0
Your Καλαθι
Κείμενα για την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896
Περιγραφή
Το 1896 ζητήθηκε από τον Ροΐδη να γράψει κείμενα για την πόλη που φιλοξενούσε τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πρόκειται για κείμενα δημοσιογραφικά στα οποία ωστόσο διακρίνουμε το απαράμιλλο ύφος και την καυστική σάτιρα του αιρετικού συγγραφέα. Ο Ροΐδης περιδιαβάζει την πόλη και παρατηρεί την καθημερινή ζωή των κατοίκων της με μάτι διεισδυτικό και απροκατάληπτο. Η ανάγνωση της πόλης αποκαλύπτει μιαν άλλη πραγματικότητα, εντελώς διαφορετική από εκείνη που απαιτούσε η εθνική υπερηφάνεια με αφορμή τη διοργάνωση των Αγώνων από τη μικρή και φτωχή Ελλάδα.
Είναι αλήθεια ότι η δυσφορία για την πόλη που ζούμε κρύβει συχνά την τρυφερή εξάρτησή μας από αυτή και την απεριόριστη ανοχή μας στις προδοσίες της. Γιατί μια πόλη δεν είναι μόνο αυτό που βλέπει το μάτι και διακινεί η καθημερινότητα, είναι ένα βαθύτερο και κρίσιμο "κατοικείν", το οποίο θεμελιώνει το μύθο του βίου και συντηρεί τη διάρκεια της μνήμης. Για πολλούς η Αθήνα ήταν και είναι η πόλη των ονείρων ακόμη και όταν την απαρνούνται, για άλλους είναι η μαγική πολή που έχασαν και από τότε μάταια αναζητούν.
Όπως και αν έχει το πράγμα, η σκωπτική αφήγηση του Ροΐδη δικαιώνει διαχρονικά το αριστοτελικό: "το Αθήνησιν διατρίβειν εργώδες".
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Περιεχόμενα
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΑΘΗΝΑΪΚΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ Α'
ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ Β'
ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ Γ'
ΑΙ ΕΞΟΧΑΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΙ ΤΡΩΓΟΥΝ ΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ
Ο ΔΟΥΜΑΣ ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Ροΐδης, είναι γνωστό, είναι ο μεγάλος μοντέρνος του 19ου αιώνα για την ελληνική λογοτεχνία. Σ' ένα λογοτεχνικό περιβάλλον όπου ανθούσαν ακόμη τα ξεφτίδια του ρομαντισμού -και, λίγο αργότερα, μια ρηχή ηθογραφία-, εκδίδει την «Πάπισσά» του, με την οποία μας μαθαίνει κυρίως ότι: 1) ο αφηγητής μπορεί και να παίρνει απόσταση από την αφήγηση και τα πρόσωπά του και 2) ότι το διανοητικό παιχνίδι -για «εγκεφαλικότητα» θα τον κατηγορούσαν μερικοί από τους συγχρόνους μας- είναι νόμιμο μέρος της αφηγηματικής διαδικασίας.
Επίσης ο Ροΐδης σε σύγκριση με τους δύο άλλους, συγχρόνους του, πυλώνες της (ανα)γεννώμενης τότε ελληνικής πεζογραφίας, τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη -χωρίς να παραγνωρίζουμε την αξία του Μητσάκη-, ενσαρκώνει εναργέστερα τον τύπο του διανοουμένου: πολυσχιδής προσωπικότητα, δοκιμιογράφος, πεζογράφος, κριτικός, παρεμβαίνει στα πολιτικά και τα γλωσσικά πράγματα, παίζει κοινωνικό και πολιτικό ρόλο κ.λπ. Με τον Ροΐδη έχουμε, για πρώτη ίσως φορά σε πλήρη ανάπτυξη, τον τύπο του σύγχρονου διανοούμενου συγγραφέα, ρόλο που δεν μπορούσε να επωμιστεί ο Παπαδιαμάντης με τον αναχωρητισμό του ούτε, πολύ περισσότερο, ο Βιζυηνός, παρά τις ακαδημαϊκές του γνώσεις, καθώς είχε γίνει μπαίγνιο στα χέρια των ισχυρών της λογοτεχνικής σκηνής και της κοινωνικής ζωής των Αθηνών.
Ο κατ' αυτή την έννοια διπλά μοντέρνος Ροΐδης λοιπόν μας καταλείπει κείμενα για την πόλη όπου ζούσε και εκινείτο, την Αθήνα.
Το βιβλίο το απαρτίζουν έξι κείμενα, δημοσιευμένα όλα το ολυμπιακό έτος 1896 σε δύο έντυπα -«Εστία» και «Πανελλήνιον Εικονογραφημένον Λεύκωμα»-, πλην του τελευταίου, το οποίο δημοσιεύεται στην «Εφημερίδα» το 1895 και το οποίο διακρίνεται από τα υπόλοιπα: είναι το μόνο που δεν περιλαμβάνει άμεση περιγραφή της πόλης, αφού πραγματεύεται την επίσκεψη του Δουμά στην Αθήνα, η οποία είχε λάβει χώρα μία εικοσαετία νωρίτερα, τροποποιημένη βέβαια από τη φαντασία του Ροΐδη, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να θίξει καλώς και κακώς κείμενα της κοινωνικής ζωής των Αθηνών.
Από τις σελίδες του «αι Αθήναι» περνούν με τρόπο μπαλζακικό: πίστη και ακρίβεια στη μεταφορά της εικόνας, συνοδευμένη ενίοτε από ψυχογραφικά σχόλια, περιγραφή μέχρις εσχάτης λεπτομερείας -μεγαλειώδης η σκηνή με το κάρο που κουβαλάει τα σφαγμένα μοσχάρια, στο τρίτο του κείμενο-, και όλα αυτά συνοδευμένα από μια συνεχή και έμμονη επικριτική στάση προς τους κρατούντες και τους πολιτικούς -ένα δυσπροσάρμοστο ευρωπαϊκό εγώ (που το έχουν επιπλέον πλήξει οι συμφορές του βίου) σε μια ανατολικοδυτική, γυφτοαριστοκρατική, αιωνίως διχασμένη Αθήνα.
Δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι και εδώ, στην πολεμική αθηναιογραφία του, παρά τα φαινόμενα, ο Ροΐδης δεν καταγράφει, αλλ' αφηγείται. Δηλαδή έχει ήδη μεσολαβήσει η δική του, η απολύτως δική του, διαθλαστική ματιά πάνω στην πραγματικότητα (εδώ: των αθηναϊκών δρόμων) και έχει ενσωματωθεί στο αντικείμενο της περιγραφής του. Συνεπώς η Αθήνα του Ροΐδη δεν είναι μια ουδέτερη αφηγηματικά -αλλά και πολιτικά- πόλη, αλλά ένα αστικό τοπίο που φέρει διπλή σφραγίδα: εκείνη της αφηγηματικής εγρήγορσης του συγγραφέα των κειμένων αλλά κι εκείνη του μονίμως εξεγερμένου και βάλλοντος κατά πάντων πολίτη.
Στο σημείο αυτό ας μας επιτραπεί να αναφέρουμε ορισμένες σκέψεις που μας γεννήθηκαν καθώς, για τις ανάγκες της «Βιβλιοθήκης», γράφαμε πριν από λίγους μήνες για τις «Αόρατες Πόλεις» του Καλβίνο, έχοντας πλήρη συναίσθηση του ανοίκειου παραλληλισμού:
Από το ροΐδειο κείμενο ώς το κείμενο του Καλβίνο μεσολαβεί χονδρικά (γράφουμε από μνήμης) κάτι λιγότερο από ένας αιώνας. Στο διάστημα αυτό, και υπό την καταλυτική εμπειρία του μοντερνισμού, οι πόλεις μετατέθηκαν: από την μπαλζακικού τύπου Αθήνα του Ροΐδη φτάσαμε -στο πλαίσιο μιας ακραίας έκφρασης, είναι αλήθεια- στις ανάερες, ονειρικές, θηλυκές πόλεις του Καλβίνο.
Το άλμα είναι ιλιγγιώδες: η πραγματικότητα εξατμίστηκε, τα ειδολογικά όρια έγιναν πιο αχνά -αν δεν σβήστηκαν τελείως-, η θέση του συγγραφέα τροποποιήθηκε ριζικά: από τη «φέτα πραγματικότητας» όπως την εννοούσε και την πραγμάτωσε ο Μπαλζάκ, περάσαμε σε μια διευρυμένη πραγματικότητα, που περιλαμβάνει πια και την ψυχοδιανοητική πραγματικότητα του συγγραφέα, ό,τι και αν αυτή περιέχει. Ο κόσμος μετατοπίστηκε και από απλό αντικείμενο προς περιγραφή μετετράπη σε υποκείμενο που το ίδιο περιγράφει τον εαυτό του.
Από τον Ροΐδη στον Καλβίνο δεν έχουμε μια απλή εξέλιξη των -ισμών και της λογοτεχνικής γραφής. Εκείνο που άλλαξε δραματικά είναι η φύση και η θέση του συγγραφέα: το αντικείμενο της περιγραφής του φούσκωσε τόσο, που τον έπνιξε. Η πόλη-αντικείμενο περιγραφής του Ροΐδη έγινε αμετάκλητα η πόλη που μιλάει τον εαυτό της στον Καλβίνο. Με τον Ροΐδη η γραμματική στεκόταν ακόμα απέναντι στον κόσμο προσπαθώντας να τον περιγράψει και, ενδεχομένως, να τον κατανοήσει. Με τον Καλβίνο γραμματική και κόσμος είναι πια ένα: κανένα από τα δύο δεν περιγράφει το άλλο: μια καινούρια, διφυής πραγματικότητα έχει κάνει την εμφάνισή της.
Θα ήταν παράλειψη να μη μνημονευθεί ιδιαίτερα ο πρόλογος του Δημηρούλη. Ο Δημηρούλης έπραξε το απολύτως πρέπον γι' αυτό το βιβλίο: απέφυγε το φιλολογικό φόρτο -πράγμα που θα βάραινε υπερβολικά μια τέτοια έκδοση- και συνέδεσε τα ροϊδικά κείμενα με τη Θεωρία. Αυτή η σύνδεση του κειμένου με τη θεωρία, που το προϋποθέτει και το συνεπάγεται, είναι αναγκαίος όρος για την κατανόηση και την πρόσληψή του, όχι μόνο κατά τη συγχρονική αλλά και κατά τη διαχρονική του διάσταση, κάτι που δεν ισχύει για μια απολεσμένη υπογεγραμμένη... Η δε σύλληψη της πόλης ως κειμένου -όσο και αν κανείς διαφωνεί με την ιδέα ότι τα πάντα συνιστούν αφήγηση- είναι άκρως ερεθιστική και αποτελεί ένα πρώτης τάξεως θεωρητικό μοντέλο για να καλυφθεί το αβυσσαλέο χάσμα που χωρίζει την Αθήνα του Συριανού από τις αιθέριες πόλεις του Ιταλού.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 17/09/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις