0
Your Καλαθι
Φράουλες
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ο πόλεμος και η πείνα την ξεκλήρισαν τη μικρή μας πόλη. Και σήμερα βόσκουν γελάδια εκεί που πριν έπαιζαν παιδιά.
Είναι παράξενο να χάνεις την πόλη όπου γεννήθηκες. Νιώθεις σαν να 'σαι εκατό φορές εκατό χρονών, σαν να ξαναγυρίζεις από τον τάφο. Όταν με ρωτούν πού γεννήθηκα δεν ξέρω τί ν' απαντήσω. Κι επειδή ο τόπος μου δεν υπάρχει πια, δεν έχω πατρίδα πουθενά, πουθενά δεν είμαι σπίτι μου.
Στην ίδια κατάσταση είναι κι ο φίλος μου Ναφτάλι Κρόυ, αλλά αυτός δεν δίνει σημασία. Ο Ναφτάλι Κρόυ είναι όπου γη και πατρίδα και σίγουρα σήμερα νιώθει εκεί που είναι σαν στο σπίτι του, σαν να 'ταν γέννημα θρέμμα του Μπουένος Άιρες.
*
Τα εφτά αδέρφια μου έφυγαν από το σπίτι, από τον τόπο. Ο πρώτος έγινε μποξέρ στην Αμερική, ο δεύτερος λιμενεργάτης στην Οδησσό, ο τρίτος πήγε στρατιώτης – και σκοτώθηκε –, ο τέταρτος έγινε παραγιός στον σιδερά κάποιου χωριού, ο πέμπτος πήγε στην Αγία Πετρούπολη, κατασκεύαζε βόμβες, φαίνεται πως μία έσκασε στα χέρια του, ο έκτος τουφεκίστηκε για παραδειγματισμό το 1917, ο έβδομος είναι οδοντοτεχνίτης στο Μεξικό. Τον λένε Γκάμπριελ, είναι παντρεμένος και μου γράφει δύο φορές το χρόνο. Εγώ κράτησα ένα άλογο, ένα αμάξι, το έλκηθρο και το ωραίο καμουτσίκι.
Η ΓΑΛΙΚΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ο Γιόζεφ Ροτ σ' ετούτο το μακροσκελές μυθιστορηματικό σπάραγμα είναι η μυθική Γαλικία, στα ιστορικά σύνορα της παλαιάς ανατολικής επαρχίας της Αυστρο-Ουγγαρίας, που δεν έχει πάψει να τον στοιχειώνει από το Hotel Savoy (1924) και μετά. Οι κάτοικοί της παρελαύνουν εμπρός μας, σοφοί και τρελοί, ντόπιοι, πρόσφυγες και περαστικοί, όλη η λαθραία πανίδα των συνόρων, φτωχοί και μικροκτηματίες ευγενείς της επαρχίας, ταλαντευόμενοι ανάμεσα στο απλό και γεμάτο δεισιδαιμονίες σύμπαν της παράδοσης από τη μια και στο άνοιγμα προς τον δυτικό μοντερνισμό από την άλλη. Βασικός πρωταγωνιστής του, ωστόσο, παραμένει αναμφισβήτητα η ίδια η Φύση: τα μελαγχολικά τοπία, που τους επιτίθενται οι απότομες αλλαγές των εποχών· οι μυρωδιές του καπνού· το συναισθητικό παιχνίδι των εικόνων και των χρωμάτων (από το χρυσό στο ασημί, περνώντας από το μπλε, το μαύρο, το γκρίζο και το άσπρο)· τα αινιγματικά πουλιά – αυτή ή ατμοσφαιρική ποίηση στο σύνολό της, η πεμπτουσία της γραφής του Ροτ. Για τον Ντέηβιντ Μπρόνσεν η Γαλικία που βλέπουμε στις Φράουλες είναι ένα «Πουθενά», ένας ουτόπος στο περιθώριο των συσπάσεων της Ιστορίας. Και το ειδυλλιακό του πρόσωπο, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, προβάλλει ανάγλυφο στις ετήσιες εξορμήσεις στα γύρω δάση, σ'αυτό το ψάξιμο για θαυμάσιες, μαγικές, άγριες φράουλες.
*
Εδώ έβγαιναν οι ωραιότερες φράουλες. Δεν κοίταζαν να κρυφτούν διακριτικά, όπως το συνηθίζουν αλλού. Έκοβαν το δρόμο αυτών που τις έψαχναν. Έτρεμαν βαριές απ’τα λεπτά αλλά ανθεκτικά κοτσανάκια τους. Ήταν μεγάλες και φύτρωναν τόσο χαμηλά, τόσο κοντά στο χώμα, όχι από ταπεινοσύνη αλλά από περηφάνια. Έπρεπε να σκύψεις για να τις μαζέψεις. Τα μήλα, τα κεράσια και τ’ αχλάδια τεντώνεσαι για να τα φτάσεις. Σε αναγκάζουν να σκαρφαλώσεις.
Μικρά σβολαράκια χώμα ήταν κολλημένα στις φράουλες, τόσο μικρά που δεν φαίνονταν με γυμνό μάτι – κι έτσι τα ‘βαζες στο στόμα σου. Έτριζαν ανάμεσα στα δόντια, αλλά ο χυμός της φράουλας τα παράσερνε και η απαλή ψίχα του φρούτου σου χάιδευε τον ουρανίσκο.
Όλοι μάζευαν φράουλες, κι ας απαγορευόταν. ο δασοφύλακας, άμα τύχαινε να περάσει, έπαιρνε τα καλάθια από τα χέρια των γυναικών, άδειαζε καταγής τις όμορφες κόκκινες φράουλες και τις ποδοπατούσε.
Τί μπορούσε όμως να κάνει σ’ εμάς που τρώγαμε τις φράουλες εκεί, επιτόπου; Μας κοίταζε αγριεμένος και σφύριζε στο σκυλί του.
Κανένας δεν φοβόταν τον δασοφύλακα. Όσο περισσότερες φράουλες ποδοπατούσε τόσο περισσότερες έβγαιναν στο δάσος.
*
Το δικό μου όνομα δεν έχει σημασία. Κανείς δεν το ξέρει, ζω με ψεύτικη ταυτότητα. Ειρήσθω εν παρόδω, λέγομαι Ναφτάλι Κρόυ.
Είμαι αυτό που λένε απατεώνας. ‘Έτσι λένε στην Ευρώπη όσους παριστάνουν κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι στ’ αλήθεια. Αυτό κάνουν όλοι οι Δυτικοευρωπαίοι. Άλλα δεν είναι απατεώνες: έχουν χαρτιά, διαβατήρια, ταυτότητες, πιστοποιητικά βάφτισης. Κάποιοι έχουν ακόμα και οικογενειακό δέντρο. Εμένα, όμως, το διαβατήριό μου είναι πλαστό, δεν έχω πιστοποιητικό βάφτισης, δεν έχω οικογενειακό δέντρο. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε: Ο Ναφτάλι Κρόυ είναι απατεώνας.
Στον τόπο μου δεν χρειαζόμουν χαρτιά. Με ήξεραν όλοι. Από έξι χρονών λούστραρα τις μπότες του δημάρχου. Στα δώδεκα έγινα παραγιός σ’ έναν μπαρμπέρη. Εκεί άπλωνα σαπουνάδα στα μάγουλα του δημάρχου. Στα δεκαπέντε έγινα αμαξάς και τις Κυριακές πήγαινα βόλτα τον δήμαρχο. Αστυφύλακες είχαμε δεκατρείς. Με όλους έπινα σναπς. Τί να τα κάνω τα χαρτιά;
Στα νιάτα μου, λοιπόν, τα πήγαινα μια χαρά με τις Αρχές. Αργότερα το πράγμα άλλαξε. Ήρθαν άλλοι καιροί, άλλες Αρχές.
Είναι παράξενο να χάνεις την πόλη όπου γεννήθηκες. Νιώθεις σαν να 'σαι εκατό φορές εκατό χρονών, σαν να ξαναγυρίζεις από τον τάφο. Όταν με ρωτούν πού γεννήθηκα δεν ξέρω τί ν' απαντήσω. Κι επειδή ο τόπος μου δεν υπάρχει πια, δεν έχω πατρίδα πουθενά, πουθενά δεν είμαι σπίτι μου.
Στην ίδια κατάσταση είναι κι ο φίλος μου Ναφτάλι Κρόυ, αλλά αυτός δεν δίνει σημασία. Ο Ναφτάλι Κρόυ είναι όπου γη και πατρίδα και σίγουρα σήμερα νιώθει εκεί που είναι σαν στο σπίτι του, σαν να 'ταν γέννημα θρέμμα του Μπουένος Άιρες.
*
Τα εφτά αδέρφια μου έφυγαν από το σπίτι, από τον τόπο. Ο πρώτος έγινε μποξέρ στην Αμερική, ο δεύτερος λιμενεργάτης στην Οδησσό, ο τρίτος πήγε στρατιώτης – και σκοτώθηκε –, ο τέταρτος έγινε παραγιός στον σιδερά κάποιου χωριού, ο πέμπτος πήγε στην Αγία Πετρούπολη, κατασκεύαζε βόμβες, φαίνεται πως μία έσκασε στα χέρια του, ο έκτος τουφεκίστηκε για παραδειγματισμό το 1917, ο έβδομος είναι οδοντοτεχνίτης στο Μεξικό. Τον λένε Γκάμπριελ, είναι παντρεμένος και μου γράφει δύο φορές το χρόνο. Εγώ κράτησα ένα άλογο, ένα αμάξι, το έλκηθρο και το ωραίο καμουτσίκι.
Η ΓΑΛΙΚΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ο Γιόζεφ Ροτ σ' ετούτο το μακροσκελές μυθιστορηματικό σπάραγμα είναι η μυθική Γαλικία, στα ιστορικά σύνορα της παλαιάς ανατολικής επαρχίας της Αυστρο-Ουγγαρίας, που δεν έχει πάψει να τον στοιχειώνει από το Hotel Savoy (1924) και μετά. Οι κάτοικοί της παρελαύνουν εμπρός μας, σοφοί και τρελοί, ντόπιοι, πρόσφυγες και περαστικοί, όλη η λαθραία πανίδα των συνόρων, φτωχοί και μικροκτηματίες ευγενείς της επαρχίας, ταλαντευόμενοι ανάμεσα στο απλό και γεμάτο δεισιδαιμονίες σύμπαν της παράδοσης από τη μια και στο άνοιγμα προς τον δυτικό μοντερνισμό από την άλλη. Βασικός πρωταγωνιστής του, ωστόσο, παραμένει αναμφισβήτητα η ίδια η Φύση: τα μελαγχολικά τοπία, που τους επιτίθενται οι απότομες αλλαγές των εποχών· οι μυρωδιές του καπνού· το συναισθητικό παιχνίδι των εικόνων και των χρωμάτων (από το χρυσό στο ασημί, περνώντας από το μπλε, το μαύρο, το γκρίζο και το άσπρο)· τα αινιγματικά πουλιά – αυτή ή ατμοσφαιρική ποίηση στο σύνολό της, η πεμπτουσία της γραφής του Ροτ. Για τον Ντέηβιντ Μπρόνσεν η Γαλικία που βλέπουμε στις Φράουλες είναι ένα «Πουθενά», ένας ουτόπος στο περιθώριο των συσπάσεων της Ιστορίας. Και το ειδυλλιακό του πρόσωπο, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, προβάλλει ανάγλυφο στις ετήσιες εξορμήσεις στα γύρω δάση, σ'αυτό το ψάξιμο για θαυμάσιες, μαγικές, άγριες φράουλες.
*
Εδώ έβγαιναν οι ωραιότερες φράουλες. Δεν κοίταζαν να κρυφτούν διακριτικά, όπως το συνηθίζουν αλλού. Έκοβαν το δρόμο αυτών που τις έψαχναν. Έτρεμαν βαριές απ’τα λεπτά αλλά ανθεκτικά κοτσανάκια τους. Ήταν μεγάλες και φύτρωναν τόσο χαμηλά, τόσο κοντά στο χώμα, όχι από ταπεινοσύνη αλλά από περηφάνια. Έπρεπε να σκύψεις για να τις μαζέψεις. Τα μήλα, τα κεράσια και τ’ αχλάδια τεντώνεσαι για να τα φτάσεις. Σε αναγκάζουν να σκαρφαλώσεις.
Μικρά σβολαράκια χώμα ήταν κολλημένα στις φράουλες, τόσο μικρά που δεν φαίνονταν με γυμνό μάτι – κι έτσι τα ‘βαζες στο στόμα σου. Έτριζαν ανάμεσα στα δόντια, αλλά ο χυμός της φράουλας τα παράσερνε και η απαλή ψίχα του φρούτου σου χάιδευε τον ουρανίσκο.
Όλοι μάζευαν φράουλες, κι ας απαγορευόταν. ο δασοφύλακας, άμα τύχαινε να περάσει, έπαιρνε τα καλάθια από τα χέρια των γυναικών, άδειαζε καταγής τις όμορφες κόκκινες φράουλες και τις ποδοπατούσε.
Τί μπορούσε όμως να κάνει σ’ εμάς που τρώγαμε τις φράουλες εκεί, επιτόπου; Μας κοίταζε αγριεμένος και σφύριζε στο σκυλί του.
Κανένας δεν φοβόταν τον δασοφύλακα. Όσο περισσότερες φράουλες ποδοπατούσε τόσο περισσότερες έβγαιναν στο δάσος.
*
Το δικό μου όνομα δεν έχει σημασία. Κανείς δεν το ξέρει, ζω με ψεύτικη ταυτότητα. Ειρήσθω εν παρόδω, λέγομαι Ναφτάλι Κρόυ.
Είμαι αυτό που λένε απατεώνας. ‘Έτσι λένε στην Ευρώπη όσους παριστάνουν κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι στ’ αλήθεια. Αυτό κάνουν όλοι οι Δυτικοευρωπαίοι. Άλλα δεν είναι απατεώνες: έχουν χαρτιά, διαβατήρια, ταυτότητες, πιστοποιητικά βάφτισης. Κάποιοι έχουν ακόμα και οικογενειακό δέντρο. Εμένα, όμως, το διαβατήριό μου είναι πλαστό, δεν έχω πιστοποιητικό βάφτισης, δεν έχω οικογενειακό δέντρο. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε: Ο Ναφτάλι Κρόυ είναι απατεώνας.
Στον τόπο μου δεν χρειαζόμουν χαρτιά. Με ήξεραν όλοι. Από έξι χρονών λούστραρα τις μπότες του δημάρχου. Στα δώδεκα έγινα παραγιός σ’ έναν μπαρμπέρη. Εκεί άπλωνα σαπουνάδα στα μάγουλα του δημάρχου. Στα δεκαπέντε έγινα αμαξάς και τις Κυριακές πήγαινα βόλτα τον δήμαρχο. Αστυφύλακες είχαμε δεκατρείς. Με όλους έπινα σναπς. Τί να τα κάνω τα χαρτιά;
Στα νιάτα μου, λοιπόν, τα πήγαινα μια χαρά με τις Αρχές. Αργότερα το πράγμα άλλαξε. Ήρθαν άλλοι καιροί, άλλες Αρχές.
Κριτικές
14/04/2022, 12:13
15/03/2020, 17:13