Πάρε με σαν φωτογραφία

Φωτογραφίες Elena Sheehan
Έκπτωση
10%
Τιμή Εκδότη: 15.07
13.56
Τιμή Πρωτοπορίας
+
204957
Συγγραφέας: Σακελλίου, Λιάνα
Εκδόσεις: Τυπωθήτω
Σελίδες:98
Ημερομηνία Έκδοσης:01/12/2003
ISBN:9789604021000
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Ένα βιβλίο ποίησης πολύ διαφορετικό από τα συνήθη. Εμπνευστής του η ποιήτρια Λιάνα Σακελλίου, που καταθέτει, σε τρεις ενότητες, 48 ποιήματα - ολιγόστιχα συνήθως, αλλά όχι πάντα, με ακραία ερωτικές, υγρές εικόνες, σαφέστατα αλλά και πολυσήμαντα, που ταξιδεύουν σε ποικίλες περιοχές της ιστορίας και των αισθημάτων, με πολλή πίκρα, αγάπη και λυρισμό, αλλά και με ένταση, αποφασιστικότητα και πάθος. Η πρωτοτυπία, ωστόσο, της έκδοσης (πέραν του γεγονότος ότι εδώ μιλούμε για μία ποίηση που δεν πρόκειται σε καμία στιγμή να περάσει απαρατήρητη - το αντίθετο θα συμβεί) έγκειται στο γεγονός ότι τα ποιήματα συνοδεύονται και τρόπον τινά εικονογραφούνται από φωτογραφίες ανθέων της διάσημης Αμερικανίδας φωτογράφου Elena Sheehan, που με πάνω από 50 εκθέσεις στις ΗΠΑ και αλλού, αλλά και με δεκάδες δημοσιεύσεις, συγκαταλέγεται στις κορυφαίες στυλίστριες της φωτογραφίας των καιρών μας. Μία έκδοση-κόσμημα, που διαβάζεται με "απεγνωσμένη απόλαυση", εισπράττεται ποικιλοτρόπως από τον αναγνώστη και ήδη μεταφράζεται για την έκδοσή της στο εξωτερικό.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Αν υπήρχε τρόπος στην ευρύτερη ζώνη του τίτλου η περίφημη ρήση του Λατίνου ποιητή Οράτιου από το ars poetica να επεκταθεί με τον όρο «φωτογραφία» («Η ποίηση, όπως η ζωγραφιά και η φωτογραφία») και, επίσης, να συσχετιστεί προς το ρήμα εκείνο του Ελληνα χορικού (και λυρικού) κατά το οποίο η ποίηση είναι ομιλούσα ζωγραφική (και φωτογραφία) και η ζωγραφική (και η φωτογραφία) σιωπώσα ποίηση, έχω την αίσθηση ότι η παρούσα κριτική θα είχε συμπληρωθεί και δεν θα απέμενε παρά να την υπογράψω. Θα ανησυχούσα απλώς μήπως αντί του σολωμικού παραθέματος από το VI απόσπασμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» (Ο Πειρασμός) έπρεπε να προτιμήσω το ανάλογο του ΧΧ αποσπάσματος του «Κρητικού»: «Δεν είν' πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας/ ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας».

Κι αν ακόμα από την άποψη της κριτικής το ένα ή το άλλο μότο γεννούν δυσεκπλήρωτες και άρα ανεπιθύμητες προσδοκίες, θεματικά και ποιητικά ταιριάζουν και εναρμονίζονται προς αυτό που αποτελεί το κύριο γνώρισμα (το υδατόσημο!) της εν τίτλω συλλογής. Εννοώ τη λεπτοφυΐα που χαρακτηρίζει, και στη φωτογραφική και στην ποιητική μερίδα του βιβλίου, τον απεικονιζόμενο ζωικό και φυτικό (άνθινο) κόσμο στο μεταίχμιο και μεθόριο της συνεπαφής, συνύπαρξης και μεταλλαγής τους. Τα φωτογραφήματα λουλουδιών και κυρίως των πετάλων αποτελούν μια συνεχή, όσο και ποικίλη, υπόμνηση λεπτότητας και λειτουργίας. Συγχρόνως υποβάλλουν την εξαλλαγή και μετάλλαξη -ακριβέστερα: τη μεταμόρφωση- του άνθους σε έντομο και το αντίστροφο. Στο ποιημάτιο της σελ. 25, αντικριστά με φωτογραφία (ζωγράφημα) άνθους που τα διαγώνια πέταλά του τείνουν να μεταμορφωθούν σε λεπιδόπτερα, η λέξη «ανταμοιβή», και όχι μόνο κατά την αρχαία της σημασία, καλύπτει και υπερβαίνει τις πιο πάνω σημασίες: «Το ρόδο έχει γίνει πια έντομο -/ συνδέει την οσμή με την ανταμοιβή/ εξαντλημένο θυμάται/ τη σαγήνη, την οργαντίνα./ Το βαθύ ντεκολτέ».

Στο πρώτο ποίημα της συλλογής (και της πρώτης ενότητας) υπό τον υπογεγραμμένο και άκρως ενδεικτικό τίτλο «Καλειδοσκόπιο Βοτανικής» διαβλέπουμε όχι μόνο προοιμιακή αλλά και προγραμματική ισχύ. Η ποιήτρια (και η φωτογράφος) δεν υπόσχονται μια ποίηση που αναφέρεται και ευδοκιμεί σε φυσικούς λειμώνες και δάση, αλλά σε κήπους, σε κήπους μάλιστα ιαπωνικής λεπταισθησίας και ευγένειας.

Πρόκειται για μια ποίηση που στρέφεται αποκλειστικά προς «μικρές ζωές» και σε μεταιχμιακές καταστάσεις, που ενώ δεν αποκλείουν φαντασμαγορικές ανακλάσεις μορφών και σχημάτων, επιβάλλουν απαλότητα και λεπτότατη συναισθησία κατά τη συνύφανσή τους στην «αφήγηση» και ευρύτερα στην ποιητικότητα: «Μικρές ζωές τρέμουν/ όταν η σκέψη τις αγγίζει/ αναπνέουν μ' ελάχιστους ήχους,/ θάλλουν στην ευωδία των μορφών.// Αύρες σε τοπία μηδενικής βαρύτητας,/ πέταλα ηλιοφάνειας σε μεταίχμια/ εγρήγορσης και λήθης.// Υφαίνονται απαλά στην αφήγηση».



(«Καλειδοσκόπιο Βοτανικής»).



Το ίδιο προοιμιακό, αν όχι και προγραμματικό, είναι και το δεύτερο κείμενο της πρώτης ενότητας με τον υποβλητικό όσο και σαφέστατο «μετάτιτλο» «Μεταμορφώσεις»: «Το νωπό χνούδι τους/ αποζητούσε λεπταίσθητα χάδια./ Μια ειμαρμένη τα έκανε φτερά/ με την επίγνωση του αποχωρισμού/ στο πέταγμα του στίχου./ Χνάρια που έχουν χάσει τη χώρα τους./ Φέρνουν μια μοναξιά».



Σε σύγκριση με το προηγούμενο ποίημα που σχολιάσαμε, αυτό εδώ περιγράφει μια βαθμίδα αδιανόητη έξω από την ποίηση. Δεν πρόκειται μόνο για τα τρία στάδια της εξέλιξης ενός λεπιδόπτερου (προνύμφη, χρυσαλλίδα, τέλειο άτομο), αλλά για το πέραμα σε έτερο είδος, για τη μετάβαση από τη φυτική στη (μικρο)ζωική κατάσταση, από ανθύλλιο σε πεταλούδα. Αλήθεια, ποια δύναμη αποφασίζει αν κάτι χνουδωτό θα γίνει φυτό ή έντομο; Η ποιήτρια μόλις που κατονομάζει τη δύναμη αυτή («μια ειμαρμένη τα έκανε φτερά»), έχοντας επίγνωση ότι ο «αποχωρισμός» βαίνει παράλληλα προς την πτητικότητα της ποίησης («κούφον και πτηνόν» ο ποιητής κατά τον Πλάτωνα). Η ποιήτρια δεν αποκρύπτει κάποια δυσθυμία για την αιφνίδια μετάλλαξη -μετάλλαξη που επιτείνει η παρήχηση του χ και του ρ (: «Χνάρια που έχουν χάσει τη χώρα τους. /Φέρνουν μια μοναξιά»).



Οντολογικές προεκτάσεις



Σε όχι λίγα ποιήματα η Λιάνα Σακελλίου εξαίρει την απόλυτη και κατ' αμοιβαιότητα συμπάθεια ανάμεσα στο άνθος-πεταλούδα και στη γυναίκα. Στο κείμενο της σελ. 20 απευθύνεται σε ένα τέτοιο άνθος και με την υποκείμενη επιγραφή «Αρχέτυπη δομή» μας ανοίγει δρόμο για οντολογικές και γενετικές (της Γενέσεως!) προεκτάσεις και εμβαθύνσεις. Σε ανταπόκριση με τη γνώση του αιώνα, το Χάος, έξαφνα, και τη Γενετική, κατατείνει προς μια καθολικότερη και αρχετυπική ενοφυλία, της οποίας η διάσπαση σε ύπερους και στήμονες, σε άρρενα και θήλεα γενετικά όργανα, δεν είναι παρά μια μόνο οντογενετική φάση. Χωρίς η ποιήτρια να επιβαρύνει το κείμενο με επιστημονικό και φιλοσοφικό φόρτο, περισσότερο απ' όσο ανέχεται ο ποιητικός λόγος, γράφει και προσφέρει ένα ερωτικότατο και οργασμικό (κατά τη βαθύτερη ετυμολογική διαφάνεια της λέξης, ήτοι επιθυμίας και πόθου) ποίημα: «Θα προτιμούσα ν' άνθιζες/ στο λοβό του αριστερού της αυτιού./ Σε μια επάρκεια αισθήματος/ να σε ξεκούμπωνε απ' τις μπούκλες/ να σε γλιστρούσε στο φρίλι του μαύρου της λαιμού/ και να σε τίναζε στο χείλος της αίθουσας.// Η κέρινη διαφάνειά σου θ' αποτύπωνε την αναστάτωση του ύπερου/ και το κρυπτογράφημα της φωνής της».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ερωτικά ποιήματα της συλλογής. Στο υπογραφόμενο «Ο ροδώνας της Εύας» (σελ. 43), όπου σαφείς νύξεις για τον όφι («μετά τον πράσινο σσυριγμό»), το γήινο αισθησιασμό και τη φυσιολογία της ερωτικής πράξης, η διαιώνια Εύα απευθύνεται σ' έναν ανά τους αιώνες υπάρχοντα Αδάμ (ερωτικό σύντροφο), προ και μετά το προπατορικό. Αξίζει να σημειωθεί ότι το κείμενο διαλέγεται με το ποίημα του Ν. Εγγονόπουλου «Παράφασις ή Η κοιλάδα με τους ροδώνες» (1978), όπου και το πρώτο και το δεύτερο μέλος της διάζευξης υπονοούν τα εσωτερικά και εξωτερικά μέρη του γυναικείου αιδοίου.

Αν επέτρεπε ο χώρος, θα σχολιάζαμε ένα προς ένα τα κείμενα που έμμεσα ή άμεσα αφιερώνονται σε ποιητές, όπως η Εμιλι Ντίκινσον, ο Νίκος Φωκάς, ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Την ένδειξη «Στον Νίκο Φωκά» φέρει το ποίημα «36 μ.Χ. από τα αρχεία της δυναστείας των Χαν», με το οποίο κλείνει η δεύτερη ενότητα της συλλογής. Το ποίημα αυτό, έτσι και αλλιώς δυσπρόσιτο, παρά κάποιους εσωτερικούς δείκτες και λαβές, θα παρέμενε τελείως ανενεργό για τους αναγνώστες τουλάχιστον εκείνους που δεν ήξεραν τι σημαίνει η λέξη «Περσείδες», την οποία -κακώς- δεν λημματογραφούν περιώνυμα επιτραπέζια λεξικά, μολονότι εν χρήσει ως αστρονομικός όρος. Προσωπικά χρειάστηκε να καταφύγω σε εγκυκλοπαίδειες για να βεβαιωθώ ότι οι Περσείδες έχουν να κάνουν με τον αστερισμό του Περσέα, στο βόρειο ημισφαίριο του ουράνιου θόλου, και άρα πρόκειται για τους διάττοντες αστέρες. Σ' αυτά ακριβώς τα πεφτάστρια απευθύνεται η ποιήτρια και τα καλεί να δεχτούν στην αγκαλιά τους έναν ουράνιο Απεσταλμένο, Εξάγγελο ή Σωτήρα, η αρχική σύλληψη του οποίου δεν μπορεί να είναι άσχετη με τις Δοξασίες των γνωστικών. Οι βαθύτερες ποιότητες του ποιήματος αυτού ανταποκρίνονται στο προσωπικό και ποιητικό ήθος του ανθρώπου που εφείλκυσε την αφιέρωση.

Από το σαφές και αυτόδηλο ποίημα «Απολείπειν ο Θεός Κλεοπάτραν», σχεδιασμένο, στο σύνολο και στις λεπτομέρειες, μάλλον αψήφιστα πάνω στο περιώνυμο καβαφικό αριστοτέχνημα -σ' αυτό εδώ η Βασίλισσα απευθύνεται στον Στρατηγό-, θα προτιμήσω για έναν πρώτο σχολιασμό το επίσης καβαφογενές ποίημα των σελ. 80-81. Στο λεπτότατο κι ωστόσο πυκνό και κρουστό στην ύφανσή του κείμενο που καταλήγει στον τίτλο «Ο ποιητής καθισμένος σε ανάκλιντρο, Αλεξάνδρεια 1930», πυρηνικό θέμα είναι «η εθιμοτυπία της γυναικείας απαλότητας». Το θέμα αυτό, ιδιαίτερα προσφιλές στη Λιάνα Σακελλίου, έχει ξαναδουλευτεί στο κείμενο της σελ. 39 (καταληκτικός τίλος «Pur ti miro, pur ti godo») όπου κυριαρχεί η γυναικεία φιλαρέσκεια. Στο ποίημα αυτό, που διανθίζεται από μια απροσδόκητη ομωνυμία διαφορετικών μερών του λόγου και ολική παρήχηση συμφώνων και φωνηέντων («Ρήγισσα - ρίγησα»), ομιλήτρια είναι μια γυναίκα, ας πούμε η ποιήτρια. Στο καβαφίζον όμως ποίημα, όπως εξάγεται από την αμετάθετη γραμματική ένδειξη γένους, μιλάει άνδρας, ας πούμε ο Αλεξανδρινός ποιητής. Ο ομιλητής καταφεύγοντας σε ιαπωνικά πρότυπα βίου και συμπεριφοράς, δηλώνει ρητά ότι παρά το ερωτικό του πάθος και αίσθημα δεν συμμερίζεται τη γυναικεία φιλαρέσκεια και περιβολή.

Από τον παράλληλο κύκλο των ποιημάτων που σχετίζονται με τη ζωγραφική, θα ξεχωρίσω το τιτλοφορούμενο «Μαστογραφία με θέμα τη μητρότητα» (σελ. 90-91), όπου το αινιγματικό χαμόγελο της Μόνα Λίζα αποδίδεται στη συναίσθηση γονιμότητας και την προσδοκία της μητρότητας.



«Εξαλλες λέξεις φτερωτές»



Το τελευταίο ποίημα της τρίτης ενότητας και της συλλογής (σελ. 99) υποβάλλει την εικόνα κάποιας συντέλειας, πύρωσης και καύσης του κόσμου, έστω και μικρογραφία. Από αυτό το «κάψιμο» κατά το σολωμικό στίχο («Το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος», «Κρητικός», ΧΙΧ) οι λέξεις μεταμορφωμένες σε λεπιδόπτερα και πτητικά ανθύλλια (:«Εξάλλες λέξεις φτερωτές») είναι οι μόνες που περνάνε μέσα από τη φωτιά αλώβητες.

Στην ποίηση της Λιάνας Σακελλίου, που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών Αγγλική και Αμερικανική λογοτεχνία και δημιουργική γραφή, δεν σπανίζουν λέξεις όπως μάγεμα, μάγευση και άλλες ισοδύναμες («παραδίνομαι σε όρους μάγευσης», σελ. 18). Αραγε υπονοείται το αίτημα για την «αναμάγευση της ποίησης»; Δεν ξέρω. Για ένα είμαι βέβαιος: η ικανοποίηση του αιτήματος αυτού δεν περνάει αποκλειστικά ή κυρίως από την αυστηρή στροφικότητα, το τονικό μέτρο και την ομοιοκαταληξία.



ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΕΛΕΖΙΝΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/06/2005

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!