Αναθεώρηση τέχνης
30%
Περιγραφή
Το βιβλίο διαιρείται σε δύο μέρη: Α' «Ένα περιοδικό του Εικοστού Μεσαίωνα», με ιστορικά στοιχεία, εκτιμήσεις, απόψεις και συζητήσεις για την προσφορά του περιοδικού στον πολιτιστικό χώρο του μετεμφυλίου, ιδιαίτερα για την αντιδογματική στροφή της διανόησης της Αριστεράς και τις συναφείς συγκρούσεις. Β' «Εκλιπόντες», με δοκίμια για τους εκλιπόντες από το επιτελείο του περιοδικού Κ. Κουλουφάκο, Πορφύρη και Γ. Πετρή. Σ' ένα εκτεταμένο Επίμετρο, ο συγγραφέας απαντά στις κριτικές αποτιμήσεις για το περιοδικό, ιδιαίτερα σ' ένα πρόσφατο βιβλίο.
Κριτική:
Για τον ιστορικό της λογοτεχνίας αλλά και για τον ιστορικό των ιδεών, η εξέταση και, πολύ περισσότερο, η αποτίμηση της Επιθεώρησης Τέχνης σκοντάφτει σε ένα διπλό πρόβλημα, που αφορά την ίδια την πληθυντική ιστορία της και τις πολλαπλές της αναγνώσεις: από τη μια μεριά, υπάρχουν όλες εκείνες οι γοητευτικές μυθολογίες που παρουσιάζουν το περιοδικό σαν ένα μοναχικό λουλούδι ή σαν μια πρώιμη ανταρσία που προμήνυε την άνοιξη της «ανανέωσης» (ιδεολογικής και αισθητικής)· από την άλλη, υπάρχει το ίδιο το πραγματολογικό υλικό, που επιτρέπει στον ερευνητή να «ζυγίσει» τις τυπωμένες σελίδες κατά τα γούστα του, είτε για να ενισχύσει μονομερώς το συγκριτικό δίπολο («ορθοδοξία-ετεροδοξία») είτε για να στήσει ένα καινούριο φιλολογικό δικαστήριο για τα πρόσωπα, τα κείμενα και τις εποχές. Και τα δύο αυτά προβλήματα, η αναδρομική προβολή των μύθων και ο αφελής εμπειρισμός των τεκμηρίων, συσκοτίζουν τις πολύπλοκες και συχνά αντιφατικές διαδρομές του περιοδικού αλλά και του ανθρώπινου δυναμικού του, καθώς συρρικνώνουν τις πολλαπλές «ιστορίες της Επιθεώρησης Τέχνης» -όπως τις ονόμαζε ο Φ. Ηλιού- σε μια μονοσήμαντη ιστορία θριάμβου ή ήττας.
Σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση, η έκδοση του βιβλίου του Ραυτόπουλου είναι μια πάρα πολύ σημαντική συμβολή, όχι μόνο γιατί διασώζει κάτι από τον λόγο και την παρουσία των πρωταγωνιστών, αλλά κυρίως γιατί αναλαμβάνει να σκιαγραφήσει τη διανοητική βιογραφία του περιοδικού, ακολουθώντας μια διπλή «γραμμή υπεράσπισης»: μία απέναντι στο παρελθόν και μία απέναντι στο παρόν. Ηδη από τον τίτλο του βιβλίου (Αναθέωρηση Τέχνης) ο επαρκής αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως ο αρνητικός και ειρωνικός χαρακτηρισμός που απέδιδαν οι άσπονδοι τότε κομματικοί φίλοι στο περιοδικό, γίνεται τώρα στοιχείο διεκδίκησης μιας ταυτότητας και ανάδειξης της «αναθεωρητικής γραμμής». Ταυτόχρονα, η «απάντηση» του Ραυτόπουλου σε ένα άλλο βιβλίο, τον υποχρεώνει να υπερασπιστεί, εκ νέου σήμερα, το εγχείρημα της Ε.Τ. «Μου ήταν αδύνατο», γράφει ο Ραυτόπουλος, «να μην απαντήσω σε ορισμένα σημεία, τόσο για λογαριασμό της Ε.Τ., όπως εγώ την κατανοώ, όσο και για τις κρίσεις που με στοχεύουν προσωπικά», σημειώνει στον πρόλογο ο συγγραφέας. Ας προσέξουμε την κρίσιμη λέξη· ο Ραυτόπουλος μιλάει «για λογαριασμό» της Ε.Τ. και του εαυτού του, και ίσως αυτό να είναι το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό αυτού του βιβλίου: ο τρόπος, δηλαδή, που μια κατά βάση «δικανική ρητορική» (η γραμμή της υπεράσπισης) διαστέλλεται για να χωρέσει παράλληλα την ιστορική προοπτική, την έμφαση στα πρόσωπα και τα πράγματα της εποχής, την υπενθύμιση των βιβλιογραφικών δεδομένων της περιόδου στη λογοτεχνία αλλά και στην πολιτική σκέψη, τη χαρτογράφηση, με δυο λόγια, ενός κόσμου που έδωσε τη μάχη των ιδεών, με κέρδη και ζημίες.
Αφετηρία του στοχασμού του Ραυτόπουλου είναι η στοχαστική διαπίστωση πως «η Ε.Τ. δεν υπήρξε παράδεισος αθωότητας αλλά πεδίο δοκιμασιών και συγκρούσεων επιφάνειας και βάθους» (σ. 11). Σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, ο συγγραφέας δεν περιγράφει την Ε.Τ. ως τον ιδανικό «μέσο όρο» κάποιων ισορροπιών, αλλά ως δείκτη μιας διαλεκτικής έντασης που ανοίγεται σε όλο το διανοητικό και πολιτικό κλίμα της εποχής: «ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, ολοκληρωτισμό και δημοκρατία, ζντανοβισμό και αυτονομία», στράτευση και ελευθερία των διανοουμένων. Αν προσθέσουμε, δίπλα σε όλα αυτά, το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, την ιδεολογία της διωκτικής εθνικοφροσύνης και τις υλικές δυσκολίες στην πραγμάτωση της έκδοσης ενός αριστερού περιοδικού για την τέχνη, τον πολιτισμό και τη διανόηση, έχουμε, θαρρώ, όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να γνωρίσουμε τις πλαισιώσεις και τις προϋποθέσεις του εγχειρήματος. Θα άξιζε, ωστόσο, να επιμείνουμε σε δύο ακόμη βασικές παραμέτρους που όρισαν την ιδιάζουσα ιδεολογική και πολιτισμική παρέμβαση της Ε.Τ. στην κρίσιμη δωδεκαετία της κυκλοφορίας της. Τις ονομάζω κάπως συνοπτικά: Η μία παράμετρος αφορά τη σχέση του περιοδικού με την κομματική καθοδήγηση και η άλλη αφορά τα όρια της στράτευσης των αριστερών διανοουμένων, σε μια περίοδο που άλλαζε -ή, έστω, φαινόταν να αλλάζει- η σταλινική πολιτική κουλτούρα. Στο πλαίσιο αυτό, ο συγγραφέας διακρίνει τρεις περιόδους που αντιστοιχούν στα στάδια της ζωής του περιοδικού: α) Την αυτοκαταδίκη του περιοδικού, στα 1957, όταν η Ε.Τ. επιβραβεύει το κλείσιμο του περιοδικού «Πο Πρόστου» από το Πολωνικό Εργατικό Κόμμα, με την κατηγορία της δολιοφθοράς της μαρξιστικής ορθοδοξίας. β) Την καταδίκη, στα 1959-1960, μετά το «έκτακτο κομματοδικείο» που συγκροτήθηκε με σκοπό την «άλωση της συντακτικής επιτροπής», τον αποκλεισμό δύο μελών (Δ. Ραυτόπουλος, Μ. Φουρτούνης) και τον διορισμό «κομματικού επιτρόπου» (Δ. Δεσποτίδης). γ) Τέλος, την αυτοκριτική, γύρω στα 1961, με βάση το επεισόδιο μιας λογοκριμένης εκδοχής του κειμένου του Γκράμσι περί «Πρωτοπορίας και παρακμής», που έδωσε αφορμή στον Κώστα Κουλουφάκο να συντάξει μια μακροσκελή «εσωτερική» έκθεση προς το Κόμμα (βλ. τώρα «Αρχειοτάξιο» τχ. 2, 2000), εξηγώντας τις στρεβλώσεις μέσα από τις οποίες ολοκληρωνόταν η εκδοτική δουλειά. Δεν είμαι σίγουρος πως ετούτη η αξιολογικού τύπου περιοδολόγηση αποδίδει τις πραγματικότητες του περιοδικού· το σίγουρο, πάντως, είναι πως μας εισάγει, έστω και με αποσπασματικό τρόπο, στο σύνθετο πεδίο των σχέσεων του περιοδικού με την κομματική καθοδήγηση, ένα πεδίο που εμπεριείχε, βέβαια, όλες τις αποχρώσεις: την καχυποψία, την επιτήρηση, τη ρήξη αλλά και την ανοχή, τη στήριξη, τη διγλωσσία, τις λελογισμένες ανατροπές και τις αμυντικές αναδιπλώσεις, τις σταλινικές αδράνειες και τις δημιουργικές ωσμώσεις με τον δυτικό μαρξισμό, «τις στοχαστικές, δηλαδή, προσαρμογές», που επέτρεψαν στο περιοδικό να ζήσει τελικά μία ολόκληρη δωδεκαετία.
Νομίζω -κι εδώ θα διατυπώσω μια μικρή ένσταση απέναντι στην επιχειρηματολογία του Ραυτόπουλου- πως η ΕΔΑ δεν εξαντλούσε την παρουσία της στο «κομματοδικείο» της Ε.Τ. Στην περίοδο που εξετάζουμε είναι ένα μαζικό κόμμα, που έχει να συνυπολογίσει πολλές και διαφορετικές πραγματικότητες. Το άγρυπνο μάτι του κόμματος στο περιοδικό καθώς και η προσχηματική συχνά συζήτηση για τη λογοτεχνία πρέπει να κατανοηθούν μέσα στο πλαίσιο αυτής της αργής και αντιφατικής προσπάθειας προς την κομμουνιστική ανανέωση, η οποία συμπεριλαμβάνει έναν ιδιαίτερο τύπο ελευθεριότητας μαζί με μια ιδιάζουσα κομματική χρηστοήθεια. Αυτή ακριβώς η διαπαιδαγώγηση που αντανακλάται και στον ρόλο των διανοουμένων, επιβάλλει σιωπές και αυτολογοκρισίες στη διαχείριση της κομματικής πληροφορίας, επιβάλλει μερικευμένα ανοίγματα στο πλαίσιο της «κριτικής των λαθών», επιβάλλει ιδιοτελείς κομφορμισμούς και ανιδιοτελείς προσφορές. Το παιχνίδι αυτό δεν τελείωσε με τη «Σιωπή» του Γκράνιν και το κομματοδικείο της ΕΔΑ, αλλά συνέχιζε να παίζεται με αμείωτη ένταση σε όλη τη διάρκεια της δωδεκαετίας. Με πρωταγωνιστή, άλλωστε, τον ίδιο τον Ραυτόπουλο, στα 1960-1965, η κριτική διαμάχη γύρω από την τριλογία του Τσίρκα θα τελειώσει με εντυπωσιακή κατίσχυση των ανανεωτικών ιδεών· ίσως και με νέα νομιμότητα. Ο ίδιος ο συγγραφέας διευκρινίζει το περιεχόμενό της: «Πώς μπορούσε να ήταν κανείς στρατευμένος ή ενταγμένος αν δεν πίστευε σε μια επαναστατική νομιμότητα; Εμείς πιστεύαμε σε μια τέτοια νομιμότητα, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και η αυτονομία της τέχνης, ο αυτοπροσδιορισμός της, στην κατεύθυνση ενός ουμανισμού που θέλαμε να επαναφέρουμε στην κοίτη του ή να οικοδομήσουμε έστω και δονκιχωτικά. Δυστυχώς, μεταξύ παρωχημένης και τρεχούσης νομιμότητας χανόταν μια τρίτη: η δικαιοσύνη» (σ. 92-93).
Ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου ξεχωρίζει ο φόρος τιμής στον Κώστα Κουλουφάκο, στον Πορφύρη Κονίδη, στον Γιώργο Πετρή, για να μείνουμε στους εκλιπόντες. Στο έξοχο δοκίμιό του για τον Κώστα Κουλουφάκο, ο Ραυτόπουλος εξηγεί με εμβρίθεια πως, στα χρόνια εκείνα, ο αριστερός διανοούμενος ζούσε διαρκώς μέσα σε αυτή τη δομική αντίφαση της στράτευσης, έχοντας ως «έργο ζωής» το συντροφικό έργο. Πώς να το κάνουμε; «Οταν είσαι απόγονος του Μαγιακόφσκι, δεν μπορείς να ξαναρχίσεις μαζί του, αλλά να αρχίσεις από την τελεία που έβαλε», γράφει ο Ραυτόπουλος. Και με ειρωνικό τόνο, ο συγγραφέας σχολιάζει τα όρια αυτής της στράτευσης: «Οπου βρω τον Μαγιακόφσκι θα τον σκοτώσω». Ας κρατήσουμε τούτη τη συμβολική δολοφονία, «για λογαριασμό της Επιθεώρησης Τέχνης», χωρίς κατ' ανάγκη να πετάξουμε το πτώμα του Μαγιακόφσκι στο ευρύχωρο νεκροταφείο που φτιάχνει η σημερινή θεωρία των δύο ολοκληρωτισμών.
Γιάννης Παπαθεοδώρου, Φιλόλογος, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/04/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις