0
Your Καλαθι
Ξένος ειμί
και άλλα ποιήματα
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
ΟΜΩΣ ΑΚΟΜΗ ΕΛΠΙΖΑΜΕ
Το ψωμί ήταν λίγο,
τα στόματα πολλά,
δεν χορταίναμε·
κι ο άγγελος συχνά κατέβαινε
και διεκδικούσε
το δικό του μερίδιο-
οι μέρες με λίγα λόγια
ήταν δύσκολες,
όμως ακόμη ελπίζαμε.
Από το βιβλίο σελ. 25
ΚΡΙΤΙΚΗ
Από τους πλέον ολιγογράφους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης όχι μόνο άργησε εξαιρετικά να φανεί στα γράμματα σε σχέση με τους συνομηλίκους του (η πρώτη του συλλογή υπό τον τίτλο «Κλειστή θάλασσα» δημοσιεύεται το 1979, όταν ο ίδιος έχει περάσει τα σαράντα), αλλά και παρέμεινε μέχρι πρότινος (με άλλα λόγια εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια) χωρίς δεύτερο βιβλίο. Κάποιες, βέβαια, σποραδικές εμφανίσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά, όπως η Σπείρα, το Δέντρο, το Αλεβεβάν, ο Μανδραγόρας ή το Πλανόδιον, έδειχναν πως ο Ρουμελιωτάκης δεν είχε περάσει υπό μορφή διάττοντος αστέρος από την ποίηση και πως η φλόγα του στίχου εξακολουθούσε να καίει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και παρά τους πιθανώς πολλαπλούς εξωτερικούς ενδοιασμούς, ολοζώντανη μέσα του. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνει η τωρινή, ιδιαίτερα φροντισμένη τυπογραφικά συλλογή, που αποτελεί και το πρώτο δείγμα της νέας ποιητικής σειράς «Λάλον ύδωρ» των εκδόσεων «Τυπωθήτω».
Χωρίς διαφυγές και στηρίγματα
Γύρω από τον όρο «ποίηση της ήττας», που εισήγαγε στη δεκαετία του '60 ο Βύρων Λεοντάρης, έχει κατά καιρούς χυθεί πολύ μελάνι κι έχουν ανθήσει πλήθος παρεξηγήσεις. Θα τον επαναφέρω, παρ' όλα αυτά, στη συζήτησή μας, όχι μόνο γιατί εξυπηρετεί καλά τις ανάγκες της (ο Ρουμελιωτάκης βρίσκεται πολύ κοντά στο αρχικό του πνεύμα), αλλά κι επειδή εξακολουθεί να διατηρεί ένα σημαντικό μέρος της δυναμικής του. Οταν ο Λεοντάρης αποφασίζει να μιλήσει περί ήττας δεν έχει κατά νου τη στρατιωτική και την πολιτική συντριβή του ΚΚΕ στη διάρκεια του Εμφυλίου, όπως πολλοί αργότερα βιάστηκαν να πιστέψουν, αλλά την ήττα του μεταπολεμικού ανθρώπου στο επίπεδο όλων των ουμανιστικών αξιών. Καθημαγμένος από την αγριότητα ενός πολέμου ο οποίος σάρωσε και το τελευταίο υπόλειμμα αξιοπρέπειας, ο μεταπολεμικός άνθρωπος εμφανίζεται στο ερμηνευτικό σχήμα του Λεοντάρη εντελώς γυμνός απέναντι στο γενναίο καινούριο κόσμο: χωρίς στηρίγματα, χωρίς διαφυγές, χωρίς το ελάχιστο απόθεμα για ανανέωση και αποκατάσταση. Μία απολύτως μοναχική ύπαρξη μέσα στο χάος. Αυτή, νομίζω, είναι και η ζωτική αφετηρία των ποιημάτων του Ρουμελιωτάκη τόσο στην παλαιότερη «Κλειστή θάλασσα» όσο και στο ανά χείρας (τόσο χαρακτηριστικά τιτλοφορημένο) «Ξένος ειμί».
Κανένα ιδανικό παρελθόν δεν τρέφει τις μνήμες του ποιητικού αφηγητή του Ρουμελιωτάκη, όποιες αποστροφές του και να παρακολουθήσουμε στα 43 κομμάτια της συλλογής. Το παρελθόν είναι ήδη καμένο και δεν μπορεί να αποτελέσει ούτε τόπο νοσταλγίας ούτε μέτρο σύγκρισης με το παρόν. Το μόνο, άλλωστε, που υπάρχει στην πραγματικότητα εν προκειμένω είναι το παρόν: ένα άδειο, βασανιστικά ακίνητο, αλλά και συχνά επίφοβο, τρομακτικό παρόν, που αφαιρεί από το περιβάλλον του κάθε ικμάδα ζωής, δημιουργώντας συνθήκες πλήρους ξηρασίας. Ο Ρουμελιωτάκης δεν έχει να αντλήσει από επαναστατικά ιδανικά, δεν ζεσταίνεται από τη θέρμη καμιάς ιδεολογίας και δεν προσβλέπει ποτέ σ' ένα καλύτερο μέλλον. Εγκλωβισμένος στον ασφυκτικό περίγυρο του παρόντος, είναι μόνο σε θέση να διακρίνει αντεστραμμένα είδωλα στους καθρέφτες -ωχρά αντίγραφα ενός άλλου, φανταστικού βίου, που τσακίστηκε εν ριπή οφθαλμού, για να αποσυρθεί άφαντος στα παρασκήνια του πραγματικού κόσμου: Μετρώ ένα - ένα τα ποιήματά μου / και δεν βγαίνουν· / πού η ομορφιά / πού η γλυκύτητα του κόσμου, / πού τα παιδιά που θα στομώνουνε το θάνατο / στο αλωνάκι. / Δεν το 'λπιζα, κάθε πρωί / να 'χω να κλέβω τη ζωή μου / για να ζήσω. Η ήττα, λοιπόν, ως θεμέλιος λίθος της ποίησης και ως απαραγνώριστο χαρακτηριστικό της: Ολη τη μέρα δεν κάνω τίποτα, / τα βράδια κοιμάμαι νωρίς / και το πρωί ξυπνάω κατάκοπος· / και πώς να ζήσεις, / και πώς να πεθάνεις / διαβάζοντας κυριακάτικες εφημερίδες, / νοικοκύρης, / σ' ένα σπίτι μ' αυλή και πηγάδι, / είκοσι χρόνια μετά τα τριάντα τρία σου.
Λυρισμός και ιστορία
Θα χώριζα τα ποιήματα του Ρουμελιωτάκη σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν εκείνα τα οποία επιτρέπουν στο ποιητικό εγώ να εκφραστεί ελεύθερα και χωρίς διαμεσολαβήσεις, σ' ένα λίγο - πολύ ατομικό επίπεδο. Η μνήμη, η μοναξιά, η σπαρακτική απραξία, αλλά και η καθημερινή αναμέτρηση με τους βαθύτερους φόβους της ύπαρξης συνιστούν εδώ τα βασικά θεματογραφικά μοτίβα. Στην ακριβώς αντίθετη κατηγορία τοποθετούνται τα καθαρώς ερωτικά ποιήματα της συλλογής: μια ευκαιρία για συγκρατημένο λυρισμό, που αποβάλλει σύντομα οιοδήποτε προσωπικό στοιχείο και δίνει στη δραματική (κάποτε έως και απεγνωσμένη) ατμόσφαιρα του βιβλίου τη μοναδική ίσως αισιόδοξη νότα της. Στην τρίτη κατηγορία εντάσσονται τα ποιήματα στα οποία πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν πρόσωπα βγαλμένα από καυτές ιστορικές εποχές, όπως η Γαλλική Επανάσταση ή ο ελληνικός Αγώνας του '21 και ο Εμφύλιος.
Πρέπει να πω πως ο Ρουμελιωτάκης εξασφαλίζει πολύ καλά αποτελέσματα και στις τρεις κατηγορίες. Με μεγάλη σκηνοθετική επινοητικότητα, ιδίως σε ό,τι αφορά τις ιστορικές του συνθέσεις, με λιτή όσο και εντελώς απροσποίητη γλώσσα, η οποία, όμως, δεν γίνεται ποτέ απλοϊκή και αναλώσιμη (το εξασκημένο αυτί δεν θα δυσκολευτεί να συλλάβει στην κατάλληλη στιγμή και την υπόγεια, ακριβά κερδισμένη ρυθμική αγωγή της), καθώς και με εμμέσως υποβεβλημένα αισθήματα, που απομακρύνουν εξαρχής την οποιαδήποτε αισθηματολογία, ο Ρουμελιωτάκης μας προσφέρει μίαν άρτια και από κάθε πλευρά ολοκληρωμένη δουλειά, υπενθυμίζοντάς μας πως η σοβαρή ποίηση δεν είναι κατ' ανάγκην θέμα ούτε όγκου ούτε συχνότητας, αλλά ουσιαστικής, μονίμως εγκαταστημένης ευαισθησίας.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/02/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις