0
Your Καλαθι
Σύγχρονο γυναικείο θέατρο
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο που έχει να επιδείξει η ελληνική θεατρολογία τα τελευταία δεκαέξι χρόνια, η μελέτη του γυναικείου θεάτρου μάλλον υστερεί. Εάν εξαιρέσουμε ορισμένες μελέτες που εστιάζουν στο έργο συγκεκριμένων γυναικών δραματουργών και κάποιες λίγες ακόμα που επιχειρούν μια γενικότερη θεώρηση του φεμινιστικού θεάτρου, η ελληνική θεατρολογική βιβλιογραφία δεν διέθετε μέχρι πρόσφατα κάποιο ενιαίο πόνημα που να αντιμετωπίζει σφαιρικά και συστηματικά τον γυναικείο θεατρικό λόγο, όπως δηλαδή εκφράζεται στη δραματουργία και στη σκηνική γραφή. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει κάπως το βιβλίο της Ελσης Σακελλαρίδου, καθηγήτριας Ιστορίας και Θεωρίας του Θεάτρου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μιλώ για μερική κάλυψη, διότι το γυναικείο θέατρο, και όχι αυστηρά το φεμινιστικό, δεν εξαντλείται στην έκταση ενός βιβλίου, αλλά απαιτεί συστηματική και διεπιστημονική προσέγγιση, όπως κι ένα βάθος χρόνου, καθώς αποτελεί έναν ισχυρό θεματολογικό, αισθητικό και κοινωνικό άξονα που διαπερνά την ιστορία του νεότερου και σύγχρονου δυτικού θεάτρου, λιγότερο έντονα κατά τον 19ο αιώνα, με πιο δραματικό τρόπο και με πιο πυκνά καλλιτεχνικά προϊόντα κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Το διακύβευμα της Σακελλαρίδου είναι πολλαπλό: εν πρώτοις, να διαχειριστεί με την ιστορική αφήγηση ένα σύνθετο κοινωνικό και θεατρικό φαινόμενο διαχρονικής εμβέλειας, αλλά συνάμα και να το ανατάμει θεωρητικά, χρησιμοποιώντας κάθε φορά τα αντίστοιχα θεωρητικά εργαλεία της εποχής· επιπλέον, να αναδείξει τη δυναμική του γυναικείου λόγου στον αγγλοσαξονικό κόσμο (Βρετανία και ΗΠΑ), κυρίως μετά τη δεκαετία του '60, αλλά και να περιγράψει επιλεκτικά τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές σκηνές (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ελλάδα)· τέλος, να εξετάσει τη βασική γυναικεία δραματουργία, αλλά και να παρουσιάσει αντιπροσωπευτικά γυναικεία συγκροτήματα ή απλά θεατρικά σχήματα, καθώς και την απήχηση των σκηνικών παραγωγών τους.
Η ιστορική αφήγηση αρχίζει από την ελληνική αρχαιότητα και περνά, με σύντομες αναφορές στο Βυζάντιο, στη μεσαιωνική Δύση και στην Αναγέννηση, στην Παλινόρθωση και στους νεότερους χρόνους, προκειμένου να σκιαγραφηθεί η σποραδική γυναικεία παρουσία στην τέχνη της ηθοποιού και στη δραματουργία. Οι αφηγηματικές γραμμές είναι, μέχρι το στάδιο αυτό, αραιές, ενώ αρχίζουν να πυκνώνουν όλο και περισσότερο καθώς περνούμε από τον 19ο στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, εκεί όπου η γυναικεία φωνή στο θέατρο, όχι μόνο συνυφαίνεται με τα αντίστοιχα κοινωνικά κινήματα των φοιτητών, των μαύρων, της Νέας Αριστεράς κ.ο.κ., αλλά κυρίως αρθρώνεται σε ένα πλαίσιο ιδεολογικής αντιπαράθεσης, θεσμικών μεταβολών και πολιτιστικών εξελίξεων, στο οποίο καθίσταται εφικτή η διατύπωση μιας φεμινιστικής αισθητικής του θεάτρου. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο άλλωστε, εκδηλώνονται και όλοι οι προβληματισμοί των πολιτισμικών σπουδών γύρω από τη φυλή, την εθνότητα, το κοινωνικό φύλο και τη σεξουαλική επιλογή ως κεντρικά προτάγματα των δυτικών κοινωνιών, τα οποία συνδέονται στενά με τα μείζονα πολιτικά ζητήματα των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων.
Υπό το πρίσμα αυτό, διαφαίνεται η τάση του θεατρικού φεμινισμού να συσπειρώσει πρόσωπα, κοινωνικές δυνάμεις και θεωρίες γύρω από έναν καλλιτεχνικό πυρήνα στις δεκαετίες του '70 και του '80, αλλά και οι μεταγενέστερες αποκλίνουσες τάσεις, που οδηγούν προς την πολυφωνία, αν όχι προς τη διάσπαση του ενιαίου φεμινιστικού λόγου σε επιμέρους φεμινισμούς. Οι εξελίξεις αυτές φέρνουν στην επιφάνεια τις αντιφάσεις που κατατρύχουν τη φεμινιστική σκέψη από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και εντεύθεν και δεν της επιτρέπουν να διατυπώσει έναν συμπαγή και αρραγή θεωρητικό λόγο ή να σχηματίσει έναν λογοτεχνικό κανόνα ακόμα και σε επίπεδο εθνικής λογοτεχνίας. Σε ό,τι αφορά δε τη θεατρική δημιουργία, ο σχηματισμός του κανόνα καθίσταται έτι δυσχερέστερος, καθώς υπεισέρχονται στη σκηνική δημιουργία όλες οι άλλες τέχνες που διεκδικούν σταδιακά αυτονομία και εκφραστικές ελευθερίες, υποσκάπτοντας έτσι κάθε κεντρικό, ηγεμονικό λόγο.
Η Σακελλαρίδου περιγράφει προσεκτικά και με ειλικρίνεια όλες αυτές τις εξελίξεις, αποφεύγοντας προσφυώς να προβεί σε στενές κατηγοριοποιήσεις και κλειστές περιοδολογήσεις, αφού οι απόπειρες ομογενοποίησης της γυναικείας θεατρικής δραστηριότητας υποπίπτουν σε αντιφάσεις ή εξαντλούνται σε απλουστεύσεις. Αντ' αυτού, εστιάζοντας πότε στα ίδια τα θεατρικά γεγονότα, (συγκρότηση γυναικείων θιάσων, συνεργατικές μορφές και συλλογική δημιουργία, ατομική δραματουργία και παραστάσεις) και πότε στις θεωρίες που προετοιμάζουν ή ερμηνεύουν τα γεγονότα αυτά, καταφέρνει, με το πλούσιο υλικό που κομίζει η εργασία της, να δώσει μια «καθαρή» και αντιπροσωπευτική εικόνα των ποικίλων εκφάνσεων του γυναικείου θεατρικού κινήματος.
Ετσι, εντοπίζει εκείνα τα στοιχεία που εμφανίζουν τη μεγαλύτερη σταθερότητα μέσα στην πολυμορφία και τα αναλύει με σαφήνεια. Τέτοια στοιχεία είναι βεβαίως η απόσταση που θέλουν να τηρούν πολλές συγγραφείς (Caryl Churchill, Pam Gems, Timberlake Wertenbaker, Luise Page), από μια προκαθορισμένη από τον προγραμματικό φεμινισμό θεατρική τέχνη ή η αντιρρεαλιστική τάση σκηνοθετών και συγγραφέων, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου παρατηρείται μια αποδοχή του ρεαλισμού, όπως συμβαίνει με τις συγγραφείς Beth Henley, Patricia Schroeder και Wendy Wasserstein. Εδώ περιγράφονται μέθοδοι και τεχνικές που οδηγούν στη διάβρωση της αληθοφάνειας και στη διαγραφή μιας ανατρεπτικής αισθητικής. Ενα άλλο σχετικά σταθερό στοιχείο είναι η τεχνική της αποξένωσης του επικού θεάτρου. Η Σακελλαρίδου δείχνει ιδιαίτερη φροντίδα στην ανάδειξη της σημασίας της μπρεχτικής σκέψης στο γυναικείο θέατρο, καθώς θεωρείται από πολλές κριτικούς (λ.χ. Janelle Reinelt, Elin Diamond, Sue-Ellen Case, Jill Dolan) ότι προσφέρει το μόνο βιώσιμο, ανδρικής προέλευσης, θεωρητικό πρότυπο ιδεολογικής παρέμβασης και κοινωνικής αλλαγής, αλλά και στη συναφή γυναικεία δραματουργία και παραστασιολογία. Πράγματι, η μελέτη του φεμινιστικού θεάτρου μας δίνει την ευκαιρία να αναθεωρήσουμε τη δυναμική του μπρεχτικού gestus στο σύγχρονο μετανεωτερικό περιβάλλον, αλλά και να επανεξετάσουμε την εμβέλεια άλλων ισχυρών παραδόσεων, όπως αυτήν του Artaud ή ακόμα του Freud και των ψυχαναλυτικών σχολών, μέχρι τους G. Deleuze και F. Guatari, οι οποίες μπορούν να θέσουν τον λόγο περί ασυνειδήτου σε νέα παραστασιακά συγκείμενα.
Ο αγγλοσαξονικός «χαρακτήρας» του βιβλίου είναι βεβαίως πρόδηλος σε τρία τουλάχιστον επίπεδα: στο ύφος της γραφής, (που είναι λιτό, χωρίς λογοτεχνικές περιελίξεις, με ακριβείς αναφορές στις απόψεις άλλων μελετητών), στη βιβλιογραφία (σχεδόν αποκλειστικά αγγλοσαξονική ή αγγλόφωνη) και στις θεματικές αναφορές του (τη μερίδα του λέοντος κατέχει το βρετανικό και το αμερικάνικο θέατρο, όπου η συγγραφέας έχει εντρυφήσει πολύ). Θα πρέπει επιπλέον να σημειωθεί ότι ο κύριος όγκος των αναφορών και των αναλύσεων αναφέρεται στη διεθνή δραματουργία, γιατί αυτή προσφέρει στο γυναικείο θέατρο ένα εκδοτικό κύρος, καθώς το εντάσσει στην παγκόσμια θεατρική βιβλιοθήκη, και μια σταθερή βάση ερμηνείας, αξιολόγησης και περαιτέρω σκηνικών αναγνώσεων. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι παραγκωνίζονται τα σημαντικά γυναικεία συγκροτήματα, όπως τα «Split Britches» και «Spiderwoman» στις ΗΠΑ, «Monstrous Regiment», «Women's Theatre Group» και «Mrs Worthington's Daughters» στη Βρετανία, από τα οποία άλλωστε εμφανίζονται πολύ συχνά και διακεκριμένες συγγραφείς.
Βιβλίο συμπεριληπτικό, πυκνό πλην σαφές, που καταφέρνει να συγκεντρώσει με τρόπο αβίαστο και τεκμηριωμένο τις ιστορικές και καλλιτεχνικές περιπέτειες της γυναικείας σκέψης και θεατρικής δραστηριότητας, το «Σύγχρονο γυναικείο θέατρο» της Σακελλαρίδου προσφέρει μια στέρεη βάση για την ανάπτυξη και στην Ελλάδα ενός διαλόγου για τις γυναικείες θεατρικές φωνές, την ιστορία και τις προοπτικές τους.
ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΠΕΦΑΝΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/09/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις