0
Your Καλαθι
Ανεπίδοτο
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η κατά μεταφορική κλιμάκωση (και δείνωση) απόφανση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, κατά την οποία οι στίχοι του Ανδρέα Κίτσου-Μυλωνά είναι «άγραφοι», οι στίχοι του Νίκου Παντή «αιώνια μισογραμμένοι» και οι στίχοι του Στέφανου Ροζάνη «χαραγμένοι στο νερό», ισχύει ως προς τον τελευταίο και για τις εν τίτλω συλλογές. Εννοείται ότι σε τόσο έντονα φορτισμένες εκφράσεις, που ωστόσο έχουν υποστεί τριβή και λείανση κατά το πνεύμα της εσωτερικής (και ενίοτε εσωστρεφούς) σύμπνοιας που χαρακτηρίζει μια ομάδα ευάριθμων ποιητών, η αντιφατικότητα είναι δεδομένη και ηθελημένη. Αυτό που δεν είναι απολύτως βέβαιο είναι η ισοσθένεια των όρων που μετέχουν στον τροπισμό και ειδικότερα εδώ, στην κατ' Αριστοτέλη, «επιφοράν των αλλοτρίων ονομάτων». Οπωσδήποτε η φράση «στο νερό» υποβάλλει τη μέγιστη δυνατή ρευστότητα και ροϊκότητα της γραφικής ύλης και κατά συνεκδοχή της πράξης της γραφής ως πρωταρχικού πλαισίου μιας κυμαινόμενης και ασταθούς κειμενικότητας. Εξάλλου, το μετοχικό επίθετο «χαραγμένοι (στίχοι)» που προϋποθέτει τη χρήση οργάνου, όπως η σμίλη, το κοπίδι ή το καλέμι, υπερβαίνει σε χρονική διάρκεια, αντοχή και ευκρίνεια κάθε άλλο είδος γραφής που ενεργείται με το φτερό, το καλάμι, την πένα ή το πλήκτρο.
Δεν πρέπει ασφαλώς να αποδώσουμε μόνο σε αγαθή τύχη ή σύμπτωση το ότι στην εν προόδω «εργασία» τού Στ. Ροζάνη «Λόγος περί των αγγέλων», που γράφεται και δημοσιεύεται τμηματικά (Οκτώβριος 2004, Μάιος 2005), αρκετά αργότερα από το απαντητικό άρθρο τού Γερ. Λυκιαρδόπουλου, «η λέξη εγχάραγμα» (και «εγχάραξη») απαντάται όχι μόνο μία ή δύο φορές. Με τη βεβαιότητα ότι ο «λόγος περί των αγγέλων», όταν ολοκληρωθεί, θα αποτελέσει το βασικό -και αναγκαίο- ερμήνευμα τόσο για τη σημαντικότατη δοκιμιογραφία όσο και για τη δυσπρόσιτη και ιδιαζόντως «ερμητική», εξαιτίας του μυστικού της χαρακτήρα, ποίηση του Στέφανου Ροζάνη, σπεύδω να παραθέσω, ελλείψει χώρου, το πρώτο μόνο από τα πολλά αποσπάσματα που περιέχουν την έννοια του ρήματος «εγχαράττω» και των παραγώγων του: «Οι χοροί των αγγέλων αποτυπώνουν το εγχάραγμα της φωνής του Πατρός, που ο ίδιος παραμένει σιωπηλός και κρυμμένος στο πριν του σημαίνοντος, στο πριν της ομιλίας, στο πριν του νοήματος».
Ραβινικές, ταλμουδικές ρίζες
Με τι αντιστοιχεί το καθένα από τα μόρια της δίπτυχης μεταφοράς («στίχοι χαραγμένοι στο νερό»), με την οποία ένα από τα παλαιότερα μέλη της πλειάδας του Χαλανδρίου, ο Γερ. Λυκιαρδόπουλος, περιγράφει το σκάνδαλο της ιδιάζουσας πνευματικότητας και ποιητικότητας του Στ. Ροζάνη, του πιο νέου από τα επτά, το λιγότερο, ή τα δέκα, το πιο πολύ, μέλη της ομάδας, τον οποίο άκαμπτοι γραμματολόγοι και ανθολόγοι προσπάθησαν να απομονώσουν, να περιθωριοποιήσουν (πράγμα ομολογουμένως καθόλου δύσκολο!) και να αποκόψουν από τους συμπαίκτες και συντρόφους του στις αλάνες του Πολύδροσου; Εάν η πνευματικότητα του Στ. Ροζάνη κατά τη δημιουργικότερη φάση της πορείας του δεν αποκρύπτει τις ραβινικές και ξεχωριστά τις ταλμουδικές και καβαλιστικές της ρίζες, η ποίησή του διακρίνεται από τον εντόνως πενθήμονα χαρακτήρα. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο όρος «εγχάραξη» έχει να κάνει περισσότερο με τα μορφικά και τεχνολογικά στοιχεία. Ο ποιητής εμπιστεύεται την κειμενική ευστάθεια και σπονδύλωση των ποιημάτων του σε εντόνως προβαλλόμενα επαναληπτικά σχήματα. Αυτό ισχύει και επαληθεύεται για όλες τις από το 2000 μέχρι σήμερα ποιητικές ενότητες και σειρές, με πρώτη την τιτλοφορούμενη Coda (=ουρά, εδώ σαν μουσικός όρος) και τελευταία την επιγραφόμενη «Ανεπίδοτο».
Στη συλλογή αυτή καθεμία από τις τέσσερις ανισόστιχες στροφές αρχίζει με τον ίδιο γραμματικό τύπο, έναν αιτιολογικό σύνδεσμο (:«Επειδή σε φυγή με έτρεψαν τα όνειρά μου...// Επειδή το σώμα σου δεν έχει πρόσβαση στις μέρες που ανατέλλουν... // Επειδή την ακοή μου ακόμη δυναστεύει ο ήχος της αλλοτινής φωνής σου...// Επειδή πάνω μου έγειρες ωσάν σκιά και ώρα δειλινή...»). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αλλεπάλληλες αιτιολογικές προτάσεις θα παρέμεναν ανανταπόδοτες, εάν ο τελευταίος στίχος χωρίς άλλη τυπογραφική διάκριση δεν έφερε το κύριο νόημα («Για αυτό είμαι ακόμη εδώ»). Το ίδιο και στα πρώτα ποιήματα της προ τετραετίας περίπου ενότητας Coda, στην οποία είναι φρόνιμο να αναγόμαστε σταθερά για υπερέχοντα πνευματικό προσανατολισμό. Ακτινοσκοπώ κατά κάποιον τρόπο το ΙΙ της σειράς αυτής που συγκροτείται από τρεις στροφές με εναρκτήρια λέξη ισχυρό δεικτικό (τοπικό) επίρρημα συνοδευόμενο από υπαρκτικό ρήμα: «Εκεί υπάρχεις και λυγίζουνε του ουρανού τα τόξα... // Εκεί υπάρχεις άχραντη και ανέσπερη... // Εκεί υπάρχεις και ήσουν...». Η ποιητική αυτή του ευκρινούς περιγράμματος, μολονότι δεν λείπει, υποχωρεί οπωσδήποτε στην ενδιάμεση τριμερή σειρά υπό τον τίτλο «Αποσπάσματα ενός μύθου» («Μεταίχμιο», Αθήνα, 2003). Το βιβλίο αυτό αποτελείται από επτά ποιήματα με λατινική αρίθμηση, από τρια πεζόμορφα ποιήματα και από μια ξεχωριστή σειρά εννέα ποιημάτων υπό τη γενική και διακεκριμένη επικεφαλίδα Εξιλασμός, που με όλως διαφορετική σειρά είχαμε διαβάσει τον Ιούνιο του 2002 στο 56ο τεύχος των «Σημειώσεων». Σε όλα ανεξαίρετα τα ποιήματα των τριών ευσύνοπτων πλακετών ο ποιητής απευθύνεται σε μια αινιγματώδη και μυστηριακή Figura που και ωχρό της ακόμα ομοίωμα ή πρότυπο μάταια θα αναζητούσαμε στον ισχνότατο ελληνικό ρομαντισμό, εάν δεν υπήρχε ο Σολωμός, τα ιταλικά του σχεδιάσματα και κυρίως το La Donna Velata (Η γυναίκα με το μαγνάδι), καθώς και οι Φεγγαροντυμένες του Πειρασμού και του Κρητικού, μπολιασμένες όμως από ικανή δόση εωσφορισμού και του «Δαιμονιακού Υψίστου», κατά τον τίτλο του κεντρικού σολωμικού δοκιμίου τού Στ. Ροζάνη. Πρόκειται για μια Μορφή, Παρουσία ή Υπαρξη εράσμια και θεσπέσια, υπερβατική και συγχρόνως εγκόσμια και σωματική, για ένα Πρόσωπο ή μάλλον Υπόσταση υπαρξιακής και, κατά περίσταση, οντικής υφής και σύστασης, θήλεια ή κατά άλλη αίσθηση άφυλη, χωρίς σαφή θέση στην ουράνια ιεραρχία. Η Παρουσία αυτή της οποίας ο κτιστός μάλλον χαρακτήρας δεν επιτρέπει ταύτιση ούτε με τον Ιουδαϊκό Γιαχβέ ούτε με τον Χριστιανικό Πατέρα, όχι μόνο αλλάζει μορφή αλλά υφίσταται και αλλοιώσεις, οπότε και αποκλίνει ισχυρώς από κάθε πλατωνική «ιδεατότητα», πληρότητα και «ανωλεθρία».
Γι' αυτό άλλωστε και το ενδιαίτημα όπου ενοικεί η ινδαλματική αυτή Παρουσία, μολονότι υποδεικνύεται επίμονα από τον ποιητή («Εκεί... Εκεί... Εκεί...»), δεν είναι ακριβώς «ο υπερουράνιος τόπος» του Αθηναίου φιλοσόφου.
Ωστόσο «η ουρανιώση» μια κατά πλάσμα λέξη που πάει και έρχεται στα δοκίμια του Στ. Ροζάνη, και σταθερό και παραμόνιμο αίτημα της ποίησης, έλκει (και έλκεται από) την Παρουσία - Απουσία, την ανάδυση και απόσυρση της σωτηρίας και άλλοτε καταστροφικής και επικίνδυνης Ορασης ή Οπτασίας, που αν υπολείπεται της θεότητας υπερέχει των αγγελικών δυνάμεων, και εάν υπερβαίνει την ανθρώπινη «κατασκευή», με τη θεολογική σημασία της λέξης, δεν παύει να είναι ευπαθής και να απειλείται η ίδια όχι μόνο από ένα πνεύμα καταστροφής και συντέλειας, αλλ' ακόμη και από κοσμικές δυνάμεις, όπως ο ήλιος ή ο άνεμος. Μολονότι ανώνυμη και άρρητη η Μορφή αυτή, κοσμογονική και γλωσσογονική, αποκαλείται στο IV της Coda «Φανερωμένη», ενώ στο αμέσως επόμενο ποίημα οι θρησκευτικές συνδηλώσεις, ιδιαίτερα εναργείς για τους Ελληνες αναγνώστες, επαληθεύονται από το στίχο «...απλώνεις τη μεσιτεία σου στις τέσσερις γωνίες του ουρανού».
Στην ενδιάμεση συλλογή τού 2003, όπου και πάλι παρούσα η έννοια του αποσπάσματος, στην οποία εμμένει ιδιαίτερα ο Στ. Ροζάνης, και η δοκιμιακή θέση του ίδιου για τη γονιμότητα των ρομαντικών μύθων, εξαίρονται και η ευπάθεια της Μορφής, Γνωστικής μάλλον προέλευσης, και η καταλυτική της επήρεια στον άνθρωπο και στον ποιητή: «Αχραντο το βλέμμα σου και απωλέσθηκα / Στα πρόσημα του θολωμένου ορίζοντα / Εκεί που ο ήλιος μεγαλόφθαλμος / Αναχαιτίζει την πρωινή δροσιά / Και έρχεται η φωνή σου αγνώριστη / Σαν την φωνή θηράματος / Που ξεψυχά στην ξόβεργα // Θα με αφάνιζες αν δε με έσωνε η νύχτα».
Είμαι βέβαιος ότι και χωρίς τη δική μου υπόδειξη ο αναγνώστης συνακούει τους αδαμάντινους και ωστόσο μουσικότατους στίχους από το γνωστότατο απόσπασμα του «Λάμπρου» του Σολωμού:
«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε / Της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι». Στα «Αποσπάσματα ενός μύθου», του Στ. Ροζάνη, διαβάζουμε: «Γύριζε τους δρόμους του ο ήλιος / Εφευγε το πρωινό αστέρι έντρομο». Πράγματι η διακειμενικότητα προς την οποία φέρεται ή «Εκφαντορία = Αποκάλυψη, (φανέρωση) της Μορφής, για να αντλήσουμε έναν όρο που απαντάται σε δύο τουλάχιστον από τα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα, είναι ευρύτατη και περιλαμβάνει όχι μόνο τα προφητικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, τους μεγάλους μυστικούς Δύσης και Ανατολής, αλλά και τους ποιητές της αγγελοφάνειας, όπως ο Ρίλκε, καθώς και νεωτερικούς ποιητές. Δεν είναι καθόλου σύνηθες αλλά στο IV απόσπασμα («Αποχαιρετισμός») της ενδιάμεσης συλλογής διαπλέκονται στίχοι του Ελιοτ από την «Ερημη χώρα», σε ευκρινώς σεφερική μετάφραση, και σημαδιακοί και περιλάλητοι στίχοι από τα Κάντος του Πάουντ: «Εσύ που γυρίζεις το τιμόνι / Οταν ο γλυκός αγέρας γυρίζει σε σιρόκο / Θυμήσου πως ποτέ δεν ήμουν / Ομορφος κι αψηλός σαν εσένα». Χωρίς την επισήμανση των δύο διακειμένων η στροφή τού Στ. Ροζάνη δεν θα διαυγαζόταν και το εν αρχή αντωνυμικό «Εσύ» θα παρέμενε αδιευκρίνιστο.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΕΛΕΖΙΝΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/07/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις