0
Your Καλαθι
Πρόσωπο με πρόσωπο με τα μαζικά μέσα ενημέρωσης
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οι πολιτικοί, πρακτικοί άνθρωποι της δράσης κατ' εξοχήν, δεν τα πάνε καλά με τη γραφή. Στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να απευθυνθούν στις κάμερες και στα μικρόφωνα για δηλώσεις και συνεντεύξεις αλλά λιγοστοί είναι όσοι πιάνουν την πένα ή το πληκτρολόγιο για να αρθρογραφήσουν και να εκφράσουν συγκροτημένη και επεξεργασμένη άποψη για τα δημόσια πράγματα. Ελάχιστοι είναι όσοι διέθεσαν μήνες από τη ζωή τους για να γράψουν βιβλία και, αν δεν απατώμαι, δεν έχει υπάρξει ως τώρα εν ενεργεία υπουργός που να έχει κάνει κάτι τέτοιο με θέμα το αντικείμενο της αρμοδιότητάς του.
Αποτελεί λοιπόν ευχάριστη, αναπάντεχη καινοτομία το ότι ο υπουργός Τύπου και Μέσων Δημήτρης Ρέππας δημοσιεύει βιβλίο με θέμα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Πρώτον, διότι τολμά να θέσει τις απόψεις του και τις πράξεις στην κρίση κάθε ενδιαφερόμενου κρίση που μπορεί να είναι πολύ ουσιαστικότερη από αυτές της Βουλής ή των συναδέλφων του στο
ΠαΣοΚ και στην κυβέρνηση, αφού αυτές πρέπει να συμμορφωθούν στην προκρούστεια λογική της πολιτικής σκοπιμότητας. Δεύτερον, διότι ο Δημ. Ρέππας ως εκ της ιδιότητός του επηρεάζει την πορεία των μέσων στη χώρα μας και επομένως οι απόψεις του αφορούν άμεσα και τους επαγγελματίες και τους θεωρητικούς του χώρου. Τρίτον, διότι η παρούσα κοσμογονία στον χώρο της επικοινωνίας είναι ίσως το καθοριστικότερο γεγονός του τέλους του αιώνα που διανύουμε.
Αυτό ακριβώς το γεγονός, ότι η ψηφιακή τεχνολογία και η σύζευξη μαζικών μέσων, υπολογιστών, τηλεπικοινωνιών «αποτελεί νέα φάση του ανθρώπινου πολιτισμού», στην οποία «καταργούνται ο χώρος, η απόσταση και ο συμβατικός χρόνος» και επομένως γινόμαστε μάρτυρες «όχι του τέλους της ιστορίας αλλά της γεωγραφίας», όπως ο ίδιος αναφέρει, είναι το στημόνι πάνω στο οποίο υφαίνει τη συλλογιστική του ο συγγραφέας. Συλλογιστική πρωτίστως πολιτική, με την καλύτερη έννοια του όρου, αφού διακατέχεται από αγωνία για την «επικράτηση των ανθρωπίνων αξιών και των συλλογικών αγαθών» που προσδιορίζονται αναλυτικότερα ως απαίτηση από τα μέσα για «αλήθεια, νομιμότητα, διαφάνεια, σεβασμό της ιδιωτικότητας και της αξιοπρέπειας του πολίτη».
Πολιτική συλλογιστική που στέκει αμφίθυμη απέναντι στα μέσα αλλά με τα στοιχεία της ανησυχίας και της δυσπιστίας για τον νέο κόσμο στον οποίο οδηγούμεθα να υπερτερούν απέναντι σε αυτά της εμπιστοσύνης και της αισιοδοξίας για το μέλλον. Θα έλεγα ότι ο Δημ. Ρέππας είναι κοντύτερα στις ανησυχίες του Απ. Κακλαμάνη για τη δύναμη των μεντιοκρατών παρά στη βεβαιότητα του Αλ Γκορ ότι οι πληροφοριακές λεωφόροι μάς οδηγούν σε φωτεινότερο κόσμο. Το περίεργο είναι ότι οι ανησυχίες εκδηλώνονται στα γενικά θεωρητικά κεφάλαια του βιβλίου και η αισιοδοξία εκεί που αναλύονται οι συγκεκριμένες πολιτικές που υιοθέτησε το υπουργείο Τύπου. Από αυτή την άποψη, η διαφορά διάθεσης είναι αισθητή, νομίζω, ανάμεσα στο πέμπτο και στο έκτο κεφάλαιο του βιβλίου το πρώτο «εφαρμοσμένης», το δεύτερο «θεωρητικής» κατεύθυνσης.
«Μα είναι απλό: ο Ρέππας εξωραΐζει την πολιτική που τον αναγκάζουν να υλοποιήσει οι διαπλεκόμενοι» θα καγχάσει ο κυνικός μεντιοφοβικός ερμηνεύοντας τούτη τη διαφορά. Κατά τη γνώμη μου, συμβαίνει εντελώς άλλο πράγμα: στην Ελλάδα έχει καθιερωθεί ως κυρίαρχη η ιδεολογία που θέλει τα μέντια πηγή όλων των δεινών της χώρας. Κάθε δημοσιολογών αναλυτής που σέβεται τον εαυτό του θα πασπαλίσει οπωσδήποτε με λίγη «συνωμοσία των διαπλεκομένων συμφερόντων» οποιαδήποτε ερμηνεία των γεγονότων. Όλοι οι νυν πολιτικοί αρχηγοί (πλην του Κ. Σημίτη, ως τώρα) τα μέσα έχουν κατηγορήσει κατά καιρούς ως υπεύθυνα για τις προσωπικές ή κομματικές αποτυχίες τους, ακολουθώντας τον δρόμο που άνοιξαν οι Α. Παπανδρέου και Κ. Μητσοτάκης. Όσες ευθύνες πριν από μερικές δεκαετίες αποδίδονταν στον «ξένο παράγοντα» σήμερα αποδίδονται στα «διαπλεκόμενα» και όλοι είναι ευχαριστημένοι για τη βαθύτητα της ανάλυσής τους. Σε αυτή την πολιτική συνωμοσιολογία προστίθεται και η πολιτιστική δαιμονολογία διαφόρων, «αριστερών» κυρίως, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τα μέντια όχι ως δίαυλο πολιτιστικού εμπλουτισμού αλλά σαν κριό του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού. Όλοι οι Έλληνες είμαστε έτοιμοι με καταπληκτική ευκολία (και προχειρότητα) να συμφωνήσουμε ότι δύο απειλές αντιμετωπίζουμε, λαός και έθνος: την Τουρκία και τα διαπλεκόμενα μέντια.
Ο Δημήτρης Ρέππας ενδίδει συχνά, χωρίς κορόνες μεν αλλά επί της ουσίας, σε αυτή την περιρρέουσα μεντιοφοβική ιδεολογία αλλά νομίζω ότι ανήκει στην ευτυχή κατηγορία των ανθρώπων που διαπιστώνουν, όταν ασχοληθούν με αυτήν, ότι η πραγματικότητα είναι καλύτερη από τη θεωρία γι' αυτό και όταν περιγράφει τα συγκεκριμένα θέματα που αντιμετώπισε ως υπουργός βλέπει τα πράγματα με περισσότερη αισιοδοξία. Το ερώτημα που θέτει «πόση δημοκρατία χωράει στις λίγες ίντσες της τηλεοπτικής οθόνης;» και ο φόβος του ότι «οι ισχυροί της νέας τάξης απειλούν ως αποικιοκράτες να υποτάξουν τη μοναδικότητα του εθνικού πολιτισμικού μας πλούτου» κολακεύουν τις προκαταλήψεις μας. Η πραγματικότητα όμως βρίσκεται πιο κοντά στη διαπίστωσή του ότι «ο άνθρωπος θα νιώθει πάντα την ανάγκη να δει πίσω από τις εικόνες και να ακούσει πίσω από τους λόγους... να υπερβαίνει αυτό στο οποίο τον καθηλώνει η επιλογή και η κατασκευή των άλλων» και στην αισιοδοξία ότι η νέα ψηφιακή τάξη είναι «παράθυρο στον κόσμο και όχι καθρέφτης για αυτάρεσκους πολιτισμούς».
Φυσικά, δεν μπορεί να διαφωνήσει κανείς με τον Δημήτρη Ρέππα όταν επισημαίνει γλαφυρά ότι η ενημέρωση καταντά συχνά «πολτός ειδήσεων από το ραδιοτηλεοπτικό μίξερ», ούτε όταν ανησυχεί για τη μετατροπή των μέσων «από πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης σε αυτόνομο κέντρο πολιτικής επιρροής» αλλά ήταν καλύτερη η εποχή των μονοκομματικών ειδήσεων της ΕΡΤ; Ηταν καλύτερη η εποχή που όλες οι εφημερίδες ήσαν κομματικά όργανα χωρίς να το λένε; Σίγουρα η κατάσταση μπορεί κατά πολύ να βελτιωθεί αλλά πρέπει, επιτέλους, να παραδεχθούμε πως τα ελληνικά μέσα σήμερα είναι πολύ καλύτερα από όσο ήταν πριν από 10, 20... 50 χρόνια. Αυτό που μας απογοητεύει δεν είναι η σύγκριση με το παρελθόν αλλά με τις δυνατότητες που υπάρχουν.
Στο βιβλίο του Δημήτρη Ρέππα θα βρει κανείς κεφάλαια για όλα τα θέματα που αφορούν την κρατική πολιτική για τα μέσα, για τις σχέσεις μέσων - πολιτικής, για την επικοινωνιακή πολιτική της χώρας, για τον ρόλο της τηλεόρασης, για το ρυθμιστικό πλαίσιο που υπάρχει. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει νομίζω για τον επίλογο του βιβλίου, όπου ο Δημήτρης Ρέππας καταθέτει συμπυκνωμένες τόσο τις εμπειρίες που αποκομίζει από τη θέση του κυβερνητικού εκπροσώπου όσο και τις αρχές που τηρεί και τις αξίες που τις υποβαστάζουν. Παρά το θεσμικό ύφος του λόγου που χαρακτηρίζει το κείμενο, μπορεί να διακρίνει κανείς την αγωνία και τις ελπίδες του ανθρώπου που καθημερινά, συνεχώς, βρίσκεται «πρόσωπο με πρόσωπο» με τα μέσα. Εξομολογείται πως το έργο του είναι «σισύφειο» αλλά, μολοντούτο, δεν νιώθει υπαρξιακό κενό· μας δηλώνει ότι «Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο».
Αν λοιπόν ο υπουργός είναι ευτυχισμένος, παρά τις ανησυχίες του, καιρός είναι να γίνουμε και οι υπόλοιποι αν όχι ευτυχισμένοι, τουλάχιστον λιγότερο μεμψίμοιροι και περισσότερο αισιόδοξοι για το μεντιακό μέλλον της χώρας.
Δημήτρης Ψυχογιός, ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-11-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις