0
Your Καλαθι
Η πλατιά θάλασσα των Σαργάσσων
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Αφορμή και πηγή έμπνευσης για το μυθιστόρημα αυτό της Τζην Ρυς στάθηκε ένα κλασικό έργο της αγγλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα, η «Τζέην Έιρ» της Σαρλότ Μπροντέ και συγκεκριμένα η μορφή της τρελής πρώτης γυναίκας του Ρότσεστερ. Η αρχικά αδιόρατη και ανεξήγητη δυσφορία που προκαλεί στην Τζην Ρυς η ασκιαγράφητη και ελάχιστα πειστική φιγούρα της τρελής σ’ ένα τόσο συναρπαστικό μυθιστόρημα μετατρέπεται, καθώς περνάνε τα χρόνια, σε έμμονη ιδέα: επί είκοσι σχεδόν χρόνια δουλεύει πάνω στο μυθιστόρημα αυτό, προσπαθώντας να «αποκαταστήσει» την ιστορία της Αντουανέτ Κόσγουεη-Ρότσεστερ. Ένα τριτεύον επεισόδιο της «Τζέιν Έιρ» γίνεται τώρα υπόβαθρο της «Πλατιάς θάλασσας των Σαργάσσων». Κρεολή η ίδια, η Τζην Ρυς γνωρίζει καλά ότι η περίπτωση της τρελής Κρεολής κληρονόμου που παντρεύεται, στις αρχές του 19ου αιώνα, τον δευτερότοκο (και άρα απένταρο) γιό ενός πλούσιου Άγγλου δεν είναι ένα φανταστικό εύρημα της Σαρλότ Μπροντέ, αλλά ο απόηχος ενός υπαρκτού ιστορικού φαινομένου. Η οικονομική καταστροφή της οικογένειάς της μετά την απελευθέρωση των δούλων και ο γάμος της μ’ έναν Άγγλο στοιχειοθετύν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η παραδεισένια ομορφιά των Δυτικών Ινδιών θα μετατραπεί σε εφιάλτη για την νεαρή Κρεολή..
ΚΡΙΤΙΚΗ
«...Συμβαίνουν τρομερά πράγματα», είπα. «Γιατί; γιατί;» «Δεν χρειάζεται να απασχολείς τον εαυτό σου με αυτό το μυστήριο», είπε η αδελφή Μαρί Αυγουστίνη. «Δεν ξέρουμε για ποιο λόγο ο διάβολος πρέπει να κάνει πότε πότε ό,τι θέλει. Δεν το ξέρουμε ακόμa.»
Ο διάλογος γίνεται μεταξύ της Αντουανέτ Κόσγουεϊ, βασικής ηρωίδας του μυθιστορήματος, και μιας μοναχής, στο μοναστήρι όπου έχουν εγκλείσει σε νεαρή ηλικία την πρώτη: η μικρή έχει φοβίες και εφιάλτες, προφητικούς για το δρομολόγιο και την κατάληξη της υπόλοιπης, κοσμικής αυτή τη φορά, ζωής της σε μία μυστηριώδη περιοχή της Καραϊβικής του 19ου αιώνα. Ο διάλογος είναι ενδεικτικός του ανησυχητικού κλίματος που κυκλοφορεί στις σελίδες ενός βιβλίου ατμοσφαιρικής υποβολής, γραμμένου από μία δεξιοτέχνη ενός είδους γραφής επικίνδυνου στα χέρια άλλου να γλιστρήσει σε ευκολίες και εύπεπτες αφηγηματικές λύσεις.
Την «Πλατιά θάλασσα...» υπογράφει η Βρετανίδα Τζιν Ρις (1894-1979), που γεννήθηκε στον Αγιο Δομίνικο από πατέρα Ουαλό και μητέρα κρεολή. Το βιογραφικό της έχει αξία, δεδομένου ότι ιδιοσυγκρασιακά, ας πούμε, η Ρις μπορούσε να δεχθεί, περισσότερο από άλλους, την αύρα του θέματος που είχε χειρισθεί η Σαρλότ Μπροντέ στην «Τζέιν Εϊρ» της, κι εκείνη θέλησε να επανεγγράψει στο παρόν μυθιστόρημά της.
Η Ρις, λοιπόν, παρέλαβε το έργο της κλασικής πεζογράφου και εισήλθε στα ενδότερά του. Εννοώ ότι θέλησε να το αντιμετωπίσει διακειμενικά, εμπλεκόμενη στα καθέκαστα της μυθοπλασίας του, να προσεγγίσει τους ήρωες με τη δική της ευαισθησία, να φωτίσει άγνωστες πτυχές τους, να τους δώσει προϋποθέσεις και φόντα τα οποία να προτείνουν άλλες διαστάσεις στην ιστορία της Μπροντέ. Το έτοιμο υλικό της τελευταίας μετατρέπεται στα χέρια της Ρις σε ένα άλλο κείμενο (υποτίθεται) πιο απαιτητικό, που διεκδικεί το δικαίωμα μιας «απάντησης» στο προηγούμενο, γι' αυτό εντάσσεται θεωρητικά στο φαινόμενο της «απαντητικής γραφής», όπως αποκαλείται κάθε συγγενική απόπειρα.
Ο προβολέας της αφήγησης πέφτει, κυρίως, επάνω στην πρώτη, «τρελή» σύζυγο του Ρότσεστερ, την οποία θέλει να φέρει στο κέντρο της νέας μυθοπλασίας/αναψηλάφησης των δεδομένων του πρωτογενούς επιπέδου. Μια κοινωνιολογίζουσα, θεωρητική άποψη, αναλύοντας το εγχείρημα της Ρις, μιλάει για βούληση «διόρθωσης» κάποιων ιδεολογικών εμμονών της Μπροντέ: για χειρονομία, εν πρώτοις, που σχετίζεται με την αποκατάσταση της μανικής, κρεολής, πρώην κυρίας Ρότσεστερ. Ενός «τέρατος», σύμφωνα με τη βασική ιστορία, την οποία η Ρις χειρίζεται με άπειρη συμπάθεια και την παρουσιάζει, μάλιστα, κατά δεύτερο λόγο, ως μία νορμάλ, από ερωτική άποψη, γυναίκα, που δεν υπολείπεται σε προσόντα από την Τζέιν Εϊρ, την Αγγλίδα «αποικιοκράτιδα», δεύτερη γυναίκα του Ρότσεστερ.
Δεν είναι ανάγκη να θυμίσω το στόρι του ορίτζιναλ μυθιστορήματος, που είναι είναι ένα από τα κορυφαία της αγγλικής, κλασικής λογοτεχνίας. Οι ήρωές του είναι πασίγνωστοι, μυθοποιημένοι άλλωστε μέσα από διάφορες εγγραφές σε άλλα είδη αναπαράστασης. Ας θυμηθούμε μόνο την οθόνη και τις ποικίλες μεταφορές του έργου σ' αυτήν. Η πιο ενδιαφέρουσα ας αναφερθεί εδώ, γιατί αφορά και το υποβλητικό κλίμα αμφισημίας που κυριαρχεί στις σελίδες τού ανά χείρας μυθιστορήματος. Πρόκειται για την cult (ελεύθερα και συνεκδοχικά: παραγνωρισμένης αξίας) «φαντασιακή» ταινία του Ζακ Τουρνέρ με τον κάπως αφελή τίτλο «Περπάτησα με ένα ζόμπι» (1943), που διασκευάζοντας το πρωτότυπο κείμενο, εισάγει, εκτός των άλλων, πολλαπλών συμβολικών στοιχείων, και την παράμετρο του δισυπόστατου των πραγμάτων. Το ίδιο κάνει και η Ρις: θέλει την ηρωίδα της ένα ανυπεράσπιστο θύμα ανεξέλεγκτων φυσικών και ψυχικών δυνάμεων, τα οποία επ' ουδενί λόγω σχετίζονται απλώς με μία εγγενή, μονότροπη άρνηση και απόρριψη του περιβάλλοντος εκ μέρους της ηρωίδας, ούτε, βέβαια, με μία περιοχή εξ ορισμού δαιμονική και «καταραμένη», ανεξάρτητη από τον συντελεστή του «τρομερού φαινομένου της ύπαρξης».
Αρα, λοιπόν, να το επαναλάβω, ένα δικαιωμένο από πιο βαθείς λόγους κλίμα αστάθμητης απειλής και υπόγειου, εντατικού φόβου κυριαρχεί στις σελίδες του «μεταμοντέρνου» αυτού κειμένου. Το παράξενο και αλλόκοτο καταργεί τις διαχωριστικές γραμμές και κυκλοφορεί ελεύθερο στις αρτηρίες του απτού και ευεξήγητου. Μόνον που αυτή η συνθήκη, μας δίνει ξεκάθαρα να το καταλάβουμε η Ρις, δεν είναι ένα αρνητικό πρόσημο στον χαρακτήρα της Αντουανέτ: ενός θύματος και όχι μιας μιασμένης, επικίνδυνης, δήθεν, παρουσίας, την οποία κρύβει στο εσωτερικό της η «μαγική», με την επιλήψιμη έννοια, περιοχή των Δυτικών Ινδιών. Η Αντουανέτ ως κρεολή είχε μία επιβαρημένη ψυχολογία, λόγω των ιδιόρρυθμων καταπιεστικών, κοινωνικών όρων, τους οποίους επεφύλασσαν οι προκαταλήψεις της εποχής. Αλλά η Ρις δεν σταθμεύει ψυχρά σε αυτό το σχήμα: η συμπάθειά της για τους «ηττημένους», όπως έγραφε και ο προστάτης της Φορντ Μάντοξ Φορντ, που τη διέπνεε σε όλη την παραγωγή της, δεν την εμπόδιζε να τους δει σύνθετα και διεισδυτικά.
Οπωσδήποτε ο συγκεκριμένος «τόπος», οι Δυτικές Ινδίες, δεν προσφέρεται για απλή αναψυχή, η ειδυλλιακότητά του είναι μόνον το εξωτερικό ένδυμα μιας φαινομενικότητας με κρυμμένες παγίδες. Μία έξοχη σκηνή στην ταινία του Τουρνέρ απομυθοποιεί αυτό τον ωραιοποιημένο, φολκλορικό εν πολλοίς, στη συνείδηση του Δυτικού, κόσμο (και όχι μόνον αυτόν, βέβαια), αποκαλύπτοντας τη διττή όψη των πραγμάτων γενικότερα: ο Ρότσεστερ στο μικρό ιστιοφόρο, με το οποίο τον μεταφέρει με την Εϊρ στο εξωτικό του μέρος, προσγειώνει τη γοητευμένη από το τραγούδι του μαύρου πηδαλιούχου, τον έναστρο θόλο και τους φωτεινούς, θαλάσσιους οργανισμούς κοπέλα, διευκρινίζοντας ότι το τραγούδι μιλάει σε διάλεκτο για τον θάνατο, πολλά από τα αστέρια έχουν ήδη σβήσει και μέσα στο νερό γίνεται η γνωστή σφαγή για την επιβίωση...
Στη Ρις όλα κινούνται, επίσης, με βάση τον σκοτεινό αντίποδά τους: από την αφήγηση της Αντουανέτ, η οποία μας εισάγει στη δράση, μέχρι αυτήν του Ρότσεστερ και της δεσμοφύλακος της πρώτης - η αίσθηση της «άλλης», επίφοβης σκηνής, κυριαρχεί.
Τώρα: και στην «Πλατιά θάλασσα των Σαργασσών» υπάρχει η πιθανότητα να εμπλακούμε σε έναν στείρο, μάλλον, προβληματισμό, περί της αξίας της ιδέας να διαχειρισθεί κάποιος ένα θέμα με έτοιμους μύθους. Οι πιο κακόπιστοι θα μιλούσαν για «εκμετάλλευση» των συνειρμών του αναγνώστη, οι οποίοι, βέβαια, στρέφονται και ανάγουν σε φορτισμένες ήδη καταστάσεις με το βάρος και τον όγκο που τους έχει προσδώσει η λειτουργία τους εντός της κουλτούρας. Η Ρις, όμως, τόλμησε να προκαλέσει και να διακινδυνεύσει τον ψόγο ότι λαθροχειρεί με αυτή την «αντιποίηση», δηλαδή την είσοδό της στην αναγνωρισμένη χειρονομία της Μπροντέ και την κυκλοφορία της εκεί επί ίσοις όροις.
Οι εγγυήσεις της ότι θα μας οδηγήσει σε δικούς της, προσωπικούς χώρους αφορούσαν την άψογη τεχνική και την ικανότητά της να ηχοδοτεί το υπόκωφο και μακρινό. Οι χαρακτήρες της φιλοτεχνούνται με λιτότητα, θα έλεγα και με κάπως ανασφαλή συγκράτηση, το περιβάλλον σημαίνεται με εξίσου ελεγχόμενη χρωματικότητα, οπότε η τελική σύνθεση αποκτά μία ευπρόσδεκτη ταπεινότητα απέναντι στο κύρος του δικαιοπάροχου έργου. Η Ρις δεν είναι αλλαζών, δεν δείχνει να αναμετριέται με την Μπροντέ, ούτε είναι απρόσεκτη «αντιγραφέας». Ξέρει να αφηγείται χαμηλόφωνα, κινούμενη ακριβώς σε περιοχές που εύκολα, υπό άλλους όρους, θα παρέσυραν σε εξωστρέφειες και φυγόκεντρους.
Η Αργυρώ Μαντόγλου κατόρθωσε να κάνει όλα αυτά τα προσόντα του βιβλίου ορατά και, φυσικά, ευπρόσδεκτα, πιστεύω ακόμα και σε εκείνους τους (καλόπιστους) αναγνώστες με τις επιφυλάξεις απέναντι στο είδος λογοτεχνίας -την «απαντητική γραφή»- που προτείνει η Ρις.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/02/2008
ΚΡΙΤΙΚΗ
«...Συμβαίνουν τρομερά πράγματα», είπα. «Γιατί; γιατί;» «Δεν χρειάζεται να απασχολείς τον εαυτό σου με αυτό το μυστήριο», είπε η αδελφή Μαρί Αυγουστίνη. «Δεν ξέρουμε για ποιο λόγο ο διάβολος πρέπει να κάνει πότε πότε ό,τι θέλει. Δεν το ξέρουμε ακόμa.»
Ο διάλογος γίνεται μεταξύ της Αντουανέτ Κόσγουεϊ, βασικής ηρωίδας του μυθιστορήματος, και μιας μοναχής, στο μοναστήρι όπου έχουν εγκλείσει σε νεαρή ηλικία την πρώτη: η μικρή έχει φοβίες και εφιάλτες, προφητικούς για το δρομολόγιο και την κατάληξη της υπόλοιπης, κοσμικής αυτή τη φορά, ζωής της σε μία μυστηριώδη περιοχή της Καραϊβικής του 19ου αιώνα. Ο διάλογος είναι ενδεικτικός του ανησυχητικού κλίματος που κυκλοφορεί στις σελίδες ενός βιβλίου ατμοσφαιρικής υποβολής, γραμμένου από μία δεξιοτέχνη ενός είδους γραφής επικίνδυνου στα χέρια άλλου να γλιστρήσει σε ευκολίες και εύπεπτες αφηγηματικές λύσεις.
Την «Πλατιά θάλασσα...» υπογράφει η Βρετανίδα Τζιν Ρις (1894-1979), που γεννήθηκε στον Αγιο Δομίνικο από πατέρα Ουαλό και μητέρα κρεολή. Το βιογραφικό της έχει αξία, δεδομένου ότι ιδιοσυγκρασιακά, ας πούμε, η Ρις μπορούσε να δεχθεί, περισσότερο από άλλους, την αύρα του θέματος που είχε χειρισθεί η Σαρλότ Μπροντέ στην «Τζέιν Εϊρ» της, κι εκείνη θέλησε να επανεγγράψει στο παρόν μυθιστόρημά της.
Η Ρις, λοιπόν, παρέλαβε το έργο της κλασικής πεζογράφου και εισήλθε στα ενδότερά του. Εννοώ ότι θέλησε να το αντιμετωπίσει διακειμενικά, εμπλεκόμενη στα καθέκαστα της μυθοπλασίας του, να προσεγγίσει τους ήρωες με τη δική της ευαισθησία, να φωτίσει άγνωστες πτυχές τους, να τους δώσει προϋποθέσεις και φόντα τα οποία να προτείνουν άλλες διαστάσεις στην ιστορία της Μπροντέ. Το έτοιμο υλικό της τελευταίας μετατρέπεται στα χέρια της Ρις σε ένα άλλο κείμενο (υποτίθεται) πιο απαιτητικό, που διεκδικεί το δικαίωμα μιας «απάντησης» στο προηγούμενο, γι' αυτό εντάσσεται θεωρητικά στο φαινόμενο της «απαντητικής γραφής», όπως αποκαλείται κάθε συγγενική απόπειρα.
Ο προβολέας της αφήγησης πέφτει, κυρίως, επάνω στην πρώτη, «τρελή» σύζυγο του Ρότσεστερ, την οποία θέλει να φέρει στο κέντρο της νέας μυθοπλασίας/αναψηλάφησης των δεδομένων του πρωτογενούς επιπέδου. Μια κοινωνιολογίζουσα, θεωρητική άποψη, αναλύοντας το εγχείρημα της Ρις, μιλάει για βούληση «διόρθωσης» κάποιων ιδεολογικών εμμονών της Μπροντέ: για χειρονομία, εν πρώτοις, που σχετίζεται με την αποκατάσταση της μανικής, κρεολής, πρώην κυρίας Ρότσεστερ. Ενός «τέρατος», σύμφωνα με τη βασική ιστορία, την οποία η Ρις χειρίζεται με άπειρη συμπάθεια και την παρουσιάζει, μάλιστα, κατά δεύτερο λόγο, ως μία νορμάλ, από ερωτική άποψη, γυναίκα, που δεν υπολείπεται σε προσόντα από την Τζέιν Εϊρ, την Αγγλίδα «αποικιοκράτιδα», δεύτερη γυναίκα του Ρότσεστερ.
Δεν είναι ανάγκη να θυμίσω το στόρι του ορίτζιναλ μυθιστορήματος, που είναι είναι ένα από τα κορυφαία της αγγλικής, κλασικής λογοτεχνίας. Οι ήρωές του είναι πασίγνωστοι, μυθοποιημένοι άλλωστε μέσα από διάφορες εγγραφές σε άλλα είδη αναπαράστασης. Ας θυμηθούμε μόνο την οθόνη και τις ποικίλες μεταφορές του έργου σ' αυτήν. Η πιο ενδιαφέρουσα ας αναφερθεί εδώ, γιατί αφορά και το υποβλητικό κλίμα αμφισημίας που κυριαρχεί στις σελίδες τού ανά χείρας μυθιστορήματος. Πρόκειται για την cult (ελεύθερα και συνεκδοχικά: παραγνωρισμένης αξίας) «φαντασιακή» ταινία του Ζακ Τουρνέρ με τον κάπως αφελή τίτλο «Περπάτησα με ένα ζόμπι» (1943), που διασκευάζοντας το πρωτότυπο κείμενο, εισάγει, εκτός των άλλων, πολλαπλών συμβολικών στοιχείων, και την παράμετρο του δισυπόστατου των πραγμάτων. Το ίδιο κάνει και η Ρις: θέλει την ηρωίδα της ένα ανυπεράσπιστο θύμα ανεξέλεγκτων φυσικών και ψυχικών δυνάμεων, τα οποία επ' ουδενί λόγω σχετίζονται απλώς με μία εγγενή, μονότροπη άρνηση και απόρριψη του περιβάλλοντος εκ μέρους της ηρωίδας, ούτε, βέβαια, με μία περιοχή εξ ορισμού δαιμονική και «καταραμένη», ανεξάρτητη από τον συντελεστή του «τρομερού φαινομένου της ύπαρξης».
Αρα, λοιπόν, να το επαναλάβω, ένα δικαιωμένο από πιο βαθείς λόγους κλίμα αστάθμητης απειλής και υπόγειου, εντατικού φόβου κυριαρχεί στις σελίδες του «μεταμοντέρνου» αυτού κειμένου. Το παράξενο και αλλόκοτο καταργεί τις διαχωριστικές γραμμές και κυκλοφορεί ελεύθερο στις αρτηρίες του απτού και ευεξήγητου. Μόνον που αυτή η συνθήκη, μας δίνει ξεκάθαρα να το καταλάβουμε η Ρις, δεν είναι ένα αρνητικό πρόσημο στον χαρακτήρα της Αντουανέτ: ενός θύματος και όχι μιας μιασμένης, επικίνδυνης, δήθεν, παρουσίας, την οποία κρύβει στο εσωτερικό της η «μαγική», με την επιλήψιμη έννοια, περιοχή των Δυτικών Ινδιών. Η Αντουανέτ ως κρεολή είχε μία επιβαρημένη ψυχολογία, λόγω των ιδιόρρυθμων καταπιεστικών, κοινωνικών όρων, τους οποίους επεφύλασσαν οι προκαταλήψεις της εποχής. Αλλά η Ρις δεν σταθμεύει ψυχρά σε αυτό το σχήμα: η συμπάθειά της για τους «ηττημένους», όπως έγραφε και ο προστάτης της Φορντ Μάντοξ Φορντ, που τη διέπνεε σε όλη την παραγωγή της, δεν την εμπόδιζε να τους δει σύνθετα και διεισδυτικά.
Οπωσδήποτε ο συγκεκριμένος «τόπος», οι Δυτικές Ινδίες, δεν προσφέρεται για απλή αναψυχή, η ειδυλλιακότητά του είναι μόνον το εξωτερικό ένδυμα μιας φαινομενικότητας με κρυμμένες παγίδες. Μία έξοχη σκηνή στην ταινία του Τουρνέρ απομυθοποιεί αυτό τον ωραιοποιημένο, φολκλορικό εν πολλοίς, στη συνείδηση του Δυτικού, κόσμο (και όχι μόνον αυτόν, βέβαια), αποκαλύπτοντας τη διττή όψη των πραγμάτων γενικότερα: ο Ρότσεστερ στο μικρό ιστιοφόρο, με το οποίο τον μεταφέρει με την Εϊρ στο εξωτικό του μέρος, προσγειώνει τη γοητευμένη από το τραγούδι του μαύρου πηδαλιούχου, τον έναστρο θόλο και τους φωτεινούς, θαλάσσιους οργανισμούς κοπέλα, διευκρινίζοντας ότι το τραγούδι μιλάει σε διάλεκτο για τον θάνατο, πολλά από τα αστέρια έχουν ήδη σβήσει και μέσα στο νερό γίνεται η γνωστή σφαγή για την επιβίωση...
Στη Ρις όλα κινούνται, επίσης, με βάση τον σκοτεινό αντίποδά τους: από την αφήγηση της Αντουανέτ, η οποία μας εισάγει στη δράση, μέχρι αυτήν του Ρότσεστερ και της δεσμοφύλακος της πρώτης - η αίσθηση της «άλλης», επίφοβης σκηνής, κυριαρχεί.
Τώρα: και στην «Πλατιά θάλασσα των Σαργασσών» υπάρχει η πιθανότητα να εμπλακούμε σε έναν στείρο, μάλλον, προβληματισμό, περί της αξίας της ιδέας να διαχειρισθεί κάποιος ένα θέμα με έτοιμους μύθους. Οι πιο κακόπιστοι θα μιλούσαν για «εκμετάλλευση» των συνειρμών του αναγνώστη, οι οποίοι, βέβαια, στρέφονται και ανάγουν σε φορτισμένες ήδη καταστάσεις με το βάρος και τον όγκο που τους έχει προσδώσει η λειτουργία τους εντός της κουλτούρας. Η Ρις, όμως, τόλμησε να προκαλέσει και να διακινδυνεύσει τον ψόγο ότι λαθροχειρεί με αυτή την «αντιποίηση», δηλαδή την είσοδό της στην αναγνωρισμένη χειρονομία της Μπροντέ και την κυκλοφορία της εκεί επί ίσοις όροις.
Οι εγγυήσεις της ότι θα μας οδηγήσει σε δικούς της, προσωπικούς χώρους αφορούσαν την άψογη τεχνική και την ικανότητά της να ηχοδοτεί το υπόκωφο και μακρινό. Οι χαρακτήρες της φιλοτεχνούνται με λιτότητα, θα έλεγα και με κάπως ανασφαλή συγκράτηση, το περιβάλλον σημαίνεται με εξίσου ελεγχόμενη χρωματικότητα, οπότε η τελική σύνθεση αποκτά μία ευπρόσδεκτη ταπεινότητα απέναντι στο κύρος του δικαιοπάροχου έργου. Η Ρις δεν είναι αλλαζών, δεν δείχνει να αναμετριέται με την Μπροντέ, ούτε είναι απρόσεκτη «αντιγραφέας». Ξέρει να αφηγείται χαμηλόφωνα, κινούμενη ακριβώς σε περιοχές που εύκολα, υπό άλλους όρους, θα παρέσυραν σε εξωστρέφειες και φυγόκεντρους.
Η Αργυρώ Μαντόγλου κατόρθωσε να κάνει όλα αυτά τα προσόντα του βιβλίου ορατά και, φυσικά, ευπρόσδεκτα, πιστεύω ακόμα και σε εκείνους τους (καλόπιστους) αναγνώστες με τις επιφυλάξεις απέναντι στο είδος λογοτεχνίας -την «απαντητική γραφή»- που προτείνει η Ρις.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/02/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις