται σε φιλολόγους, πανεπιστημιακούς και άλλους εμβριθείς. Θα 'λεγα ότι κλείνει το μάτι στους νέους αναγνώστες που τους τρομάζει η αύρα των αρχαίων αλλά και εμάς τους ίδιους που γράφουμε και που κάποτε γινόμαστε νωθροί στο να απομακρυνθούμε από την εποχή μας. Ενα βιβλίο, λοιπόν, χωρίς το δέος που προκαλούν οι στερερότυπες εκδόσεις και χωρίς την απόσταση ανάμεσα στις εποχές και τις γλώσσες.
Τα παραμύθια του Ηρόδοτου -του γεννημένου στις Αποικίες υιοθετημένου Αθηναίου και μεγάλου ταξιδευτή- λειτουργούν σαν φιλοσοφικές αλληγορίες, με τη συγκίνηση του απρόοπτου, το αστυνομικό της πλοκής και την ερωτική ορμή που τα διαπνέει. Μας γυρίζουν στις πηγές της αφήγησης.
Μια γραφή συνειρμική, με μεγάλες παρεκβάσεις και πισωγυρίσματα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κικέρωνας τού απέμεινε τον τίτλο του Pater Historiae. Ενας γραφιάς, που χωρίς να χρησιμοποιεί ιάμβους και εξάμετρα, χωρίς την αποστασιοποιημένη αυστηρότητα του Θουκυδίδη ή τη βιωματική ζωηρότητα του Ξενοφώντα, μας ξεναγεί στα ιδιωτικά πάθη των ανθρώπων, καταφέρνοντας να τα ανυψώσει πέρα από περιστασιακά και παθογενή, σε σύμβολα αρετής και ορθού λόγου. Ιστορίες λοιπόν γραμμένες από έναν άνθρωπο που έζησε στις θρυλικές αυλές των μεγάλων ηγετών της Ασίας και που γνώρισε από κοντά γνωστούς από την Ιστορία ανθρώπους, επώνυμους όπως θα λέγαμε σήμερα, όπως λ.χ. ο Σόλων ή ο Κροίσος. Από αυτήν την άποψη, πρέπει να πω είναι εξαιρετικά σύγχρονος. Θα χρειαστεί να πηδήξουμε πολλούς αιώνες για να φτάσουμε σε πεζογράφους που αναμειγνύουν στη φανταστική πλοκή υπαρκτά πρόσωπα. Κάτι τέτοιο θα κάνει ο Σταντάλ με τους Τσέντσι και τα «Ιταλικά Χρονικά» του, στον εικοστό αιώνα ο Μέιλερ, ο Καπότε, για ν' αναφέρω μερικούς μόνο. Στον τόπο μας έχουμε πρώτο τον Βασιλικό και ακολουθούν πολλοί άλλοι σύγχρονοι. Την ιστορία του Κανδαύλη και του στρατηγού του Γύγη, μια ιστορία διπλής ενοχής, όπως πολύ ωραία τη χαρακτηρίζει ο Lesky στην ιστορία του, θα χρησιμοποιήσει πολύ όμορφα και η δική μας Μαργαρίτα Λυμπεράκη.
Μολονότι μαντεύω το λόγο που έκανε τον Β. Ραπτόπουλο να περικόψει την ιστορία του Πολυκράτη και του δαχτυλιδιού του, παραλείποντας το επεισόδιο με τον Πέρση στην καταγωγή Ορδίτη, θεωρώ ότι όταν στο τέλος φτάνουμε στον φριχτό θάνατο του Πολυκράτη, δεν καταλαβαίνουμε πώς και γιατί επαληθεύτηκε το όνειρο της κόρης του. Ας είναι.
Σπαρταριστά σκετς
Ο γεννημένος στα Σαμόσατα της Κομμαγηνής Λουκιανός -μήπως αυτό μας θυμίζει Καβάφη;- θεωρούσε τον εαυτό του Σύρο, μα έμαθε καλά τα ελληνικά, και μάλιστα την αττική διάλεκτο. Εδώ έχουμε σπαρταριστά σκετς τα οποία θα ζήλευαν οι καλύτεροι σύγχρονοι κωμωδιογράφοι και επιθεωρησιογράφοι. Γελάμε με τους «Νεκρικούς Διαλόγους» και δεν υπάρχει καλύτερο φάρμακο από το να μπορείς να γελάς με αυτό που οι άνθρωποι σκιάζονται περισσότερο. Κρυφογελάμε και στους «Εταιρικούς» με τις συμβουλές που δίνει η Κρωβύλη στην κόρη της Κόρρινα για το πώς να εκπορνευθεί καλύτερα. Αν κάτι μας κάνει εντύπωση σήμερα, όπου όλα πουλιούνται και αγοράζονται, είναι η φυσικότητα με την οποία δίνονται αυτές οι συμβουλές.
Είναι ένας κυνισμός που νομιμοποιείται από τη χωρίς ενοχές και λογοκρισία ειλικρίνεια της μητέρας. Και από τον αποστασιοποιημένο τρόπο με τον οποίο μας τον μεταφέρει ο συγγραφέας.
Αφησα τελευταίο τον Ηράκλειτο. Οι ψηφίδες του, τις οποίες ο Ραπτόπουλος ονομάζει Σκοτεινό Λόγο, και που μοιάζουν αποσπασμένες από ένα σύνολο που έχει απολεσθεί, κάτι σαν «ένας σωρός σκουπίδια χυμένα στην τύχη, ο τελειότερος κόσμος», για να χρησιμοποιήσω τα ίδια τα λόγια τού Ηράκλειτου, λειτουργούν σαν εμβληματικοί στίχοι, άλλοτε σαν παροιμίες, αξιώματα, κάποτε και σαν οδηγίες ζωής. Εδώ ο μεταφραστής πρέπει κυριολεκτικά να ακροβατεί ανάμεσα στην ακριβολογία του κειμένου και την πολυσημία και αμφισημία των λέξεων. Κάτι που τυραννά γενιές φιλολόγων και αναγνωστών. Χωρίς να είμαι ειδικός, θα έλεγα ότι τα ελληνικά του Β.Ρ. μου φαίνονται σωστά, αν όχι και ευρηματικά πολλές φορές. Ας διαφωνήσουν άλλοι αρμοδιότεροι.
Κοντά και μακριά ταυτοχρόνως
Διαβάζοντας λοιπόν όλα αυτά τα κείμενα, αναλογίζομαι πόσο κοντά είμαστε σε αυτά και πόσο μακριά συνάμα. Κοντά διότι η αφηγηματική και ευδαιμονική πλευρά τους ταιριάζει στη δική μας εποχή. Μακριά διότι βλέπουμε πόσο βραχύλογος, οικονομημένος και σώφρων είναι ο λόγος των συγγραφέων. Κάτι που στη δική μας εποχή έχει ξεχειλίσει και ξεχυλώσει κι έγινε ακόρεστη δημοσιογραφία και ασημαντολογία. Κι αν οι συγγραφείς αυτοί έχουν κάθε λόγο να περιπλανιούνται και να ταξιδεύουν στα Σούσα, στις Σάρδεις και στις Αποικίες, σκέφτομαι ότι μερικοί νεότεροι πεζογράφοι μας, καμιά φορά και ταλαντούχοι, δεν έχουν απολύτως κανέναν λόγο να αλωνίζουν σε Αμερικές και Ευρώπες εν ονόματι μιας ύποπτης παγκοσμιοποίησης και μιας κακώς εννοούμενης ελευθερίας. Το μόνο που κατορθώνουν είναι να δείξουν πόσο αποκομμένοι είναι από την παράδοση και πόσο προσκολλημένοι σε ξένα πρότυπα. Κι αυτό με φέρνει σε μια άλλη σκέψη. Με πιάνει κυριολεκτικά ναυτία περιτριγυρισμένος από λογής λογής έντυπα που κυκλοφορούν τις γιορτινές μέρες αφιερωμένα στο βιβλίο, καθώς μια πληθώρα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, γνωστών και κυρίως αγνώστων, αλέθονται στον ίδιο μύλο, φέρνοντας αντί για την επιθυμητή πληροφόρηση, μια τεράστια σύγχυση στο μυαλό τού αναγνώστη.
Δεν θα ξαφνιαστώ αν ακούσω κάποιους να διαμαρτύρονται για το κοκτέιλ που μας ετοίμασε ο Ραπτόπουλος και για τη μεταφραστική του μέθοδο. Θα έλεγα ότι ο Β.Ρ. δεν έχει καμία μέθοδο πέραν εκείνης που διαθέτουν και τα μυθοπλαστικά βιβλία του. Δηλαδή την αίσθηση της γλώσσας, που είναι το πρώτιστο για έναν άνθρωπο που γράφει. Κι ακόμα, την αίσθηση του παιχνιδιού που του είναι απαραίτητη για να περιπλανηθεί σε καινούρια μονοπάτια, και που καμιά φορά ξενίζει τους συντηρητικούς. Διότι έχει κι εκείνος, όπως ο Οβίδιος, την τέχνη να μεταμορφώνεται και να μεταμορφώνει. Παραμένοντας πάντα, σε οτιδήποτε καταπιάνεται, ένας άνθρωπος σκεπτόμενος κι ένας χαρισματικός αφηγητής.
* Ανάπλαση εισήγησης που έγινε στις 8 Δεκεμβρίου 2006 στον «Ιανό» για το βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου «Αρχαία Συνταγή». Προηγήθηκε ένας πρόλογος της Μάρως Δούκα για τους «Φίλους» του ίδιου συγγραφέα.
ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/02/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις