0
Your Καλαθι
Να γιατί...
Περιγραφή
Αργά το απόγευμα, όλοι μαζί γευματίζουμε στο ρεστοράν του Ιντερκοντινένταλ, στον τελευταίο όροφο. Από κει βλέπουμε όλη την πόλη, τις χιονισμένες οροφές των σπιτιών, τα ρωσικα τανκς, τις παγωμένες λάσπες. Στον περιφερειακό, τα χιόνια, ανακατεμένα με το χώμα, κυκλώνουν την πόλη με ένα βρώμικο, μουντό λασπόχιονο. Από κει και πέρα τα χιόνια των Ιμαλαΐων χάνονται μέσα στον ουρανό. Άσπρα, άσπιλα και απάτητα. Το κόκκινο ηλιοβασίλεμα καθρεφτίζεται πάνω τους. Ο Μιρ διαβάζει τη σκέψη μου. «Εκεί πάνω», μου λέει, «στα απάτητα βουνά είναι κρυμμένες οι άσπρες λεοπαρδάλεις των ορέων. Σου το 'χω υποσχεθεί και θα το κάνω. Κάποια μέρα θα σε πάω να τις δεις».
Το βράδυ στο δωμάτιό του, με σιγανή φωνή μου λέει ότι παρ' όλη τη χαρά που έκανε όταν με είδε, επιβάλλεται να φύγω όσο το δυνατόν γρηγορότερα από την Καμπούλ, γιατί οι Ρώσοι γνωρίζουν ποια είμαι, θεωρούν πως δουλεύω για τους Αμερικανούς και η παραμονή μου εκεί, έστω και για μία ακόμη μέρα, θα ήταν επικίνδυνη. Τον ακούω με προσοχή και τον πιστεύω. Συνειδητοποιώ πόσο παράφορα, απελπισμένα, πόσο απελπιστικά καταδικασμένα τον αγαπώ. Σπαράζει η ψυχή μου. Τόσος δρόμος, τόσες νύχτες, τόσος φόβος στα πέρατα της γης, μόνο για μια νύχτα. Μια νύχτα, μια ζωή. Κολλημένη στο πρόσωπό του τού ψιθυρίζω πως τώρα πια «δεν υπάρχει παρά στα βάθη τους αίματός μου μόνο η λαχτάρα να 'μαι λουλούδι, κάπου εδώ στην Καμπούλ· το πιο ωραίο να με μυρίσεις και να μ' αγγίξεις Μιράκι μου, ένα λεπτό, το τελευταίο. Και να με κόψεις για να πεθάνω πάνω στο στήθος σου». Δεν κοιμηθήκαμε ποτέ. Το γλυκοχάραμα τον βρίσκει ριγμένο απρόσεχτα πάνω μου και την αγκαλιά μου γεμάτη από αυτόν.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πριν γράψουμε οτιδήποτε για το βιβλίο της κυρίας Nτέλλας Pουφογάλη - Pούνικ, αξίζει να διαβάσουμε το βιογραφικό της, όπως παρατίθεται στα αυτιά του βιβλίου της. Eτσι, οποιοδήποτε σχόλιο, γίνεται πιο εύκολα κατανοητό.
«Σε ηλικία 19 χρόνων», συμφωνα με το βιογραφικό της, η συγγραφέας «έφυγε από τη Βέροια με τον τότε σύζυγό της Νίκο Δελαντώνη, για την Τουλούζη, όπου σπούδασε γαλλική φιλολογία. Διαδοχικά έζησε στο Γιοχάνεσμπουργκ, τη Νέα Υόρκη, την Αθήνα, το Ακαπούλκο, το Παλμ Μπιτς, το Χονγκ Κονγκ και το Σαουθάμπτον, ζώντας μια συναρπαστική ζωή. Στην πορεία παντρεύτηκε τον Μιχάλη Ρουφογάλη (τέως αρχηγό της ΚΥΠ), έζησε με τον Μιρ Μπούτο (αδελφό της Μπεναζίρ Μπούτο) και ξαναπαντρεύτηκε τον Χέρμπερτ Ρούνικ (πλούσιο επιχειρηματία, ο οποίος δεν ζει πια). Τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια, έδρα της είναι η Νέα Υόρκη. Διέπρεψε ως φωτομοντέλο, τηλεπαρουσιάστρια, σχεδιάστρια μόδας και πρόεδρος εταιρείας ρούχων. Φοίτησε στο ART Student's Leaque της ίδιας πόλης και ζωγραφίζει με αλληγορικό στυλ. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στην ανθολογία New Voices of American Poetry, το 1987 και το 1988. H ίδια ελίσσεται σε διεθνείς διαδρομές με την ίδια φυσικότητα που κινείται μεταξύ των κατοίκων της ιδιαίτερης πατρίδας της, της Βέροιας».
Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ο «πλούτος» και η «επωνυμία» στο βιβλίο της Ντέλλας Ρουφογάλη - Ρούνικ συνιστούν αυταπόδειχτες αξίες, ο τίτλος του βιβλίου της δεν θα έπρεπε να είναι «Να γιατί...», αλλά «Ακριβώς γι' αυτό...». Αν και μένει κανείς άναυδος με την αφέλειά του, καταλήγει στο συμπέρασμα πως η αφέλειά του είναι και η αρετή του-όσο κι αν δυσκολεύεται να την πιστέψει ως πραγματική. Ένας άνθρωπος τόσο αφελής όσο εμφανίζεται στο βιβλίο της η Ντέλλα Ρουφογάλη - Ρούνικ, είναι αδύνατον να κάνει την «καριέρα» της.
Μήπως συμβαίνει γιατί κατορθώνει ενώ διαβάζεις το βιβλίο, να σε μεταμορφώνει σε «Κατίνα» χωρίς, επιπλέον, να έχεις καμιά τύψη γι' αυτό; Ομολογώ πως δεν έχω απαντήσει. Γιατί (αμαρτία ομολογημένη) θυμώνεις, εκνευρίζεσαι ή σαρκάζεις αφού έχεις κλείσει το βιβλίο, ενώ όσο το διαβάζεις, διασκεδάζεις αφάνταστα. Ό,τι κι αν χρεώνεις (θεωρητικά και πρακτικά) για την κατάσταση του κόσμου μας στην αμετροέπεια, τη μωρία και την ξυπασιά (και χωρίς να έχουν αδρανήσει τα ηθικά σου ανακλαστικά), το βιβλίο, ενώ το διαβάζεις, κατορθώνει να λες μέσα σου «τι να κάνουμε, υπάρχουν κι αυτά». Την ίδια στιγμή που σου έρχεται να το πετάξεις στο κεφάλι της συγγραφέως, αν την είχες μπροστά σου, συνεχίζεις να το διαβάζεις, ενώ καταλαβαίνεις πως πρόκειται για ένα «ψέμα» (Δεν εννοούμε φυσικά τα γεγονότα που εξιστορεί και τα οποία είναι, όπως φαίνεται, εντελώς πραγματικά).
Σαν παραμύθι
Αν το βιβλίο της Ντέλλας Ρουφογάλη - Ρούνικ, είναι ένα βαθύτατα ανήθικο βιβλίο (κοινωνικά ανήθικο, γιατί με την άλλη έννοια που θα φανταζόταν κανείς είναι περίπου γραμμένο με τον τρόπο που θα το έγραφε Αρσακειάδα), είναι ακριβώς γιατί λειτουργεί ως απολογητής μιας υπαρκτής, αλλά και αδυσώπητης συνθήκης του κόσμου μας. Μιας συνθήκης, που η λογοτεχνία και η τέχνη την αντιστρατεύονται καθημερινά, χωρίς ωστόσο να έχουν καταφέρει και πολλά πράγματα: Όσο φοβερά και τρομερά κι αν είναι τα γεγονότα που έχουν δοκιμάσει έναν ολόκληρο λαό, ν' ακούγονται, περίπου, σαν παραμύθι όταν μεταβάλλονται σε αναμνήσεις.
Γελάει π.χ. κανείς σήμερα (και τότε θα γελούσε) όταν διαπιστώνει η Ντέλλα Ρουφογάλη - Ρούνικ, ενώ κάθεται στη λεκάνη της τουαλέτας, που είναι απλή από άσπρη πορσελάνη, σκέφτεται «ότι τελικά και οι βασιλείς είναι απλοί άνθρωποι σαν εμάς» (είμαστε στα τέλη του 1972, στη βίλα Ogliata, έξω από τη Ρώμη, όπου φιλοξενούνταν η Φρειδερίκη με την κόρη της Ειρήνη ). Κυριολεκτικά για κλάματα όμως, για μια κοινωνία ολόκληρη είναι ένα άλλο περιστατικό: N' αναρωτιέται η Ντέλλα Ρουφογάλη - Ρούνικ για την υποψήφια σχέση της μ' έναν ζάπλουτο ηλικιωμένο Μεξικάνο «Στον μπαμπά μου τι θα πω;», ή σε άλλο σημείο «πώς θα το πω στους γονείς μου ότι αναβάλλεται ο γάμος μου με τον Ρουφογάλη;» (αφού, στο μεταξύ, έχει ταΐσει με χαβιάρι της Κασπίας όλα τα γατάκια της Βέροιας, χαβιάρι που το μετέφερε στη γενέτειρά της, μια και δεν βρισκόταν κανείς να το φάει στην Αθήνα).
Υποκρισία
Ύψιστε κύριε! Να τελειώνει η καριέρα της ως μοντέλου, με τα εξώφυλλα, τα καυτά σορτς (κατά ομολογία της ίδιας), τα ταξίδια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλά «Στο μπαμπά μου τι θα πω», ή ακόμη «πώς να το πω σε όλους τους Βεροιώτες;». Ω, αθάνατη ελληνική υποκρισία, που μπορείς να συμβιβάζεις με τον πιο φυσικό τρόπο τις πιο διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους συμπεριφορές, ώστε να πείθονται ή να δείχνουν ότι πείθονται οι άνθρωποι ότι η Ντέλλα Ρουφογάλη - Ρούνικ, πριν επιχειρήσει ακόμη και το πιο αθώο της βήμα, έχει εξασφαλίσει διά ζώσης ή τηλεφωνικώς, τη συναίνεση των γονιών της, αλλά και των Βεροιωτών.
«Μόνο δικτάτορας δεν μου φαίνεται»
Παντρεμένη με τον Μιχάλη Ρουφογάλη (που μαζί με τον Παπαδόπουλο, τον Παττακό, τον Μακαρέζο, τον Λαδά, ήταν οι πέντε πανίσχυροι άντρες της χούντας), αντιλαμβάνεσαι πως η κυρία Ντέλλα Ρουφογάλη - Ρούνικ θα είχε καταλάβει πολύ περισσότερα για τη δικτατορική επταετία, αν είχε παντρευτεί τον περιπτερούχο της γειτονιάς της στη Βέροια, χωρίς μάλιστα να έχει μετακινηθεί καθόλου απ' αυτήν. Αντίθετα, μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι η εποχή της χούντας ήταν μια περίοδος, σχεδόν ειδυλλιακή, με τον Ρουφογάλη στα μπουζούκια να παραγγέλνει τα απαγορευμένα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και τη Δέσποινα Παπαδοπούλου να την υποδέχεται ενώ τηγανίζονται τα μπαρμπούνια. Όσο για τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, (που ήταν και ο κουμπάρος στον γάμο της με τον Ρουφογάλη): στην πρώτη συνάντησή τους, σκέφτεται: «Μόνο δικτάτορας δεν μου φαίνεται».
Το νυφικό
Βέβαια θα περίμενε κανείς από μια γυναίκα που ζωγραφίζει και μάλιστα «με αλληγορικό στυλ» και γράφει και ποιήματα, ενώ περιηγείται τη Φλωρεντία, να μην την ταυτίζει μόνο με το δίλημμά της «αν τελικά θα παντρευτεί τον Ρουφογάλη ή τον Φελίξ». Γεγονός, ωστόσο, που ακούγεται ως «ψιλά γράμματα», αν σκεφτεί κανείς πως αναφέρεται στον Νοέμβριο του '73, όχι ως προανάκρουσμα του Πολυτεχνείου, αλλά γιατί ο μόδιστρος Φιλήμων φεύγει βιαστικά για το Παρίσι, προκειμένου να της ετοιμάσει το νυφικό της για να παντρευτεί τον Ρουφογάλη. Ω, τι κόσμος μπαμπά!
ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ
ΤΑ ΝΕΑ, 05-06-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις