Τα ρόδα της μοναξιάς
Περιγραφή
Αυτό το βιβλίο έγινε με αναμνήσεις και ονειροπολήματα. Μιλά γι' αντικείμενα οικεία που το καθένα τους κουβαλά ίχνη της ζωής μου. Κανονικά, μόλις που τα παρατηρούμε. Τα έχουμε συνηθίσει, δεν τα προσέχουμε. Κάποιες φορές, όμως, καθώς στη διάρκεια μιας στιγμής προσηλωνόμαστε φευγαλέα σε κάτι, συμβαίνει να ξαναβρίσκουμε λίγες αναμνήσεις που με τα χρόνια είχαν συνδεθεί μ' αυτό.
Κριτική:
Το εκτός χρόνου
Ρεμβασμοί και αναπολήσεις
«...Επομένως, η ουσία δεν έγκειται κατά κανέναν τρόπο στην αναζήτηση και στην αναγνώριση στο τάδε ή στο δείνα σημείο, σε κάποιο ίσως απομονωμένο συναίσθημα, πραγμάτων που μοιάζουν με την καθημερινή ζωή μας: το ζήτημα είναι να υψωθούμε εμείς, πέρα απ' ό,τι γνωρίζουμε, σε μια συμβολική και λαμπερή εικόνα που ξυπνάει μέσα μας η γλώσσα, πέρα από κάθε εμπειρία μας»
Ζακλίν ντε Ρομιγί
Σύμφωνα με τον γνωστό αφορισμό, ο καλλιτέχνης στη βιολογική του δύση γίνεται ένας εξαιρετικός «φωτογράφος», κάποιος που αποτυπώνει φορμαλιστικά τον κόσμο, αδυνατώντας να ανασυνθέσει το εσωτερικό όσων παρατηρεί.
Εύκολα, όμως, κανείς αντιτείνει στα προηγούμενα ότι η προχωρημένη ηλικία σε έναν άνθρωπο που έζησε με την αισθητική και τις ιδέες, δεν τον αναγκάζει εξάπαντος να εκκενώσει από περιεχόμενο το αντικείμενό του, αλλά τουναντίον: συμβαίνει πολλές φορές αυτός να προχωρεί αντίθετα, τονίζοντας εμφαντικά την «ουσία».
Φυσικά, όταν μιλάμε για την ένδον κατάσταση των πραγμάτων που ο καλλιτέχνης την υπηρετεί περισσότερο ή λιγότερο στα γηρατειά του, χρειάζεται να εξειδικεύουμε κάθε φορά. Δεν χρειάζεται συζήτηση: γενικά το υπαρξιακό, οι προσωπικοί φόβοι επιβάλλονται πάνω σε κάθε τι, εκτοπίζοντας τα υπόλοιπα που αφορούν τον Αλλον, τον έτερον τέλος πάντων. Το υποκείμενο γίνεται μονοφωνικό, δεν έχει χρόνο και σκέψη για να επικοινωνήσει, να διαλυθεί «ερωτικά» εντός του πλησίον του, όπως θα το λέγαμε χριστιανικά. Απολύτως συγγνωστή αυτή η συνηθισμένη στάση...
Να, όμως, που κάποτε η συνείδηση του επερχόμενου τέλους αντί για πανικό και αυτοεγκλεισμούς, δημιουργεί μια διαφορετική συνθήκη: την ανάγκη να αντικατασταθούν η συνείδηση της εκμηδένισης και η φθορά με μια γαλήνια αντιμετώπιση (μαζί θα 'λεγα και χιουμοριστική) της μοίρας σε ένα πιο αναπεπταμένο πεδίο. Πολλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες σε βαθύ γήρας υπήρξαν θαλεροί ψυχικά, απολύτως νεανικοί στο φρόνημα και στις εκδηλώσεις τους. Ποιον να πρωτοαναφέρεις; Εάν δεν αντιληφθεί κανείς την προβεβηκυία ηλικία ως ολιστική, ας πούμε, ασθένεια -γιατί συμβαίνει αυτό συχνότατα-, τότε θα μπορεί να συλλάβει τον εαυτό του μέσα σε μια οιονεί δημιουργική σχέση με το περιβάλλον, χωρίς όρια.
Κάτι ανάλογο έχει πετύχει (γιατί, ασφαλώς, περί νίκης απέναντι στη θνητότητα πρόκειται) η πασίγνωστη για τις αρχαιοελληνικές μελέτες της Γαλλίδα καθηγήτρια της Σορβόνης Ζακλίν ντε Ρομιγί, που δεν έχει καμφθεί, παρά τα 95 χρόνια της, θυμίζοντας την περίπτωση ενός ακόμα γηραιότερου Ευρωπαίου σκηνοθέτη, εκείνη του Πορτογάλου Μανουέλ ντε Ολιβέιρα, ακμαίου και παραγωγικού εισέτι... Αλλά, ας μην πάμε τόσο μακριά: ο υπεραιωνόβιος και διαυγέστατος ημέτερος Εμμανουήλ Κριαράς διακονεί ακόμα τη φιλολογία, έχοντας και αυτός μεγάλα εσωτερικά αποθέματα και κίνητρα. Αυτοί οι θαλεροί πρεσβύτες δοκιμάζουν αδιάκοπα το ελιξίριο της τέχνης και της γλώσσας, και χάρη σ' αυτό μπορούν να συνεχίζουν, όχι μόνον αγόγγυστα, αλλά και με εμπνευσμένη ζέση το έργο τους.
Η Ρομιγί στο ανά χείρας αφηγηματικό βιβλίο της (που μετέφρασε άνετα η Αννυ Σπυράκου), με λεπτή τρυφερότητα και μεγάλα αποθέματα ικμάδας όσον αφορά τους δημιουργικούς δεσμούς της με τη ζωή και τα γράμματα, αν και σχεδόν τυφλή, μας προσφέρει έξι μικρά αναμνηστικά κείμενα, τα οποία σε κερδίζουν με τη θερμότητα και την αποσταγμένη σοφία τους. Ας μη φανταστείτε ότι τα συγκεκριμένα, βραχέα κομμάτια διεκδικούν κάποια ιδιαίτερα λογοτεχνικά εύσημα. Είναι φανερό ότι η συγγραφέας τους θέλησε σε εξομολογητικούς τόνους να μιλήσει για μια σειρά αγαπημένα της θέματα, όπως π.χ. τα άλογα του Αχιλλέα από την Ιλιάδα, που με τόση διεισδυτικότητα έχει αναλύσει σε άλλες ευκαιρίες, για τη μορφή της μητέρας της, μιας προσωπικότητας θεμελιακής για την εξέλιξη της Ρομιγί, αλλά και για κάποιον αγαπημένο της, με αφορμή μια κορνίζα, ένα παλιό του δώρο.
Βέβαια, όπως υπαινίσσεται η τελευταία -έτσι το εισέπραξα-, αυτά τα κείμενα των ρεμβασμών και αναπολήσεων θα μπορούσαν να είναι ευρύτερα σε έκταση, γιατί «κάθε αντικείμενο είναι στην πραγματικότητα η χειροπιαστή κατάθεση του ξετυλίγματος μιας ζωής», αλλά και με τον τρόπο που προτείνονται διαθέτουν μια δύναμη εξακτίνωσης πολλών μοτίβων, δημιουργώντας γόνιμες αφορμές προβληματισμού και συναισθηματικής συμμετοχής. Οι «βινιέτες» αυτές προέρχονται από μια υπερήλικη διανοούμενη, η οποία αποφάσισε να συνθέσει μια μικρή ωδή στη χαρά της δημιουργικής ζωής και όχι μόνον ένα ρέκβιεμ πάνω σε απώλειες και απουσίες. Γιατί και αυτό, βέβαια, υπάρχει: είναι πολύ φυσικό να συνυπάρχει η μελαγχολία για τα απερχόμενα (αλλιώς πώς θα μπορούσε κανείς να ασχοληθεί με την αισθητική, με το δράμα;), μόνον που το σύνολο δεν διαπερνάται από κλαυθυρισμούς, αλλά, όπως είπαμε ήδη, το διακρίνει νηφάλια δύναμη και ακλόνητη πίστη στο θαύμα που λέγεται γλώσσα.
Γιατί στην πραγματικότητα, χωρίς φετιχισμούς, η Ρομιγί μέλπει έναν αίνο στον λόγο, στη γλώσσα, που την υπηρέτησε, και εκείνη με τη σειρά της ανταπέδωσε την απόλυτη αφιέρωσή της. Αφοπλιστικά μας ανακοινώνει την ηδονή που έλαβε και συνεχίζει να εισπράττει από τη γραφή και τη μελέτη. Μέσα, λοιπόν, από τη συγκέντρωση καθημερινών εμπειριών, όπως τονίζει και η ίδια, « που διαμορφώνουν λίγο λίγο τη ζωή, δίχως πάταγο και δίχως δράματα», φιλοτεχνεί την αυτοπροσωπογραφία της: ένα πορτρέτο μιας διανοούμενης αμετανόητης για τη μανιακή της προσήλωση στα γράμματα. Η ξένη σκέψη την αιμοδότησε, την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει και μια άλλη ζωή εξίσου ή και περισσότερο ενδιαφέρουσα από την εξωτερική: η σύγκριση αυτή προκύπτει από τα συμφραζόμενα, γιατί η Ρ. δεν είναι με κανέναν τρόπο αντικοινωνική και μισάνθρωπη. Αντιθέτως, η τέχνη την έκανε να δει τον κόσμο στη μαγική, ας πούμε, διάστασή του και δεν την απέκλεισε από αυτόν, όπως συμβαίνει πολλές φορές με κάποιους μονόχνωτους αναχωρητές. Η Ρ. κατάφερε να αντλήσει δύναμη και ελπίδα μέσα από το «κυκλοφορικό» της ομηρικής τέχνης, για παράδειγμα, ή μέσα από άλλες προσφιλείς μελέτες της για την αρχαιότητα.
Το περίεργο (;) είναι, λοιπόν, ότι δεν έμεινε παρατηρητής της ζωής, αλλά ένας ένθερμος υποστηρικτής της τελευταίας. Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι ίσως η έλλειψη της σωματικής επαφής με την απτή πραγματικότητα την έκανε, εντέλει, συνήγορο των πραγμάτων στην ολότητά τους. Αλλά, αυτή η βαθιά, σεμνή εκτίμηση στη δημιουργό μας ικανότητα δεν πηγάζει (μόνον) από την αίσθηση της απουσίας ή της έλλειψης. Μας συστήνει μια φωνή που σε κρυστάλλινους τόνους διεκδικεί την είσπραξη εκ μέρους μας της ειλικρίνειάς της.
Εκκινώντας από μια φράση του Φουκό για το γήρας, που επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι ο ψυχισμός έχει τη δυνατότητα να είναι ανεξάρτητος μπρος σε κάθε τι που δεν εξαρτάται από εμάς, η Ελένη Τζαβάρα στο συγκροτημένο επίμετρό της πολύ σωστά παρατηρεί: «...η δυνατότητα καταμέτρησης όχι όσων λείπουν αλλά όσων υπάρχουν, συνεπάγεται την εργασία του πένθους». Μακάρι να «πενθούσαν» οι περισσότεροι υπερήλικες με τον τρόπο της Ρομιγί.
Θα χαρακτήριζα τα κείμενα του βιβλίου αφηγηματικά δοκίμια και όχι απλώς δοκίμια, όπως τα θέλει η Ε. Τζαβάρα. Εν πάση περιπτώσει, η τελευταία κλείνοντας τα σχόλιά της επισημαίνει αυτό το «εκτός χρόνου», όπως ονομάζει η ψυχανάλυση το ασυνείδητο, «το μη υποκείμενο στη φθορά»: γιατί κάποτε μπορεί και είναι ανθεκτικό απέναντι στην οδύνη, την οποία συμπεριέχοντάς τη με τη χαρά μπορεί και επεξεργάζεται τις απώλειες, μετακινεί τα κεφάλαια αγάπης προς νέα αντικείμενα και αποδίδει αξία στα πράγματα. «Αυτό κρατά την ψυχή ζωντανή, ακόμη και στα βαθιά γεράματα».
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, Βιβλιοθήκη, 9/5/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις