Λόγια που δεν είπαμε ποτέ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ

9.90
Τιμή Πρωτοπορίας
+
401704
Συγγραφέας: Ρεζά, Γιασμίνα
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες:150
Μεταφραστής:ΠΑΛΛΑΝΤΙΟΥ ΛΗΔΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/04/2001
ISBN:2229602744923

Περιγραφή


Ένας πατέρας μιλάει στο γιο του. Σε ένα γιό που η φωνή του δεν ακούγεται πουθενά μέσα σε τούτο το βιβλίο, πρόσωπο ίσως υπαρκτό, ίσως ανύπαρκτο, πάντως βουβό. Παντρεμένος δύο φορές, και όμως μόνος. Πατέρας δύο παιδιών, και όμως μόνος. Ήθελε να ζήσει το μεγάλο πάθος, αλλά δεν το συνάντησε ποτέ. Έκανε ένα σωρό όνειρα για το γιό του, που δεν εκπληρώθηκαν ποτέ.
Πρόσωπο κατεξοχήν τραγικό, διατηρεί τη γνησιότητά του κι εκδηλώνει την απεγνωσμένη του ανάγκη να ερωτευθεί, να επικοινωνήσει με κάποιον, ν' αγγίξει, ν' αγγιχτεί. Κάποια στιγμή θ' αναπολήσει τα παλιά, θ' απλώσει ικετευτικά το χέρι του, ύστατη απόδειξη πως δεν έχει πάψει να πιστεύει στον άνθρωπο. Και, σαν χείμαρρος, θα ξεχειλίσουν από μέσα του τα λόγια που δεν πρόφερε ποτέ.






ΚΡΙΤΙΚΗ



«Τα παιδιά είναι το κατώτερο επίπεδο του ανθρώπινου πόθου. Αν τα γεννάμε, είναι γιατί έχουμε την ελπίδα ότι θα τελειώσουμε τις μέρες μας μ' έναν συνομιλητή». Λόγια ενός πατέρα στον γιο του. Εναν γιο σιωπηλό, που δεν αποκαλύπτεται ποτέ, έναν γιο-αφτί, η παρουσία του οποίου επιτρέπει στον πατέρα να χάνεται στις σκέψεις του, στο παρελθόν του, στους ανεκπλήρωτους έρωτες και στις πικρίες του. Ενα παιχνίδι αντεστραμμένων ρόλων, όπου στη θέση εκείνου που επικρίνει, που αρνείται, που καυτηριάζει είναι αυτός που θα έπρεπε να βρίσκεται στο στόχαστρο: ένας πατέρας που μοιάζει να έχει αναλάβει τη δουλειά του γιου του, ένας πατέρας που επαναστατεί ο ίδιος ενάντια στον εαυτό του.

Η Γιασμίνα Ρεζά, 42 χρόνων σήμερα, είναι ίσως η πιο επιτυχημένη θεατρική συγγραφέας της Γαλλίας. Τα έργα της εκτός από πολυβραβευμένα είναι και πολυπαιγμένα, ορισμένα μάλιστα από αυτά έχουν τελευταία βρει τον δρόμο τους σε γνωστές θεατρικές σκηνές της Αθήνας. Το Λόγια που δεν είπαμε ποτέ (Une desolation, 1999) είναι το δεύτερο πεζογράφημά της (πρώτο είναι το Hammerklavier, 1997), ένα κείμενο στο οποίο δοκιμάζονται τα όρια μεταξύ θεατρικού έργου και πεζογραφήματος ­ προς όφελος και των δύο.

Το κείμενο δεν είναι παρά ο μονόλογος του 73χρονου Σαμουέλ, εβραϊκής καταγωγής, πρώην εμπόρου ειδών ρουχισμού και νυν συνταξιούχου που έχει αναγάγει την ενασχόληση με τον κήπο του σε πνευματική άσκηση. Ο Σαμουέλ στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου απευθύνεται στον γιο του, στον οποίο προσάπτει ηδονοθηρία και μαλθακότητα, ψυχική νωθρότητα και αδιαφορία για όσα εκείνος αγάπησε: «Σας παρουσιάζω τον γιο μου, από την παρέα των κομμένων λουλουδιών» σαρκάζει. Ο γιος εμφανίζεται ως ένα πλάσμα μειλίχιο μα άτονο, το οποίο περιφέρεται από πόλη σε πόλη, δίχως φιλοδοξίες και όνειρα, με μόνη επιθυμία την κατάκτηση κάποιου είδους πνευματικής ισορροπίας. Στο πρόσωπό του ο 73χρονος προβάλλει τη ρήξη του με τον σύγχρονο κόσμο, με τη ρηχότητα στην οποία καταδικάζει το άτομο η μαζική δημοκρατία, αλλά και τη ρήξη του με μια συνολικότερη αντίληψη για τη ζωή, εκείνη που προτάσσει την προσαρμοστικότητα και τον συμβιβασμό. «Θα σε προτιμούσα εγκληματία ή τρομοκράτη αντί για οπαδό της ευτυχίας» αναφωνεί.

Ωστόσο το συναίσθημα που υποβόσκει πίσω από τον φαινομενικά κακότροπο και παράξενο γέρο είναι η νοσταλγία. Νοσταλγία για το παρελθόν, κυρίως όμως για τη μαγεία του κόσμου που έφυγε μαζί του. Ο σύγχρονος κόσμος τον απωθεί γιατί εξωθεί στην αέναη και κατά πλάτος κίνηση, είναι στεγνός και άδειος. «Ο κόσμος είναι πλέον προσιτός στον καθένα. Ολα είναι γνωστά, όλα είναι εξερευνημένα» διαπιστώνει. Στη διπλανή πολυκατοικία μένει ο αγαπημένος φίλος του Λιονέλ, με τον οποίο δεν μιλούν πια παρά από το τηλέφωνο. Ο Λιονέλ έχει περάσει τη ζωή του κοιτώντας από το παράθυρο, αγναντεύοντας μια καστανιά στη γωνιά του δρόμου. Αλλα πρόσωπα που περνούν μέσα από τον λόγο του είναι η Νάνσι, η δεύτερη γυναίκα του, με την οποία αισθάνεται πια αποξενωμένος, η κόρη του, μια θηλυκή εκδοχή του γιου του, την οποία φαίνεται να υποτιμά ακόμη περισσότερο, και ο Μισέλ, ο όψιμα φανατικός εβραίος γαμπρός του.

Στο δεύτερο μέρος του κειμένου η αφήγηση αλλάζει, ο τόνος της φωνής του γέρου μαλακώνει, μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση εξυφαίνεται. Η ανάμνηση μιας βραδιάς με τη γλυκιά Ζενεβιέβ ­ το θηλυκό αντίστοιχό του ­ ανασύρει μια παλαιότερη ανάμνηση, τον έρωτα για μια ασήμαντη γυναίκα της επαρχίας, μια εφήμερη σχέση που η σημασία της στη ζωή του ήταν δυσανάλογη με το βιωματικό βάρος της. Η σχέση αυτή συμπυκνώνει τη φιλοσοφία του Σαμουέλ για μια επιθετική στάση ζωής με κέντρο τον ανεκπλήρωτο πόθο, στάση που αντιπαραβάλλει στην ακινησία και απάθεια του γιου του. Η ανάμνηση ενός παλιού έρωτα μέσα από την αφήγηση ενός πιο πρόσφατου γίνεται ένα είδος πρόβας θανάτου για τον ηλικιωμένο πατέρα, ένα καταφύγιο για την ύστατη ώρα.

Η παρουσία-απουσία του γιου, μιας φιγούρας που αισθανόμαστε ότι βρίσκεται στη σκηνή αλλά που δεν εκδηλώνεται με κανέναν τρόπο, δημιουργεί μια επιπλέον πηγή έντασης που προστίθεται στον κοφτερό λόγο του πατέρα. Βροχή από αφορισμούς, παραδοξολογίες και λεκτικά παιχνίδια συνθέτουν ένα κείμενο ζωντανό και δεμένο, που αποκαλύπτει την εκφραστική δύναμη και το ταλέντο της Ρεζά.



Κώστας Κατσουλάρης

ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-06-2001






ΚΡΙΤΙΚΗ



Η Γαλλίδα Γιασμίνα Ρεζά είναι γνωστή στο ελληνικό κοινό κυρίως για τα θεατρικά της έργα. Το πρόσφατο «Τρεις φορές ζωή» ανέβηκε τον προηγούμενο χειμώνα, ενώ το «Art», μια «αστεία τραγωδία» όπως έγραψε Αγγλος κριτικός, έγινε παγκόσμια επιτυχία. Με το «Λόγια που δεν είπαμε ποτέ» (Une desolation) δοκιμάζεται και στον πεζό λόγο, όπου υιοθετώντας τη φόρμα του δραματικού μονολόγου, σχολιάζει το αγεφύρωτο χάσμα των γενεών, τις κυριαρχούσες δυτικές τάσεις και ιδεολογίες, την παρακμή και τα γηρατειά και το ασύστολο κυνήγι των ψευδαισθήσεων της ευτυχίας, το οποίο και χαρακτηρίζει τους σύγχρονους Ευρωπαίους. Οπως και στο «Art», όπου με αφορμή την αγορά ενός πίνακα, που δεν είναι παρά ένας λευκός κενός καμβάς, σατιρίζει τις τάσεις της σύγχρονης τέχνης για καινοτομίες και ρήξεις που αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας, έτσι και εδώ, με ανεξάντλητο πικρό χιούμορ, παρουσιάζει την τραγικότητα των γηρατειών και με διεισδυτική ανάλυση και απομυθοποιητικές περιγραφές σχολιάζει τις τάσεις και τις συνήθειες που καταδυναστεύουν το σύγχρονο άνθρωπο.

Υιοθετώντας την αντρική περσόνα, μας δίνει το δραματικό μονόλογο ενός εβδομηντατριάχρονου άντρα, μονόλογο τον οποίο απευθύνει στον τριανταοκτάχρονο γιο του, από τον οποίο τον χωρίζουν όχι μόνο τα χρόνια αλλά και οι απόλυτα αντίθετες απόψεις για τη ζωή, τη δράση, τον έρωτα και την αισθητική. Στο λόγο του καταδικάζει το κυνήγι της ευδαιμονίας στο οποίο έχουν επιδοθεί οι νεότεροι και παίρνει την ευκαιρία να στοχαστεί και να παρουσιάσει τη δική του ερήμωση, τη διάψευση των προσδοκιών, να μιλήσει για τον έρωτα, την κούραση, την αδιάκοπη αναζήτηση, τους φόβους, να παρουσιάσει ανθρώπινους τύπους που συνάντησε αλλά και να προβάλει τη δύναμη του γέλιου και της διακωμώδησης - μοναδικές ιδιότητες που τους καθιστούν ανεκτούς. Πίσω από τις λέξεις υποβόσκει ο θυμός για τον τρόπο που ο γιος του χειρίζεται τη ζωή, έχοντας ως μοναδική φιλοδοξία την αταραξία και την απραξία. Ο πατέρας δεν είναι σε θέση να κατανοήσει την ανάγκη του να ταξιδεύει και να κατοικεί σε διάφορα μέρη του κόσμου, την επιθυμία του να «γεύεται τη ζωή» και να επιδίδεται σε μια δήθεν αναζήτηση της αλήθειας. Ο ίδιος πιστεύει πως η αλήθεια είναι προσωπική, μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση, που δεν δύναται να υπάρξει έξω από την υποκειμενική θέαση του κόσμου. Με τόνους δραματικούς και λόγο φορτισμένο, σχολιάζει την άκριτη υιοθέτηση των κυρίαρχων λαϊφστάιλ, τις σύγχρονες ψυχαναλυτικές θεωρίες, τη λογοτεχνία, την πολιτική, τους τρόπους που εφευρίσκουν οι άνθρωποι για να κάνουν τη μοναξιά τους υποφερτή, καταδικάζοντας τον ονειροπόλο γιο του που απομακρύνει τον πόνο, τη δράση, τη μάχη με τη ζωή, δραπετεύοντας στους εξωτικούς παραδείσους, ενώ ταυτόχρονα μας παρέχει και το πορτρέτο μιας κόρης που ερμηνεύει τα πάντα με βάση την ψυχανάλυση και τα παιδικά τραύματα (μέρος της πανοπλίας της), της συζύγου που πασχίζει να δαμάσει το χρόνο με έναν πλούσιο καλλωπιστικό εξοπλισμό από πανάκριβες αντιρυτιδιτικές κρέμες, της οικιακής βοηθού από την Πορτογαλία που «μοιάζει να βλέπει τον κόσμο στο ύψος των δικών της ματιών» και του φίλου του Λιονέλ, του μόνου από το περιβάλλον που με τη δύναμη του χιούμορ μοιάζει να κατακτά την πρόσβαση σε βαθύτερες αλήθειες.

Ενόσω, λοιπόν, ο μονάκριβος γιος, ένας ανήσυχος άνεργος, «σαπίζει διασκεδάζοντας» και όλοι γύρω του καταδυναστεύονται από το «άγχος της ευτυχίας», αντικαθιστώντας την αληθινή ζωή με την αναψυχή, ο πατέρας αισθάνεται τεράστια απογοήτευση που κατασκεύασε αντί για το συνεχιστή του έναν τέλειο ξένο, έναν πλαδαρό διάδοχο που «αντάλλαξε τον πυρετό με το μέτρο», και δηλώνει πως «οποιοσδήποτε πόλεμος, όσο μάταιος ή φονικός κι αν είναι, είναι προτιμότερος από την άνεση».

Οσο η πατρική διαμαρτυρία προχωράει, φανερώνεται και η αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο τύπους συνείδησης, της ανήσυχης, υπερδραστήριας και υποκειμενικής, που ανήκει στον αγωνιστή πατέρα, πρώην έμπορο υφασμάτων, και στην αδρανή συνείδηση του γιου, που αποβλέπει στην παθητική ευημερία, θαμπώνεται εύκολα και επιζητεί τη γαλήνη, αγναντεύοντας τις τροπικές θάλασσες μιας συνείδησης που δεν είναι σε θέση ούτε ακόμα και να προσποιηθεί ένα πνευματικό πάθος και που, μέσα από τις άσκοπες περιπλανήσεις του, ποθεί διακαώς να ξεχαστεί. Τη φωνή του γιου δεν την ακούμε ποτέ. Μαθαίνουμε για αυτόν μέσα από τον πατέρα ο οποίος διαμαρτύρεται με πικρία: «Ο γιος μου δε θέλει να χτίσει, ούτε να δημιουργήσει, ούτε να επινοήσει. Προπαντός, ο γιος μου δεν επιθυμεί να αλλάξει την τάξη των πραγμάτων. Ο γιος μου επιθυμεί να έχει το κεφαλάκι του ήσυχο. Την ώρα τού "όλα είναι δυνατά", την ώρα που θα διακινδύνευα το πετσί μου για να διατηρήσω την ανθρώπινη αξιοπρέπειά μου, ο γιος μου αποζητά την ηρεμία και τη γλύκα, ο γιος μου αποζητά να επουλώσει ειρηνικά τις αξιοθρήνητες πληγές της ψυχής του. Εγώ, που ο μοναδικός μου τρόμος ήταν η αδιάκοπη μονοτονία των ημερών, εγώ που διάβηκα τα πορτόφυλλα της κόλασης για να αποφύγω το θανάσιμο εχθρό, γέννησα κάποιον που επιδίδεται στο σέρφινγκ».

Απογοητευμένος από τον τρόπο ζωής και τις μεθόδους των παιδιών του, στις οποίες διακρίνει την απόλυτη κενότητα, και ζώντας πικραμένος σε έναν κόσμο που στερείται νοήματος, στρέφεται στο μοναδικό του καταφύγιο, στην καλλιέργεια του κήπου του, που αποτελεί και τον αποκλειστικό τόπο δράσης του.

Ο γιος «αντάλλαξε τον πυρετό με το μέτρο», έχει παραδοθεί στο δαιμόνιο της ευδαιμονίας αντί για το δαιμόνιο του έρωτα ή οποιοδήποτε άλλο απαιτητικό πάθος, ενώ ο πατέρας παρέμεινε μέχρι τα γηρατειά «οπαδός της επιθυμίας», της μοναδικής αξίας που αναγνωρίζει μέχρι το τέλος. «Ζωή είναι αυτό που ποθούμε ανυπόμονα», επαναλαμβάνει συνεχώς, και καθώς η επιθυμία ξεφεύγει από μια οριστική περιγραφή και έναν καθολικό ορισμό, γίνεται η ίδια το ζητούμενο και η κινητήρια δύναμη της ζωής.

Στην πυρετώδη εξομολόγησή του, αναφέρονται απαντήσεις που δεν έδωσε, σκέψεις που δεν φανέρωσε, πράξεις που απέκρυψε και η απογοήτευσή του για τα πλάσματα που έφερε στον κόσμο, καθώς και η πικρή αποδοχή του αναπόφευκτου τέλους: «Ο θάνατος είναι μέσα μας. Κερδίζει έδαφος προοδευτικά. Σταδιακά, τα περιγράμματα διαλύονται και όλα εξομοιώνονται». Το μόνο που μπορεί να ανακουφίσει το βάρος των ημερών είναι η φαντασία και ο πόνος που είναι ιδιότητες των λίγων, των μαχητών. «Για να μπορεί κανείς να υποφέρει, πρέπει να διαθέτει το χάρισμα της φαντασίας», κι αυτή την έλλειψη καταλογίζει κυρίως στα παιδιά του.

Το καινοτομικό αυτό μυθιστόρημα διαβάζεται απνευστί, ο λόγος επαναληπτικός, με αναπάντεχη σφοδρότητα, επιστρέφει στις δεσπόζουσες εικόνες -ο κήπος, η υπηρέτρια, το πρόσωπο της συζύγου, το δέντρο που βλέπει ο φίλος του Λιονέλ από το παράθυρό του- καταγράφονται μέσα στη ροή της έκφρασης της τραυματισμένης πατρικής συνείδησης. Η επιθυμία διαπλέκεται μέσα στην αφήγηση αρνούμενη να οριστεί ακριβώς, γιατί οι λέξεις δεν έχουν την ικανότητα να μιλήσουν για αυτήν, ενώ η ακραία οδύνη της ανθρώπινης εμπειρίας παραμένει άρρητη και εκφράζεται μόνο μέσα από τη μουσική, τη μοναδική μορφή τέχνης που ο ηλικιωμένος άντρας απολαμβάνει. Στο τέλος, «ο κατήγορος αισθάνεται εξουθενωμένος, γιατί αυτό που θα επιθυμούσε να εκφράσει είναι απλούστατα ανέκφραστο».

Σε μια συζήτηση της Γιασμίνα Ρεζά με τον Λάκη Προγκίδη, η οποία δημοσιεύτηκε στη «Βιβλιοθήκη» της 30ής Μαρτίου 2001, η συγγραφέας είχε δηλώσει πως προσπάθησε να κατακτήσει μια γραφή «ρυθμική που να υπακούει περισσότερο σε άγραφους νόμους ρυθμού και αρμονίας παρά στην έκφραση ιδεών ή ψυχολογικών θεμάτων... να ακουστεί ένα είδος μουσικής των λέξεων, ένα κείμενο όπου οι λέξεις θα ήταν κάπως σαν παρενθέσεις της σιωπής». Η Ρεζά έχει πραγματώσει το στόχο της, ντύνοντας τις ιδέες με τον πλέον επεξεργασμένο λόγο και η απόδειξη παρέχεται στο παρόν μυθιστόρημα.




ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 10/08/2001

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!