0
Your Καλαθι
Το δέκατο τρίτο τοπίο
Διηγήματα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Τα διηγήματα αυτά έχουν ένα σχεδόν κοινό χαρακτηριστικό. Κινούνται όλα γύρω από το παράλογο, το παράδοξο και το θαυμαστό, Προσπαθούν να προσδιορίσουν, μέσα από την ξεχωριστή πραγματικότητα της λογοτεχνίας, τμήματα της ρεαλιστικής πραγματικότητας, όπως την ονομάζουμε με αυτάρεσκο εφησυχασμό. Στην ουσία πρόκειται για όψεις της αλήθειας, που τις αφήνουμε να διαφεύγουν εξαργυρώνοντας έτσι την ησυχία μας. Τώρα, δυστυχώς, είμαστε, πολύ προσηλωμένοι στα γεγονότα που συνθέτουν την καθημερινότητα μας με τις άπειρες εκφάνσεις της, που τις εισπράττουμε μόνο από τη διάσταση των αισθήσεων, του συναισθήματος και τις περιπέτειες του σώματος. Ωστόσο, παράλληλα με αυτά, υπάρχουν οι «άλλες» αισθήσεις που, υπαινικτικά ή όχι, δηλώνουν τις περιπέτειες της ψυχής.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Τάσος Ρούσος είναι ο χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος της λεγόμενης λογοτεχνίας του φανταστικού. Η συλλογή διηγημάτων «Το δέκατο τρίτο τοπίο», το όγδοο πεζογραφικό του έργο, αποτελεί και αυτό τυπικό δείγμα της υφολογίας της φανταστικής λογοτεχνίας.
Η κυρίαρχη φιλοσοφία του είδους θα έλεγα ότι εδράζεται στην αρχή της αιτιότητας, στον παντετερμινισμό. Μια σαφέστατη, πλην υπερφυσική, αιτιότητα καθορίζει και εξηγεί επακριβώς τον ρυθμό του κόσμου. Οι μύστες καταθέτουν με νηφαλιότητα την εκδοχή τους, αντιμετωπίζοντας με την υπεροπτική ασφάλεια και την αδιόρατη ειρωνεία του σοφού όσους ανίδεους ταλαντεύονται πασχίζοντας να εξαγάγουν αφ' εαυτών συμπεράσματα για τις όποιες αιτίες της κακοδαιμονίας τους. Παρ' όλα αυτά, το άρωμα του γερμανικού ρομαντισμού εμποτίζει τα χαρακτηριστικά έργα αυτού του είδους, αφού ανιχνεύεται εν είδει ιζήματος στο βάθος τους μια ευδιάκριτη θλίψη. Η «χρέωση» εξάλλου της αιτίας στο απρόσιτο και στο υπερφυσικό, στο επέκεινα των πραγμάτων, δεν πιστοποιεί παρά μια ανήμπορη φύση και το μάταιο της ατομικής προσπάθειας.
Μια παρόμοια θλίψη εντοπίζεται σε καθένα από τα επτά διηγήματα της συλλογής του Τάσου Ρούσου. Εμφανείς είναι ωστόσο σε αυτόν και οι τεχνικές του είδους και οι αφηγηματικές συμβάσεις που του επιβάλλει μια παρόμοια γραφή. Γιατί ο Τ.Ρ. είναι πιστός και συνεπής στις ανάγκες και στους τρόπους της φανταστικής λογοτεχνίας. Η γλώσσα, εν πρώτοις, των διηγημάτων της συλλογής είναι ανεπιτήδευτη και αδρή, αποσκοπούσα να καταστεί ο ασφαλής αγωγός της ιδέας - μηνύματος, η οποία διέπει το διήγημα και η οποία εγκρύπτεται επιμελώς σε όλη τη ροή της διήγησης για να αναδυθεί απρόβλεπτα, στο τέλος, ως αποκάλυψη. Κατ' αυτόν τον τρόπο οι λέξεις και τα νοήματα στερούνται αμφισημιών ή ποιητικής προοπτικής, αφού ποιητική αποβαίνει η τελική σύλληψη. Αυτήν προσπαθεί, με την αφηγηματική λογική που προσομοιάζει στον παραμυθικό λόγο, ν' αναδείξει ο συγγραφέας. Η υφολογία της αφήγησης είναι επομένως ακραιφνώς ρεαλιστική, ούτως ώστε ο τελικός σαρκασμός του ρεαλιστικού να αποβαίνει ισχυρότερος. Το παράδοξο αναδεικνύεται ως επίλογος της κάθε ιστορίας και αποτελεί την εξήγηση και τη λύση. Ο αφηγητής των διηγημάτων παραμένει επιδεικτικά αμέτοχος. Εξάλλου η κυριαρχούσα αισθητική ιδεολογία και πίστη φαίνεται να πρεσβεύει ότι τίποτε δεν είναι δυνατόν να επηρεαστεί εξωγενώς και να μεταλλαγεί. Οι χαρακτήρες μάλιστα των επτά ιστοριών είναι περσόνες σχηματικές. Ηχεία και αγωγοί μηνυμάτων και πληροφοριών ενός κόσμου απόκρυφου και οιονεί παρόντος. Η αντίληψη του χρόνου είναι επίσης μια ενδιαφέρουσα παράμετρος των διηγημάτων της συλλογής. Πρόκειται για ένα χρόνο απώτατο, τα απολιθώματα του οποίου ενυπάρχουν στο παρόν. Έτσι εξηγούνται η ηττοπάθεια και η μελαγχολία των ηρώων του που κινούνται σαν μαριονέτες όχι από κάποια δύναμη ανώτερη που τους κατευθύνει, παρά από μια διαίσθηση ότι αναβιώνουν την προδιαγεγραμμένη και άφευκτη μοίρα τους. Το παρόν παραμένει επομένως αδιάφορο, σαν μια απλή ανταπόκριση του παρελθόντος που εξακολουθεί να διευθετεί καταλυτικά τα πράγματα.
Σε αυτά τα πλαίσια συγκροτούνται όλα τα διηγήματα της συλλογής του Ρούσου. Το πρώτο διήγημα με τίτλο «Οι χρυσαετοί» διαδραματίζεται σ' ένα πυκνό δάσος της Μακεδονίας. Τρεις παράξενοι γάλλοι τουρίστες παρατηρούν με τα κιάλια τους στον ουρανό ένα σπάνιο είδος αετού, τον χρυσαετό. Δεν είναι ορνιθολόγοι. Ο δασοφύλακας τους παρακολουθεί σε κάθε κίνησή τους. Το μυστήριο θα λυθεί στο τέλος του διηγήματος. Χρυσαετός ονομάζεται το είδος αυτό των αετών όχι για το χρώμα των φτερών τους, αλλά γιατί έλκονται από τον χρυσό, στην ουσία είναι ανιχνευτές χρυσού. Οι ξένοι έχουν εντοπίσει την αλλόκοτη ιδιότητα αυτών των αρπακτικών κι έσπευσαν να την εκμεταλλευτούν. Απέριττη και σκόπιμα νωθρή είναι η διήγηση της ιστορίας, ώστε να επισκιαστεί στο τέλος από τη δυνατής έμπνευσης σύλληψη.
Ο Θωμάς Αλεξίου στο δεύτερο διήγημα, το «Μητρόπολις», επιστρέφει. Εγκαταλείπει την πλάνητα και ατελέσφορη ζωή του και καταφεύγει στο κτήμα του στην επαρχία. Εκεί σκάβει στο σκεπασμένο παλιό πηγάδι του. Κάτω από τα πόδια του ανακαλύπτεται μια τεράστια ερειπωμένη πόλη. Ο δασοφύλακας πάλι παρακολουθεί την εκσκαφή. Αυτός θα βρει στο τέλος τον ιδιοκτήτη του κτήματος νεκρό δίπλα στο τζάκι του. Στα χέρια του κρατάει μια μισοφαγωμένη αρβύλα από κάποιο απόκοσμο θηρίο. Το τίμημα των εκσκαφών και της ανίχνευσης στα όποια μεγάλα βάθη είναι η συνάντηση με το υπερφυσικό θηρίο που καραδοκεί.
Στην «Παράσταση των Χριστουγέννων», το τρίτο διήγημα, διατυπώνεται η αφηγηματική θέση του συγγραφέα ότι το έργο υποστασιοποιείται από τον δέκτη του. «Ένα έργο ζωντανό γίνεται παρόν όταν έχει θεατές». Έτσι, οραματίζεται μια θεατρική παράσταση, του «Βασιλιά Ληρ», μέσα σε ένα άδειο θέατρο, την οποία παρακολουθεί αυτός και ο φίλος του, πάντα αμέτοχος, όπως σε όλα τα τεκταινόμενα, καθώς και πολλοί αθέατοι «θεατές» ενός άλλου χρόνου. Μια παράσταση με ηθοποιούς ιδεατούς, αποκυήματα της νομοτέλειας της παράστασης, οι οποίοι πραγματώνονται ως ηθοποιοί ή ακυρώνονται, ανάλογα με την επαρκή μετουσίωση και ερμηνεία του ρόλου τους. Στο τέλος, που προσομοιάζει με αυτό του προηγούμενου διηγήματος, οι «ανήσυχοι» φίλοι, που κοινώνησαν την πρωταρχική αίσθηση και διέπραξαν ίσως έτσι την ύβριν, θα τιμωρηθούν. Θα βρεθούν νεκροί.
«Ο ερημίτης των κεραυνών» παρατηρεί από μια βουνοκορφή τη «συμπεριφορά» των κεραυνών, οι οποίοι αποδεικνύονται ζώσες έμψυχες οντότητες. Εγκαταλείποντας το τοπίο (ο ερημίτης) δεν είναι σε θέση ν' απαντήσει για το παράλογο ή λογικό των όσων εθεάθη. Τα μέσα εκφοράς της ιστορίας, τα πρόσωπα, είναι και σε αυτό το διήγημα κοινότοπα και προβλέψιμα, με στερεότυπες συμπεριφορές, πράγμα που αποτελεί, καθώς προείπα, σκόπιμη επιλογή του συγγραφέα αποσκοπούσα στην εξοικείωση με τη συμβατότητα των χαρακτήρων, ελάχιστα ενδιαφερόμενος ο συγγραφέας για τη λογοτεχνική ανάδειξή τους, αφού τους θέλει μέσα μεταφοράς των προθέσεών του. Στο σημείο αυτό ανακύπτει βέβαια το ερώτημα της λογοτεχνικότητας του είδους αυτού της γραφής, κατά πόσο δηλαδή προϋπάρχουν και «δανείζονται» οι χαρακτήρες ως μέσα ανέλιξης του μύθου ή δημιουργούνται και ανακύπτουν από τη γνησιότητα και αλήθεια του δημιουργούμενου κόσμου. Μια τέτοια στερεοτυπική κατασκευή πανομοιότυπων ανθρωποτύπων συντελεί ίσως στη συμβατική και παθητική ανάγνωση, στοιχείο που δεν συνιστά ασφαλώς βασικό χαρακτηριστικό τέχνης, η δε γραφή από επώδυνη διαδικασία κινδυνεύει να καταστεί μάλλον ανώδυνη τυπολογία.
«Ο μαχαιρόδοντας», η πέμπτη ιστορία, είναι ένα θηρίο προϊστορικό που κατανικιέται από το ζωγραφισμένο ομοίωμά του μέσα στον χώρο ενός σπηλαίου. Η ζωγραφιά «ζωντανεύει» σε αντιφέγγισμα από μεγάλες φωτιές και κατορθώνει κατ' αυτόν τον τρόπο να εξοντώσει το πραγματικό θηρίο και τους «Ωμοφάγους» διώκτες. Πρόκειται για μια ιστορία σε χρόνους προϊστορικούς, με ήρωες ανθρώπους πρωτόγονους και την τέχνη να τελεί τον βασικό ρόλο της. Ο συγγραφέας προβληματίζεται για τη λειτουργία της τέχνης, όπως και στα παλαιότερα μυθιστορήματά του «Ο καιρός της Λίζε» και «Τα χειρόγραφα του Μανουέλ Σαλίνας». Εκεί μάλιστα πραγματευόταν τον δημιουργικό ρόλο της γλώσσας. Στην ιστορία του «Μαχαιρόδοντα» εκφράζεται το δέος εμπρός στη δύναμη της «αναπαράστασης» και του επινοημένου - αναδημιουργημένου κόσμου.
Στο «Δέκατο τρίτο τοπίο», το ομότιτλο διήγημα του βιβλίου, αναδεικνύεται επίσης ο ίδιος στοχασμός που αφορά την καταλυτική δύναμη της τέχνης. Πρόκειται για έναν οιστρήλατο ζωγράφο που αφήνει τις τοπογραφίες του στην φύση, στον περιούσιο και ζωογόνο, σε όλα τα βιβλία του Ρούσου, χώρο καταφυγής - επιστροφής. Τα έργα αυτά ερχόμενα σε επαφή με τη φυσική μήτρα και προοπτική τους μεταστοιχειώνονται, μετασχηματίζονται και ζωντανεύουν... Αν δεν προϋπήρχαν σε αυτόν τον χώρο και ο καλλιτέχνης απλώς τα ανέδειξε με το ταλέντο του και τα απέσπασε από αυτόν. Στο τέλος του βιβλίου ο αφηγητής, όπως πάντα, παρατηρεί έκθαμβος, «κάθομαι στο μπαλκόνι, κοιτάζω και περιμένω». Έχει αποτυπώσει σε πίνακα ένα ηφαίστειο και γι' αυτόν τον λόγο τρέμει. Φοβάται την αναμενόμενη έκρηξη, την υποστασιοποίηση και ενεργοποίηση του έργου του. Η εμμονή της τέχνης ως μοναδικής ζώσας πραγματικότητας κατατρύχει ή και παρηγορεί τον συγγραφέα.
Στο διήγημα «Μιγκέλ» αναπαρίσταται με συναρπαστικό τρόπο η ιστορία μιας μετεμψύχωσης. Το κλίμα της αφήγησης είναι γοητευτικό και πειστικό, ο μύθος όμως κοινότοπος. Αυτό αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, και την αχίλλειο πτέρνα του συγγραφικού τρόπου της λογοτεχνίας του φανταστικού. Ο κίνδυνος να καταστούν οι ιστορίες ανούσιες «μανιέρες» με παραπλήσια θεματολογία, ούτως ώστε να υποσκάπτεται η έμπνευση του δημιουργού και η γνησιότητα του έργου.
Το βιβλίο εν τούτοις του ποιητή και μεταφραστή Τάσου Ρούσου, παρά τις επιφυλάξεις για το είδος, γοητεύει και συγκινεί. Οι γνήσιες και δυνατές ποιητικές εμπνεύσεις υποστασιοποιούνται με αφηγηματική μαεστρία, η νηφάλια και ψύχραιμη ενατένιση του συγγραφέα και ο απόλυτος έλεγχος των μέσων του δημιουργούν στον αναγνώστη την πεποίθηση και την ασφάλεια ότι στο τέλος δεν θα παραδοθεί σε συμβατικές λύσεις, η δε δυσπιστία του δεν προλαβαίνει να εγερθεί.
Ανδρέας Μήτσου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-06-1998
Κριτικές
22/04/2012, 16:56