0
Your Καλαθι
Τοπία καταγωγής
Αφηγήματα
Περιγραφή
Πέντε συγγραφείς γεννημένοι στο γύρισμα του 19ου αιώνα στις πέντε άκρες του κόσμου. Προσπάθησα να σκιαγραφήσω κάποια σημεία των χρόνων της μαθητείας τους: τοπία, καταστάσεις των οποίων ο απόηχος θα συνέχιζε να ακούγεται μέχρι τις όψιμες σελίδες. Μετά, υπάρχουν τα έργα τους, που όλα τους συνθέτουν ένα μέρος του πολλαπλού λόγου (που οι ποικίλες, υποκειμενικές αναγνώσεις μας τον πολλαπλασιάζουν στο άπειρο) του 20ού αιώνα. Μετά υπάρχει ο θάνατός τους. [...]
H ιδέα των Tοπίων καταγωγής μου ήρθε εντελώς απροσδόκητα: σε ένα μυθιστόρημά μου είχα γράψει μια φράση όπου γινόταν λόγος για τα τοπία της παιδικής ηλικίας τα οποία ποτέ κανείς δεν θα εγκαταλείψει ολοκληρωτικά, μέχρι το τέλος της ζωής του - κάτι τέτοιο. Aυτό που μ' έσπρωχνε ήταν περισσότερο μια ιδέα, ένας ημισυνειδητός ρυθμός (ξέρω πολύ καλά ποιός: ο ρυθμός ενός αποσπάσματος του Paulina 1880, του μυθιστορήματος του Pierre Jean Jouve, όπου γίνεται λόγος -παραθέτω από μνήμης- για κείνη τη "μοναδική πρώτη εικόνα του σώματος, μαζί και της ψυχής, του έμψυχου σώματος, που δεν θα σβηστεί ποτέ πια, που θα επιβιώσει ακόμα και πέρα από το θάνατο": καμία σχέση με τη δική μου φράση, λοιπόν). Ωστόσο, όταν το ξανασκέφτηκα μου φάνηκε ότι υπήρχε πράγματι σ' αυτήν τη φράση, που σχεδόν μου είχε ξεφύγει, μια υποψία αλήθειας, και μάλιστα μιας αλήθειας που θα μπορούσε να εφαρμοστεί στη λογοτεχνία: οι τόποι των χρόνων της μαθητείας θα πρέπει να εκπέμπουν σε όλη την έκταση του έργου ενός συγγραφέα (και πολύ πέρα από τη ρητή εικόνα τους), κάτι παρόμοιο μ'αυτό που στην αστροφυσική το αποκαλούμε "απολιθωμένη ακτινοβολία": κάτι σαν υπογραφή της καταγωγής. O Nαμπόκοφ λέει άραγε κάτι διαφορετικό όταν γράφει ότι θέλησε να αποδείξει, στο Mίλησε μνήμη, πως η νεότητά του "περιείχε, σε πολύ περιορισμένη κλίμακα, τα κυριότερα στοιχεία της δημιουργικής του ωριμότητας"; Ή ο Mπόρχες όταν υποστηρίζει πως "όλα όσα έγραψε έκτοτε δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια να αναπτύξει τα θέματα που προσέγγισε την πρώτη φορά" στο Πάθος του Mπουένος Άιρες;
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Ολιβιέ Ρολέν εξερευνά τις ζωές πέντε σπουδαίων συγγραφέων, επιχειρώντας -με οδηγό τη λογοτεχνία- να αποκαλύψει αυτό που ονομάζει «το τοπίο της παιδικής ηλικίας». Φυσικά, υποθέτει ότι αυτό το τοπίο βρίσκεται ήδη κρυμμένο εντός των κειμένων, αποκρυσταλλωμένο ως «απολιθωμένη ακτινοβολία» (σελ. 10). Από εδώ όμως εκπορεύονται λογής προβλήματα, που δυσκολεύουν την εφαρμογή ετούτης της -αρχικώς- μάλλον ενδιαφέρουσας ιδέας.
Ασαφής αφετηρία
Τι ακριβώς σημαίνει να αναζητήσει κανείς την παρακαταθήκη της παιδικής ηλικίας; Τι είναι τα «τοπία καταγωγής» που «ποτέ κανείς δεν θα εγκαταλείψει ολοκληρωτικά μέχρι το τέλος της ζωής του»; (σελ. 9) Η αφετηρία του Ρολέν είναι ασαφής και, μολονότι ειλικρινής, καταλήγει σε αφελή ψυχολογία. Υιοθετώντας άκριτα (όπως θα διαπιστωθεί παρακάτω) μια βιωματική δοξασία γύρω από τη γραφή (είμαι αυτό που γράφω -γράφω γι' αυτό που γνωρίζω), ο Ρολέν προϋποθέτει μια άμεση αιτιακή σχέση ανάμεσα στην εμπειρία και τη λογοτεχνική διατύπωση, συνεπώς και μια ευθεία παράταξη πραγματικότητας - συγγραφέα - λογοτεχνίας. Κι όμως, αυτήν την υποτιθέμενη παγιωμένη σχέση ο ίδιος δεν μπορεί να την ορίσει ούτε να την εντάξει σε ένα δομημένο ερμηνευτικό σχήμα: «Οφείλω να ομολογήσω πως όταν έγραφα αυτήν τη φράση (τα τοπία της παιδικής ηλικίας) δεν ήμουν απολύτως σίγουρος πως είχε κάποιο συγκεκριμένο νόημα, στο οποίο να μπορούσα να ανταποκριθώ» (σελ. 9). Αυτή η ξεκάθαρη ομολογία δεν προσφέρεται ως αφετηρία για μια εργασία που επιδιώκει να διαπιστώσει αντικειμενικές αντιστοιχίες εντός του λογοτεχνικού έργου. Και αντιφάσκει με τη δήλωσή του ο Ρολέν ότι: «[...] υπήρχε πράγματι σ' αυτήν τη φράση μια υποψία αλήθειας, και μάλιστα μιας αλήθειας που θα μπορούσε να εφαρμοστεί στη λογοτεχνία» (σελ. 9).
Στερεότυπα
Το αποτέλεσμα της απουσίας ενός συμπαγούς αφετηριακού θεωρητικού σχήματος είναι η αυτόματη αναπαραγωγή στερεοτύπων. Είναι αυτά που ο Ρολέν αποκαλεί ευφημιστικώς «κάτι σαν υπογραφή της καταγωγής» (σελ. 10). Φυσικά, πρόκειται για τα ήδη γνωστά, καθιερωμένα πρόσωπα των συγγραφέων: Ο Ναμπόκοφ είναι οι πεταλούδες και το σκάκι, ο Μπόρχες είναι το τάνγκο και το Μπουένος Αϊρες, ο Χέμινγουεϊ είναι ο Αμερικανός τυχοδιώκτης κ.ο.κ. Τι προσφέρει αυτή η απλοϊκή κατάδειξη, πέραν της διαρκούς επιβεβαίωσης ενός κοινού τόπου; Ο Ρολέν δεν εξετάζει πώς οι συγγραφείς νοηματοδοτούν την εμπειρία, πώς ερμηνεύουν τη μνήμη, με ποιον τρόπο επιλέγουν να την επεξεργαστούν λογοτεχνικά, γιατί -εν τέλει- επιλέγουν τη λογοτεχνία ως μέθοδο; Αυτά τα δύο τελευταία είναι μάλλον εκείνα που θα μας ενδιέφεραν περισσότερο. Με άλλα λόγια, εξετάζονται τα «τοπία καταγωγής» ως λογοτεχνικές καταστάσεις/ κατασκευές, και όχι ως αναπαραστάσεις και απλές κειμενικές αντιστοιχίες. Από τον Ρολέν δεν μαθαίνουμε -δυστυχώς- τίποτε για τη λογοτεχνία ή τη γραφή. Ούτε γνωρίζουμε μια διαφορετική, νέα, συμπληρωματική όψη του προσώπου των συγγραφέων. Η μέθοδος του Ρολέν αποκλείει -εκ των προτέρων- μια τέτοια πιθανή ανακάλυψη, ακυρώνοντας την ίδια την κινητήρια πρόθεση της εργασίας του.
Λογική αντιστροφή
Αυτό συμβαίνει επειδή, απόντος του εννοιολογικού πλαίσιου (conceptual framework), η προσέγγιση του Ρολέν καταλήγει σε μια προφητεία που εκπληρώνει τον εαυτό της. Ο Ρολέν ξεκινά αντίστροφα, από αυτό που θέλει να δείξει, από το διαπιστωμένο χαρακτήρα του προσώπου και του έργου, για να καταλήξει μέσω ενός κύκλου, ως ουροβόρος, να διαπιστώσει ξανά τις συνθήκες εκείνες (βιογραφικές, γεωγραφικές) που -σύμφωνα με τον ίδιο- περιγράφουν τον χαρακτήρα όπως τον είχε ορίσει στην αρχή. Πρόκειται για έναν λογικό βρόχο που εκείνος, έκπληκτος, ονομάζει «γεωμετρία της τύχης» (σελ. 48). Αντί να αναζητά, η εργασία του Ρολέν προϋποθέτει αυτό που διαπιστώνει. Ετσι, ο ίδιος ως παρατηρητής του κόσμου των συγγραφέων πέφτει στην παγίδα να προβάλει τα συμπεράσματά του στο εκάστοτε πρόσωπο που ερευνά. Επιλέγει, λοιπόν, μόνον εκείνα τα στοιχεία που ταιριάζουν στο προκαθορισμένο πρότυπο, ενώ τα υπόλοιπα δεν τα αντιλαμβάνεται λόγω μιας ορισμένης, αθώας «μυωπίας». Ετούτο επιβεβαιώνεται και από το πλήθος των λογοτεχνικών αποσπασμάτων που παραθέτει, χτίζοντας μια ογκώδη κονκορντάντσια, που όμως έχει ελάχιστη αποδεικτική ισχύ, καθώς είναι μόνο μία από τις άπειρες που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς αν απλώς άλλαζε το αρχικό λήμμα.
Ταύτιση προσώπου - έργου
Ο Ρολέν, όμως, ήταν αναγκασμένος να καταφύγει στο έργο γιατί εκεί πιστεύει ότι βρίσκεται, γραμμένη από το χέρι του συγγραφέα, η «υπογραφή της καταγωγής» (σελ. 10). Πώς, όμως, αναγνωρίζει ο Ρολέν αυτήν την υπογραφή εντός του έργου; Σίγουρα από όσα προσλαμβάνει από το ίδιο το λογοτεχνικό κείμενο. Με αυτόν τον έμμεσο τρόπο, ο Ρολέν προκρίνει μια ευθεία συγγενική σχέση ανάμεσα στην εμπειρία (ως έναυσμα), στο συγγραφέα (ως διάμεσο) και στο έργο (ως κατάληξη). Σε αυτό το επαγωγικό σχήμα ο Ρολέν αντιλαμβάνεται τη γραφή ως βιωματική (σχεδόν αυθόρμητη) διεργασία και το συγγραφέα ως έναν εσωστρεφή εξομολογούμενο: «Αν σκεφτούμε ότι ο Χέμινγουεϊ είναι συγγραφέας, δηλαδή ένας τύπος που γράφει όπως του 'ρχεται (sic!)» (σελ. 30). Ο Ρολέν παραγνωρίζει την ανορθολογικότητα, την πολυσημία και την πολυπλοκότητα της συγγραφικής πράξης. Δεν αντιλαμβάνεται ότι η κειμενική πραγματικότητα είναι ερμηνεία και όχι καταγραφή. Η λογοτεχνία συνιστά μια συνομιλία. Με τον κόσμο και -πρωτίστως- με άλλα κείμενα. Και το λογοτεχνικό έργο είναι μια τεχνητή κατασκευή. Είναι, δηλαδή, ένας χώρος ιδεών που δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως πεδίο επαλήθευσης εύκολων νομοτελειών. Από την εργασία του Ρολέν λείπει, ακόμα, η ιστορική διάσταση. Ο «γενέθλιος τόπος» είναι μια συνισταμένη του χρόνου (ως ενθύμηση), αυτό ο Ρολέν φαίνεται να μην το υπολογίζει, και έτσι υποβιβάζει τους συγγραφείς σε παραδειγματικές περιπτώσεις εγχειριδίων ψυχολογίας. Είναι κάτι που ο ίδιος το υποψιάζεται και σε μερικά χωρία προσπαθεί να το ξορκίσει στα λόγια, χωρίς όμως να το αντιμετωπίζει ουσιαστικά στο επίπεδο της μεθόδου: «Ανώφελο να επιμείνουμε ιδιαίτερα -βιεννεζικώς- σε αυτήν την περιγραφή» (σελ. 27), ή «Αφήνω τη φροντίδα της διερεύνησης στους οιωνοσκόπους της σέχτας του Φρόιντ» (σελ. 65).
Δημοσιογραφική ευκολία
Το βιβλίο του Ρολέν αποτελείται από σύντομα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στη «Le Monde» το 1999 ως εναλλακτική λύση, όταν ναυάγησε ένα ρεπορτάζ για το Heart of darkness του Κόνραντ. Πώς επιλέχτηκαν, λοιπόν, οι πέντε εναλλακτικοί συγγραφείς; Γεννήθηκαν όλοι το 1899. Τη χρονιά που δημοσιεύτηκε το αφήγημα του Κόνραντ. Επιπλέον, η δημοσίευση των άρθρων θα συνέπιπτε με την 100ή επέτειο του fin-de-siecle. Αυτή η αυθαίρετη (και κάπως άκομψη) εκλογή δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν ο Ρολέν δεν επιχειρούσε στο τελευταίο μέρος του βιβλίου να υπαινιχθεί και μια εξωφρενική παράλληλη σχέση ανάμεσα στους πέντε συγγραφείς.
Το κλείσιμο του ματιού
Εν τέλει, τα σύντομα κείμενα του Ρολέν μοιάζουν να απευθύνονται στο δημογραφικό «μέσο κοινό», μια πλασματική κοινότητα που τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται απλώς ως δικαιολογία για την αναπαραγωγή τετριμμένων ιδεών ή (στις χειρότερες περιπτώσεις) για την κολακεία του λεγόμενου «μέσου γούστου». Ο Ρολέν, όμως, όντας πεζογράφος ο ίδιος, γνωρίζει αυτές τις παγίδες και προσπαθεί δύο φορές (στην Εισαγωγή και στον Επίλογο -ναι, το βιβλίο έχει και από τα δύο) να μας κλείσει το μάτι: «Ούτε τα έργα απορρέουν από μια πηγή, αλλά από ένα κουβάρι πηγών: ανάμεσα σ' αυτές ίσως να είναι και τα τοπία όπου περνάει τις διακοπές της και παίζει η μνήμη» (σελ. 11), και «Το Παλέρμο σίγουρα δεν ερμηνεύει τον Μπόρχες, ούτε η Βύρα τον Ναμπόκοφ: βρίσκουν απλώς εκεί σχέδια, χρώματα, συνδέσεις, καθώς και θέματα για να υφάνουν τις μεγάλες τους επινοήσεις» (σελ. 146). Είναι αυτή η «πονηριά» του Ρολέν που ξεσκεπάζει τα «Τοπία καταγωγής» ως ακόμα ένα βιβλίο που συνταιριάστηκε από έτοιμα κομμάτια, δημοσιευμένα σε κάποια εφημερίδα. Και αποδεικνύει ότι, σε κάθε περίπτωση, είναι παρακινδυνευμένο να ερμηνεύουμε εκ του ασφαλούς τα κίνητρα των συγγραφέων.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 04/02/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις