0
Your Καλαθι
Τρεις σύντροφοι
Περιγραφή
1928: Μια μεγάλη γερμανική πόλη, βυθισμένη στις συνέπειες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Άνθρωποι φτωχοί, πρώην ήρωες του πολέμου, και άνθρωποι ασθενικοί, υποσιτισμένοι.
Άπληστοι νεόπλουτοι, κυνικοί πολίτες και εκκολαπτόμενοι Ναζί. Σε κάποια γωνιά της πόλης, τρεις πρώην πολεμιστές προσπαθούν να επιβιώσουν, γαντζωμένοι από το οινόπνευμα και την αγάπη τους για τα αυτοκίνητα. Αντιμετωπίζουν με ηρεμία την απληστία, τη βία, την απελπισία, τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Έχουν περάσει μέσα από την κόλαση και δεν έχουν καμιά ελπίδα για το μέλλον. Ζουν όμως, κι αυτό τους ευχαριστεί. Ξαφνικά, ένα φως στον ορίζοντα, κάτι περισσότερο από "απλή" επιβίωση σ' αυτό το μακελείο της ειρήνης, που ακολούθησε το μακελειό του πολέμου: μια γυναίκα, ένα κορίτσι με πάθος για ζωή!
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Βασικά Σημεία
Ένα ελάχιστα γνωστό στο ελληνικό κοινό κλασικό έργο, γραμμένο με τα ίδια υλικά που ανέδειξαν και το Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο σε ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Στη ρημαγμένη Γερμανία του Μεσοπολέμου τρεις νέοι άνδρες ζουν με πενιχρά και αβέβαια μέσα. Γύρω τους, πάνοπλοι ναζιστές περιφέρονται με αλαζονεία στους δρόμους. Φτώχεια, ανησυχία και βία. Για τους τρεις αυτούς ανθρώπους, το μόνο καταφύγιο από το χάος που τους περιστοιχίζει είναι η φιλία. Φιλία που θα δοκιμαστεί όταν ο νεότερος των τριών ερωτεύεται και φέρνει στην ομάδα μια νεαρή γυναίκα…
Η συγκλονιστική αμεσότητα και η ευθύτητα της γραφής του Ρεμάρκ απογειώνουν και σ’ αυτό το έργο του το μεγαλείο του ανθρώπινου πνεύματος, δίνοντας σάρκα και οστά σε χαρακτήρες που είναι αναγκασμένοι να αντλήσουν όλες τις εσωτερικές τους δυνάμεις προκειμένου να επιβιώσουν σε έναν κόσμο που δεν τον δημιούργησαν οι ίδιοι, μα πρέπει να τον υποστούν.
Το Περιεχόμενο
Βερολίνο του 1928. Τρεις νέοι άντρες, παλιοί γνώριμοι από τα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συναντώνται μετά από χρόνια στη γερμανική πρωτεύουσα και δουλεύουν μαζί στο συνεργείο αυτοκινήτων που ένας εξ αυτών διατηρεί. Ιδιοκτήτης και εργαζόμενοι νιώθουν ισότιμοι, γιατί πάνω απ’ όλα είναι φίλοι. Γιατί πέρασαν μαζί τον πόλεμο, τη φρίκη, γιατί μαζί ξέφυγαν τον θάνατο. Είναι τρεις φίλοι που μοιράζονται τα πάντα. Υποχρεώσεις δεν υπάρχουν, αφού κανείς δεν τολμά να σκεφτεί το αύριο. Χαρές και διασκεδάσεις περιορίζονται στο ποτό, το φαγητό και σε εφήμερες σχέσεις με κοπέλες που έχουν καταλήξει, εξαιτίας της μεγάλης κρίσης, στο πεζοδρόμιο.
Οικογένειες ολόκληρες αυτοκτονούν. Δουλειά και φαγητό δεν υπάρχουν πια και οι σχέσεις των ανθρώπων δοκιμάζονται ανελέητα. Ο καθένας προσπαθεί να εξοντώσει τον άλλον, για μια θέση εργασίας, για ένα μάρκο, για ένα κομμάτι ψωμί.
Σ’ αυτές τις συνθήκες της γενικής πείνας και ανέχειας, οι τρεις φίλοι μένουν ενωμένοι.
Όταν η αγαπημένη του ενός αργοπεθαίνει από φυματίωση σε ένα σανατόριο των Άλπεων, οι τρεις τους πωλούν το συνεργείο και το αγαπημένο τους αυτοκίνητο για να αντεπεξέλθουν. Μα ο θάνατος είναι θάνατος και δεν τους χαρίζεται. Η αγαπημένη «φεύγει» και λίγο αργότερα η Τρομοκρατία θα σκοτώσει και έναν ακόμη από τους τρεις συντρόφους. Την πιο αγωνιστική, την πιο ανθρώπινη, την πιο υπέροχη φιγούρα. Το σκοτάδι έχει πέσει για τα καλά, πλέον, στη Γερμανία του Μεσοπολέμου.
Σημείωμα του εκδότη
To τι συνέβη στη Γερμανία του Μεσοπολέμου είναι λίγο πολύ γνωστό.
Πρώτα ήταν οι πολεμικές επανορθώσεις που οι νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αξίωσαν από τους ηττημένους και ιδίως τη Γερμανία. Ο Keynes χαρακτήρισε περίπου εξοντωτική τη συνθήκη των Βερσαλλιών και τις επόμενες συμφωνίες για τη Γερμανία. Και παρότι τα ελατήρια του κορυφαίου οικονομολόγου, αλλά και πανούργου αυτού ανθρώπου, έχουν αμφισβητηθεί, η ουσία παραμένει. Οι πολεμικές επανορθώσεις, (κάπου 132 δισ. χρυσά μάρκα, ποσό που είχε αρχικά προβλεφθεί ότι θα αποπληρωνόταν μέχρι και το 1987!) ήταν μία από τις αιτίες που βύθισαν τη μεταπολεμική Γερμανία στην κρίση.
Μια δεύτερη ήταν αυτή καθ’ αυτή η προσπάθεια ανοικοδόμησης. Στηρίχθηκε κυρίως στον εσωτερικό δανεισμό, ελλείψει, ειδικά για τη Γερμανία, διεθνών πιστωτών, επιλογή που αργά η γρήγορα θα οδηγούσε στον πληθωρισμό. Η απαξίωση του χρήματος διαλύει τα εισοδήματα των πολιτών.
Κάτω από αυτή τη μακροσκοπική οπτική, όμως, υπάρχουν ανθρώπινες ψυχές που υποφέρουν.
Και κάποια στιγμή εμφανίζονται οι «σωτήρες». Ο ναζισμός «ψαρεύει» εύκολα σ’ αυτά τα θολά νερά. Όπου υπάρχει ακόμη αξιοπρέπεια, όπου επιδεικνύεται αντίσταση και αγωνιστικότητα, όπου ο άνθρωπος πασχίζει να παραμείνει άνθρωπος, εκεί εμφανίζονται η πολιτική δολοφονία, η τρομοκρατία και ο φόβος.
Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό φόντο ο συγγραφέας προσφέρει την ελπίδα. Ένα έρωτα. Έναν υπέροχο έρωτα. Χωρίς τολμηρές σκηνές, χωρίς χυδαιότητες. Έναν υπέροχο, τρυφερό, ρομαντικό έρωτα. Η αντοχή της φιλίας δοκιμάζεται. Οι φίλοι ξεπερνούν κάθε δοκιμασία, δεμένοι σαν γροθιά. Όμως η τύχη άλλα τους επιφυλάσσει.
Αν το Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο είναι η φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, του πολέμου των χαρακωμάτων, των αερίων και της πρώτης μεγάλης μαζικής σφαγής του προηγούμενου αιώνα, οι Τρεις σύντροφοι είναι η συνέχεια της παγκόσμιας ιστορίας.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
Από το 1ο κεφάλαιο
Περίεργο συναίσθημα να έχεις γενέθλια, ακόμα κι αν δεν σημαίνει τίποτε για σένα. Τριάντα χρόνων! Υπήρξε μια εποχή που πίστευα πως δεν θα κατάφερνα να φτάσω τα είκοσι· πόσο μακρινή μου φαινόταν τώρα. Μετά…
Έβγαλα ένα επιστολόχαρτο από το ντουλάπι κι άρχισα να σημειώνω. Τα παιδικά χρόνια, το σχολείο... Όλα ένα κουβάρι κάπου πέρα, μακριά, σχεδόν έξω απ’ τα όρια του πραγματικού. Κανονικά, η ζωή μου άρχισε το 1916. Μόλις είχα παρουσιαστεί στον στρατό· αδύνατος, ψηλολέλεκας, δεκαοχτώ χρόνων, να μαθαίνω, υπό τις διαταγές ενός μυστακοφόρου υπαξιωματικού στα οργωμένα χωράφια πίσω απ’ το στρατόπεδο, το πρηνηδόν και το εγέρθητι. Ένα απ’ τα πρώτα εκείνα βράδια ήρθε στο στρατόπεδο η μητέρα μου να με επισκεφτεί. Αναγκάστηκε όμως να με περιμένει πάνω από μία ώρα. Δεν είχα τακτοποιήσει το γυλιό μου σύμφωνα με τους κανονισμούς, και με τιμώρησαν να καθαρίσω τ’ αποχωρητήρια στον ελεύθερο χρόνο μου. Ήθελε να με βοηθήσει, αλλά δεν επιτρεπόταν. Έκλαιγε, κι εγώ ήμουν τόσο κουρασμένος, που αποκοιμήθηκα καθώς εκείνη στεκόταν ακόμη πλάι μου.
1917. Φλάνδρα. Ο Μίντεντορφ κι εγώ αγοράσαμε απ’ την καντίνα ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Θέλαμε να γιορτάσουμε. Αλλά δεν τα καταφέραμε. Νωρίς το πρωί άρχισε το βαρύ πυροβολικό των Εγγλέζων. Ο Κέστερ πληγώθηκε το μεσημέρι, οι Μάγειρε και Ντέτερς έπεσαν το απόγευμα. Το βράδυ, πάνω που πιστέψαμε πως ησύχασαν κι ανοίξαμε το μπουκάλι, τα χαρακώματα γέμισαν αέρια. Βέβαια καταφέραμε να φορέσουμε εγκαίρως τις μάσκες, αλλά του Μίντεντορφ ήταν χαλασμένη. Το κατάλαβε πολύ αργά. Μέχρι να τη βγάλει και να βρει καινούργια, είχε καταπιεί τόσο αέριο που ήδη ξερνούσε αίμα. Πέθανε το επόμενο πρωί. Το πρόσωπό του ήταν πρασινόμαυρο κι ο λαιμός του καταγδαρμένος. Τον είχε κομματιάσει με τα νύχια του, προσπαθώντας ν’ ανασάνει.
1918. Ήμουν στο νοσοκομείο. Μερικές μέρες πρωτύτερα είχε φτάσει μια καινούργια φουρνιά. Χάρτινοι επίδεσμοι. Βαριά τραύματα. Όλη τη μέρα έβαζαν φορεία στο χειρουργείο. Μερικές φορές έβγαιναν άδεια. Πλάι μου ήταν ξαπλωμένος ο Γιόζεφ Στολ. Δεν είχε πόδια πια, μα δεν το ήξερε ακόμη. Δεν το έβλεπε, γιατί το συρμάτινο πλέγμα που βρισκόταν πάνω του ήταν καλυμμένο με κουβέρτα. Δεν θα το πίστευε κιόλας, αν του το έλεγες, γιατί αισθανόταν πόνους στα πόδια. Τη νύχτα πέθαναν δύο άτομα στον θάλαμό μας. Ο ένας πολύ αργά και δύσκολα.
1919. Πάλι στο σπίτι. Επανάσταση. Πείνα. Έξω βροντούσαν συνεχώς τα πολυβόλα. Φαντάροι εναντίον φαντάρων. Σύντροφοι εναντίον συντρόφων.
1920. Πραξικόπημα. Ο Καρλ Μπρέγκερ τουφεκίστηκε. Οι Κέστερ και Λεντς συνελήφθησαν. Η μητέρα μου στο νοσοκομείο. Καρκίνος στο τελευταίο στάδιο.
1921... Προσπάθησα να θυμηθώ. Τίποτε. Η χρονιά απλώς έλειπε. Το 1922 δούλευα στον σιδηρόδρομο στη Θουριγγία. Το 1923, ήμουν διευθυντής διαφήμισης σε μια εταιρεία πλαστικών. Αυτό μέσα στον πληθωρισμό. Διακόσια δισεκατομμύρια μάρκα κέρδιζα τότε τον μήνα. Δύο φορές την ημέρα υπήρχαν χρήματα, και κάθε φορά ακολουθούσε μισή ώρα διάλειμμα, ώστε να προλάβουμε να τρέξουμε στα μαγαζιά και ν’ αγοράσουμε κάτι, προτού έρθει η επόμενη ισοτιμία του δολαρίου. Ύστερα τα χρήματα είχαν πια μόνο τη μισή αξία.
Από το 3ο κεφάλαιο.
Ο Βαλεντίν χαιρέτησε από τη γωνιά του και σήκωσε το ποτήρι του.
«31 Ιουλίου 1917, Ρόμπυ», μου είπε με βαριά φωνή.
Του έγνεψα κι εγώ και σήκωσα επίσης το ποτήρι μου.
Έπρεπε να κάνει πρόποση σε κάποιον. Τον είχα παρατηρήσει κάποιο βράδυ σε μια αγροτική μπιραρία, να κάνει πρόποση στο φεγγάρι ή σε μια πασχαλιά. Είχε θυμηθεί κάποια ιδιαίτερα δύσκολη μέρα στα χαρακώματα, και ήταν ευγνώμων που βρισκόταν εκεί.
«Είναι φίλος μου», είπα στο κορίτσι. «Σύντροφος από τον πόλεμο. Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρω που από μια μεγάλη ατυχία έφτιαξε μια μικρή τύχη. Δεν ξέρει πια τι να κάνει στη ζωή του, γι’ αυτό χαίρεται έτσι απλά που ζει ακόμη».
Με κοίταξε σκεφτική. Μια ακτίνα φωτός έπεφτε πλάγια στο μέτωπο και το στόμα της.
«Το καταλαβαίνω πολύ καλά», είπε.
Σήκωσα το βλέμμα μου.
«Δεν θα έπρεπε. Για κάτι τέτοιο είστε πολύ νέα».
Γέλασε. Ήταν ένα ελαφρύ, αιωρούμενο γέλιο, που φώλιαζε μόνο στα μάτια της. Το πρόσωπό της δεν είχε αλλάξει καθόλου. Φωτίστηκε μόνο, φωτίστηκε από μέσα.
«Πολύ νέα», είπε. «Μια κουβέντα είναι. Βρίσκω ότι ποτέ δεν είναι κανείς πολύ νέος. Πάντα μόνο πολύ γέρος».
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στα «αντιπολεμικά» μυθιστορήματα του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ επανέρχονται τα ίδια θέματα: η ταχύτητα, η σχέση του έρωτα με το θάνατο και η επίδραση του πολέμου στην ανθρώπινη συνείδηση. Στο οι «Τρεις σύντροφοι», το οποίο τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του '20, περιγράφεται η πολιτική και η κοινωνική αναστάτωση που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα από τους ήρωές του συλλαμβάνεται η αύρα της εποχής, προοιωνίζοντας ταυτόχρονα την επερχόμενη καταστροφή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Λόγω της επιτυχίας του αντιπολεμικού μυθιστορήματός του «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο», το εν λόγω έργο παρέμεινε στη σκιά του, καθώς το προηγούμενο πολύκροτο μυθιστόρημα είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και πλήθος πολιτικών αντιπαθειών, κυρίως ανάμεσα στους εθνικοσοσιαλιστές, γεγονός που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη Γερμανία του εκκολαπτόμενου Τρίτου Ράιχ και να καταφύγει στην Ελβετία, όπου και επιδόθηκε στη συγγραφή των «Τριών συντρόφων», που το 1938 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σενάριο του Σκοτ Φιτζέραλντ. Και τα δύο βιβλία απαγορεύτηκαν από τους ναζί και ρίχτηκαν δημόσια στην πυρά μαζί με άλλα αντικαθεστωτικά βιβλία, το 1933.
Η ιστορία τοποθετείται χρονικά στο Βερολίνο του 1928, όπου τρεις φίλοι, ο Ρόμπι, ο Κέστερ και ο Λεντς, επιζώντες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στήνουν μια επιχείρηση, ένα συνεργείο αυτοκινήτων, και ταυτόχρονα παίρνουν μέρος και σε αγώνες με τον τέταρτο σύντροφό τους τον Καρλ (όνομα που δίνουν στο αγωνιστικό αυτοκίνητό τους), που θεωρείται μέλος της παρέας.
Την ιστορία τη μαθαίνουμε από τον Ρόμπι, έναν άντρα γύρω στα 30, ο οποίος περιφέρεται στα μπαρ και στα διάφορα στέκια της πόλης, κάνοντας φίλους ανθρώπους περιθωριακούς, πίνοντας και ανταλλάσσοντας αλήθειες και εκμυστηρεύσεις με άλλα ναυάγια του πολέμου, καθώς τις νύχτες κυκλοφορούν άνθρωποι αποφασισμένοι να αποσπάσουν κάθε απόλαυση από τη ζωή που τους απομένει, πάντα, όπως το επιβάλλει η εποχή, έτοιμοι για αναχώρηση. Ο Ρόμπι είναι κι αυτός εξοικειωμένος με το θάνατο. Ζει σε μια πανσιόν με θέα το νεκροταφείο, χώρος στον οποίο κάνει βόλτες, ξεκουράζεται στα παγκάκια ή κόβει λουλούδια. Η σχέση με τους άλλους επιζώντες είναι κάτι παραπάνω από συντροφική, καθώς πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι, έχοντας μοιραστεί ακραίες στιγμές και έχοντας αντικρίσει το θάνατο, αντιμετωπίζουν τη ζωή τους ως παράταση. Ιδιαίτερα γενναιόδωροι με τους άλλους, έχοντας κάνει στην άκρη συμβάσεις και προφυλάξεις, ζώντας σε μια θολή, σχεδόν ονειρική δική τους πραγματικότητα, ζαλισμένοι από το ποτό και την ένταση των συναισθημάτων τους, γίνονται μέρος της επικρατούσας ψευδαισθησιακής ατμόσφαιρας: «Ζούσαμε με αυταπάτες και όνειρα. Η αλήθεια ήταν απελπιστική και άχρωμη και μόνο τα συναισθήματα και η λάμψη των ονείρων ήταν ζωή».
Η μεταφυσική της ταχύτητας
Στο συνεργείο αυτοκινήτων οι τρεις φίλοι επιδίδονται σε επισκευές και αγοραπωλησίες αυτοκινήτων και ταυτόχρονα έχουν γίνει μάστορες στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, καθώς δεν υπάρχουν και πολλά σε αυτή που χρειάζεται να κρατήσεις. Ακόμα και οι αγγελίες τους για την πώληση των αυτοκινήτων είναι εμπνευσμένες και γραμμένες με ποιητικό οίστρο, καθώς «στην εποχή του ορθολογισμού πρέπει να είναι κανείς ρομαντικός. Αυτό είναι το κόλπο. Οι αντιθέσεις γοητεύουν».
Κάποια στιγμή ο Ρόμπι συναντάει την Πατρίς Χόλμαν, μια γυναίκα η οποία τον εισάγει σε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο γενναιοδωρίας, φινέτσας και συναισθήματος. Μαζί της γεύεται την ευτυχία, τη μαγεία του έρωτα, τη χαρά της εγγύτητας αλλά και την επιθυμία να κρατήσει αυτό το πλάσμα στη ζωή του, με φόντο των προσωπικών τους στιγμών το νεκροταφείο: «Κάθε αγάπη έχει την επιθυμία για αιωνιότητα και εκεί συνοψίζεται το αιώνιο βάσανό της».
Οι ήρωες ζουν με πυρετική ένταση· μετά την ένταση του πολέμου βιώνουν την ένταση των αγώνων και της ταχύτητας αλλά και την ένταση του ερωτικού παραληρήματος. Οδηγώντας τον Καρλ ή αλλιώς «το φάντασμα της λεωφόρου», όπως αποκαλεί το αυτοκίνητο ο Ρόμπι, ζει τη ζωή με όλες του τις αισθήσεις σε εγρήγορση: «κυλάει μέσα στο θόρυβο της μηχανής, αυτοκίνητο και σώμα γίνονται ένα, μια μοναδική ένταση, ένας δυνατός κραδασμός».
Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος εξελίσσεται σε σανατόριο της Ελβετίας, όπου η Πατρίς αναγκάζεται να καταφύγει κατά τη διάρκεια του χειμώνα ύστερα από μια δυνατή κρίση της ασθένειάς της. Με συγκλονιστικές περιγραφές αποδίδεται η αντίθεση της εξωτερικής χλιδάτης και εορταστικής ατμόσφαιρας με την εσωτερική φθορά, αλλά και η αριστοτεχνική κάλυψη και η αποφυγή της πραγματικότητας: όλοι κινούνται και λειτουργούν σαν να βρίσκονται εκεί για διακοπές, παραβλέποντας το επικείμενο τέλος. Σε αυτό το βαθιά στοχαστικό και αισθαντικό μυθιστόρημα δοκιμάζονται ο έρωτας χωρίς ελπίδα, η συνειδητοποίηση της ύπαρξης του μη καλού τέλους, η επιθυμία της παράτασης της ευτυχίας, αλλά και η οριακή σχέση του έρωτα και του θανάτου, που λειτουργούν και ως μεταφορά για τη δύναμη και την αξία της διατήρησης της ζωής: «ένα τέλος είναι καλό όταν όλα προηγουμένως είναι άσχημα».
Εντός των τειχών της πόλης και εκτός εαυτού
Η πόλη, παρ' ότι εκφυλισμένη και γεμάτη σήψη, λειτουργεί προστατευτικά για τους ανθρώπους που συνωστίζονται εκεί, οι οποίοι όταν βγαίνουν στη φύση δοκιμάζονται και τρομάζουν, νιώθοντας έρμαια των δυνάμεων του υποσυνείδητου.
Ο ανοιχτός χώρος ταυτίζεται με το άγνωστο και με τα αδάμαστα στοιχεία που ελλοχεύουν σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη: «Τις νύχτες οι άνθρωποι σαν κι εμάς δεν πρέπει να τριγυρνούν στη φύση. Τις νύχτες η φύση θέλει να μείνει μόνη της.
Ενας αγρότης ή ένας ψαράς είναι κάτι διαφορετικό. Εμείς όμως όχι, εμείς οι κάτοικοι των πόλεων με τα ακρωτηριασμένα μας ένστικτα».
Στο μυθιστόρημα η πόλη λειτουργεί ως χώρος συγκέντρωσης διάφορων πολιτισμικών επιδράσεων και ανταλλαγών, κέντρο επώασης ιδεών και κοινωνικών αναταράξεων, αλλά και ως τόπος ιδανικός για τη μυθιστορηματική δράση, καθώς δίνεται η ευκαιρία σε πολλούς ανθρώπινους τύπους να παρουσιάσουν τη δική τους εκδοχή. Οι κάθε λογής απόβλητοι συναντιούνται στα μπαρ, στις ταβέρνες και σε διάφορα στέκια, μέρη στα οποία εξελίσσεται και το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής και παρουσιάζονται οι εμβληματικοί χαρακτήρες της μεταβατικής αυτής περιόδου. Στα στέκια αυτά μεταδίδονται αλλά και δημιουργούνται οι ειδήσεις, αναπτύσσονται οι πιθανές καινοτομίες, επουλώνονται τα τραύματα του πολέμου ή τα προσωπικά τραύματα του καθενός. Η πόλη, εν αντιθέσει με τη φύση, είναι τόπος καλλιέργειας του πολιτισμού αλλά και τόπος εκδήλωσης του επακόλουθου χάους, είναι το κέντρο της επικρατούσας τάξης αλλά και επώασης των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων, αλλά κυρίως είναι ο χώρος της ανάπτυξης της προσωπικής συνείδησης. Ενας γιγάντιος μηχανισμός, ο οποίος πάλλεται και δονείται από την επιθυμία των κατοίκων, αλλά και μια άβυσσος η οποία τους φιλοξενεί μεν προσωρινά, αλλά ετοιμάζεται να τους ξεράσει σε μιαν άλλη βαθύτερη και ζοφερότερη άβυσσο.
Εντός των τειχών της, κάτω από τη σκιά της ανόδου του Τρίτου Ράιχ, ζουν την κάθε μέρα ως τελευταία, έτοιμοι να εγκαταλείψουν τον εαυτό τους για ό,τι οι ίδιοι θεωρήσουν υψηλό, βιώνοντας στιγμές πυκνές σε ένταση και συναισθήματα που μόνο «αν ανατρέξει κανείς στην υψηλή ποίηση, μπορεί να περιγράψει».
Οταν φεύγουν από την πόλη κινδυνεύουν, είτε αρρωσταίνουν είτε πεθαίνουν.
Μέσα σε αυτήν, κατά έναν περίεργο τρόπο, παραμένουν στη ζωή, ίσως λόγω κάποιας φυγόκεντρης δύναμης που τους κρατάει στην επιφάνεια.
Ο φασισμός της αρρώστιας
«Οι τρεις σύντροφοι» είναι ένα αστικό μυθιστόρημα «αλλόκοσμου ρεαλισμού», το οποίο σχολιάζει τα δεινά της εποχής που γράφτηκε, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την έντονη και αποσπασματική συνείδηση των χαρακτήρων του. Τα κτήρια, οι θόρυβοι, οι μυρωδιές της πόλης, τα παραληρήματα των μεθυσμένων και άλλων απόκληρων καταγράφονται ως μέρος του γενικότερου τοπίου.
Πρόκειται για ένα έργο ρεαλιστικό αλλά και βαθιά συμβολικό, γεγονός που το καθιστά επίκαιρο, καθώς αποτυπώνει και προεκτείνει τη δύναμη της πόλης να προστατεύει αλλά και να εκθέτει τους κατοίκους σε άλλες πραγματικότητες. Με ζοφερά χρώματα περιγράφονται η άνοδος του φασισμού, η βία αλλά και ο ανελέητος φασισμός της αρρώστιας στην οποία κάποιοι υποκύπτουν και που, όπως και στο μεταγενέστερο έργο του, το συγκλονιστικό «Ο παράδεισος δεν έχει ευνοούμενους», λειτουργεί και ως μια μεταφορά για τη δύναμη αλλά και την αδυναμία της ίδιας της ζωής να «παρατείνει τη φιλοξενία» σε εκείνους που την αγαπούν περισσότερο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/06/2006
Κριτικές
30/12/2021, 16:28
08/10/2011, 22:43