0
Your Καλαθι
Καλύπτοντας το Ισλάμ
Πώς τα ΜΜΕ και οι αναλυτές καθορίζουν την εικόνα που έχουμε για τον υπόλοιπο κόσμο
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Από την Ιρανική κρίση ώς τον Πόλεμο του Κόλπου και από την επίθεση στο World Trade Center ώς το παρανοϊκό τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, τη Δύση στοιχειώνει η ισλαμική απειλή. Σύμφωνα με την εικόνα που προβάλλουν τόσο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όσο και μια χορεία κυβερνητικών, πανεπιστημιακών και οικονομικών ειδικών, το Ισλάμ είναι συνώνυμο με την τρομοκρατία και τη θρησκευτική υστερία. Ταυτόχρονα αρκετές ισλαμικές χώρες επικαλούνται το «Ισλάμ» για να δικαιώσουν την τυραννική φύση των καθεστώτων τους.
Το βιβλίο του Έντουαρντ Σαΐντ διερευνά τους μηχανισμούς με τους οποίους ειδήμονες και μέσα ενημέρωσης συγκροτούν τη δυτική ματιά για το Ισλάμ, αλλά και τις συνέπειες που έχει για τον σύγχρονο κόσμο η αναπαραγωγή αυτής της μονολιθικής εικόνας για το «Ισλάμ». Συνδυάζοντας τον πολιτικό σχολιασμό με τη λογοτεχνική κριτική, ο στοχαστής αποκαλύπτει τις προκαταλήψεις και τις στρεβλώσεις που διαπνέουν ακόμη και την πιο «αντικειμενική» προσέγγιση του ισλαμικού κόσμου.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Κάθε βιβλίο του Σαΐντ χαρακτηρίζεται από τη διαφάνεια των θέσεών του και από το διάχυτο πάθος με το οποίο τις υποστηρίζει. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει στην κατανόηση και ερμηνεία του έργου του εστιάζεται στη δυνατότητα να παρασυρθεί ο αναγνώστης (ή ο μελετητής) από το ένα από τα δύο στοιχεία. Τότε είναι σίγουρη η αποτυχία στην κατανόηση του κειμένου. Σ' αυτό το έργο, όπως και στον «Οριενταλισμό» («Νεφέλη», 1996, μετάφραση Φώτης Τερζάκης),αλλά και στο -κατά τη γνώμη μας καλύτερο έργο του- «Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός» («Νεφέλη», 1996, μετάφραση Βανέσα Λάππα), ο πλούτος των γνώσεων σμίγει με το πάθος των απόψεων μέσα σ' ένα έντονα προσδιορισμένο πολιτικό-νοηματοδοτικό πλαίσιο, που υπερκαθορίζει τα αφαιρετικά και ακαδημαϊκά κριτήρια.
Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε τον Σαΐντ να ενστερνίζεται τις αρχές ενός «αξιολογικά ουδέτερου» ακαδημαϊσμού, που ασφυκτιά στα στενά όρια ενός αφαιρετικού τρόπου σκέψης, αλλά ούτε και να απεμπολεί τις βασικές συνιστώσες του ορθού λόγου. Τα κείμενά του από τη μία πλευρά διέπονται από την προσέγγιση του αντικειμένου με ορθολογικό τρόπο· από την άλλη, οι ορθολογικές αφαιρέσεις απορροφώνται από το μεθοδολογικό πλουραλισμό του. Με άλλα λόγια, θα λέγαμε ότι στον Σαΐντ οι αρχές του καντιανού ορθολογισμού βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση με αυτές της κριτικής του ρομαντισμού (κυρίως του γερμανικού) κατά των γενικεύσεων που απισχναίνουν τη ζωή.
Το δοκίμιο του Σαΐντ, το οποίο γράφτηκε πριν από τις 11 Σεπτεμβρίου 2001, προσεγγίζεται μέσα από τρία επίπεδα ανάγνωσης. Το πρώτο είναι το ιδεολογικό επίπεδο. Εδώ ο συγγραφέας, ανανεώνοντας τους προβληματισμούς που είχε αναπτύξει στον «Οριενταλισμό», τονίζει ότι ο δυτικός πολιτισμός, θεωρούμενος ως το αποκορύφωμα της ιστορικής εξέλιξης, αυτοδιαχωρίζεται από τον πολιτισμό των ανατολικών κοινωνιών, ο οποίος διέπεται από την κυριαρχία του «ανορθολογικού», του «εξωτικού» και κυρίως του θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Ο Οριενταλισμός αποτελεί ένα κατ' εξοχήν ιδεολογικό σχήμα ερμηνείας, που χαρακτηρίζεται από μια «έντονα πολωμένη γεωγραφική σύλληψη η οποία διαιρεί την υδρόγειο σε δύο άνισα μέρη». Τα μέρη αυτά αντιμετωπίζονται ως μονολιθικά σχήματα που δεν επηρεάζονται το ένα από το άλλο, παρά συνδέονται μόνο μέσω σχέσεων αντιπαλότητας. Ο ανατολικός κόσμος και το Ισλάμ -υποστηρίζει ο Σαΐντ- προσλαμβάνονται με όρους «εμείς εναντίον αυτών» και όχι μέσω της ανάλυσης και της κατανόησης. Ουσιαστικά, στην «επιστημονική ανάλυση» του Ισλάμ κυριαρχεί μια απαγωγική λογική, η οποία δεν ενδιαφέρεται να επιβεβαιώσει ή να απορρίψει τα συμπεράσματά της σε σχέση με τα μελετώμενα αντικείμενα, αλλά να νομιμοποιήσει με επιλεκτικά εμπειρικά δεδομένα την απαξιωτική της γενίκευση σχετικά με το Ισλάμ και την ανατολική κοινωνία.
Ο συγγραφέας κάνει μία ιδιαίτερα διεισδυτική παρατήρηση, ότι το δίπολο της αντιπαράθεσης εμφανίζει τη Δύση να συγκρούεται με το Ισλάμ, και όχι το Χριστιανισμό. Η Δύση προβάλλει ως μια έννοια ευρύτερη από το Χριστιανισμό, η οποία έχει ξεπεράσει την εξάρτησή της από αυτόν, ενώ ο κόσμος του Ισλάμ παραμένει δέσμιος της θρησκείας (του), του πρωτογονισμού και της εξωτικότητας. Αυτό το σχήμα θεωρείται από το συγγραφέα ιδιαίτερα λαθεμένο και στα δύο σκέλη του συλλογισμού. Οσον αφορά όμως στο πρώτο μέρος της συλλογιστικής, είναι προφανές ότι η Δύση είναι κάτι ευρύτερο από το Χριστιανισμό (πράγμα που μάλλον δεν το λαμβάνει σοβαρά υπόψη του ο Σαΐντ). Δεν πρέπει όμως να παραβλέπεται το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί συστατικό στοιχείο συγκρότησης του δυτικού πολιτισμού, επικαθορίζοντας μάλιστα συχνά τις πολιτικές του εκκοσμικευμένου κράτους. Η πολιτική και η δραστηριότητα του σημερινού υπερσυντηρητικού και ιδιαζόντως λαϊκιστή Πάπα -το γεγονός αναδεικνύεται και στο δοκίμιο όπου ο Σολτζενίτσιν και ο Πάπας χαρακτηρίζονται «ανελεύθερες θρησκευτικές φιγούρες»- δείχνουν ανάγλυφα το βαθμό επιρροής της δυτικής κοινωνίας από το θρησκευτικό στοιχείο.
Οσον αφορά το δεύτερο σκέλος της συλλογιστικής, ο συγγραφέας έχει απόλυτο δίκιο όταν διαμαρτύρεται κατά της μονόπλευρης αντιμετώπισης του ανατολικού κόσμου. Οι ανατολικές κοινωνίες δεν ταυτίζονται με το Ισλάμ, διαπεράστηκαν μάλιστα από μια κοσμικότητα προγενέστερη του δυτικού πολιτισμού, η οποία όμως δεν κατόρθωσε -οι αιτίες δεν μπορούν να εκτεθούν στο πλαίσιο αυτού του κειμένου- να παγιωθεί. Ο Σαΐντ επιθυμεί να δείξει ότι οι πολιτισμοί δεν είναι σύνολα ερμητικά κλειστά, αλλά ανοιχτά ρεύματα που διατρέχουν την ανθρώπινη Ιστορία, εννοούμενη ως σύνολο και όχι ως γεωγραφικά και πολιτισμικά κατακερματισμένος χώρος.
Η δεύτερη ανάγνωση του δοκιμίου γίνεται σε πολιτικό επίπεδο και αφορά την ιδιαίτερη σύνδεση της γνώσης με την εξουσία. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η παρουσίαση του Ισλάμ ως αιώνιου και φανατισμένου εχθρού της Δύσης δεν στηρίζεται σε μια μελέτη των συνολικών δεδομένων, αλλά σε μια απομόνωση στοιχείων που επιβεβαιώνουν ένα σύστημα παθών και προκαταλήψεων, στόχος των οποίων είναι η ιδεολογική νομιμοποίηση της κυριαρχίας της Δύσης. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο Σαΐντ στη διασύνδεση του επιστημονικού ενδιαφέροντος για το Ισλάμ με τα πολιτικο-επιχειρηματικά συμφέροντα, περιγράφοντας πολύ καθαρά τις σχέσεις εξάρτησης που αναπτύσσονται εντός του δικτύου επιχειρήσεις-κυβέρνηση-πανεπιστήμια, με τελικό αποδέκτη τα ΜΜΕ. Αυτό το δίκτυο αποτελεί ένα καλά οργανωμένο σύστημα πατροναρίσματος των ισλαμικών σπουδών, το οποίο καθορίζει και τα όρια της κριτικής. Σ' αυτό το πλαίσιο, η ανάλυση του Ισλάμ γίνεται μόνο με όρους φορτισμένους πολιτικο-ιδεολογικά, χωρίς οι αναλυτές να ασχολούνται μεθοδολογικά με τα ισλαμικά κείμενα. Θα προσθέταμε δε, ότι στο βαθμό που στις κορανικές σούρες μπορούν να βρεθούν πολεμικά σαλπίσματα αλλά και μηνύματα αγάπης, δικαιοσύνης και κυρίως προτροπές για δικαιότερη κατανομή του πλούτου, αυτή η μονομερής ανάλυση αποδεικνύει ότι τα προκατασκευασμένα της συστήματα «δεν αποτελούν διαδικασίες ερμηνείας αλλά διεκδίκηση εξουσίας».
Το τρίτο και σημαντικότερο επίπεδο της ανάλυσης του Σαΐντ είναι το «φιλοσοφικό», το οποίο στηρίζεται στη θέση ότι δεν ζούμε σ' ένα φυσικό αλλά σ' έναν κατασκευάσιμο κόσμο, δημιούργημα της ανθρώπινης θέλησης, της ιστορίας και των «συμβατικών κανόνων του επαγγέλματός μας». Οι κρίσεις γι' αυτό τον κόσμο έχουν πάντα το χαρακτήρα του υποκειμενισμού. Επομένως, οι ερμηνείες του Ισλάμ από το δυτικό διανοούμενο και ανταποκριτή «αποτελούν πράξεις βούλησης και ερμηνείας που λαμβάνουν χώρα στην ιστορία» και μπορούν να κριθούν μόνο στο πλαίσιό της. Ο ίδιος ο συγγραφέας δεν τοποθετείται έξω από τη βούληση της ιστορίας. Είναι και αυτός συμμέτοχος αυτής της βούλησης και του υποκειμενισμού της. Ενός υποκειμενισμού που δεν του επιτρέπει να αναγνωρίσει πλήρως την πολυπλοκότητα του δυτικού ορθολογισμού, που έχει συμβάλει όχι μόνο στην υποτίμηση των άλλων πολιτισμών αλλά ταυτόχρονα και στην ανάδειξή τους όχι ως ισότιμων, αλλά ως σύμμετρων και αναγνωρίσιμων. Είναι αυτός ο δυτικός ορθολογικός τρόπος σκέψης που συγκρούστηκε με τον υπερκαθορισμό της κοινωνίας από τη μεταφυσική -θρησκευτική ή μη- σκέψη και αυτό οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε. Ισως αυτός ο υποκειμενισμός δεν του επιτρέπει να αναλύσει και τους τρόπους που το Ισλάμ προσλαμβάνει τη Δύση. Αυτή η αντίστροφη ανάλυση θα επέτρεπε να αναδειχθούν κάποιοι από τους λόγους που οι κυριαρχούμενοι δεν κατορθώνουν να απελευθερωθούν από το λόγο και την πρακτική των κυρίαρχων.
Εκείνο όμως που οφείλουμε κυρίως να κρατήσουμε από αυτό το ιδιαίτερα πολύτιμο βιβλίο, αλλά και από το σύνολο του έργου του Σαΐντ, είναι η περιφρόνησή του για όλους τους εθνικισμούς και τους εθνικιστές, η θέση του ότι για την κατανόηση ενός ξένου πολιτισμού ο ερευνητής πρέπει να βρίσκεται σε μη καταναγκαστική σχέση με το συγκεκριμένο πολιτισμό και να γνωρίζει ότι κάθε γνώση αποτελεί και ερμηνεία. Τελικά, κάθε ερμηνεία πολιτισμών έχει να ακολουθήσει δύο κύριους δρόμους: να τεθεί είτε στην υπηρεσία της εξουσίας είτε στην υπηρεσία της κριτικής. Ο Σαΐντ ακολουθεί το δρόμο του στρατευμένου διανοούμενου, οι όποιες δε ενστάσεις για το έργο του δεν κρύβουν το θαυμασμό μας για την τραγική ανεξαρτησία και το συγκρουσιακό χαρακτήρα της σκέψης του.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/09/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις