Η Μεγάλη Άμμος ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
70%
Περιγραφή
Αργότερα θα καταλάβαινα ότι η Μεγάλη Άμμος δεν ήταν μόνο το ομώνυμο μικρό νησί του Αιγαίου, όπου πήγαμε τις τελευταίες μας Απόκριες με την Αμαλία. Ούτε απλώς η Ελλάδα, αυτή η ατέλειωτη αλυσίδα από αμμουδιές, όπως φαντάστηκα κάποια στιγμή. Ήταν κι η άμμος-σκόνη από τα αρχαία μάρμαρα, και η κινούμενη άμμος μιας τόσο μακρόχρονης ιστορικής συνέχειας -η ίδια η ιδέα της πατρίδας που κοντεύει πια να γίνει σκόνη. Όχι, η Μεγάλη Άμμος ήταν και είναι τελικά πολλά και τίποτα, τίποτα και την ίδια στιγμή όλα μαζί.
Είναι πρώτα απ' όλα ο έρωτας, πάντα ο έρωτας, που τόσο δεσπόζει σ' αυτό το γραπτό, με τα πολυάριθμα προσωπεία του, το ένα κρυμμένο στο εσωτερικό του άλλου, σαν τις μπάμπουσκες. Ο έρωτας ανάμεσα σ' εμένα και στην Αμαλία, σ' εκείνη και στον Διαμαντή, σ' αυτόν και στη Δώρα ή ανάμεσα στον Γαβρήλο και στη Ρίτα, τη γυναίκα του δικαστή.[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Ψίχουλα από την Αγία Τράπεζα
Οπου σε κοντινό κυκλαδονήσι ένας φόνος φωτίζει τη «βαθιά» Ελλάδα και την αδιέξοδη ζωή των ηρώων
Πολύ μνημονεύεται εσχάτως ο Παπαδιαμάντης από νεότερους συγγραφείς, σαν μόδα δείχνει, μπορεί όμως και να δηλώνει εντρύφηση στο έργο του και συνακόλουθο επηρεασμό. Οπως κι αν έχει, ο Β. Ραπτόπουλος, μετά το αυτοβιογραφικής εμπνεύσεως Φίλοι του 2006, ανταποκρινόμενος στον ετήσιο εκδοτικό ρυθμό που έχει εφαρμόσει κατά τον τρέχοντα αιώνα, καταπιάνεται με το φιλόδοξο εγχείρημα να φωτίσει «τη βαθιά, παλιά Ελλάδα», όπερ εστί μεθερμηνευόμενον «την αιώνια νεοελληνική επαρχία». Ο Παπαδιαμάντης εμπλέκεται μέσω του επιθέτου βαθιά, που, αναφερόμενο στην ψυχή της νεοελληνικής επαρχίας, φτάνει σε μεγάλο βάθος χρόνου, μέχρι και ενός και πλέον αιώνα. Πάντως, τη σημερινή επαρχιακή κοινότητα, που υποτίθεται πως φέρνει της αποκομμένης σκιαθίτικης των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, ο συγγραφέας δεν την τοποθετεί στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου μπορεί, σε κανένα ορεινό χωριό, και να λανθάνουν κατάλοιπά της, αλλά σε κυκλαδονήσι, από τα κοντινά και τουριστικοποιημένα. Με παλαιές εγκαταστάσεις μεταλλείων και την πρωτεύουσα, τη Χώρα, σε λόφο, δείχνει προς Σέριφο, ωστόσο το σκηνικό παραμένει εικονικό, όπως δηλώνει και το όνομά του, «Μεγάλη Αμμος», που ταιριάζει μάλλον σε παραλία παρά σε νησί, ωστόσο επιλέγεται χάρις στο πολλαπλό μεταφορικό του φορτίο, καθώς, πέραν του χρόνου, δηλώνει την οικογένεια, το γράψιμο ή ακόμη στην παραλλαγή, κινούμενη άμμος, τον έρωτα. Ενας δεύτερος φανταστικός τόπος στο μυθιστορηματικό σύμπαν του Ραπτόπουλου, μετά το Λίμνη Αχαΐας, θέρετρο στα βόρεια παράλια της Πελοποννήσου, όπου εκτυλίσσεται το κραιπαλώδες Βαθύς και λυπημένος, όπως κι εσύ, που και πάλι, ζωντανεύει ως κολάζ γνωστών
Με τη σύντροφό του
Συγγραφέας παιδικών βιβλίων και επίδοξος μυθιστοριογράφος ο αφηγητής, έρχεται στο νησί με τη σύντροφό του για το εορταστικό τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας, ελπίζοντας σε σύσφιξη της σχέσης τους. Τη βαθιά, παλιά Ελλάδα την αντιλαμβάνεται το πρώτον στην τουαλέτα της πανσιόν, όπου διαμένουν. Χωρίς τρεχούμενο νερό ούτε φως· ένας βρωμερός καμπινές για αφοδεύσεις υπό το φέγγος του κεριού. Αν και η καθεαυτό καθυστερημένη Ελλάδα του αποκαλύπτεται με αφορμή ένα έγκλημα, Κυριακή των Απόκρεω, έξω από χασαποταβέρνα της Χώρας, όπου τριακονταετής άνεργος με άλλον καβγαδίζει και άλλον σκοτώνει. Παρόμοια εγκλήματα γίνονται συχνά, ωστόσο ο αφηγητής, ως αυτόπτης μάρτυρας του άδικου χαμού ενός οικογενειάρχη με τρία παιδιά, εντυπωσιάζεται και αρπάζει την ιδέα για το μυθιστόρημά του. Οταν, μάλιστα, ο δράστης διαφεύγει νύκτωρ στα βουνά και στις ακρογιαλιές της νήσου, αυτός τον φαντάζεται να περιπλανιέται ως άλλη Φραγκογιαννού, βάζοντάς τον να κατευθύνεται αρχικά προς τα δυτικά και μετά, να τραβάει νότια για τη Φανερωμένη, όχι προς εξομολόγηση αλλά γιατί ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται ή έστω ψίχουλα από την Αγία Τράπεζα. Καθώς, όμως, η ομοιότητα του φονιά, τον οποίο παρουσιάζει και ολίγον ζαβό από πέσιμο σε βρεφική ηλικία, με τη Φόνισσα περιορίζεται στην περιγραφή της φυγής του μέσα στη νησιωτική φύση, ο αφηγητής αδυνατεί να γεμίσει ένα ολόκληρο κεφάλαιο, οπότε και ανακατώνει τις αναμνήσεις του δράστη από την ερωτική περιπέτεια που τον έφερε μέχρι το έγκλημα.
Για πρώτη φορά, ο Ραπτόπουλος δεν αρκείται σε επάλληλα στρώματα χειμαρρώδους αφήγησης, αλλά επεξεργάζεται μια τετραμερή μορφή, όπου το πρώτο και τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζονται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ενώ τα δύο μεσαία συνιστούν κεφάλαια του κυοφορούμενου από τον αφηγητή μυθιστορήματος. Οπου ο αφηγητής αμφιταλαντεύεται μεταξύ Παπαδιαμάντη και Καρυωτάκη στην προσπάθειά του να σκιαγραφήσει μια αναχρονιστική εικόνα της νεοελληνικής επαρχίας. Τελικά όμως το εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα ελάχιστα διαφοροποιείται από την κυρίως αφήγηση, τονίζοντας κι αυτό τις σχέσεις υποτέλειας με την πρωτεύουσα. Αν και το πρωταρχικό θέμα του βιβλίου, από το οποίο προκύπτουν και οι πειστικότερες σελίδες, δεν είναι η επαρχία αλλά τα ζεύγη της σήμερον, όπου δεν ανιστορείται ο βίος και η πολιτεία ενός μόνον αλλά παρατίθενται όψεις της φυλετικής μάχης που μαίνεται εις τριπλούν, με κοινό σημείο των αλληλένδετων ζευγαριών τη γυναικεία υπεροχή, τουλάχιστον όσον αφορά αποφάσεις στρατηγικής σημασίας. Αναλυτικότερα, η σύντροφος του αφηγητή αποφασίζει να τον εγκαταλείψει κι όταν με το καλό επιστρέφει, αυτή επιλέγει να αποκτήσουν παιδί και τα συμπαρομαρτούντα στέφανα, ενώ αυτός σπαρταρά σαν ψαράκι στο δίχτυ, δοκιμάζοντας, μάλιστα, τις αφηγηματικές ισορροπίες με εφιαλτικά ενύπνια πολλών σελίδων. Επίσης, ο δολοφόνος, καίτοι καμάκι του νησιού, γίνεται παίγνιο έγγαμης Αθηναίας που πλήττει στις διακοπές της. Τέλος, ο γιος του θύματος, πρότυπο συμπλεγματικού επαρχιώτη, καταλήγει έρμαιο στις ορέξεις δύο πρωτευουσιάνων της καλής, ίσον εύπορης, κοινωνίας.
Ακόμη και τα απορρίμματα
Μόνο που ο Ραπτόπουλος αποδυναμώνει διά της επαναλήψεως τα αφηγηματικά του ευρήματα, όπως κάνει με την περιγραφή του φόνου μέσω των σλάιντς που τον απαθανάτισαν ή στην ανάπτυξη των κεφαλαίων, όχι κατά χρονολογική σειρά αλλά πηγαίνοντας μπρος πίσω ως προς ένα συμβάν ζωτικής σημασίας. Να σημειώσουμε ακόμη πως στο τέλος ο αφηγητής καταστρέφει το μυθιστόρημά του, ωστόσο σπεύδει να διευκρινίσει, μην και του καταλογιστεί αδεξιότητα από τυχόν απρόσεκτους αναγνώστες, πως αυτός έσυρε το αρχείο του μυθιστορήματος στα απορρίμματα του υπολογιστή, δίνοντας εντολή καταστροφής. Ως γνωστόν, όμως, η μνήμη του υπολογιστή όλα τα σώζει, ακόμη και τα απορρίμματα.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, Το ΒΗΜΑ, 28/10/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις