0
Your Καλαθι
Η φλόγα που τρεμοσβήνει
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Ο τοξικομανής Αλέν περιπλανιέται στο Παρίσι του μεσοπολέμου ψάχνοντας τον εαυτό του στα καταγώγια και τα ναρκωτικά. Παρατημένος από τη φιλενάδα του και έχοντας προσπαθήσει μάταια να ολοκληρώσει ένα πρόγραμμα αποτοξίνωσης, παραδίδεται στο ανελέητο σφυροκόπημα της ζωή που τον σπρώχνει στην αναπόφευκτη πορεία προς το τέλος...
Ένα "παρακμιακό" μυθιστόρημα, στην παράδοση των καλύτερων στιγμών του Γουίλιαμ Μπάροουζ.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιογραφικό του καλλιτέχνη δημιουργεί αντανακλαστικά που δύσκολα μπορεί να ξεπεράσει ο αποδέκτης, θεατής, ακροατής ή αναγνώστης. Ετσι, χρειάζεσαι αληθινή ψυχραιμία για να απεξαρτήσεις ένα κείμενο του Χάμσουν, του Πάουντ ή του Σελίν από τις (φασιστικές) ιδέες των συγκεκριμένων συγγραφέων, οι οποίες συχνά δεν έχουν να κάνουν με την κατατεθειμένη στο έργο προβληματική τους.
Ο Γάλλος πεζογράφος, ποιητής και δοκιμιογράφος Πιέρ Ντριέ λα Ροσέλ (1907-1945) δεν ξέφυγε από τον κανόνα, που τον θέλει στιγματισμένο για τη σύνολη παραγωγή του, λόγω της ένταξής του στον εθνικοσοσιαλισμό, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη χώρα του. Και αν ακόμα δεν μπορούμε να βάλουμε σε κάθε έργο του αρνητικό, ιδεολογικό πρόσημο (αφού ο συγγραφέας μας πέρασε στο Μεσοπόλεμο ένα διάστημα αμφιταλάντευσης ανάμεσα στο σοσιαλισμό και το φασισμό, πράγμα δηλωμένο έμμεσα ή ρητά σε κάποιες σελίδες του), η γενικότερη προκατάληψή μας απέναντι στο κοινωνικό του βλέμμα τον καταδικάζει συλλήβδην.
Με όση απόσταση γίνεται να πάρουμε, λοιπόν, απέναντι σε έναν «καταραμένο» δημιουργό, που στο κάτω κάτω αυτοκτόνησε από τύψεις (ενώ άλλοι, όπως ο Ζορζ Σιμενόν ή ο σκηνοθέτης Ανρί-Ζορζ Κλουζό, δεν δοκιμάστηκαν εσωτερικά και φρόντισαν να ξεχαστεί η φιλοναζιστική στάση τους), ας αντιμετωπίσουμε το καλύτερο, μάλλον, μυθιστόρημά του «Η φλόγα που τρεμοσβήνει», γραμμένο στα 1931, με τη δέουσα προσοχή.
Να θυμίσω ότι ο τίτλος και εν μέρει το θέμα του βιβλίου έχουν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη των σινεφίλ, και όχι μόνο, λόγω της κινηματογραφικής μεταφοράς, σε διασκευή αυτού του τόσο χαρακτηριστικού για το «ρομαντισμό» του έργου, από τον Λουί Μαλ το 1963: σε μια σύγχρονη, τότε, εκδοχή ο ήρωας, ένας υποψήφιος αυτόχειρας, νέος άντρας, απογοητευμένος και ψυχικά άδειος, περνάει το τελευταίο εικοσιτετράωρό του έξω από την κλινική όπου νοσηλεύεται, αποχαιρετώντας φίλους και τόπους. Το μεσοπολεμικό πεισιθάνατο και παρακμιακό κλίμα της γαλλικής, ψυχολογικής, «νουάρ» (στην ευρύτερη του αστυνομικού είδους) μεσοπολεμικής λογοτεχνίας, βρίσκει το σύστοιχό του σε ένα πιο μοντέρνο σκηνικό, στα επιδέξια χέρια ενός σκηνοθέτη, που πάντα φλέρταρε με το ακραίο.
Εν προκειμένω, στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε την τελευταία έξοδο προς τη ζωή του τοξικομανή Αλέν, που μεταφέρει απελπισμένος το σαρκίο του στο Παρίσι, σε έναν κόσμο εντελώς κενό από νοήματα και δικαιολογίες περί του υπάρχειν. Ο νεαρός ήρωας, πρώην ωραίος, βιώνει σχεδόν λάθρα, με ελάχιστα χρήματα, χωρίς αληθινό ενδιαφέρον για τα πράγματα, ευνοούμενος κάποιων μάλλον ευκατάστατων γυναικών, για τις οποίες, είναι αλήθεια, αδιαφορεί. Εχει υπάρξει και παντρεμένος με μία Αμερικανίδα, η οποία τον εγκατέλειψε λόγω της εξάρτησής του από την ηρωίνη. Τώρα, ο Αλέν, ύστερα από μια προσπάθεια αποτοξίνωσης, η οποία, όπως φαίνεται, δεν έχει φέρει αποτέλεσμα, μιας και ο ήρωας επιθυμεί διακαώς να συνεχίσει το αυτοκαταστροφικό του παιχνίδι, βαρύθυμα κάνει τα τελευταία του νεύματα σε μια πραγματικότητα από την οποία είχε πάρει διαζύγιο: «Κάπως έτσι είναι το σόφισμα», λέει ο Λα Ροσέλ, «που εμπνέουν τα ναρκωτικά για να δικαιολογηθεί όποιος ξαναρχίζει: Είμαι χαμένος, άρα μπορώ να ξαναπάρω».
Στο τελευταίο αυτό «ξεκαθάρισμα» λογαριασμών (στην ουσία και αυτή η έσχατη βόλτα δεν εκφράζει τίποτε ουσιαστικό, αφού είναι απλώς μία ακόμα σωματική και όχι ψυχική μετακίνηση), θα συναντηθεί με διάφορους τύπους, συγγενικούς ή διαφορετικούς από αυτόν. Ο Ντιμπούρ, για παράδειγμα, ένας παλιός φίλος, αιγυπτιολόγος, με γερά προσχήματα ζωής, εκφράζει, αν όχι την αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων, τουλάχιστον μια πιο αίθρια σκέψη από του Αλέν, με επιχειρήματα που νιώθεις να τα υποστηρίζει σε κάποιο σημείο ο Λα Ροσέλ.
Και μάλλον είναι φυσικό αυτό, επειδή ο τελευταίος, όπως είπαμε, εκείνη την εποχή, ήταν διχασμένος ιδεολογικά και προσπαθούσε να κοιτάξει και κριτικά την οριακή, μισάνθρωπη στάση του ήρωά του. Ο Ντιμπούρ, μία περσόνα του συγγραφέα, προσπαθεί να καταλάβει τι ώθησε τον Αλέν από μικρή ηλικία στα ναρκωτικά. Θέλει να βρεί πίσω από τις πράξεις του φίλου του κάποιες χειροπιαστές αιτίες και αρνείται να παραδεχτεί το vacuum, το κενό, ως θεμέλιο των πάντων.
Γενικά, η αφήγηση δεν αποφεύγει ένα είδος διδακτισμού ή μάλλον μια μορφή μονοφωνίας. Η χειρ του συγγραφέα επεμβαίνει περίπου ηθικολογικά και δεν υπερασπίζεται μία φαινομενολογία, η οποία, ενδεχομένως, θα βοηθούσε την απρόσκοπτη εξέλιξη και εκδίπλωση των καταστάσεων. Εδώ βρίσκεται και η αχίλλειος πτέρνα του Λα Ροσέλ στο αφηγηματικό επίπεδο: η διαχείριση του υλικού, εξαιτίας των προηγουμένων, αποστερεί το σύνολο από μια αναγκαία ελευθερία και το καθιστά ελαφρώς προγραμματικό. Ας μην ξεχνάμε και τη μόδα της εποχής, όσον αφορά τη λιγότερο απαιτητική, γαλλική λογοτεχνία (σκέφτομαι τον Ζοζέφ Κεσέλ ή την καλύτερη εκδοχή του Ζαν Ζιονό), η οποία σε κάποιες εκδοχές της θεωρεί εαυτήν υποχρεωμένη σε παρόμοιες αφηγηματικές λύσεις.
Ο Λα Ροσέλ είναι περισσότερο επεξηγηματικός από όσο χρειάζεται, γι' αυτό χάνει το στοίχημα, Νιώθει δεσμευμένος απέναντι σε κάτι αφηρημένο ώστε να μιλήσει για λογαριασμό του ήρωά του, να τον υποκαταστήσει, διευκρινίζοντας, αιτιολογώντας, κριτικάροντας ορισμένως. Ετσι, όμως, αποστερεί το σύνολο από ένα βάθος που ένας άλλος χειρισμός πιο «παγωμένος» (όχι, βέβαια, με την έννοια του αφυδατωμένου) ίσως θα εξασφάλιζε.
Πάντως, η «ρομαντική» στάση του ήρωα -γιατί, ας μη γελιόμαστε, περί αυτού πρόκειται- διαποτίζει τα πάντα με το «πάθος» του για το θάνατο. Και νομίζω ότι μπορούμε να αντιληφθούμε έτσι αυτή την αληθινή απουσία φιλοδοξίας και αισθημάτων ζωής. Γιατί η παραδοχή, αν θέλετε, μιας ανεξέλεγκτης δύναμης για βύθιση στη φθορά και τη διάλυση, ασφαλή πυξίδα προς την αυλαία, συγκροτούν ένα μόρφωμα, θα έλεγε κανείς, που μοιάζει με μια άλλη φιλολογία αισθημάτων και πάθους. Από την τριβή του μηδενός με το το τίποτα, ας πούμε, γίνεται να δημιουργηθεί κάτι; Μα το Σύμπαν, απάντησε σαρκαστικά ο Ιταλο Καλβίνο στα «Κοσμοκωμικά» του... Η κατάσταση του ήρωα διαμορφώνεται από παράδοση στο μηδέν και στον ίλιγγό του. Μέσω της γραφής η πορεία του κενού αυτού ατόμου δημιουργεί το μύθο και το λόγο με τον οποίο γεμίζει ο χώρος της απουσίας νοήματος με λέξεις, άρα με κάτι ...δημιουργικό, μοιάζει να λέει ο Λα Ροσέλ.
Υπάρχουν σελίδες όπου η γαλατική δεξιοτεχνία είναι εμφανέστατη. Ο χειρισμός του διανοητικού στοιχείου αλλά και η περιγραφική άνεση περισσεύουν. Παράλληλα, όλοι αυτοί οι τρόποι πρέπει να υπακούσουν σε έναν ατμοσφαιρικό συντελεστή, που εγκαθιστά το χρόνο ως μία καταλυτική δύναμη, έτσι καθώς η κλεψύδρα του ήρωα έχει σχεδόν αδειάσει από την αρχή κιόλας της ιστορίας. Ο βηματισμός από εκεί και ύστερα αποκτά μιαν επισημότητα, ο ήρωας, ανεξάρτητα από τα αφηγηματικά λάθη, μας αναγκάζει σε συμμετοχή, καίτοι δεν νιώθει ο ίδιος καμία αγωνία για την έξοδό του από τα μάταια αυτού του κόσμου.
Η Χριστιάνα Καραμανίδου πέτυχε στην προσπάθειά της να μεταφέρει εικόνες από τον προθάλαμο της ανυπαρξίας.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 20/10/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις