0
Your Καλαθι
Η νουβέλα
Περιγραφή
Έκλεινε τα μάτια της και ονειροπολούσε. Τον φιλούσε με δίψα, του παραδινόταν γυμνή οπουδήποτε, χωρίς να νοιάζεται αν ήταν μόνοι τους ή μπροστά στον κόσμο. Μες στην παραφορά της του ψιθύριζε: «Νικόλα σ' αγαπώ». Κι αμέσως μετά: «Νικολάι, φίλησέ με κι άλλο, κι άλλο, μη σταματάς». Ύστερα συνερχόταν για λίγο, και η σκέψη της δούλευε λογικά. Πώς είναι δυνατόν να έχει ερωτευτεί δύο διαφορετικά πρόσωπα κι αυτά να γίνονται ένα; Ή και αντίστροφα: Πώς είναι δυνατόν να είναι ερωτευμένη μ' έναν άντρα, κι αυτός να παρουσιάζεται στην καρδιά και στο νου της ως δύο άντρες; Κοίταξε το χειρόγραφο.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Είναι ζωντανοί οι λογοτεχνικοί ήρωες;
Οι παράλληλοι κόσμοι μυθοπλασίας και πραγματικότητας
Ο Τάσος Ρούσσος, ένας συγγραφέας με παράδοση στο φανταστικό, αποφασίζει να παίξει με τους λογοτεχνικούς ήρωες. Επιλέγει, λοιπόν, έναν πρωταγωνιστή από τους «Δαιμονισμένους» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, τον Νικολάι Σταυρόγκιν, τον οποίο μετατρέπει σε υπαρκτό και ταυτόχρονα μυθοπλαστικό πρόσωπο στη νέα νουβέλα του. Το παιχνίδι κινείται μεταξύ αναγνωστικής πρόσληψης και ταύτισης του αναγνώστη με τον εκάστοτε χαρακτήρα, ενώ παράλληλα βγάζει τα μυθιστορηματικά πρόσωπα από το χάρτινο κλουβί τους και τα εισάγει στο πεδίο της καθημερινής ζωής.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Λαέρτης γράφει τη νέα του νουβέλα και την εμπιστεύεται σε δύο φοιτήτριες και σε έναν μεσήλικα φίλο του για να τη διαβάσουν. Η μία κοπέλα, η Σοφία, επηρεάζεται έντονα από την πρωταγωνιστική μορφή του έργου, τον Νικόλα, ο οποίος μοιάζει ιδιαίτερα με τον Ρώσο Νικολάι Σταυρόγκινοφ που συναντάει τυχαία στο μετρό κι έπειτα στην καφετέρια, όπου έπινε τον καφέ της. Η προσπάθεια να διαλευκάνει το μυστήριο θα την μπερδέψει ακόμα περισσότερο, αφού η τρισυπόστατη παρουσία του Νικολάι/Νικόλα (ήρωα του Φ. Ντοστογιέφσκι, ήρωα του Κ. Λαέρτη και πραγματικού προσώπου) κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να χαρακτηριστεί.
Στεγανότητα ή περατότητα;
Τελικά οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες κινούνται μόνο στον δικό τους φανταστικό κόσμο; Είναι υπαρκτά πρόσωπα, που ενέπνευσαν τον συγγραφέα και τα χρησιμοποιεί στην πεζογραφία του ή είναι οντότητες μιας άλλης διάστασης που μπορούν και μεταβαίνουν στη δική μας πραγματικότητα; Η Σοφία το εκφράζει εξίσου ξεκάθαρα: «Αρχισε να με απασχολεί σοβαρά αν ένας μυθιστορηματικός ήρωας μπορεί να γίνει ή μπορεί να είναι πραγματικό πρόσωπο και να κυκλοφορεί ανάμεσά μας - όχι σαν ένα πιστό αντίγραφο κάποιου ανθρώπου, αλλά σαν αυθύπαρκτο πρόσωπο», δηλώνοντας έτσι και την προθετικότητα του ίδιου του Ρούσσου.
Οι απαντήσεις ταλαντεύονται ανάμεσα στα παιχνίδια του νου και στον προβληματισμό για το πόσο «αληθινή» είναι η λογοτεχνία. Ο Ουμπέρτο Εκο αναφέρεται συχνά στην οντολογική υπόσταση των μυθιστορηματικών χαρακτήρων, υπόσταση την οποία οι αναγνώστες τις περισσότερες φορές θεωρούν δεδομένη. Με άλλα λόγια, κανείς δεν αναρωτιέται αν το πρόσωπο στο μυθιστόρημα είναι πραγματικό, αλλά συμβατικά το δέχεται ως τέτοιο και δεν αμφιβάλλει -στο ρεαλιστικό υπόβαθρο του λογοτεχνήματος- για την ύπαρξή του. Αυτή η σοβαρή αντιμετώπιση των μυθοπλαστικών χαρακτήρων κάνει τη διακειμενικότητα όχημα μετάβασης των χαρακτήρων από το ένα έργο στο άλλο, σαν να είναι υπαρκτά πρόσωπα τα οποία γίνονται αντικείμενο πραγμάτευσης, τόσο λ.χ. από έναν Γάλλο πεζογράφο του 19ου αιώνα όσο και από έναν Αιγύπτιο ποιητή του 21ου αι.
Το παιχνίδι αυτό έγινε επιστήμη στους μοντερνιστές και μεταμοντέρνους συγγραφείς, οι οποίοι πήραν τοις μετρητοίς την ύπαρξη των ηρώων τους και αντίστοιχα την πιθανή πλαστότητα των ιστορικών προσωπικοτήτων. Ο Λουίτζι Πιραντέλο στο «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» (1921) βάζει έξι ημιτελείς χαρακτήρες να εισβάλουν στο θέατρο απαιτώντας από τον σκηνοθέτη να τους δώσει τη ζωή που τους στέρησε ο συγγραφέας τους. Ο Μίκαελ Εντε στην «Ιστορία χωρίς τέλος» (1979) κάνει τον ήρωα-αναγνώστη του να εισχωρεί στο (εγκιβωτισμένο) λογοτεχνικό σύμπαν, να γνωρίζεται με τους χαρακτήρες και να ζει εκ των ένδον τη μυθοπλαστική πραγματικότητα.
Ο Ρούσσος παίζει το παιχνίδι ανάμεσα στην αμφιβολία και τη βεβαιότητα, ανάμεσα στην απλή εξήγηση που ωστόσο δεν είναι επαρκής και στην απίθανη σκέψη, που ενδέχεται να διαθέτει μεγαλύτερη δόση αληθοφάνειας. Στην ουσία γράφει την ιστορία του αυτονόητου, τόσο απλή όσο και ανεφάρμοστη, τόσο ουτοπική όσο και αφελώς αυτονόητη. Τι συμβαίνει στ' αλήθεια; Ο ενδοκειμενικός συγγραφέας του εμπνέεται από τον μυθοπλαστικό ντοστογιεφσκικό ήρωα ή από έναν υπαρκτό Ρώσο συγγενή του, στοιχεία του οποίου ενσωματώνει στον δικό του χαρακτήρα; 'Η ο Νικόλας της νουβέλας αποκολλάται από το χάρτινο κουβούκλιό του και το γλωσσικό του περίβλημα και μεταπηδάει στη ζωή των αναγνωστών του;
Δύο ώρες κάπου ανάμεσα
Οσο διαρκεί η ανάγνωση της νουβέλας του Ρούσσου ο αναγνώστης δεν κουράζεται αλλά και δεν ενθουσιάζεται κατακόρυφα. Για όποιον έχει συνηθίσει τα (μετα)μοντέρνα τεχνάσματα η όλη απόπειρα μπορεί να φανεί μία ακόμα παιγνιώδης δοκιμή, χωρίς νέα δεδομένα ή ανατρεπτικές λύσεις. Για όποιον η διαπερατότητα των ορίων μεταξύ ζωής και λογοτεχνίας μπορεί ακόμα να γεννά αναγνωστικές συγκινήσεις, το μικρό αυτό βιβλιαράκι μπορεί να τις προσφέρει, όντας συνάμα εύπεπτο και εύληπτο. Δεν ξέρω αν η νουβέλα αυτή θα ταξιδέψει για λίγο τον αναγνώστη σε μια χαλαρή ανάγνωση ή αν θα τον μυήσει στο παιχνίδι, ώστε, όταν διαβάζει λογοτεχνία, να προσέχει δίπλα του αν θα ξεμυτίσει ένας ψηλός κοκκινομάλλης νεαρός, όπως συμβαίνει μέσα στο βιβλίο, ή μια αεράτη ξανθιά που θα αφήσει το άρωμά της στην ατμόσφαιρα.
Ισως οι έφηβοι, πράγμα που δηλώνεται και μέσα στη νουβέλα, είναι πιο ευεπηρέαστοι από τα λογοτεχνικά ή κινηματογραφικά ινδάλματά τους και τέτοια διλήμματα ανταποκρίνονται περισσότερο στον δικό τους ψυχισμό. Αυτή η εφηβική αναπόληση απηχεί και ρομαντικά στοιχεία περί ιδανικού ήρωα που συνεπαίρνει τις ευφάνταστες ηρωίδες, αλλά ταυτόχρονα προσγειώνει και στη μεταμοντέρνα πρακτική της αλληλοδιείσδυσης των δύο κόσμων. Μεταξύ μεταμοντερνισμού και διακειμενικότητας, μεταξύ λογοτεχνίας και πραγματικότητας, κανένας δεν είναι σίγουρος πόσο οι συμβάσεις είναι συμβάσεις ή εναλλακτικές πραγματικότητες.
Σε ένα δίωρο διάβασμα της «Νουβέλας» ο αναγνώστης θα σαγηνευτεί από τις πιθανότητες των εναλλασσόμενων κόσμων και θα προσελκυστεί από τον γρίφο, ο οποίος άλλοτε φαίνεται απλός και αυτονόητος κι άλλοτε υποψιάζει για κάτι ετερότοπο. Οι ατέλειες του έργου εστιάζονται στους διαλόγους που είναι αφύσικοι και ενίοτε πιο εκτενείς απ' όσο θα έπρεπε, αφού περιλαμβάνουν περιττά στοιχεία, καθώς επίσης και σε μερικά πραγματολογικά λάθη, όπως ένα κούριερ που φτάνει Κυριακή απόγευμα. Παρ' όλα αυτά, αν τελικά ο αναγνώστης θεωρήσει ότι πίσω από την επιφάνεια του παιχνιδιού κρύβεται μια πλούσια σε σύμβολα και ανιχνεύσεις αλληγορία, τότε θα το απολαύσει και θα χαρεί το τέλος που δίνει ένα επαμφοτερίζον και γι' αυτό επιδεκτικό πολλαπλών ερμηνειών κλείσιμο.
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/06/2008
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Είναι ζωντανοί οι λογοτεχνικοί ήρωες;
Οι παράλληλοι κόσμοι μυθοπλασίας και πραγματικότητας
Ο Τάσος Ρούσσος, ένας συγγραφέας με παράδοση στο φανταστικό, αποφασίζει να παίξει με τους λογοτεχνικούς ήρωες. Επιλέγει, λοιπόν, έναν πρωταγωνιστή από τους «Δαιμονισμένους» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, τον Νικολάι Σταυρόγκιν, τον οποίο μετατρέπει σε υπαρκτό και ταυτόχρονα μυθοπλαστικό πρόσωπο στη νέα νουβέλα του. Το παιχνίδι κινείται μεταξύ αναγνωστικής πρόσληψης και ταύτισης του αναγνώστη με τον εκάστοτε χαρακτήρα, ενώ παράλληλα βγάζει τα μυθιστορηματικά πρόσωπα από το χάρτινο κλουβί τους και τα εισάγει στο πεδίο της καθημερινής ζωής.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Λαέρτης γράφει τη νέα του νουβέλα και την εμπιστεύεται σε δύο φοιτήτριες και σε έναν μεσήλικα φίλο του για να τη διαβάσουν. Η μία κοπέλα, η Σοφία, επηρεάζεται έντονα από την πρωταγωνιστική μορφή του έργου, τον Νικόλα, ο οποίος μοιάζει ιδιαίτερα με τον Ρώσο Νικολάι Σταυρόγκινοφ που συναντάει τυχαία στο μετρό κι έπειτα στην καφετέρια, όπου έπινε τον καφέ της. Η προσπάθεια να διαλευκάνει το μυστήριο θα την μπερδέψει ακόμα περισσότερο, αφού η τρισυπόστατη παρουσία του Νικολάι/Νικόλα (ήρωα του Φ. Ντοστογιέφσκι, ήρωα του Κ. Λαέρτη και πραγματικού προσώπου) κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να χαρακτηριστεί.
Στεγανότητα ή περατότητα;
Τελικά οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες κινούνται μόνο στον δικό τους φανταστικό κόσμο; Είναι υπαρκτά πρόσωπα, που ενέπνευσαν τον συγγραφέα και τα χρησιμοποιεί στην πεζογραφία του ή είναι οντότητες μιας άλλης διάστασης που μπορούν και μεταβαίνουν στη δική μας πραγματικότητα; Η Σοφία το εκφράζει εξίσου ξεκάθαρα: «Αρχισε να με απασχολεί σοβαρά αν ένας μυθιστορηματικός ήρωας μπορεί να γίνει ή μπορεί να είναι πραγματικό πρόσωπο και να κυκλοφορεί ανάμεσά μας - όχι σαν ένα πιστό αντίγραφο κάποιου ανθρώπου, αλλά σαν αυθύπαρκτο πρόσωπο», δηλώνοντας έτσι και την προθετικότητα του ίδιου του Ρούσσου.
Οι απαντήσεις ταλαντεύονται ανάμεσα στα παιχνίδια του νου και στον προβληματισμό για το πόσο «αληθινή» είναι η λογοτεχνία. Ο Ουμπέρτο Εκο αναφέρεται συχνά στην οντολογική υπόσταση των μυθιστορηματικών χαρακτήρων, υπόσταση την οποία οι αναγνώστες τις περισσότερες φορές θεωρούν δεδομένη. Με άλλα λόγια, κανείς δεν αναρωτιέται αν το πρόσωπο στο μυθιστόρημα είναι πραγματικό, αλλά συμβατικά το δέχεται ως τέτοιο και δεν αμφιβάλλει -στο ρεαλιστικό υπόβαθρο του λογοτεχνήματος- για την ύπαρξή του. Αυτή η σοβαρή αντιμετώπιση των μυθοπλαστικών χαρακτήρων κάνει τη διακειμενικότητα όχημα μετάβασης των χαρακτήρων από το ένα έργο στο άλλο, σαν να είναι υπαρκτά πρόσωπα τα οποία γίνονται αντικείμενο πραγμάτευσης, τόσο λ.χ. από έναν Γάλλο πεζογράφο του 19ου αιώνα όσο και από έναν Αιγύπτιο ποιητή του 21ου αι.
Το παιχνίδι αυτό έγινε επιστήμη στους μοντερνιστές και μεταμοντέρνους συγγραφείς, οι οποίοι πήραν τοις μετρητοίς την ύπαρξη των ηρώων τους και αντίστοιχα την πιθανή πλαστότητα των ιστορικών προσωπικοτήτων. Ο Λουίτζι Πιραντέλο στο «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» (1921) βάζει έξι ημιτελείς χαρακτήρες να εισβάλουν στο θέατρο απαιτώντας από τον σκηνοθέτη να τους δώσει τη ζωή που τους στέρησε ο συγγραφέας τους. Ο Μίκαελ Εντε στην «Ιστορία χωρίς τέλος» (1979) κάνει τον ήρωα-αναγνώστη του να εισχωρεί στο (εγκιβωτισμένο) λογοτεχνικό σύμπαν, να γνωρίζεται με τους χαρακτήρες και να ζει εκ των ένδον τη μυθοπλαστική πραγματικότητα.
Ο Ρούσσος παίζει το παιχνίδι ανάμεσα στην αμφιβολία και τη βεβαιότητα, ανάμεσα στην απλή εξήγηση που ωστόσο δεν είναι επαρκής και στην απίθανη σκέψη, που ενδέχεται να διαθέτει μεγαλύτερη δόση αληθοφάνειας. Στην ουσία γράφει την ιστορία του αυτονόητου, τόσο απλή όσο και ανεφάρμοστη, τόσο ουτοπική όσο και αφελώς αυτονόητη. Τι συμβαίνει στ' αλήθεια; Ο ενδοκειμενικός συγγραφέας του εμπνέεται από τον μυθοπλαστικό ντοστογιεφσκικό ήρωα ή από έναν υπαρκτό Ρώσο συγγενή του, στοιχεία του οποίου ενσωματώνει στον δικό του χαρακτήρα; 'Η ο Νικόλας της νουβέλας αποκολλάται από το χάρτινο κουβούκλιό του και το γλωσσικό του περίβλημα και μεταπηδάει στη ζωή των αναγνωστών του;
Δύο ώρες κάπου ανάμεσα
Οσο διαρκεί η ανάγνωση της νουβέλας του Ρούσσου ο αναγνώστης δεν κουράζεται αλλά και δεν ενθουσιάζεται κατακόρυφα. Για όποιον έχει συνηθίσει τα (μετα)μοντέρνα τεχνάσματα η όλη απόπειρα μπορεί να φανεί μία ακόμα παιγνιώδης δοκιμή, χωρίς νέα δεδομένα ή ανατρεπτικές λύσεις. Για όποιον η διαπερατότητα των ορίων μεταξύ ζωής και λογοτεχνίας μπορεί ακόμα να γεννά αναγνωστικές συγκινήσεις, το μικρό αυτό βιβλιαράκι μπορεί να τις προσφέρει, όντας συνάμα εύπεπτο και εύληπτο. Δεν ξέρω αν η νουβέλα αυτή θα ταξιδέψει για λίγο τον αναγνώστη σε μια χαλαρή ανάγνωση ή αν θα τον μυήσει στο παιχνίδι, ώστε, όταν διαβάζει λογοτεχνία, να προσέχει δίπλα του αν θα ξεμυτίσει ένας ψηλός κοκκινομάλλης νεαρός, όπως συμβαίνει μέσα στο βιβλίο, ή μια αεράτη ξανθιά που θα αφήσει το άρωμά της στην ατμόσφαιρα.
Ισως οι έφηβοι, πράγμα που δηλώνεται και μέσα στη νουβέλα, είναι πιο ευεπηρέαστοι από τα λογοτεχνικά ή κινηματογραφικά ινδάλματά τους και τέτοια διλήμματα ανταποκρίνονται περισσότερο στον δικό τους ψυχισμό. Αυτή η εφηβική αναπόληση απηχεί και ρομαντικά στοιχεία περί ιδανικού ήρωα που συνεπαίρνει τις ευφάνταστες ηρωίδες, αλλά ταυτόχρονα προσγειώνει και στη μεταμοντέρνα πρακτική της αλληλοδιείσδυσης των δύο κόσμων. Μεταξύ μεταμοντερνισμού και διακειμενικότητας, μεταξύ λογοτεχνίας και πραγματικότητας, κανένας δεν είναι σίγουρος πόσο οι συμβάσεις είναι συμβάσεις ή εναλλακτικές πραγματικότητες.
Σε ένα δίωρο διάβασμα της «Νουβέλας» ο αναγνώστης θα σαγηνευτεί από τις πιθανότητες των εναλλασσόμενων κόσμων και θα προσελκυστεί από τον γρίφο, ο οποίος άλλοτε φαίνεται απλός και αυτονόητος κι άλλοτε υποψιάζει για κάτι ετερότοπο. Οι ατέλειες του έργου εστιάζονται στους διαλόγους που είναι αφύσικοι και ενίοτε πιο εκτενείς απ' όσο θα έπρεπε, αφού περιλαμβάνουν περιττά στοιχεία, καθώς επίσης και σε μερικά πραγματολογικά λάθη, όπως ένα κούριερ που φτάνει Κυριακή απόγευμα. Παρ' όλα αυτά, αν τελικά ο αναγνώστης θεωρήσει ότι πίσω από την επιφάνεια του παιχνιδιού κρύβεται μια πλούσια σε σύμβολα και ανιχνεύσεις αλληγορία, τότε θα το απολαύσει και θα χαρεί το τέλος που δίνει ένα επαμφοτερίζον και γι' αυτό επιδεκτικό πολλαπλών ερμηνειών κλείσιμο.
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/06/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις