0
Your Καλαθι
Καθένας
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ είναι μια προσωπική, εξομολογητική, αλλά και, ταυτόχρονα, οικουμενική ιστορία που πραγματεύεται το φόβο του θανάτου, την απώλεια, τις τύψεις, τη στωικότητα. Ο συγγραφέας της Συνωμοσίας κατά της Αμερικής στρέφει τώρα την προσοχή του από την «οδυνηρή συνάντηση μιας οικογένειας με την Ιστορία» («The New York Times») στην ισόβια αψιμαχία ενός ανθρώπου με τη θνητότητα.
Η μοίρα αυτού του καθημερινού ανθρώπου τού Ροθ ιχνηλατείται από την πρώτη, συγκλονιστική φορά που έρχεται αντιμέτωπος με το θάνατο, στην ειδυλλιακή ακρογιαλιά των παιδικών καλοκαιριών του, και, περνώντας μέσα από οικογενειακά προβλήματα και επαγγελματικές επιτυχίες της ακμαίας του ωριμότητας, φτάνει ώς τα γηρατειά του, ώς τη σπαραχτική μαρτυρία της φθοράς των συνομηλίκων του και της δικής του σωματικής κατάπτωσης.
Είναι ένας επιτυχημένος διαφημιστής της Νέας Υόρκης, πατέρας δύο αγοριών από τον πρώτο του γάμο που τον περιφρονούν, και μιας κόρης από τον δεύτερο που τον λατρεύει. Είναι πολυαγαπημένος αδελφός ενός καλού ανθρώπου που η σωματική του ευεξία τού προκαλεί πικρό φθόνο, και τέως σύζυγος τριών πολύ διαφορετικών γυναικών που, αφού τα ’κανε ο ίδιος θάλασσα με τους γάμους του, τον έχουν αφήσει ολομόναχο. Στο τέλος, είναι ο άντρας που έγινε αυτό που ποτέ δεν ήθελε να γίνει.
Κεντρικός άξονας αυτού του συγκλονιστικού μυθιστορήματος -είναι το εικοστό έβδομο του Ροθ και το πέμπτο που εκδίδεται στον 21ο αιώνα- είναι το ανθρώπινο σώμα. Θέμα του, η κοινή εμπειρία που μας τρομοκρατεί όλους.
Ο τίτλος είναι παρμένος από το αγγλικό αλληγορικό δράμα ανωνύμου (τέλη 15ου αιώνα) Everyman ή The Summoning of Everyman (Καθένας ή Η κλήτευση του Καθένα), ο κεντρικός ήρωας του οποίου, Καθένας, καλείται από τον Θάνατο να εκθέσει τα πεπραγμένα του σ' αυτόν τον κόσμο.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πότε είναι σοφότερο το σώμα; Οταν είναι νεανικό ή όταν είναι γέρικο; Από τη στιγμή, όμως, που το σώμα κάποιου, ως φορέας συνείδησης της ζωής, είναι τόσο διαφορετικό όταν αυτός είναι νέος και όταν γερνά ή έχει γεράσει, πρέπει να δεχτούμε πως αυτός ο Κάποιος ή ο Καθένας μέσα στο πέρασμα του χρόνου έχει ζήσει δύο οριακές εκδοχές του σώματος ή, απλουστευτικά, πως είχε δύο σώματα, οπότε το ερώτημα πρέπει να διατυπωθεί αλλιώς: Ποιο σώμα είναι σοφότερο, το νεανικό ή το γερασμένο; Η απάντηση μέσα στο έως αυτή τη στιγμή συνολικό έργο του Ροθ εμφανίζεται να εξαρτάται από το αν η σοφία αντιστοιχεί στη συναίσθηση ευθύνης ή στην ισχυρή παρόρμηση, αν και στο τελευταίο του μυθιστόρημα η σχετική σύγκρουση περιστέλλει την κοινωνική και ιστορική διάστασή της, για να συμπυκνωθεί σε μια στοιχειακή εκδοχή της.
Ο διάλογος της επιθυμίας με τον θάνατο
Από τον «Καθένα» λείπουν η γνωστή ανευλάβεια-και-ζωτικότητα του Ροθ, η υπερβολική ενέργεια που ωθεί σε -αλλά και τροφοδοτείται από- ακραίες διανοητικές καταστάσεις και συγκινησιακές εξάρσεις, η οργή και ο πόθος. Η ενέργεια εδώ δεν ξεσπά βίαια από μέσα, αλλά με επιμελή αγωνία απορροφάται από έξω. Η δομή είναι αξιοπρόσεκτα απλή: αρχίζει με την κηδεία του ανώνυμου πρωταγωνιστή και τελειώνει με τον θάνατό του. Ανάμεσα σε αυτά μεσολαβεί μια σειρά αναμνήσεων από κρίσεις στη συζυγική του ζωή και -πολύ περισσότερες- στην υγεία του. Και στα δύο επίπεδα η συνολική πορεία οδηγεί προοδευτικά σε μια πολλαπλή απώλεια, που αποτελεί το θέμα του σύντομου μυθιστορήματος: αποξένωση από τα συγγενικά πρόσωπα, θάνατος φίλων και συναδέλφων, παρακμή του σώματος, απώλεια φυσικής ομορφιάς και ρώμης, εξαφάνιση της ερωτικής έλξης. Πρόκειται για μιαν αναπόφευκτη κατάληξη που αποτελεί μέρος του γεγονότος πως η ευτυχία αποτελεί σπάνιο κοσμικό επεισόδιο, πως ο ναός της σάρκας είναι το μόνο ιερό πράγμα στον κόσμο που μπορεί να προσφέρει στιγμές υπέρβασης.
Ο ανώνυμος πρωταγωνιστής, ο Καθένας -το αντίστροφο ή η άλλη πλευρά του Κανένα- λειτουργεί αντιπροσωπευτικά ως ένα αρσενικό σώμα που γερνά, ενώ παράλληλα το μυθιστόρημα «Καθένας» λειτουργεί αντιπροσωπευτικά ως προς το σύνολο των μυθιστορημάτων του: είναι ένα είδος συμπυκνωμένου Ροθ. Σε όλα τα μικρής έκτασης μυθιστορήματα ή νουβέλες του παρατηρείται μια ανάλογη λειτουργία της αφήγησης, ενώ ταυτόχρονα αυτά τα έργα του δεν κατατάσσονται ανάμεσα στα καλύτερά του. Η αντιστοιχία της έκτασης της αφήγησης και της κριτικής αποτίμησής της δεν είναι τυχαία: Συνοψίζοντας τη ζωή στα στοιχειώδη συστατικά της επιθυμίας και του θανάτου, ο συγγραφέας δίνει μια συμπυκνωμένη εκδοχή των μεγάλης έκτασης μυθιστορημάτων του, αλλά εκείνο που αφαιρεί φαίνεται πως είναι αυτό που η κριτική και το κοινό θεωρούν πως αποτελεί την ουσία των μειζόνων μυθιστορημάτων του, δηλαδή το κοινωνικό περιβάλλον στην ιστορική, πολιτική και βιοτική διάστασή του, και ιδιαίτερα τη διαρκή σύγκρουση ανάμεσα στην παρόρμηση και στην υπευθυνότητα.
Στα σύντομα μυθιστορήματα η δομή πρέπει να είναι απλή, αντιστοιχώντας στην αρχή της αφηγηματικής συντομίας πάνω στην οποία συγκροτείται η πλοκή ενός διηγήματος. Στα μεγάλα μυθιστορήματα η δομή είναι σύνθετη και αντιστοιχεί στην αρχή της αφηγηματικής αναλυτικότητας πάνω στην οποία στηρίζεται η ανάπτυξη της πλοκής τους. Την απλή ή, αντίστοιχα, τη σύνθετη δομή εξασφαλίζει ο Ροθ από το διαφορετικό είδος της σύγκρουσης που αποτελεί τον άξονα της πλοκής: Στην απλή δομή η επιθυμία έρχεται αντιμέτωπη με τον θάνατο, ενώ στη σύνθετη η επιθυμία αντιμετωπίζει το καθήκον. Η σύγκρουση ουσιαστικά είναι ίδια, αλλά στην πρώτη περίπτωση συμπυκνώνεται στη βιολογική, ζωική διάστασή της, ενώ στη δεύτερη απλώνεται και στην κοινωνική της διάσταση. Είναι φανερό πως η δραματική ένταση που βρίσκει μεγαλύτερη ανταπόκριση στο κοινό είναι εκείνη που προκαλείται από τη σύγκρουση του εγώ με το υπερεγώ, δηλαδή από την αναγωγή της υπαρξιακής αντίφασης σε κοινωνικό και ιστορικό επίπεδο. Ισως αυτή η προτίμηση να οφείλεται και στη μοραλιστική επίφαση της αμερικανικής κοινωνίας, που ευνοεί τη ρητορική των αξιώσεων του καθήκοντος, η οποία περιστέλλεται στις νουβέλες, αφήνοντας έτσι την επιθυμία χωρίς κάποιο ηθικό αντίβαρο.
Πέρα από μια ποιητική της γήρανσης
Θέλοντας να δώσει στο μυθιστόρημα τον οικουμενικό χαρακτήρα που υποδηλώνει ο τίτλος του, ο Ροθ κατέφυγε στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, εγκαταλείποντας τον προσωπικό χαρακτήρα της αφηγηματικής φωνής που έχει ταυτιστεί με την ενέργεια και την αμεσότητα της αφήγησής του. Στη σύσταση της αντιπροσωπευτικότητας του πρωταγωνιστή συμβάλλει μια συνοπτικότητα που δεν ταυτίζεται με την αφαιρετικότητα της μυθοπλασίας. Η λογοτεχνικότητα είναι μια αφαίρεση, και ο συγγραφέας δεν θέλει να είναι αφαιρετικός στο σκληρό θέμα της προοδευτικής φθοράς του σώματος, γι' αυτό ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας τού πρωταγωνιστή υπηρετείται από μια περιστολή της εξατομίκευσης, και εκδηλώνεται ως συνοπτικότητα της μυθοπλασίας.
Σε αυτή τη συνοπτικότητα κυριαρχεί η έλξη του λιτού αλλά συγκεκριμένου, που είναι κάτι ανάλογο με τα λευκά οστά που ο Καθένας βλέπει σαν το άφθαρτο μέρος της σάρκας, σαν το σωματικό αντίστοιχο του διαμαντιού, που είναι η ελάχιστη άφθαρτη κρυστάλλωση της γης, δηλαδή του πλανήτη της θνητότητας. Αυτό που κάνει ο Ροθ δεν είναι λογοτεχνική αφαίρεση, είναι μυθοπλαστική συμπύκνωση. Κάτι ανάλογο κάνει και ο πρωταγωνιστής του, απαρνούμενος όλες τις οικείες αφαιρέσεις στις οποίες καταφεύγει ο άνθρωπος όταν πλησιάζει το τέλος: την αγάπη, την οικογένεια, την τέχνη, τη θρησκεία. Στον «Καθένα» ο συγγραφέας επιτίθεται και στα δύο επίπεδα της αφαίρεσης: το συναισθηματικό και το αισθητικό.
Ο Ροθ έτυχε να γερνά μαζί με τη χώρα του, και έτσι η πολιτική σημασία των μυθιστορημάτων του είναι αναπόφευκτη. Το γέρασμά του, όμως, έχει και μια ιδιαίτερη λογοτεχνική σημασία, η οποία προκύπτει από το γεγονός πως ο μυθιστοριογράφος είναι κάποιος που προοδευτικά μετατρέπει τη βιολογική του υπόσταση σε βιογραφική: η ζωή γίνεται αφήγηση και η αφήγηση γίνεται κείμενο. Μέσα από αυτή την κειμενοποίηση της ζωής προσπαθεί να καταλάβει, -δηλαδή να έχει μια ολοκληρωμένη εμπειρία για- τον ανθρώπινο χρόνο του. Σε κάθε φάση αυτής της ζωής, σε κάθε σημείο αυτού του κειμένου, σε κάθε μυθιστόρημα που ακολουθεί κάποιο άλλο, ο συγγραφέας πάντα βρίσκεται στη μέση της προσωπικής ιστορίας του και είναι αναγκασμένος να αναθεωρεί την πλοκή, καθώς νέα επεισόδια προστίθενται στη ζωή του.
Αυτή ωστόσο η αναθεώρηση, όσο δυναμική και αν είναι, δεν είναι δυνατό να προεκταθεί προς το μέλλον, και έτσι ο συγγραφέας δεν μπορεί να ξέρει πώς θα τελειώσει η ιστορία -όχι των χαρακτήρων αλλά η δική του. Το τέλος που κάθε φορά δίνει στην ιστορία ενός μυθιστορήματος αντιστοιχεί σε μια δοκιμή του τέλους της δικής του ιστορίας, και σε αυτό ίσως οφείλεται η δυσκολία που γενικώς δείχνει να έχει στο κλείσιμο της πλοκής. Εφόσον δεχόμαστε τον «Καθένα» ως συμπυκνωμένο Ροθ, στον τρόπο με τον οποίο κλείνει το μυθιστόρημα μπορούμε να αναγνωρίσουμε έναν αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του τέλους που ο συγγραφέας περιμένει να δοθεί στη δική του ιστορία.
Από ένα σημείο και μετά, οι εμμονές τού συγγραφέα αποκτούν μια σημασία που ξεπερνά το κείμενο του μυθιστορήματος και αναπτύσσεται στο κείμενο της ζωής τού μυθιστοριογράφου. Τότε δεν ασχολούμεθα πια με την ανάλυση και δεν κάνουμε κριτική της λογοτεχνίας, αλλά παρατηρούμε με μεγάλη συγκέντρωση την κειμενοποίηση της ζωής του, και βλέπουμε τον Ροθ να γερνά, και φοβόμαστε πως κάποια στιγμή θα πεθάνει. Από αυτήν την άποψη, οι κριτικές που διατυπώνουν επιφυλάξεις για τη λογοτεχνική αξία του «Καθένα» (επισημαίνοντας πως συνοπτικά επαναλαμβάνει θέματα που ολοκληρωμένα έχουν αναπτυχθεί σε προηγούμενα μυθιστορήματα, πως ο ανώνυμος πρωταγωνιστής συγκροτείται από κομμάτια προηγούμενων χαρακτήρων του, πως γενικά δίνει την εντύπωση πως έχει βάλει τον αυτόματο πιλότο) μοιάζουν να βρίσκονται έξω από τον βιογραφικό τόπο και χρόνο του συγγραφέα: στο συγκεκριμένο έργο η λογοτεχνική σημασία δεν βρίσκεται όπως παλιά στο κείμενο αυτό καθεαυτό, αλλά στην κειμενοποίηση της προσωπικής ιστορίας του συγγραφέα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/02/2007
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το εικοστό έβδομο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ φέρει τον παράδοξα απλό τίτλο Καθένας, μια και από την αρχή γίνεται σαφές ότι το βιβλίο πραγματεύεται τη μοίρα ενός συνηθισμένου ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο. Βεβαίως δεν είναι η πρώτη φορά που ο αμερικανoεβραίος συγγραφέας καταπιάνεται με την ισόβια διαπάλη του ανθρώπου με τη θνητότητα. Τόσο στο Sabbath's Theater (1995) όσο και στο Ζώο που ξεψυχά (εκδόσεις Πόλις, 2002) οι κεντρικοί ήρωες του Ροθ είναι άντρες στην ίδια περίπου ηλικία με εκείνον που, αν και έχουν περάσει τα εξήντα, πασχίζουν απεγνωσμένα να συμβιβάσουν τη διακαή επιθυμία τους για τη ζωή με τη σωματική φθορά που η έλευση των γηρατειών συνεπάγεται. Το δίλημμα ανάμεσα στην ηδονή και στην αξιοπρέπεια, ο πόθος και η αδυναμία του σώματος να ανταποκριθεί καταγράφονται με αφοπλιστική ειλικρίνεια και οξυδέρκεια από τον πολυβραβευμένο συγγραφέα. Στην πλούσια συγγραφική σταδιοδρομία του, άλλωστε, ο Ροθ έχει ασχοληθεί με σχεδόν όλες τις χρονικές φάσεις και πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, φροντίζοντας να τοποθετεί τους ήρωές του σε πολύ συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, χαρτογραφώντας αριστοτεχνικά τις γεωγραφικές, ιστορικές και κοινωνικές συνιστώσες που συνθέτουν τον χωροχρόνο στον οποίο εκείνοι ανήκουν. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε την Τριλογία του Ζούκερμαν, που διαδραματίζεται μεταξύ 1950 και 1976 και καταγράφει τα στάδια της προσωπικής εξέλιξης του πρωταγωνιστή, τα οποία αντιστοιχούν στην εξελικτική πορεία της αμερικανικής ιστορίας τις δεκαετίες της αφθονίας (1950), της αμφισβήτησης (1960) και της απομυθοποίησης (1970).
Υποτυπώδης αναφορά
Τέτοιου είδους οπτική, ωστόσο, απουσιάζει ολοκληρωτικά από τον Καθένα. Εκτός από μια υποτυπώδη αναφορά στην 11η Σεπτεμβρίου και τη συμβολή της τραγωδίας αυτής στην ενίσχυση της ανασφάλειας του ήρωα για τον επερχόμενο θάνατό του, η νουβέλα είναι πλήρως απογυμνωμένη από οποιοδήποτε κοινωνικοπολιτικό στίγμα. Μοναξιά, απομόνωση, φόβος, πόνος, στειρότητα, έλλειψη περιέργειας, απουσία αυτοπεποίθησης είναι τα χαρακτηριστικά της μυθοπλασίας και μόνο η νοσηρή σχολαστική ενατένιση της παθολογίας του σώματος καθώς αυτό ερωτοτροπεί με τον θάνατο φαίνεται να προεξέχει ως αφηγηματική προτίμηση. Οπως ισχυρίζεται και ο πρωταγωνιστής του Ζώου που ξεψυχά, «πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στην πορεία προς τον θάνατο και στον θάνατο. Δεν είναι τα πάντα μια αδιάκοπη πορεία προς τα εκεί. Αν κάποιος είναι υγιής και αισθάνεται καλά, τότε η πορεία προς τον θάνατο είναι αόρατη. Το τέλος είναι μεν αναπόφευκτο, όχι όμως και προαναγγελλόμενο αναγκαστικά». Σε αντιδιαστολή με εκείνον, ο ανώνυμος ήρωας του παρόντος μυθιστορήματος δεν είναι υγιής - πάσχει από καρδιακή ανεπάρκεια - ενώ το τέλος του απαγγέλλεται ήδη από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο, αφού η αφήγηση ξεκινά με την περιγραφή της κηδείας του και των λιγοστών συγγενικών προσώπων που την παρακολουθούν. Ανάμεσά τους, η κόρη του από τον δεύτερο γάμο του, το μοναδικό πρόσωπο μεταξύ των υπολοίπων συγγενών από το οποίο ο θανών δεν είχε αποξενωθεί.
Ωστόσο είναι το πάσχον σώμα που γίνεται αφορμή της δραματικής καταβύθισης του ήρωα στο παρελθόν του. Χωρίς την ευεργετική παρουσία της αγάπης στη ζωή του αλλά ούτε και ίχνος μεταφυσικής πίστης, το μόνο που υπάρχει «είναι το σώμα μας, γεννημένο για να ζήσει και να πεθάνει υπό συνθήκες διαμορφωμένες από σώματα που έζησαν και πέθαναν πριν από μας». Τέτοιου είδους βιολογικός ντετερμινισμός αναπόφευκτα οδηγεί τον ήρωα στην κυνική διαπίστωση ότι «τα γηρατειά δεν είναι μάχη, τα γηρατειά είναι σφαγή».
Υλιστική προσέγγιση
Οι αναγνώστες του Ροθ είναι βέβαια εξοικειωμένοι με την πεσιμιστική, υλιστική προσέγγιση του συγγραφέα στη ζωή και στον θάνατο. Επιπλέον ας λάβουμε υπόψη ότι - σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή παράδοση - ελάχιστα είναι τα αμερικανικά μυθιστορήματα που πραγματεύονται τον θάνατο από την οπτική των γηρατειών. Αντίθετα, η λατρεία της νιότης διαφαίνεται όχι μόνο σε αναρίθμητα λογοτεχνικά κείμενα (Τομ Σόγερ, Μικρές κυρίες, Υπέροχος Γκάτσμπι, Φύλακας στη σίκαλη, Generation Χ) αλλά και σε ποικίλες πολιτισμικές εκφάνσεις (μουσική, Χόλιγουντ, μόδα και πρόσφατα πλαστική χειρουργική) και είναι συνυφασμένη με τους ιδρυτικούς μύθους του αμερικανικού έθνους. Αναπόφευκτα λοιπόν κείμενα όπως ο Καθένας δύσκολα γίνονται αποδεκτά από την αμερικανική κοινωνία και σπάνια βρίσκουν μια θέση στον αμερικανικό λογοτεχνικό κανόνα. Από την άλλη, η απουσία πνευματικών ερωτημάτων ή μεταφυσικής αγωνίας από το μυθιστόρημα περιορίζει την εμβέλειά του και δεν συνάδει προς την οικουμενική διάσταση που υποδηλώνει ο τίτλος του.
Ντόρα Τσιμπούκη (καθηγήτρια Αγγλικής και Αμερικανικής Λογοτεχνίας)
Το ΒΗΜΑ, 04/02/2007
Κριτικές
22/05/2013, 17:13