Νέμεσις
40%
Περιγραφή
ακόμα και ο θάνατος απειλούν τα παιδιά του Νιου Τζέρζεϋ. Αυτό
είναι το απροσδόκητο θέμα του σπαρακτικού νέου βιβλίου του Φίλιπ Ροθ: μια επιδημία πολιομυελίτιδας που ξεσπάει το καλοκαίρι του 1944, λίγο πριν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και ο αντίκτυπός της σε μια μικρή και δεμένη κοινότητα του Νιούαρκ και
στα παιδιά της.
Στο επίκεντρο βρίσκεται ο εύρωστος και ευσυνείδητος διευθυντής του υπαίθριου αθλητικού κέντρου της περιοχής, ο εικοσιτριάχρονος Μπάκυ Κάντορ: αθλητής του ακοντισμού και της άρσης βαρών, απόλυτα αφοσιωμένος στα καθήκοντά του και απογοητευμένος από τον εαυτό του επειδή, λόγω κακής όρασης, αδυνατεί να υπηρετήσει στον στρατό και να συμμετάσχει στον πόλεμο πλάι στους φίλους και
ομηλίκους του, είναι η ψυχή του κέντρου και το στήριγμα των παιδιών. Εστιάζοντας στα διλήμματα και στις καθημερινές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο Κάντορ, καθώς η πολιομυελίτιδα αρχίζει να ερημώνει τους χώρους των αθλοπαιδιών, ο Ροθ αποτυπώνει όλα τα συναισθήματα που γεννά ένας λοιμός: φόβο, πανικό, οργή, σάστισμα, αγωνία, πόνο.
Παρακολουθώντας τον ήρωά του στους καυτούς, δύσοσμους δρόμους του πολιορκημένου Νιούαρκ και στο Ίντιαν Χιλ, μια παρθένα καλοκαιρινή κατασκήνωση στα βουνά, με αέρα καθαρό, «αποκαθαρμένο από οτιδήποτε μολυσματικό», ο Ροθ σκιαγραφεί έναν αξιοπρεπή και δραστήριο άνθρωπο με τις καλύτερες των προθέσεων, και τον προσωπικό του πόλεμο ενάντια στην επιδημία. Με ακρίβεια και τρυφερότητα καταγράφει τη διαδρομή
του Κάντορ προς την προσωπική του καταστροφή αλλά και τον ιδιαίτερο κόσμο της παιδικής ηλικίας.
Την ιστορία στοιχειώνει το ζοφερό ερώτημα που πραγματεύονται και οι τέσσερις τελευταίες νουβέλες του Ροθ, ο Καθένας, η Αγανάκτηση, η Ταπείνωση και τώρα η Νέμεσις: ποιες επιλογές διαμορφώνουν μοιραία τη ζωή; Πόσο αδύναμοι είμαστε όλοι μας μπροστά στη δύναμη των περιστάσεων;
Κριτική:
Η τυραννία του απροόπτου
Το τελευταίο µυθιστόρηµα του ακούραστου αµερικανού συγγραφέα και πρόσφατα βραβευµένου µε το Man Booker International Prize, Φίλιπ Ροθ, είναι ένα βαθιά ανθρώπινο βιβλίο που θυµίζει βιβλική παραβολή και αναζητά πρότυπα στην αρχαιοελληνική τραγωδία.
Το «Νέµεσις» διαδραµατίζεται στην Αµερική το καλοκαίρι του 1944. Αδειάζει η πόλη και οι άνθρωποι αναζητούν δροσιά στις θάλασσες και τα βουνά, η Αµερική µάχεται στα µέτωπα της Ευρώπης και του Ειρηνικού, οι άνδρες λείπουν στα πολεµικά µέτωπα. Πίσω στο Νιούαρκ, ένας εικοσιτριάχρονος δεν µπορεί να καταταχθεί στον στρατό εξαιτίας της βεβαρηµένης όρασής του. Ο Μπάκι Κάντορ. Καλοχτισµένος σωµατικά, ανθεκτικός, ένας στιβαρός χαρακτήρας που δεν θέλει να µοιάσει του εξαφανισµένου πατέρα του που κάποτε µπήκε στη φυλακή για κλοπές. Εχει πρότυπο τον παππού του που ήρθε από ένα εβραϊκό χωριό της πολωνικής Γαλικίας το 1880 στην Αµερική και πέθανε περήφανος. Ο Μπάκι ζει µε τη λατρεµένη του γιαγιά, αφού έχασε άδικα τη µητέρα του.
Ο Μπάκι, γυµναστής σε σχολείο, έχει αναλάβει το Κέντρο Αθλοπαιδιών και απασχολεί τα παιδιά µέσα στο κατακαλόκαιρο, ενθαρρύνοντάς τα συνεχώς. Τον λατρεύουν κι εκείνα. Ξεσπάει όµως επιδηµία πολιοµυελίτιδας στην περιοχή. Εφταιγαν άραγε οι Ιταλοί που ήρθαν να πουλήσουν νταϊλίκι φτύνοντας πάνω στο έδαφος για να µολυνθούν τα νεαρά Εβραιόπουλα; Ο Μπάκι τούς απωθεί µε λεβεντιά. Στο µεταξύ αρχίζουν να αρρωσταίνουν βαριά τα παιδιά. Η Μάρσια, µια δασκάλα στο ίδιο σχολείο που σχετίζεται µε τον Μπάκι, βρίσκεται σε µια κατασκήνωση στα βουνά της Πενσυλβάνιας. Ο σοβαρός Μπάκι της εξοµολογείται τηλεφωνικά πόσο την αγαπάει κι εκείνη του προτείνει να πάει να δουλέψει µαζί της χωρίς να εκτίθεται στην επιδηµία που έχει ενσκήψει προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις: πανικός, υστερία, µοιρολατρία, αλληλοκατηγορίες, καχυποψία εναντίον πιθανών φορέων, στόχευση κοινωνικών οµάδων όπως οι µαύρες καθαρίστριες, οι Εβραίοι, οι Ιταλοί. Ο Μπάκι προσέρχεται στις κηδείες, ακολουθεί επιτάφιες ποµπές, επισκέπτεται τα πενθούντα σπίτια των µαθητών του, δέχεται όµως και επιθέσεις από γονείς που αποσύρουν τα παιδιά τους από το Κέντρο Αθλησης. Τα βάζει µε τον Θεό, τον «ψυχρό παιδοκτόνο», θυµώνει ενάντια στον «πλαστουργό, ενάντια στον Θεό που δηµιούργησε τον ιό». Και όλα αυτά, ενώ η ζέστη είναι πια αποπνικτική, οι σειρήνες των ασθενοφόρων ουρλιάζουν, τα κρούσµατα αυξάνονται και η πόλη βυθίζεται σε µια υπνωτική αρρωστηµένη ατµόσφαιρα. Πώς να αντιδράσει ο δυνατός γυµναστής που όταν σήκωνε το ακόντιο ή έκανε καταδύσεις κέρδιζε τον θαυµασµό των παιδιών; Παγιδεύεται στο καθήκον του ή πολεµά απερίσκεπτα ενάντια στη συµφορά; Να όµως που ο αποφασισµένος Μπάκι λυγίζει. Εχοντας επισκεφθεί τον γιατρό πατέρα της Μάρσια εξασφαλίζει τη συγκατάθεσή του να την αρραβωνιαστεί. Πάλι τηλεφωνικά της προτείνει τον αρραβώνα, εκείνη δέχεται αναπηδώντας από χαρά και επίµονα τον καλεί στην κατασκήνωση. Ο Μπάκι φεύγει από τον θανατερό τόπο και έρχεται σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, όπου τα παιδιά διδάσκονται το ινδιάνικο πρότυπο ζωής. Η συνείδησή του ωστόσο δεν ησυχάζει, τσακώνεται µε τη Μάρσια, ειδικά στο θέµα του Θεού. Οι ενοχές τον καταβάλλουν. Τι δουλειά έχει εδώ πάνω όταν όφειλε να δώσει τη δική του µάχη στο µέτωπο της επιδηµίας;
Το ηθικό δίληµµα είναι εµφανές αλλά αρκετά θολό στο µυαλό του νεαρού Μπάκι. Την ιστορία του, στο µυθιστόρηµα, έχει αναλάβει να µας την αφηγηθεί ένας από τους µαθητές του, ο οποίος τον συναντά τυχαία 27 χρόνια αργότερα. Θύµατα και οι δύο της επιδηµίας, αλλά επιζήσαντες µε βαριές βλάβες. Κάνουν παρέα και ξετυλίγουν τα γεγονότα. Ο Aρνι, αφηγητής της ιστορίας του Μπάκυ, ένας άθεος αρχιτέκτονας, θεωρεί ότι «κάθε βιογραφία βασίζεται στην τύχη... η τυραννία του απροόπτου ορίζει τα πάντα». Ο Μπάκυ δεν έπρεπε να τιµωρήσει τον εαυτό του πιστεύοντας ότι εκείνος µόλυνε την κατασκήνωση και στη συνέχεια να αρνηθεί την αγάπη και την αφοσίωση της Μάρσια για να την απαλλάξει από τη φροντίδα ενός σακάτη. Το ερώτηµα όµως παραµένει: ποια ήταν η ύβρις που διέπραξε ο Μπάκυ; Το ότι ανορθώθηκε απέναντι στην αρρώστια; Η µήπως παγιδεύτηκε στις ενοχές του; Τα τελευταία σύντοµα µυθιστορήµατα του Φίλιπ Ροθ, «Καθένας» (2006), «Αγανάκτηση» (2008), «Ταπείνωση» (2009), και «Νέµεσις»(2010) συγκροτούν έναν θεµατικό κύκλο. Στα 77 του ο Φίλιπ Ροθ έχει εγκαταλείψει τις µεγάλες µυθιστορηµατικές συνθέσεις, δίνοντας έµφαση σε πρωτοπρόσωπους χαρακτήρες που δεν είναι ευφυείς όπως ο Ζούκερµαν ή δεν εγκιβωτίζουν τη συγγραφική του φωνή, θυσιάζοντας έτσι ένα µέρος της γοητείας των παλαιότερων βιβλίων του. Μεγαλώνοντας ο Ροθ σκύβει πάνω στον απλό ήρωα, στον συµµαθητή του, στο γειτονόπουλο, στον διπλανό του. Η µετάφραση της Κατερίνας Σχινά αποδίδει σωστά τη γλώσσα του χαρακτήρα.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Τα Νέα- Βιβλιοδρόμιο, 11/6/2011
Κριτικές
16/06/2011, 10:12