0
Your Καλαθι
Η αριστερή σκέψη στην Αμερική του 20ού αιώνα ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Επίμετρο Γιούργκεν Χάμπερμας
Περιγραφή
Στον βαθμό που η Αριστερά μετατρέπεται σε απλό θεατή, παύει να είναι Αριστερά γράφει ο Ρίτσαρντ Ρόρτυ.
Η αμερικανική Αριστερά συγκροτήθηκε ως συμμαχία των διανοουμένων και των εργατικών συνδικάτων και μέχρι τη δεκαετία του '60, με τις πραγματιστικές παρεμβάσεις της, πρωτοστάτησε στους αγώνες για μια καλύτερη Αμερική, για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Ο πόλεμος του Βιετνάμ διέλυσε τη συμμαχία αυτή, υποστηρίζει ο Ρόρτυ.
Οι διανοούμενοι οχυρώθηκαν στα πανεπιστήμια, παγιδεύτηκαν στις θεωρητικές τους αναζητήσεις, υποτίμησαν το αγωνιστικό παρελθόν της Αριστεράς, εγκατέλειψαν την πρακτική πολιτική, έπαυσαν να μελετούν την επίδραση των ιδεών στην καθημερινή πραγματικότητα και έθεσαν τα πολιτισμικά ζητήματα στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης, ανοίγοντας τον δρόμο για την ηγεμονία της Δεξιάς. Ο Ρόρτυ κατηγορεί την «λόγια Αριστερά» ότι παραμένει παθητικός παρατηρητής, χωρίς έμπνευση και όραμα για τη χώρα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Δεν μπορείς να αλλάξεις ό,τι δεν μπορείς να αγαπήσεις, μας λέει ο καθηγητής Φιλοσοφίας στο Στάνφορντ Ρίτσαρντ Ρόρτυ παρουσιάζοντας την άγνωστη στην Ευρώπη ιστορία της αμερικανικής Αριστεράς.
Ο Ρίτσαρντ Ρόρτυ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1931. Οι γονείς του ήταν, κατά την έκφραση της εποχής, «συνοδοιπόροι» του κομμουνιστικού κόμματος. Αργότερα, απομακρύνθηκαν από αυτό, όπως οι περισσότεροι αμερικανοί αριστεροί. Σπούδασε στο Σικάγο και στο Γέιλ. Ήταν καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια (Σάρλοτβιλ) και στο Πρίνστον. Τώρα διδάσκει στο Στάνφορντ. Συνεργάζεται με τα περιοδικά The Nation και Dissent. Έχει γράψει μεταξύ άλλων: Philosophy and the Mirror of Nature, The Consequences of Pragmatism, Essays on Heidegger and Others, Philosophy and Social Hope.
«Οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι αγνοούν την ιστορία της αμερικανικής Αριστεράς και δεν αντιλαμβάνονται τις ιδιομορφίες της» λέει ο αμερικανός φιλόσοφος Ρίτσαρντ Ρόρτυ, συγγραφέας του βιβλίου Η αριστερή σκέψη στην Αμερική του 20ού αιώνα. «Έγραψα αυτές τις πέντε διαλέξεις για να τους πω ότι εμείς οι Αμερικανοί έχουμε αριστερό κίνημα με μεγάλη και πλούσια ιστορία».
Στα αγγλικά το βιβλίο του Ρίτσαρντ Ρόρτυ έχει τον πατριωτικό και κάπως γριφώδη τίτλο Achieving Our Country (που σημαίνει, περίπου, «Να τελειοποιήσουμε και να επανακτήσουμε τη χώρα μας»), μια φράση που ανήκει στον Τζέιμς Μπόλντουιν: ο Μπόλντουιν, ριζοσπάστης, μαύρος και ομοφυλόφιλος, συγκέντρωνε όλες τις ντροπές της σιωπηλής πλειοψηφίας. Στην πραγματικότητα, ήταν ο ίδιος που ντρεπόταν για την Αμερική· κι αυτό είναι το νόημα της προτροπής του: η Αμερική πρέπει να αλλάξει ώστε οι Αμερικανοί να μην ντρέπονται πια γι' αυτήν. Και για να αλλάξει, πρέπει πρώτα να αγαπηθεί: δεν μπορείς να αλλάξεις μια χώρα που μισείς. Η σειρά των διαλέξεων του Ρίτσαρντ Ρόρτυ γύρω από τον αμερικανικό πολιτισμό διαπνέεται ακριβώς από αυτή την αντίληψη: η εθνική υπερηφάνεια είναι αναγκαία προϋπόθεση της εθνικής εξέλιξης. Ο όρος «εθνική υπερηφάνεια» φέρνει στο μυαλό τον πιο απλοϊκό και επικίνδυνο στρατιωτικό σωβινισμό, αλλά δεν είναι καθόλου αυτό που εννοεί ο Ρόρτυ. Στη χειρότερη περίπτωση, πρόκειται για την αμυντική στάση όλων των ριζοσπαστών που επειδή χαρακτηρίζονται «un-American» και εχθροί του έθνους κάνουν επίδειξη πατριωτισμού για να μην απομονωθούν. Στην καλύτερη, αποτελεί μια ένδειξη ψυχραιμίας μπροστά στην ιστορία: η Αμερική του 20ού αιώνα δεν είναι μόνον το οικονομικό κραχ αλλά και το New Deal· δεν είναι μόνον η μιλιταριστική Δεξιά αλλά μια μεγάλη αριστερή παράταξη οι αποχρώσεις της οποίας εκπροσωπούνται από τον Φίλιπ Ράντολφ μέχρι τον Ντάνιελ Μπελ. Κι από τον Έρβινγκ Χάου μέχρι τον Χάουαρντ Φαστ.
Η πρώτη από τις διαλέξεις, «Η αμερικανική εθνική υπερηφάνεια: Ουίτμαν και Ντιούι», αναφέρεται σε δύο πηγές έμπνευσης του αμερικανικού ονείρου, τον ποιητή Ουόλτ Ουίτμαν και τον πραγματιστή φιλόσοφο Τζον Ντιούι, προσωπικότητες που αναγνώριζαν στην Αμερική ένα είδος μεγαλείου, χωρίς να αγνοούν τα εγκλήματα (δουλεία, γενοκτονία των Ινδιάνων, εμφύλιο πόλεμο) στα οποία είχε εμπλακεί. Ο Ρόρτυ υποστηρίζει ότι αυτή η γενναιόδωρη στάση έχει χαθεί και οι Αμερικανοί δεν βρίσκουν κανέναν λόγο να υπερηφανεύονται για τη χώρα τους.
Οι Ευρωπαίοι έχουν εντελώς διαφορετική εικόνα πάνω σ' αυτό και προφανώς ακριβέστερη: οι Αμερικανοί πράγματι καυχώνται για το μέγεθος και την εξουσία της χώρας τους, και άθελά του ο Ρόρτυ ακούγεται εδώ σαν τον Ρέιγκαν όταν προσπαθούσε να τονώσει το εθνικό φρόνημα («The pride is back!»). Υπάρχει ωστόσο μια μερίδα των διανοουμένων, ιδιαίτερα στα «προοδευτικά» πανεπιστήμια, που διέπεται από αισθήματα απαξίας. Και, σύμφωνα με τον Ρόρτυ, αποσύρεται σε μια στάση παραίτησης και απαισιοδοξίας, λες και η Αμερική είναι μια υπόθεση οριστικά χαμένη. Σε αυτό ταυτίζονται με την ευρωπαϊκή Αριστερά που, όχι χωρίς δικαιολογία, βλέπει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια αστυνομική, θεοκρατική κοινωνία προσκολλημένη στα πολιτικά ήθη των αρχών του εικοστού αιώνα.
Στην πραγματικότητα, αυτή η αντίληψη της ακινησίας, γράφει ο Ρόρτυ, αποτελεί γνώρισμα της Δεξιάς. Η Δεξιά αμφισβητεί την ανάγκη και τη δυνατότητα της αλλαγής (γι' αυτό και είναι «συντηρητική»). Κι όσο για την Αριστερά, ακινητοποιείται στη θέση του παθητικού θεατή υποκαθιστώντας την «πραγματική πολιτική» με την «πολιτιστική πολιτική». «Σκοτίστηκα για το τι λέει ο Λακάν για την καταστολή» λέει ο Ρόρτυ σε μια συνέντευξή του στον Σκοτ Στόσσελ του περιοδικού American Prospect. «Τι σχέση έχει η θεωρία της γνώσης του Φουκώ με τη συρρίκνωση των μισθών και των πολιτικών δικαιωμάτων; Καμία!». Και κάνει έκκληση για μια Αριστερά που θα πάψει να θεωρητικολογεί και που θα δεσμευτεί στον αγώνα εναντίον της φτώχειας και της κοινωνικής αδικίας. Έτσι επανερχόμαστε στον Τζέιμς Μπόλντουιν που πίστευε στο μέλλον της Αμερικής (αν και τη θεωρούσε ασυγχώρητη), καθώς και στον Τζον Ντιούι που αντιλαμβανόταν τη δημοκρατία όχι μόνον ως μια μορφή διακυβέρνησης αλλά ως ένα σύστημα που δίνει στα μέλη του την ευκαιρία της μέγιστης δυνατής προσωπικής εξέλιξης. (Εξάλλου, σύμφωνα με τον Ρόρτυ, ο Τζον Ντιούι προηγήθηκε του Γιούργκεν Χάμπερμας στην ανάλυση των βασικών ζητημάτων της δημοκρατίας.)
Η δεύτερη διάλεξη, «Η εξαφάνιση της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς», εντείνει την εντύπωση μιας «κεντριστικής» γενικότητας: περιέργως για τον ευρωπαίο αναγνώστη, ο Ρόρτυ ονομάζει «μεταρρυθμιστική Αριστερά» ό,τι στην Ευρώπη ονομάζεται (κατ' ευφημισμό) «επαναστατική» Αριστερά και την αντιπαραθέτει στο κίνημα της Νέας Αριστεράς, που αποτελεί αμερικανικό φαινόμενο της δεκαετίας του '60. Ο Ρόρτυ υποστηρίζει δικαίως πως οι ομοιότητες ανάμεσα σε αυτά τα δύο ρεύματα πολιτικής σκέψης είναι περισσότερες από τις διαφορές: όπως κάθε κεντριστής, καλεί σε συμφιλίωση και ενότητα τους μαρξιστές και τους μη μαρξιστές, ακόμα και όσους ακραιφνείς αντικομμουνιστές αγωνίζονται για την κοινωνική δικαιοσύνη. Τι πιο ουτοπικό και «αμερικανικό» από αυτό; Αλλά ο αμερικανικός όρκος στη δημοκρατία τονίζει: Liberty and justice for all. Δικαιοσύνη για όλους.
Στην τρίτη διάλεξη, με τίτλο «Η πολιτισμική Αριστερά», ο Ρόρτυ εξηγεί πώς οι αριστεροί διανοούμενοι έχασαν το ενδιαφέρον τους για τα συνδικάτα και την πολιτική οικονομία γενικότερα για να συγκεντρωθούν σε μια στείρα μελέτη της γαλλικής και της γερμανικής φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα, η λεγόμενη «πολιτισμική Αριστερά» συσπειρώθηκε γύρω από το «κίνημα» της πολιτικής ορθότητας που πήρε γελοίες διαστάσεις και εξελίχθηκε σε μία ακόμα υπερβολή του αμερικανικού επαρχιωτισμού. Ο Ρόρτυ εκφράζεται πολύ προσεκτικά γι' αυτό όπως και για οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια θεωρεί ενταγμένη στην «υπόσχεση» της Αμερικής για ένα δημοκρατικό έθνος: δηλαδή τα κινήματα και τις εκστρατείες που αναλύει στο τέταρτο κεφάλαιο, όπως και τη λογοτεχνία, την οποία εξετάζει με τρόπο που θυμίζει τον Έρβινγκ Χάου. Αντίθετα, είναι λιγότερο προσεκτικός όταν τοποθετεί στην ίδια «αριστερή» πολιτική παράταξη τον Κέννεθ Γκάλμπρεϊθ, την Αντζελα Ντέιβις και τον Γιουτζήν Ντεμπς. Πολλοί από τους αριστερούς που παραθέτει θα πάθαιναν αλλεργία αν βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο με τους υπόλοιπους.
Όλα αυτά είναι βέβαια κάπως γενικά και αφηρημένα: είναι υπερβολικά αμερικανικά. Για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ο Ρίτσαρντ Ρόρτυ δεν είναι παρά ένας πεφωτισμένος σοσιαλδημοκράτης που ανησυχεί για τις οικονομικές ανισότητες, τον οπισθοδρομικό ρόλο της θρησκείας και τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης (την οποία θεωρεί συνώνυμη με την «κοσμοπολίτικη» πλουτοκρατία). Πράγματι, ο Ρόρτυ κατηγορεί την Αριστερά για υπερβολικό μπλα-μπλα και λίγες πράξεις, ενώ ο ίδιος αποφεύγει να προτείνει λύσεις για τα μεγάλα αμερικανικά προβλήματα.
Ο Ρόρτυ υπεραπλουστεύει τα πράγματα κατά την αμερικανική συνήθεια, που, τα τελευταία χρόνια, έχει «εξαχθεί» στην Ευρώπη. Πιστεύει ότι μια αταξική κοινωνία (αν και όχι με τη μαρξιστική έννοια) είναι εφικτή αρκεί να προσπαθήσει κανείς πολύ. Πρόκειται για μια συνειδητή «αφέλεια» όπως εκείνη που συναντάμε στα γραπτά του Ντιούι (ο οποίος πίστευε πως όλα τα δεινά οφείλονται στην έλλειψη φαντασίας) και στις ταινίες του Φρανκ Κάπρα, όπου όλα διορθώνονται στο τέλος με ένα θαύμα. Παρ' όλα αυτά, ο Ρόρτυ εκφράζει ό,τι λείπει περισσότερο από τον κόσμο: την κοινή λογική, που δεν είναι καθόλου κοινή. Και την επιμονή στα ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία η παραδοσιακή «φιλοσοβιετική» Αριστερά περιφρόνησε με τα γνωστά αποτελέσματα.
Τέλος, δεν δίνει δεκάρα για το αν θα αρέσει στους διανοούμενους: καταγγέλλει, με χάρη, τις συνέπειες που είχε η ψυχαναγκαστική ενασχόληση με τον Νίτσε, τον Χάιντεγκερ, τον Φουκώ και τον Ντεριντά, υποστηρίζοντας, εμμέσως, πως οι «μεγάλοι» φιλόσοφοι δεν μας χρειάζονται, όπως δεν μας χρειάζεται και η ατέρμονη συζήτηση γύρω από αφηρημένα ζητήματα όπως, για παράδειγμα, ο μεταμοντερνισμός. Αυτό που μας χρειάζεται, εδώ, τώρα, χωρίς αναβολή, είναι μια κοσμική (μη θρησκευτική) κοινωνία και δικαιοσύνη για όλους.
Σώτη Τριανταφύλλου, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 07-01-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Διαβάζοντας τις πέντε διαλέξεις του Ρίτσαρντ Ρόρτι που συνθέτουν την έκδοση, η πρώτη εντύπωση είναι ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι «πολύ αμερικανικό»: τα ονόματα, οι τόποι, οι διαμάχες, οι μνήμες και οι εμπειρίες που παρελαύνουν από τις σελίδες του μοιάζουν εκ πρώτης όψεως πολύ μακρινά πράγματα, τουλάχιστον σε σχέση με την ιστορία και τις μυθολογίες της δικής μας Αριστεράς. Αυτή η αίσθηση δεν οφείλεται μόνο στον πιο προφανή λόγο: ότι η ιστορία και η μυθολογία της ελληνικής Αριστεράς συγκροτήθηκαν εν πολλοίς ως αντιαμερικανισμός, ως δομική απόρριψη της αμερικανικής πολιτικής αλλά και των αμερικανικών ηθών και τρόπων ζωής. Ενα βιβλίο που μιλά για την «πραγμάτωση» των Ηνωμένων Πολιτειών, δηλαδή για έναν ορισμένο αμερικανικό πατριωτισμό, πώς είναι δυνατόν άραγε να αντιστοιχεί σε κάποια Αριστερά;
Υπάρχει όμως κι ένας άλλος λόγος που ενδέχεται να προκαλέσει αμηχανία στον Ελληνα αναγνώστη, και δη τον ενδιαφερόμενο για την Αριστερά, τη σκέψη ή την ιστορία της: ο λόγος αυτός έχει να κάνει με το πλαίσιο αναφοράς των σκέψεων του Ρόρτι, με τους όρους που προσεγγίζει το θέμα του. Εδώ βρισκόμαστε κυριολεκτικά σε μια άλλη χώρα. Για παράδειγμα: σαφής και απερίφραστη αντικομμουνιστική και αντιμαρξιστική δέσμευση, θετική, ώς ένα βαθμό, πρόσληψη της επίσημης αμερικανικής στάσης στον Ψυχρό Πόλεμο, υπεράσπιση, τέλος, μιας ιδέας για την αμερικανική υπερηφάνεια και τα επιτεύγματα της υπερατλαντικής δημοκρατίας.
Με μια κουβέντα: αυτό το βιβλίο δεν συνιστάται σε όσους με περισσή ευκολία τοποθετούν στη θέση των αστεριών της αμερικανικής σημαίας τη σβάστικα ή τη νεκροκεφαλή των SS. Είναι όμως ένα βιβλίο πλούσιο σε αρετές και στοχαστικές αφορμές για όλους όσοι αναγνωρίζουν στο αμερικανικό εθνικό μυθιστόρημα μια αντιφατική, γεμάτη υποσχέσεις αλλά και πικρές διαψεύσεις, υποθήκη για τη σύγχρονη δημοκρατία και τις παγκόσμιες δυνατότητές της.
Ο πλούτος της σκέψης του Ρόρτι δεν σχετίζεται με περίτεχνα στιλιστικά παιχνίδια και ερμητικές φράσεις. Αντίθετα είναι η κομψότητα του λιτού και η γόνιμη ευρυμάθεια που την κάνουν, θέλουμε δεν θέλουμε, μια σκέψη προκλητική και ενδιαφέρουσα. Υπάρχουν πολλά πράγματα που κρατώ από την ανάγνωση αυτή. Θα σταθώ σε λίγα από αυτά, μια και τα θέματα που αγγίζει η απαλή πρόζα του φιλοσόφου καλύπτουν μεγάλες κλίμακες που είναι αδύνατο και άδικο να ισοπεδωθούν σε άχαρες περιλήψεις «κεντρικών ιδεών».
Ο Ρόρτι αντιπροσωπεύει μια σύγχρονη εκδοχή του φιλοσοφικού πραγματισμού. Τον κατατάσσουν στο νεοπραγματισμό, σε ένα ρεύμα σκέψης με αναφορές στους πατέρες του αμερικανικού πραγματισμού, τον Τζον Ντιούι και, λιγότερο, τον Γουίλιαμ Τζέιμς. Θα πει κανείς, τι σχέση έχει αυτό με την εμπειρία της αμερικανικής Αριστεράς; Εχει, νομίζω, καίρια σημασία για να καταλάβουμε τις βασικές αιχμές της κριτικής που ασκεί ο Ρόρτι σε αυτό που αποκαλεί «λόγια Αριστερά» και τις θεωρητικές μόδες της: το μεταμαρξισμό, τη ρητορική του μεταμοντερνισμού, τις πολιτικές που στρέφονται μονομερώς σε ζητήματα ταυτότητας και πολιτισμικής, σεξουαλικής ή φυλετικής διαφοράς. Για τον Ρόρτι, από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του '60, το κέντρο βάρους των αμερικανικών προοδευτικών ιδεών υπήρξε η διάθεση συμμετοχής σε πρακτικές αλλαγές που θα βελτίωναν τη θέση των αδυνάτων στην ταξική κοινωνία των ΗΠΑ. Αυτή η διάθεση συμμετοχής έκανε την Αριστερά μια μεταρρυθμιστική δύναμη, το χώρο του δημιουργικού κοινωνικού πειραματισμού που στόχευε στη σύνθεση του παραδοσιακού αμερικανικού ατομικισμού και της προοπτικής μιας δικαιότερης και πιο αλληλέγγυας κοινωνίας. Σε αυτή την «πολιτική της ελπίδας» -κατά την έκφραση του Χίλαρι Πάτναμ- συνέβαλαν διαφορετικοί άνθρωποι και ευαισθησίες, από ευαισθητοποιημένους φιλελεύθερους αστούς έως σοσιαλιστές συνδικαλιστές, από κριτικούς διανοουμένους έως εργατικά στελέχη με πείρα σε μεγάλους απεργιακούς αγώνες. Αυτή η Αριστερά, σύμφωνα με τον Ρόρτι, ήταν πραγματιστική αλλά και φορέας ελπίδας, προσανατολισμένη σε μικρές αλλαγές και οραματική συγχρόνως. Οι πρόγονοί της ήταν ο Ουόλτ Ουίτμαν και ο Τζον Ντιούι, όχι ο μαρξισμός-λενινισμός ούτε ο ρομαντικός υπαρξισμός. Οι άνθρωποι που εμπνέονταν από αυτή την Αριστερά διατηρούσαν μεγάλες ελπίδες για την πραγμάτωση της αμερικανικής ιδέας, για τον αναπροσανατολισμό του αμερικανικού πατριωτισμού μακριά από τις σοβινιστικές κορόνες των διαφόρων Τζον Γουέιν και Ρόναλντ Ρίγκαν. Ηταν ένας χώρος πλουραλιστικός στον οποίον αντιπροσωπεύονταν διαφορετικές ευαισθησίες και πολιτισμικές καταβολές. Ωστόσο, η «έκρηξη» του '60 και οι αλλαγές που επήλθαν στην αμερικανική κοινωνία με τα κινήματα για τα πολιτικά δικαιώματα, το κίνημα κατά του πολέμου του Βιετνάμ και την ανάδυση της νεανικής «αντικουλτούρας», επιτάχυναν την κρίση του κλασικού προοδευτικού χώρου. Η νέα αριστερά των πανεπιστημίων και της διανόησης έβλεπε πλέον τους «παλαιούς» ως συνενόχους του ιμπεριαλιστικού κατεστημένου, ή στην καλύτερη περίπτωση ως εκφραστές ενός παλαιοφιλελεύθερου κομφορμισμού.
Ο Ρόρτι δεν εξιστορεί απλώς αυτή τη μεγάλη παρεξήγηση. Αποφεύγει επίσης να υποκύψει στην καθαρή νοσταλγία, αν και στα λόγια του αντηχεί ασφαλώς ένας νοσταλγικός τόνος για μια ορισμένη (ηττημένη) κουλτούρα του αμερικανικού προοδευτισμού. Αυτό που έχω την εντύπωση πως προσπαθεί να κάνει είναι να δώσει κάποιες ερμηνείες τυπικά αμερικανικών πνευματικών και πολιτικών φαινομένων, έχοντας κατά νου τη δυνατότητα μιας νέας επιστροφής της Αριστεράς. Τούτο διαφαίνεται στη διφορούμενη στάση του συγγραφέα έναντι της «λόγιας Αριστεράς» και των παρεμβάσεών της στη δημόσια ζωή. Από τη μια, της αποδίδει εύσημα για το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ και τη διάδοση μιας νέας αντιρατσιστικής ηθικής στους θεσμούς και στην εκπαίδευση. Από την άλλη, όμως, τη χρεώνει με αρκετά αμαρτήματα: πολιτικό ουτοπισμό, αισθητικό ελιτισμό, περιφρόνηση για τον κόσμο της εργασίας και τα οικονομικά προβλήματά του, προτίμηση για κατασκευή παράδοξων θεωριών αντί για προσανατολισμό στην οργάνωση συγκεκριμένων εκστρατειών.
Πίσω από αυτή την αμφίσημη στάση αναγνωρίζει κανείς την επιθυμία του Ρόρτι να στήσει γέφυρες μεταξύ διαφορετικών ονείρων, να συνενώσει τα θραύσματα της ελπίδας (μεταρρυθμιστική Αριστερά) και τον ορίζοντα της διανοητικής υποψίας («λόγια Αριστερά»), να ψηλαφήσει τις δυνατότητες μιας νέας ανθρωπιστικής δέσμευσης που θα αναγεννήσει το αμερικανικό έθνος και την υπόσχεσή του στον κόσμο. Η αντίφαση ανάμεσα στον Ρόρτι φιλόσοφο - με το σχετικισμό του, την αλλεργία του για τις ορθολογικές κατασκευές, την ομολογημένη του συμπάθεια στους επικριτές της «μεταφυσικής» όπως ο Νίτσε ή ο Φουκό - και στον πολιτικό Ρόρτι δεν πρέπει να ξενίζει τον αναγνώστη. Αλλο πράγμα, ισχυρίζεται, είναι τα ιδιωτικά μας παράδοξα και άλλο οι δημόσιες ευθύνες και δεσμεύσεις μας· άλλο πράγμα η ειρωνεία και άλλο η αλληλεγγύη. Στους θιασώτες της λόγιας Αριστεράς, στους επαγγελματίες της απόγνωσης και της αποδόμησης, ο Ρόρτι απευθύνει ένα μήνυμα: αφήστε τους Νίτσε και τους Μποντριγιάρ στο σπίτι ή κρατήστε τους στο σεμινάριο και στις παθιασμένες συζητήσεις μεταξύ φίλων. Στις εξόδους σας, στο δημόσιο χώρο, καλύτερα να μνημονεύετε Ντιούι και Ουίτμαν ή εκείνο τον παλαιό και πολύτιμο Αβραάμ Λίνκολν.
Σημειώνω, τέλος, ότι η μεταφραστική δουλειά του Θάνου Χατζόπουλου, οι διαφωτιστικές σημειώσεις των συνεργατών του Ρόρτι καθώς και το επίμετρο του Χάμπερμας στην απόδοση του Κώστα Καβουλάκου, βοηθούν ουσιαστικά τον αναγνώστη να αισθανθεί τη φρεσκάδα των κειμένων και να επικοινωνήσει, πληρέστερα, με τους κόσμους του Ρίτσαρντ Ρόρτι.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 05/01/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις