0
Your Καλαθι
Λόγος περί πολιτικής οικονομίας
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Ο Λόγος περί Πολιτικής Οικονομίας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του Jean-Jacques Rousseau, συμπυκνώνει και προϊδεάζει επιχειρήματά του που θα παρατεθούν στο Κοινωνικό Συμβόλαιο και αποτελεί τόπο κομβικής διασταύρωσης της νεώτερης πολιτικής θεωρίας αφενός και της πολιτικής οικονομίας αφετέρου.
Στο κείμενο γίνεται σαφής η ενότητα του έργου του Rousseau. Εντοπίζεται επίσης η μεταβολή της πολιτικής θεωρίας και η προϊούσα μεταμόρφωσή της σε πολιτική οικονομία. Πάντα με κριτική στάση στο Παλιό Καθεστώς ο Rousseau παραθέτει με σαφήνεια τις κανονιστικές προκείμενες και τους εμπράγματους μηχανισμούς αναπαραγωγής της κοινωνίας της εποχής του και σκιαγραφεί το επίκαιρο ζήτημα του συνδυασμού γενικών αξιών και επιμέρους συμφερόντων.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ αναγνωρίζεται ως κλασικός στοχαστής της νεότερης εποχής με σπουδαία συνεισφορά στην πολιτική, στην αγωγή και στη λογοτεχνία. Αντίθετα η οικονομική σκέψη του θεωρείται ότι υπολείπεται σε πρωτοτυπία και διορατικότητα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι, ενώ, φέρ' ειπείν, είναι σύγχρονος του Ανταμ Σμιθ, υπερασπίζεται την πρωτοκαθεδρία της αγροτικής οικονομίας, χαρακτηρίζει το εμπόριο και γενικότερα τις αστικές συναλλαγές περίπου παρασιτικές δραστηριότητες και σύμπτωμα παρακμής, υιοθετεί σε μια ιδιαίτερη εκδοχή τον αναχρονιστικό θεσμό των δημόσιων αγγαρειών, ενώ αποδοκιμάζει ακόμη και τον εγχρήματο χαρακτήρα της οικονομίας. Κι όμως ο Λόγος περί πολιτικής οικονομίας, όπου κυρίως θεματοποιούνται οι σχετικές απόψεις του σε θεωρητικό επίπεδο, είναι ένα κείμενο που, αν και δεν συγκαταλέγεται στα μείζονα έργα του, διατηρεί μια αυτοτελή αξία. Πρωτοεκδόθηκε το 1755 ως λήμμα του πέμπτου τόμου της περίφημης Εγκυκλοπαίδειας των Ντιντερό, ντ' Αλαμπέρ κ.ά. Σήμερα που η πολιτική εξουσία παρακολουθεί αμήχανα την οικονομική να αυτονομείται ολοένα και περισσότερο και να διαφεύγει από τον έλεγχό της, που στερείται τα μέσα ή τη θέληση να τη ρυθμίσει, μπορούμε, διαβάζοντας το κείμενο, να αναστοχαστούμε τις ρίζες του ζητήματος. Και το κατ' εξοχήν ζήτημα για τον Ρουσσώ είναι το αντικείμενο, τα όρια και η νομιμοποίηση της κρατικής παρέμβασης σε σχέση με την ύπαρξη, την παραγωγή και τη διαχείριση του πλούτου. Εχουμε να κάνουμε με μια θεωρία περί διακυβέρνησης που προτάσσει το πρόβλημα της υλικής αναπαραγωγής της κοινωνίας, το οποίο επικεντρώνει στην αντιμετώπιση της ατομικής ιδιοκτησίας.
H ατομική ιδιοκτησία
Με χαρακτηριστική ειρωνεία συνοψίζεται το άδικο «κοινωνικό συμβόλαιο» που διαχωρίζει τους ανθρώπους σε καταπιεστές και καταπιεζομένους: «Με χρειάζεστε διότι είμαι πλούσιος και είστε φτωχοί· ας κάνουμε, λοιπόν, μια συμφωνία: θα σας επιτρέπω να έχετε την τιμή να με υπηρετείτε, υπό τον όρο ότι θα μου δώσετε τα λιγοστά που σας απομένουν για τον κόπο που θα κάνω να σας διατάζω» (σ. 127). Ωστόσο ο Ρουσσώ ακολουθώντας στο σημείο αυτό τη φιλελεύθερη - αστική πολιτική σκέψη, και κατά βάση τον Τζων Λοκ, δέχεται ότι η ατομική ιδιοκτησία είναι το ίδιο το θεμέλιο της πολιτικής κοινωνίας (κάτι που θα ανασκευάσει αργότερα στο Κοινωνικό Συμβόλαιο) αλλά και αναφαίρετο ατομικό δικαίωμα (θέση που θα διατηρήσει). Θέτει όμως επιπλέον ένα πρόταγμα δικαιοσύνης. Μια πολιτική κοινωνία δεν επιτρέπεται να βασίζεται στην αδικία και στην εκμετάλλευση αλλά στις αξίες της ελευθερίας και της ισότητας. Και για να είναι η διακυβέρνηση της νομιμοποιημένη, πρέπει να διέπεται απαρέγκλιτα από τρεις θεμελιώδεις αρχές. (1η) Να έχει ως αντικείμενο το καλό του λαού συνολικά, το δημόσιο συμφέρον, ακολουθώντας τη «γενική θέληση». Εδώ βρίσκουμε σε ατελή, ακόμη, εκδοχή την ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας. Το σώμα των πολιτών που συνέρχεται, διαβουλεύεται και νομοθετεί είναι κυρίαρχο, ενώ η κυβέρνηση δεσμεύεται από τις αποφάσεις του και υπάγεται σε αυτό ως εκτελεστικό του όργανο. (2η) H 1η αρχή μπορεί να εφαρμοστεί μόνον εφόσον οι πολίτες αναπτύσσουν αισθήματα φιλοπατρίας και αρετής, υιοθετούν και προφυλάσσουν οικειοθελώς τα δημόσια ήθη και τηρούν τους νόμους από σεβασμό και όχι από φόβο. Τότε και οι επιμέρους θελήσεις και τα συμφέροντα δεν αντιστρατεύονται το γενικό συμφέρον αλλά υπoτάσσονται σε αυτό. (3η) Οι δύο προηγούμενες αρχές αποκτούν έμπρακτο νόημα, εφόσον το κράτος όχι μόνο προστατεύει και εγγυάται τα αγαθά των πολιτών, αλλά φροντίζει και για την υλική τους ευημερία. Το δικαίωμα στην ιδιοκτησία πρέπει επομένως να εξισορροπηθεί από την ανάγκη να διασφαλίσει το κράτος πόρους για τη δική του συντήρηση και για να επιτελέσει τον σκοπό του. Ο Ρουσσώ δεν εισηγείται ούτε την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας ούτε καν την εξίσωση εισοδημάτων και περιουσιών. Εισηγείται την επίτευξη μιας κατάστασης που δεν θα ανακύπτουν ακραίες μορφές οικονομικής ανισότητας, επειδή θα ασκείται μια πολιτική κοινωνικής δικαιοσύνης κι αλληλεγγύης: «Ενα από τα σπουδαιότερα έργα της κυβέρνησης δεν είναι να αποτρέψει την ακραία ανισότητα του πλούτου, αφαιρώντας τον από τους κατόχους του αλλά στερώντας απ' όλους τα μέσα συσσώρευσής του· ούτε ιδρύοντας νοσοκομεία για τους φτωχούς αλλά προφυλάσσοντας τους πολίτες από το να φτωχύνουν» (σ.97). Σε αυτή την τρίτη αρχή υπάγεται και η πολιτική της αναλογικής φορολογίας.
Δίγλωσση έκδοση
H Πολιτική οικονομία μεταφράζεται για πρώτη φορά, σε καλαίσθητη, δίγλωσση έκδοση (γαλλικά και ελληνικά σε αντικριστές σελίδες). H μετάφραση είναι σχεδόν άψογη, με ελάχιστες αβλεψίες στην τήρηση της ορολογίας, π.χ. κυριαρχία αντί του ορθού βασιλεύειν για το regner (σ. 78), υπερηφάνεια αντί φιλαυτία για την amour propre (σ. 88). H εισαγωγή των επιμελητών είναι επίσης πολύ καλή. Περιλαμβάνει κατατοπιστική αναφορά στους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς στη Γαλλία ως την εποχή της Επανάστασης, θέτοντας το πλαίσιο στο οποίο εμφανίζεται το έργο του Ρουσσώ, και μια βοηθητική σύνοψη της επιχειρηματολογίας. Μοναδική επιφύλαξη είναι ότι προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη πως το κείμενο στερείται αντινομιών. Αυτό δεν είναι σαφές. Για παράδειγμα, ο Ρουσσώ μιλάει εναλλάξ από δύο θέσεις: ως υπερασπιστής των κοινωνικά αδύναμων στο όνομα της ισότητας και της δικαιοσύνης και ως συμβουλάτορας των κυβερνώντων στο όνομα της λογικής του κράτους. Είναι συζητήσιμο κατά πόσον αυτά, τα οποία υποστηρίζει από τη μία θέση, συμβιβάζονται με αυτά που εξαγγέλλει από την άλλη.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 11-07-2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το κείμενο Λόγος περί Πολιτικής Οικονομίας, που γράφηκε το 1755 -λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του Λόγου περί της απαρχής και των θεμελίων της Ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων- για να συμπεριληφθεί στην Εγκυκλοπαίδεια ή Λογικό Λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων, είναι ένα μεταβατικό, αλλά ιδιαίτερα σημαντικό έργο στην πορεία διαμόρφωσης της συνολικής αντίληψης του Ρουσό για τη θέση του ανθρώπου στην πολιτική κοινωνία. Με τη δίγλωσση έκδοση αυτού του κειμένου έρχεται να προστεθεί στη συλλογή του ελληνικού μεταφραστικού κόσμου ακόμα μία πολύτιμη μαρτυρία της υποκειμενικά σημαίνουσας πραγματικότητας του αιώνα των Φώτων. Κάθε νέα προσθήκη στο μουσείο του βιβλιόκοσμου του Διαφωτισμού, πέρα από τον πλούτο των ιδεών που κομίζει, προσφέρει και μια συναρπαστική αισθητική αποζημίωση λόγω της χειμαρρώδους γραφής και της φαντασμαγορικής ατμόσφαιρας στην οποία εισάγεται ο αναγνώστης.
Εδώ ο αναγνώστης δεν έχει να κάνει, όπως λαθεμένα πιστεύεται, με κάποια συστηματικά, επαγωγικά κείμενα αυστηρής πειθαρχίας του λόγου και της σκέψης. Μπροστά του βρίσκει έναν συνδυασμό πάθους για την αναρρίχηση του ανθρώπου στη θέση της ελεύθερης ατομικότητας και της πνευματικής αυτονομίας, αλλά και έναν κήπο ρομαντικών ευαισθησιών και παιχνιδισμάτων της γλώσσας. Αυτά τα γλωσσικά παιχνιδίσματα αναδεικνύουν, όχι τόσο το διανοητικό, αλλά το αισθητικό μεγαλείο της εποχής του Διαφωτισμού. Οταν μιλούμε δε για έργα του Ρουσό, τότε ο φιλοσοφικός στοχασμός συγχωνευόμενος με το παθιασμένο γλωσσικό του γίγνεσθαι μπορεί να οδηγήσει σε συγχύσεις σχετικά με τα διανοητικά συμφραζόμενα.
Ο κατά Καντ «Νεύτωνας της ηθικής» αναζητεί τρόπους συμφιλίωσης της δικής του μοναχικής και ατίθασης προσωπικότητας με τις ηθικές και συμβατικές υποχρεώσεις της αστικής κοινωνίας. Μετά την έκδοση του Λόγου περί των τεχνών και επιστημών (1750) και περί ανισότητας (1755), η προσπάθεια του Ρουσό στρέφεται στο να δημιουργήσει εκείνες τις θεωρητικές αναφορές που θα συμφιλίωναν την έκπτωση της φυσικής ελευθερίας (όπως αυτή προκύπτει μετά την αμετάκλητη υποχώρηση της φυσικής κοινωνίας) με τις επιταγές της γενικής βούλησης ή αλλιώς του μηχανισμού πολιτικής υπεράσπισης του ανθρώπου. Είναι όμως αυτή η έκπτωση του φυσικού, αυτή η ιδιότυπη θεοδικία, που μαζί με τη γέννηση του κακού γεννά και τις προϋποθέσεις της ανθρώπινης ελευθερίας.
Οι τρεις διαχωρισμοί της οικονομίας
Στο κείμενο που παρουσιάζουμε γίνονται τα πρώτα βήματα αυτής της ιδιότυπης και αντιφατικής συμφιλίωσης, που θα ολοκληρωθούν με τη δημοσίευση του «Αιμίλιου» και του «Κοινωνικού Συμβολαίου» (1762). Ενώ η φυσική κοινωνία είναι αυτή του ενστίκτου και της αυτοπροστασίας, η πολιτική κοινωνία σχεδιάζεται στο χάρτη της φιλαυτίας. Ο χαρτογράφος Ρουσό αναζητεί τους ηθικούς δρόμους για να αποφύγει τη λεωφόρο της φιλαυτίας. Ο διαχωρισμός της φυσικής από την κοινωνική ζωή αποτελεί την πυξίδα για τον πρώτο διαχωρισμό της οικιακής από την πολιτική οικονομία. Αυτός ο διαχωρισμός αφορά τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του πατέρα ως ηγέτη της οικιακής οικονομίας και τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του άρχοντα ως ηγέτη της πολιτικής οικονομίας. Η εξουσία του πατέρα είναι φυσική και αδιαμεσολάβητη, τα δε δικαιώματα ιδιοκτησίας ανήκουν αποκλειστικά σ' αυτόν και ο ίδιος ενδιαφέρεται για το συμφέρον της οικογένειάς του. Αντιθέτως, η εξουσία του άρχοντα δεν είναι φυσική και γι' αυτόν το λόγο δεν διαθέτει ο ίδιος φυσικό συμφέρον να υπερασπίσει την ευτυχία των άλλων, αυτός ενδιαφέρεται πρωτίστως για το δικό του συμφέρον. Αυτό που καθορίζει τη συμπεριφορά του άρχοντα δεν είναι η φωνή της φύσης, αλλά οι ανθρώπινες συμβάσεις. Οι φυσικές ροπές διαφθείρουν τον άρχοντα, ο οποίος δεν πρέπει να ακούει την καρδιά του, αλλά μόνο το νόμο. Εδώ είναι εμφανές πως ο Ρουσό επιδιώκει να καταρρίψει το μύθο της νομιμοποίησης της εξουσίας του βασιλιά ως πατρικής εξουσίας.
Η δεύτερη διάκριση αφορά το διαχωρισμό της δημόσιας οικονομίας ή της κυβέρνησης από τη γενική βούληση ή την κυριαρχία, που είναι η ύπατη εξουσία. Η πρώτη συνδέεται με το δικαίωμα της εκτελεστικής εξουσίας να δεσμεύει μεμονωμένα άτομα, ενώ η δεύτερη με το δικαίωμα της άσκησης νομοθετικής πολιτικής να δεσμεύει ολόκληρο το έθνος. Η νομοθετική εξουσία εκφράζει τη γενική βούληση και είναι δεσμευτική για όλους. Εδώ εν συντομία θα θέλαμε να διευκρινίσουμε πως η γενική βούληση δεν αντιπροσωπεύει μια ενιαία βούληση αλλά αποτελεί μια αφαίρεση των επιμέρους βουλήσεων. Η γενική βούληση δεν αποτελεί το άθροισμα των ατομικών βουλήσεων. Ο φιλόσοφος, όπως πολύ σωστά διευκρινίζουν ο Θανάσης Γκιούρας και ο Διονύσης Γράβαρης στην εισαγωγή τους, περιγράφει τα μέρη που συνιστούν τη γενική βούληση ως μικρότερες κοινωνίες που διέπονται από τις δικές τους επιμέρους βουλήσεις, που γι' αυτές είναι γενικές. Αυτό όμως δεν είναι δυνατό να αποκαθάρει την έννοια της γενικής βούλησης από το σκληρό αντιφιλελεύθερο πυρήνα της.
Η τρίτη διάκριση αφορά το σώμα της ίδιας της δημόσιας οικονομίας, το οποίο μπορεί να διαχωριστεί σε λαϊκή και σε τυραννική δημόσια οικονομία. Η πρώτη αναπτύσσεται εκεί όπου τα συμφέροντα και η βούληση λαού και των ηγετών συμπίπτουν, ενώ η δεύτερη εκεί όπου διαφέρουν.
Οι αρχές της νομιμοποιημένης ή λαϊκής κυβέρνησης
Η λαϊκή δημόσια οικονομία ασκείται από εκείνη την κυβέρνηση που ακολουθεί τη γενική βούληση, γι' αυτό και στοχεύει στο καλό του λαού.
Πρώτη αρχή αυτής της κυβέρνησης είναι η αυστηρή υπαγωγή της στις επιταγές της γενικής βούλησης ή του νόμου. Η δημιουργία του νόμου, επειδή οδηγεί τον άνθρωπο στο να περιορίσει τη βούληση του για να διασφαλίσει τα αγαθά, την οικογένεια και την ελευθερία του, είναι ένα ανθρώπινο θαύμα. Στο νόμο και μόνο σε αυτόν οφείλουν οι άνθρωποι τη δικαιοσύνη και την ελευθερία. Το πιεστικότερο καθήκον του ηγέτη είναι να επιβλέπει την τήρηση των νόμων. Η κυβέρνηση δεν είναι ο αφέντης, αλλά ο εγγυητής των νόμων.
Η δεύτερη αρχή ή κανόνας αφορά την αναγωγή των επιμέρους βουλήσεων στη γενική μέσα από την εγκαθίδρυση του βασιλείου της αρετής. Η επίτευξη αυτού του στόχου στηρίζεται στη σημαντική λειτουργία του παιδευτικού ρόλου της εξουσίας. Είναι η ίδια η εξουσία που πρέπει να διδάξει στους ανθρώπους την αρετή και τη φιλοπατρία. Μόνον η ύπαρξη της δημόσιας ηθικότητας μπορεί να αναπληρώσει τις ικανότητες των πολιτικών.
Αν οι δύο πρώτοι κανόνες αφορούσαν αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε «διαχείριση των πολιτών», ο τρίτος αφορά το καθήκον της κυβέρνησης να διαχειρίζεται τα αγαθά και τα πράγματα, ώστε να εξασφαλισθεί η ευημερία του λαού. Ο Ρουσό εστιάζει τις προτάσεις του για τη δημόσια οικονομία σε μέτρα που αφορούν τη στήριξη των δημόσιων ταμείων και των δαπανών της δημόσιας διοίκησης. Οι προτεραιότητές του καθορίζονται από το σπάταλο και ανορθολογικό τρόπο λειτουργίας του γαλλικού απολυταρχικού κράτους, εναντίον του οποίου στρέφει τα κύρια πυρά του.
Κατά το φιλόσοφο, οι πραγματικές αιτίες σπατάλης είναι η επιθυμία των ηγετών-πολιτικών για κατακτήσεις και ο σχηματισμός μισθοφορικών στρατευμάτων. Οικονομία όμως για τον Ρουσό σημαίνει περισσότερο σώφρονα διοίκηση αυτών που έχουμε και όχι αυτών που κυνηγάμε να αποκτήσουμε. Η διανομή των τροφίμων, του χρήματος και των εμπορευμάτων σε δίκαιες αναλογίες σύμφωνα με το χρόνο και τον τόπο συνθέτουν το δημοσιοοικονομικό καθήκον της υπαγόμενης στη γενική βούληση κυβέρνησης. Η άσκηση μιας τέτοιας δημοσιοοικονομικής πολιτικής μπορεί να στηριχθεί μόνο σε ένα σύστημα αναλογικής φορολογίας, που δεν θα θίγει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, αλλά θα εξασφαλίζει παράλληλα συνθήκες δικαιοσύνης και ευημερίας. Οι αναλογίες αυτού του συστήματος αφορούν, πρώτον, την ποσοτική χρήση των αγαθών, δεύτερον, τη φορολόγηση ανάλογα με τις ποιοτικές ανάγκες που ικανοποιούν τα καταναλωτικά αγαθά και τρίτον, θέτει μια πολύ σημαντική παράμετρο, τη φορολόγηση ανάλογα με τον πλούτο των κοινωνικών δεσμών που έχει κάποιος και που μπορούν να του προσκομίσουν ιδιαίτερα οφέλη.
Σίγουρα πολλές από τις προτάσεις του Ρουσό σήμερα δεν έχουν πρακτική σημασία. Το κύριο όμως είναι η θέση του πως μια δημοσιοοικονομική πολιτική οφείλει να προστατεύει τους άμεσους παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου. Αυτή η θέση και όχι οι φυσιοκρατικές αρχές καθορίζουν τη στάση του εναντίον της υπερφορολόγησης της γης και των καλλιεργειών. Η φορολογική πολιτική επίσης οφείλει να μη δημιουργεί αισθήματα ανασφάλειας όσον αφορά τη λελογισμένη χρήση της ατομικής ιδιοκτησίας και την αρχή της κληρονομικότητας. Εξάλλου, αυτό που ενδιαφέρει τον Ρουσό είναι η διαμόρφωση μιας πολιτικής θεωρίας που δεν θα παραβλέπει τις οικονομικές δουλείες, και όχι το αντίθετο.
Οταν κανείς διαβάζει τέτοια κείμενα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του και τις συγκυρίες συγγραφής τους και τα μεθοδολογικά προαπαιτούμενά τους. Η εισαγωγή στην ελληνική έκδοση φροντίζει να εφοδιάσει τον αναγνώστη με την περιγραφή του κοινωνικο-οικονομικού περιβάλλοντος της γαλλικής απολυταρχίας, αλλά και με την ανάδειξη των ερμηνευτικών κριτηρίων για την κατανόηση του κειμένου. Η καλαίσθητη και δίγλωσση αυτή έκδοση καλύπτει ένα σημαντικό κεφάλαιο της ρουσοϊκής ιστορίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 20/08/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις