0
Your Καλαθι
Διανοούμενοι και εξουσία
Διαλέξεις Reith 1993
Περιγραφή
«Ποια η σχέση των διανοουμένων με τους θεσμούς και τις κοσμικές εξουσίες;» αναρωτιέται ο Έντουαρντ Σάιντ. «Ποιος είναι ο ρόλος τους και τι καθορίζει την στάση τους;» Αυτός, ένας στοχαστής της διασποράς, στρατευμένος στην υπόθεση της ανθρώπινης ελευθερίας, της αλήθειας και της αξιοπρέπειας, πολέμιος της καταπίεσης και της αδικίας, επιχειρεί να δώσει τις απαντήσεις, μιλώντας, πρώτα απ' όλα, για τον ίδιο του τον εαυτό, εκθέτοντας τα δικά του κριτήρια και τις δικές του αγωνίες. «Κανένα άλλο στοιχείο δεν παραμορφώνει το δημόσιο πρόσωπο του διανοουμένου, περισσότερο από τη λοξοδρομία, την επιφυλακτική σιωπή, τον πατριωτικό φανφαρονισμό, τη μελοδραματική αναδρομική αποστασία», σημειώνει, για να υπογραμμίσει ρητά: «Αντίθετα μ' αυτούς που προωθούν τα ατομικά συμφέροντα, οι διανοούμενοι έχουν την υποχρέωση να θέτουν υπό αμφισβήτηση τον πατριωτικό εθνικισμό, τη συντεχνιακή νοοτροπία και την όποια αίσθηση ανωτερότητας λόγω τάξης, φυλής ή γένους», και αλλού: «Θεωρώ πρωταρχικό καθήκον του διανοουμένου την απελευθέρωση από κάθε είδους πιέσεις. Γι' αυτό και τον παρουσιάζω ως εξόριστο, περιθωριακό κι ερασιτέχνη, ως άνθρωπο, που, απέναντι στην εξουσία, μιλά τη γλώσσα της αλήθειας - τη γλώσσα του».
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με το θέμα «διανοούμενοι» συμβαίνει ένα παράδοξο, εκ πρώτης όψεως, φαινόμενο: φαίνεται αφορήτως πολυσυζητημένο και ταυτόχρονα ανεξάντλητο. Τα βιβλία και τα άρθρα που έχουν γραφεί για τους διανοουμένους ή για τους «διανοουμένους και» βάλτε ό,τι θέλετε μετά το «και»: εξουσία, ιδεολογία, θρησκεία, έθνος, δημοκρατία, οικουμενικές αξίες, ταξικοί αγώνες, απελευθερωτικά κινήματα, τέχνη, επιστήμη κ.ο.κ. γεμίζουν μια τεράστια βιβλιοθήκη. Από την άλλη, το θέμα επανέρχεται στην επικαιρότητα κάθε τόσο με τη μία ή την άλλη αφορμή. Πριν από λίγους μήνες η συμπλήρωση 100 χρόνων από την υπόθεση Ντρέιφους πυροδότησε νέο κύμα συζητήσεων σε πανευρωπαϊκή, αν όχι σε παγκόσμια, κλίμακα για τον ρόλο του διανοουμένου άλλοτε και τώρα οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες , για τη δραστήρια άλλοτε συμμετοχή του στα κοινά, για τη θαρραλέα εκ μέρους του υπεράσπιση ενός αδικημένου ή μιας μεγάλης κατηγορίας αδικημένων και για τη σημερινή βροντώδη σιωπή του, την ύποπτη απόσυρσή του από τον στίβο των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, την ιδιώτευσή του, την απροθυμία του να υψώνει τη φωνή του κάθε φορά που διαπράττεται μια αδικία ή ένα έγκλημα εις βάρος ενός έθνους, μιας τάξης, μιας μειονότητας ή ενός ανυπεράσπιστου ατόμου.
Η πρόσφατη μετάφραση στα ελληνικά ενός κλασικού έργου του είδους, που θεωρείται το έναυσμα του δημόσιου λόγου περί διανοουμένων, του διάσημου βιβλίου του Ζυλιέν Μπεντά «Η προδοσία των διανοουμένων» (1924), και λίγο πριν η κυκλοφορία ενός σχετικά πρόσφατου βιβλίου του Έντουαρντ Σαΐντ με τον τίτλο «Διανοούμενοι και εξουσία» (1994) προκάλεσαν ένα νέο κύκλο συζητήσεων, περιορισμένων αυτή τη φορά, επικεντρωμένων περισσότερο επάνω στην κοινωνική οντότητα της ασαφούς αυτής κατηγορίας πολιτών που αποκαλούνται αν και ποτέ σχεδόν δεν αυτοπροσδιορίζονται με αυτή τη λέξη διανοούμενοι. Με την ευκαιρία αυτή, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι, ανεξάρτητα από τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ο θεωρητικός στοχασμός στον ορισμό του διανοουμένου, η λέξη, στην κοινή γλώσσα, χρησιμοποιείται με εξαιρετικά συγκεχυμένο τρόπο. Αλλοτε ως ισοδύναμη αυτού που αλλιώς ονομάζουμε «πνευματικοί άνθρωποι» ή «άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών» και άλλοτε, με πιο περιοριστική σημασία, προσδιορίζει εκείνους τους λογοτέχνες, καλλιτέχνες ή επιστήμονες των ανθρωπιστικών πρωτίστως επιστημών που είναι συνάμα και «στοχαστές». Πάντα όμως τη συνοδεύει μια χροιά χρέους, αποστολής, καθήκοντος απέναντι στην κοινότητα. «Οι εξέχοντες διανοούμενοι», παρατηρεί ο Έντουαρντ Σαΐντ, χρησιμοποιώντας τη φράση με την οποία ο Όσκαρ Γουάιλντ περιέγραψε τον εαυτό του, «έχουν πάντοτε μια σχέση συμβολισμού με την εποχή τους. Στη συνείδηση του κόσμου συμβολίζουν την επιτυχία, τη δόξα, τη φήμη και μπορούν να τεθούν στην υπηρεσία ενός αγώνα ή μιας μαχόμενης κοινότητας». Από την άλλη, οι λέξεις «διανοούμενοι», «διανοουμενισμός», «διανόηση», όπως παρατηρεί ο Ρέιμοντ Γουίλιαμς, είχαν και έχουν ακόμη αρνητικές συμπαραδηλώσεις, χρησιμοποιούνται χλευαστικώς, όπως περίπου και η λέξη «κουλτουριάρης». Την εννοιολογική σύγχυση τη συνοδεύει συχνά η συναισθηματική αμφιθυμία.
Παραδοσιακοί και οργανικοί
Ο Έντουαρντ Σαΐντ, παλαιστινιακής καταγωγής αμερικανός πολίτης, δραστήριος συμπαραστάτης των Παλαιστινίων στον αγώνα τους για εθνική υπόσταση, διαπρεπής καθηγητής Αγγλικής και Συγκριτικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, συγγραφέας σημαντικών βιβλίων (όπως το «Οριενταλισμός» και «Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός» που κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Νεφέλη»), αρχίζει την πραγματεία του με αναφορές στα βιβλία του συντηρητικού φιλελευθέρου Ζυλιέν Μπεντά αφενός και του μαρξιστή Αντόνιο Γκράμσι αφετέρου· δηλαδή, με δύο θεμελιακές τοποθετήσεις του ζητήματος των διανοουμένων. Ο Γκράμσι διακρίνει δύο βασικές κατηγορίες διανοουμένων στον σύγχρονο κόσμο: στην πρώτη υπάγονται οι «παραδοσιακοί» διανοούμενοι, όπως οι δάσκαλοι, οι ιερείς και όσοι κατέχουν διοικητικές θέσεις διανοούμενοι που διαιωνίζουν το λειτούργημά τους από γενιά σε γενιά· στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι «οργανικοί» διανοούμενοι, οι οποίοι συνδέονται άμεσα με τις τάξεις ή τις επιχειρήσεις που τους χρησιμοποιούν για να οργανώσουν τα συμφέροντά τους, να κερδίσουν περισσότερη δύναμη και να αποκτήσουν περισσότερο έλεγχο. Ο σημερινός ειδικός στη διαφήμιση ή στις δημόσιες σχέσεις, παρατηρεί ο Σαΐντ, που επινοεί τεχνικές προκειμένου να εξασφαλίσει για λογαριασμό ενός απορρυπαντικού ή μιας αεροπορικής εταιρείας ένα μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, θα μπορούσε να θεωρηθεί, σύμφωνα με την ανάλυση του Γκράμσι, οργανικός διανοούμενος, δηλαδή ένας άνθρωπος που, στο εσωτερικό μιας δημοκρατικής κοινωνίας, προσπαθεί να εξασφαλίσει τη συναίνεση των υποψηφίων πελατών, να κερδίσει την έγκρισή τους, να κατευθύνει τη γνώμη των καταναλωτών ή των ψηφοφόρων.
Στο άλλο άκρο συναντάμε τον περιβόητο ορισμό του Ζυλιέν Μπεντά για τους διανοουμένους, σύμφωνα με τον οποίο οι τελευταίοι είναι μια μικρή ομάδα χαρισματικών και ηθικά προικισμένων φιλοσόφων-βασιλιάδων που αποτελούν τη συνείδηση του ανθρώπινου γένους. Αντί να υπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα, εμπορικά ή πολιτικά, ή μονόπλευρες ιδεολογίες, εθνικιστικές ή διεθνιστικές, είναι ταγμένοι (και ταγοί) στην υπηρεσία της αλήθειας, της δικαιοσύνης, του ανθρωπισμού, των εν γένει οικουμενικών αξιών. Υπενθυμίζω ότι τόσο ο Μπεντά όσο και ο Γκράμσι γράφουν την εποχή του Μεσοπολέμου. Μια μετριοπαθέστερη άποψη διετύπωσε στη δεκαετία του '60 ο Πολ Μπαράν, ηγετική φυσιογνωμία της αμερικανικής Νέας Αριστεράς, σύμφωνα με την οποία οι «οργανικοί» διανοούμενοι, που δεν τους ονομάζει έτσι, είναι οι λειτουργοί της εργαλειακής σκέψης, εκείνοι για τους οποίους το βασικό ερώτημα είναι το «πώς», πώς θα λυθεί ένα πρόβλημα που έχει τεθεί από άλλους, ενώ για τους πραγματικούς διανοουμένους το βασικό ερώτημα είναι το «γιατί», γιατί να τίθεται το πρόβλημα με αυτόν τον τρόπο, γιατί τα πράγματα συμβαίνουν όπως συμβαίνουν ή γιατί να μην αναζητήσουμε εναλλακτικές ή ανατρεπτικές λύσεις.
Ο Έντουαρντ Σαΐντ δεν κρύβει τις επιλογές του. «Προσωπικά τουλάχιστον», γράφει, «δεν διατηρώ την παραμικρή αμφιβολία ότι η εικόνα του πραγματικού διανοουμένου, όπως τη συνέλαβε ο Μπεντά, παραμένει ελκυστική και επιβλητική». Ωστόσο, το βάρος της διαπραγμάτευσής του δεν πέφτει τόσο στον αυστηρό ορισμό του ιδιάζοντος χαρακτήρα του διανοουμένου και στη θεμελίωση του ισχυρισμού του ότι δικαιούται και οφείλει να υπερασπίζεται τις δικές του αλήθειες όσο στον ρόλο που διαδραματίζει σήμερα, στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες του εκπνέοντος αιώνος. Δεν του διαφεύγει βέβαια ότι ο σημερινός κόσμος βρίθει, όσο ποτέ άλλοτε, από επαγγελματίες, ειδήμονες, συμβούλους εν ολίγοις, από διανοουμένους, ο κυριότερος ρόλος των οποίων είναι να παρέχουν την αυθεντία τους αποκομίζοντας συγχρόνως σημαντικότατα κέρδη. Το γεγονός ότι τόσο στη Δύση όσο και στον υπόλοιπο κόσμο το χάσμα μεταξύ ευπόρων και απόρων μεγαλώνει ημέρα με την ημέρα βυθίζει τους διανοουμένους που βρίσκονται στην εξουσία ή σε θεσμικά κάστρα του συστήματος σε μια μακάρια αμεριμνησία, ειλικρινά απωθητική, κατά τον Σαΐντ. Αντιθέτως, οι διανοούμενοι που δεν έχουν ούτε αξιώματα να προστατεύσουν ούτε εδάφη να διασώσουν ή να διαφυλάξουν διακρίνονται οπωσδήποτε από κάτι το ανήσυχο· ως εκ τούτου, ο αυτοσαρκασμός είναι συχνότερο φαινόμενο από ό,τι ο στόμφος, η αμεσότητα συχνότερη από τα μισόλογα.
Βασικό αίτιο της απευαισθητοποίησης του σύγχρονου διανοουμένου απέναντι στις κοινωνικές πληγές ο Σαΐντ θεωρεί την όλο και μεγαλύτερη επαγγελματοποίησή του. Φροντίζει, ωστόσο, να διαχωρίσει τη θέση του από τη θεωρία του Ράσελ Τζάκομπι, σύμφωνα με την οποία, στις ΗΠΑ τουλάχιστον, ο «εξωπανεπιστημιακός διανοούμενος» έχει πλέον εξαφανισθεί και τη θέση του έχει πάρει μια ομάδα λιπόψυχων πανεπιστημιακών που μιλούν μια ειδική, εξεζητημένη γλώσσα, στην οποία κανένα μέλος της κοινωνίας δεν δίνει σημασία. Πανεπιστημιακός ο ίδιος, όπως και ο διαπρεπής γλωσσολόγος Νόαμ Τσόμσκι, ο ακατάβλητος υπερασπιστής των αδικημένων, ο ανυποχώρητος κριτής και επικριτής της εξουσίας, έχει σαφή συνείδηση πως δεν είναι η ακαδημαϊκή ιδιότητα αυτή καθαυτή που οδηγεί στην κριτική αδράνεια. «Τόσο στη Δύση», γράφει, «όσο και στον υπόλοιπο κόσμο η κυριότερη απειλή που αντιμετωπίζει ο σημερινός διανοούμενος δεν είναι ούτε το πανεπιστήμιο ούτε η ανάπτυξη των προαστίων αλλά ούτε το φρικτό πνεύμα της εμπορικότητας που επικρατεί στους χώρους της δημοσιογραφίας και των εκδοτικών οίκων: είναι μια στάση ζωής στην οποία θα δώσω το όνομα επαγγελματισμός. Με τον όρο αυτόν εννοώ το να αντιμετωπίζεις το έργο σου ως διανοουμένου ως βιοποριστικό μέσο, ως δουλειά με αυστηρά καθορισμένο ωράριο που σε αναγκάζει να έχεις την προσοχή σου μοιρασμένη ανάμεσα στους δείκτες του ρολογιού και στην πιστή τήρηση των κανόνων της ορθής επαγγελματικής συμπεριφοράς».
Ο εξόριστος και ο επαγγελματίας
Στον σύγχρονο διανοούμενο, στον «οργανικό» ή «εργαλειακό», στον ενταγμένο οπωσδήποτε σε κάποιο θεσμικό κόσμο του συστήματος, οι σημερινές κοινωνίες ασκούν ποικίλες πιέσεις προς την κατεύθυνση του επαγγελματισμού, όπως τον περιγράφει ο Σαΐντ. Οι σημαντικότερες από τις πιέσεις αυτές είναι: α) η εξειδίκευση, όταν σε φέρνει στο σημείο να μην μπορείς να διακρίνεις οτιδήποτε δεν ανήκει στον τομέα σου· β) πέραν της εξειδίκευσης, η ειδημοσύνη και η λατρεία του επισήμως αναγνωρισμένου ειδήμονα συνιστούν, στον μεταπολεμικό κόσμο, πολύ συγκεκριμένες μορφές πίεσης. Για να γίνεις ειδήμονας πρέπει να πάρεις την έγκριση των σχετικών αρχών, που σου μαθαίνουν να μιλάς τη «σωστή» γλώσσα, να επικαλείσαι τις «σωστές» πηγές, να έχεις υπό τον έλεγχό σου τη «σωστή» περιοχή. γ) Η τρίτη πίεση που ασκείται στον επαγγελματία είναι η αναπόφευκτη μετατόπισή του προς την κατεύθυνση της εξουσίας, των απαιτήσεων και των προνομίων της της μετατροπής του εντέλει σε κανονικό υπάλληλό της. δ) Η όλη κατάσταση συνοδεύεται από επιδόματα και υποτροφίες, εκπαιδευτικές άδειες, εκδοτικές επιχορηγήσεις, επαγγελματικές προαγωγές και τιμητικές διακρίσεις. Αν έρθουμε εις τα καθ' ημάς, θα πρέπει ασφαλώς να προσθέσουμε και τα «κονδύλια της ΕΟΚ» που διατίθενται για διάφορες έρευνες και τα οποία φαίνεται ότι αποτελούν ισχυρό δέλεαρ για αρκετούς επαγγελματοποιημένους διανοουμένους.
Απέναντι στην απειλή του επαγγελματισμού, της προσαρμογής του διανοουμένου στις απαιτήσεις μιας εργοδοσίας, είτε κυβερνητική είναι αυτή είτε επιχειρηματική, στον αυτοπεριορισμό του μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του, της ειδικότητάς του, και στη συνακόλουθη αδιαφορία του για ό,τι υπερβαίνει αυτά τα όρια, ο Σαΐντ αντιτάσσει το χρέος του διανοουμένου, του «πραγματικού», όπως λέει ο ίδιος, του «ηθικά προικισμένου», όπως τον ορίζει ο Ζυλιέν Μπεντά, που είναι να προσπαθεί διαρκώς να παραμένει «ξένος», «εξόριστος», «ερασιτέχνης». Ξένος και εξόριστος μεταφορικά βέβαια, όχι κυριολεκτικά. Ο ηθικά προικισμένος διανοούμενος λοξοκοιτά προς το περιθώριο μάλλον παρά προς τα κέντρα ισχύος. Η στάση του απέναντι στην εξουσία πρέπει να είναι κριτική και όχι διεκπεραιωτική. Ελέγχει τις πράξεις της αντί να χρησιμοποιεί τις γνώσεις του για να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση γύρω από τους στόχους της. Ο «ερασιτεχνισμός» του διανοουμένου δεν σημαίνει άρνηση της ειδίκευσης. Αντιθέτως, τον ρόλο του ως πραγματικού διανοουμένου μπορεί να τον παίξει μόνον εφόσον έχει διακριθεί στον τομέα της ειδικότητάς του, είτε επιστημονική είναι αυτή είτε λογοτεχνική/καλλιτεχνική. Η πρόταση του Σαΐντ υπερβαίνει το αδιέξοδο που περιγράφει ο Εντγκάρ Μορέν όταν διαπιστώνει ότι «οι διανοούμενοι δεν μπορούν πια να έχουν θέση στη γνώση που είναι σκορπισμένη στις πολλαπλές ειδικότητες και οι τεχνικοί δεν έχουν πια θέση στην καθολική συνείδηση». Ο Σαΐντ επιμένει ότι ο σημερινός διανοούμενος οφείλει να είναι ερασιτέχνης και εξηγεί: «Ένα άτομο θεωρεί ότι με το να είναι σκεπτόμενο και πολιτικοποιημένο έχει συγχρόνως το δικαίωμα να θέτει ερωτήματα ηθικής φύσεως ακόμη και με τις πλέον ειδικές και επαγγελματικές δραστηριότητες στο μέτρο που οι τελευταίες εμπλέκουν τη χώρα του, την εξουσία της με τους πολίτες της και τις άλλες κοινωνίες».
O Έντουαρντ Σαΐντ δεν αποφεύγει να αντιμετωπίσει το πραγματικά κρίσιμο ερώτημα σχετικά με το πώς γίνονται αντιληπτές στον σημερινό κόσμο οι οικουμενικές αξίες, για το αν υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει καθολική συναίνεση για το τι είναι πραγματικότητα ή έστω σκοπιμότητα όσον αφορά τη λύση ορισμένων προβλημάτων. Η αλήθεια είναι ότι στον σημερινό κόσμο των επικοινωνιών και των διεθνών επαφών είναι δύσκολο να αγνοήσουμε τις απόψεις και τις ιδέες που έχουν για την πραγματικότητα άλλοι λαοί που ζουν σε άλλες περιοχές της γης, άλλες φυλές ή άλλοι πολιτισμοί. Η διαπίστωση αυτή, ωστόσο, δεν αποτελεί αυτόματη προστασία έναντι αναγωγής των δικών μας αξιών σε οικουμενικές αξίες. Όπως δεν αποτελεί ασφαλή ασπίδα έναντι του τόσο διαδεμένου φαινομένου της υποκριτικής υιοθέτησης οικουμενικών αξιών, όπως το δικαίωμα ενός λαού στην αυτοδιάθεση ή το δικαίωμα μιας κοινότητας στην έκφραση, με την ανομολόγητη παραδοχή ότι τα δικαιώματα αυτά περιορίζονται στον δικό μας λαό, στη δική μας κοινότητα. Η διπρόσωπη αυτή λογική δεν φαίνεται πουθενά αλλού καθαρότερα από όσο στις διεθνείς σχέσεις. Πολλοί «οργανικοί» διανοούμενοι, ευθαρσώς ταγμένοι στο πλευρό της εξουσίας, χρησιμοποιούν τις γνώσεις και τα ταλέντα τους αφενός για να διαδίδουν τις δικές μας αξίες και αφετέρου για να συγκαλύπτουν την παραβίαση των ίδιων αυτών αξιών από τη δική μας εξουσία σε άλλες περιοχές της γης ή σε άλλες ανθρώπινες κοινότητες που, αν και ζουν μέσα στην επικράτειά μας, διαφέρουν από εμάς. Οι υπηρεσίες τους ανταμείβονται επαρκώς ή και σκανδαλωδώς. Κλεισμένοι μέσα στα τείχη της ειδικότητάς του, δηλώνουν αναρμόδιοι για προβλήματα του κόσμου που υπερβαίνουν τον τομέα τους και, ενώ πλάι τους πεθαίνουν άνθρωποι από την πείνα ή από τα βασανιστήρια, αυτοί κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου τυλιγμένοι μέσα στην παχυλή αμεριμνησία τους.
Ελάχιστοι είναι πλέον οι αυθεντικοί διανοούμενοι, οι «ερασιτέχνες» που αφήνουν ελεύθερη τη φαντασία τους να περιπλανηθεί έξω από το εργαστήριό τους, εκεί όπου ψηλαφούνται οι πληγές του κόσμου, οι «εξόριστοι» μέσα στον ίδιο τους τον τόπο, αλλά έξω από τα σύνορα της συμβατικότητας και του κομφορμισμού, οι «ξένοι», απόμακροι από την εξουσία και τα προνόμιά της, τις ανταμοιβές και τις τιμές της, οι πραγματικοί διανοούμενοι που μιλούν τη γλώσσα της αλήθειας τη γλώσσα τους. Οι διανοούμενοι αυτοί σήμερα δεν είναι κατ' ανάγκην στρατευμένοι σε ένα κόμμα, σε μια πολιτική ιδεολογία, σε ένα κίνημα το σοκ της αποκάλυψης της αναξιότητας των θεών στους οποίους είχαν πιστέψει δεν έχει ακόμη ξεπερασθεί. Αλλά η προσήλωση στην αλήθεια, η απόφαση διακήρυξης της αλήθειας με όποιο τίμημα συνιστούν αφ' εαυτών στράτευση. Οι «ερασιτέχνες» διανοούμενοι, αυτοί που κατά τον Σαρτρ «φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν», είναι σήμερα ελάχιστοι. Αλλά είναι η μαγιά του αυριανού κόσμου.
ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 04-10-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις