0
Your Καλαθι
Το τανγκό
Περιγραφή
Στη διάρκεια ενός αιώνα, από τις αβέβαιες απαρχές του σε άθλια περιθωριακά στέκια, το τάνγκο ανέβηκε μέχρι που έγινε συνώνυμο της χώρας που το γέννησε. Υπήρξε αντανάκλαση και προϊόν μιας κοινωνίας που δομήθηκε πάνω στην επιμειξία. Από τη διασταύρωση ντόπιων ρυθμών με άλλους εισαγόμενους, γεννήθηκε η μουσική του Buenos Aires. Από την επιμειξία κρεολών, ιταλών, ισπανών, αράβων και εβραίων γεννήθηκε ο αργεντινός, ο μουσικός καθρέφτης του οποίου ήταν και είναι το τάνγκο. Ακόμα και οι κρίσεις που πέρασε, οι επάνοδοί του, οι ευτυχισμένες στιγμές του και οι ήττες του τάνγκο είναι οι ίδιες μ' αυτές που δοκίμασε η πατρίδα του...
Αυτός ο χορός διαδοχικά αποδοκιμάστηκε, έγινε αντικείμενο πολεμικής σάτιρας και ανάλυσης. Αλλά ο Enrique Santos Discepolo, ο κορυφαίος δημιουργός του, δίνει τον πιο ευαίσθητο και ακριβή ορισμό του: «Είναι μια θλιβερή σκέψη που χορεύεται...»
Στις γιορτές που συμμετείχαν όλοι, όπως στους γάμους για παράδειγμα, και παρά τις απαγορεύσεις ποτέ δεν έλειπε κάποιος τολμηρός που ζητούσε από τους μουσικούς να του παίξουν ένα τάνγκο. Στην αρχή τα κορίτσια αρνούνταν να χορέψουν τάνγκο μπροστά στους γονείς τους, εξοργισμένους από την προσβλητική εισβολή της πορνογραφικής μουσικής στην οικογένεια, αλλά σιγά σιγά -και αφού εξαλείφθηκαν εκείνες οι φιγούρες που θεωρούνταν αμαρτωλές- το τάνγκο άρχισε να συνηθίζεται, να γίνεται απαραίτητος σύντροφος στις αυθόρμητες γιορτές που στήνονταν τις Κυριακές το απόγευμα.
Ο Horacio Salas γεννήθηκε στο Μπουένος Αιρες στα 1938 και κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης και γόνιμης λογοτεχνικής του πορείας δημοσίευσε πάνω από είκοσι έργα, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν η βιογραφία του Μπόρχες (1994), καθώς και η δική του Ποιητική Ανθολογία (1992) στην οποία συγκεντρώθηκαν μερικά από τα καλύτερα λυρικά του ποιήματα.
Έχει δώσει διαλέξεις σε πολλά Πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής, έχει δεχθεί σημαντικά βραβεία τόσο στη χώρα του όσο και στο εξωτερικό, και τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Το έργο του Τάνγκο βρίσκεται ήδη στην τρίτη έκδοση στην Αργεντινή (πρώτη έκδοση στα 1986) και έχει μεταφραστεί στα γαλλικά και στα ιταλικά.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΡΝΕΣΤΟ ΣΑΜΠΑΤΟ
ΤΑΝΓΚΟ, ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ BUENOS AIRES
1. ΥΒΡΙΔΙΟ
Tα εκατομμύρια των μεταναστών που συσσωρεύτηκαν σ' αυτή τη χώρα σε λιγότερο από εκατό χρόνια, όχι μόνο προσέδωσαν στον νέο αργεντινό δύο από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, την πίκρα και τη λύπη, αλλά και προετοίμασαν την έλευση του πιο πρωτότυπου φαινομένου του La Plata, του τάνγκο.
Αυτός ο χορός διαδοχικά αποδοκιμάστηκε, έγινε αντικείμενο πολεμικής, σάτιρας και ανάλυσης. Αλλά ο Enrique Santos Discepolo, ο κορυφαίος δημιουργός του, δίνει, κατά τη γνώμη μου, τον πιο ευαίσθητο και ακριβή ορισμό του: «Είναι μια θλιβερή σκέψη που χορεύεται».
Ο Carlos Ibarguren* [Οι λέξεις με αστερίσκο επεξηγούνται στο τέλος του βιβλίου, στην ενότητα «Πρόσωπα και γεγονότα της αργεντινής ιστορίας»] δηλώνει ότι το τάνγκο δεν είναι αργεντινό, πως είναι απλά ένα προϊόν επιμειξίας των λαϊκών συνοικιών του Βuenos Aires. Αυτή η δήλωση δεν προσδιορίζει σωστά το τάνγκο, αλλά προσδιορίζει καλά τον Carlos Ibarguren. Είναι ξεκάθαρο ότι όσο επώδυνο ήταν για τον ξένο να υφίσταται την εχθρότητα του κρεολού αργεντινού, άλλο τόσο ήταν για τον δεύτερο να βλέπει την πατρίδα του να κατακλύζεται από παράξενα άτομα, που μπαίνανε στη χώρα του μ' ένα σάκο και κάνανε συχνά αυτό που ο Andre Gide λέει πως κάνει ο κόσμος στα ξενοδοχεία: να καθαρίζουν τα παπούτσια τους με τις κουρτίνες. Αλλά τα αληθινά συναισθήματα δεν αποτελούν εγγύηση για σωστές εκλογικεύσεις, αντίθετα προϋποθέτουν την επιφυλακτική αντιμετώπισή τους: ένας απατημένος σύζυγος δεν είναι το πιο κατάλληλο άτομο για να κρίνει τις αρετές του εραστή της γυναίκας του. Όταν ο Ibarguren υποστηρίζει πως το τάνγκο δεν είναι αργεντινό αλλά γνήσιο προϊόν διασταύρωσης, λέει ένα σημαντικό μέρος της αλήθειας, αλλά παραμορφώνει το υπόλοιπο λόγω του (δικαιολογημένου) πάθους που τον αναστατώνει. Γιατί αν όντως είναι αλήθεια πως το τάνγκο είναι υβρίδιο, είναι ψευδές πως δεν είναι αργεντινό. Κι αυτό γιατί, καλώς ή κακώς, δεν υπάρχει λαός καθαρός, σύμφωνα με την πλατωνική ιδέα, και η σημερινή Αργεντινή είναι αποτέλεσμα (πολλές φορές ολέθριο, αυτό είναι αλήθεια) διαδοχικών επιδρομών, αρχίζοντας από αυτήν της οικογένειας του Carlos Ibarguren υποστηρίζει πως το τάνγκο δεν είναι, τον οποίο αναμφίβολα οι Calfucura* πρέπει να βλέπουν σαν παρείσακτο και να θεωρούν τις σκέψεις του χαρακτηριστικές ενός ανθρώπου που μόνο κατά τύχη βρέθηκε στην πάμπα.
Το να αρνείται κανείς την αργεντινικότητα του τάνγκο είναι τόσο έντονα αυτοκαταστροφικό όσο το να αρνείται την ύπαρξη του Βuenos Aires. Η αυτιστική τοποθέτηση του Ibarguren θα γκρέμιζε δια μιας το λιμάνι της πρωτεύουσάς μας, τους ουρανοξύστες της, την εθνική της βιομηχανία, τους εκλεκτούς της ταύρους και τη σιτοπαραγωγική της δύναμη. Ούτε θα υπήρχε διακυβέρνηση, εφόσον οι πρόεδροι και κυβερνήτες μας έχουν την τάση να είναι είτε γνήσιοι απόγονοι ιταλών ή βάσκων είτε «υβρίδια» όπως και το τάνγκο. Μα τι λέω: και αυτή η ίδια η εθνική μας ιδέα δε θα γλύτωνε την εκατόμβη γιατί, στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπε να θυσιάσουμε όλους τους Scalabrini και τους Μosconi*.
Ίσως είναι επώδυνο που η ιστορία είναι, όπως λέει ο W. James, πάντα καινοτόμος και γι' αυτό τείνει χωρίς εξαίρεση στην περιπλοκότητα και στη σύγχυση. Αλλά αυτό είναι που την κάνει τόσο συναρπαστική. Την πλήρη ταύτιση πρέπει να την αναζητήσει κανείς στη λογική ή στα μαθηματικά· κανείς δεν μπορεί να απαιτήσει από την ιστορία ένα προϊόν τόσο καθαρό (αλλά και ανιαρό) όπως ο κώνος ή η καμπύλη.
Πέρα από αναπόφευκτη, η διασταύρωση είναι πάντα γόνιμη: αρκεί να σκεφτεί κανείς το γοτθικό ρυθμό ή τη νέγρικη μουσική των Ηνωμένων Πολιτειών. Όσο για τη λογοτεχνία του La Ρlata, που τόσοι της προσάπτουν ότι προεκτείνει κατά κάποιο τρόπο τα θέματα και τις τεχνικές της Ευρώπης, αυτή είναι άλλο ένα προϊόν επιμειξίας. Γιατί, εκτός κι αν απαιτούσαμε να γράφουμε σε querandi* ή να περιγράφουμε το κυνήγι της στρουθοκαμήλου, δε βλέπω πώς μπορεί να μιλάει κανείς, με λογική συνοχή, για εθνική καθαρότητα. Το να θεωρεί κανείς ότι εθνική λογοτεχνία είναι μόνο εκείνη που ασχολείται με ινδιάνους και γκάουτσος (gauchos*) [Μεμονωμένες λέξεις που δεν αποτελούν τίτλους τραγουδιών, βιβλίων, εφημερίδων ή περιοδικών, επεξηγούνται στο γλωσσάριο, στο τέλος] σημαίνει να προσχωρεί παράλογα στις αποκαλυπτικές θέσεις του Ibarguren. Ούτε και αυτοί οι έλληνες θεοί του Ολύμπου, που ορισμένοι καθηγητές θεωρούν ως παράδειγμα καθαρότητας, δεν μπορούν να επιδείξουν μια γενεαλογία άψογης εντοπιότητας.
1. ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
Πολλοί αργεντινοί διανοούμενοι ταύτισαν το τάνγκο με το ερωτικό στοιχείο ή, όπως ο Juan Pablo Echagϋe*, το έκριναν σαν έναν απλό χορό λαγνείας. Θεωρώ ότι είναι ακριβώς το αντίθετο. Είναι γεγονός πως αναδύθηκε από τα πορνεία, αλλά αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να μας κάνει να υποπτευθούμε πως είναι κάτι σαν το αντίστροφό του, αφού η καλλιτεχνική δημιουργία είναι μια εκδήλωση σχεδόν πάντα ανταγωνιστική, μια πράξη απόδρασης ή ανταρσίας. Δημιουργούμε αυτό που δεν έχουμε, αυτό που κατά κάποιο τρόπο είναι αντικείμενο του πόθου μας και της ελπίδας μας, αυτό που μαγικά μας επιτρέπει να δραπετεύσουμε από τη σκληρή καθημερινή πραγματικότητα. Και σ' αυτό η τέχνη μοιάζει με το όνειρο. Μόνο ένας λαός γεμάτος πάθος και ροπή προς τη σάρκα, όπως οι έλληνες, μπορούσε να γεννήσει την πλατωνική φιλοσοφία, μια φιλοσοφία που συνιστά τη δυσπιστία προς το σώμα και τα πάθη του.
Το πορνείο εκφράζει το ερωτικό στοιχείο σε κατάσταση (ολέθριας) καθαρότητας. Και ο μοναχικός μετανάστης που έμπαινε σ' αυτό έλυνε, όπως λέει ο Τulio Carella, εύκολα το σεξουαλικό του πρόβλημα: με την τραγική ευκολία που αυτό το πρόβλημα λύνεται σ' αυτόν τον σκοτεινό χώρο. Δεν ήταν, λοιπόν, αυτό που μπορούσε να απασχολεί τον μοναχικό άντρα του Buenos Aires ούτε αυτό που θα μπορούσε να επικαλεστεί στο νοσταλγικό, αν και πολλές φορές παράτολμο, τραγούδι του. Ήταν ακριβώς το αντίθετο: η νοσταλγία επαφής και αγάπης, η επιθυμία της γυναίκας και όχι η παρουσία ενός, εργαλείου του σαρκικού του πόθου:
En mi vida tuve muchas, muchas minas,
pero nunca una mujer.
Στη ζωή μου είχα γκόμενες πολλές, πολλές,
μα ποτέ μία γυναίκα.
Το σώμα του άλλου είναι ένα απλό αντικείμενο και η επαφή μαζί του, από μόνη της, δεν επιτρέπει να ξεπεράσει κανείς τα όρια της μοναξιάς. Λόγος για τον οποίο η απλή σεξουαλική πράξη είναι διπλά θλιβερή, αφού όχι μόνο αφήνει τον άνθρωπο στην αρχική του μοναξιά, αλλά την επιδεινώνει και την κάνει πιο ζοφερή λόγω της αποτυχίας του εγχειρήματος.
Αυτός είναι ένας από τους μηχανισμούς που μπορούν να εξηγήσουν τη λύπη του τάνγκο, που τόσο συχνά συνδυάζεται με την απογοήτευση, την οργή, την απειλή και τον σαρκασμό.
Υπάρχει στο τάνγκο μια ερωτική πικρία και μια καλυμμένη εκδήλωση του αισθήματος κατωτερότητας του νέου αργεντινού, αφού το ερωτικό στοιχείο είναι μια από τις πρωταρχικές μορφές εξουσίας. Η ανδροπρέπεια είναι ένα πολύ ιδιαίτερο γνώρισμα του πορτένιου (porteno), λόγω του οποίου νιώθει υποχρεωμένος να φανεί άντρας σε πολλαπλό βαθμό. Γιατί, όπως έχει παρατηρηθεί καλά, και όπως είναι χαρακτηριστικό του ανασφαλούς ανθρώπου, ο άντρας του τάνγκο προσέχει πολύ τη συμπεριφορά του προς τους άλλους και νιώθει να τον κρίνουν ή να τον γελοιοποιούν οι όμοιοί του:
El malevaje extranao
me mira sin comprender.
Το συνάφι παραξενεμένο
με κοιτά και δεν καταλαβαίνει.
3. ΤΟ ΑΝΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΟ
Αυτός ο άντρας φοβάται τη γελοιοποίηση και οι μαγκιές του προέρχονται κατά μεγάλο μέρος από την ανασφάλεια και το άγχος πως η γνώμη των άλλων μπορεί να είναι αρνητική ή αμφίβολη. Οι αντιδράσεις του έχουν πολύ από την υστερική βία ορισμένων ντροπαλών ατόμων. Κι όταν ρίχνει τις προσβολές του ή τα χαστούκια στη γυναίκα, σίγουρα νιώθει ένα σκοτεινό αίσθημα ενοχής. Η πικρία προς τους άλλους είναι η εξωτερική πλευρά της οργής προς τον εαυτό του. Έχει, συνολικά, αυτό το ανικανοποίητο, αυτή τη δυσαρέσκεια, την κακή διάθεση, τη φυγόπονη στάση, την απροσδιόριστη και υπολανθάνουσα οργή απέναντι σε όλους και σε όλα, που είναι σχεδόν η πεμπτουσία του μέσου αργεντινού.
Όλα αυτά κάνουν το τάνγκο ένα χορό εσωστρεφή, μέχρι και ενδοσκοπικό: μια θλιβερή σκέψη που χορεύεται, αντίθετα με άλλους λαϊκούς χορούς που είναι εξωστρεφείς και χαρωποί, θορυβώδεις και χαρούμενα ερωτικοί. Μονό ένας ξένος μπορεί να κάνει την ανοησία να επωφεληθεί ενός τάνγκο για να κουβεντιάσει ή για να ψυχαγωγηθεί.
Το τάνγκο είναι, αν το σκεφτεί κανείς καλά, το πιο εκπληκτικό φαινόμενο που έχει υπάρξει στον λαϊκό χορό.
Ορισμένοι υποστηρίζουν πως δεν είναι πάντα δραματικό και πως, όπως και κάθε τι το πορτένιο, μπορεί να είναι και χιουμοριστικό. Εννοούν, κατά τη γνώμη μου, πως δεν του λείπει και το στοιχείο της χαράς, κάτι που σε καμιά περίπτωση δεν είναι σωστό γιατί σ' αυτές τις περιπτώσεις το τάνγκο γίνεται σατιρικό, έχει την οξύτητα του αργεντίνικου χιούμορ και τα αποφθέγματά του είναι πικρόχολα και ειρωνικά:
Durante la semana, meta laburo,
y el sabado a la noche, sos un bacan.
Μεσ' τη βδομάδα ξανά και ξανά δουλειά
και το σαββατόβραδο κάνεις τον λεφτά.
Είναι η περιπαιχτική και ειρωνική πλευρά μιας σκοτεινής και σκεπτικής ψυχής:
Si no es para suicidarse
que por este cachivache
sea lo que soy!
Πώς να μην αυτοκτονήσω,
που γι' αυτή την μπαχατέλα
έχω καταντήσει έτσι!
Ένας ναπολιτάνος που χορεύει την ταραντέλα το κάνει για να διασκεδάσει. Ο πορτένιος που χορεύει ένα τάνγκο το κάνει για να σκεφτεί την τύχη του (που γενικά είναι πρόστυχη, ή για να εκφράσει αρνητικές σκέψεις πάνω στη γενική πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο γερμανός που χορτάτος από μπύρα κάνει στροφές στον ήχο της τυρολέζικης μουσικής, γελά και διασκεδάζει αφελώς. Ο πορτένιος ούτε γελάει, ούτε ψυχαγωγείται και όταν χαμογελάει λοξά, είναι μια έκφραση γκροτέσκα, που απέχει τόσο από το γέλιο τον γερμανού όσο ένας απαισιόδοξος καμπούρης από έναν δάσκαλο γυμναστικής.
4. ΤΟ ΜΠΑΝΤΟΝΕΟΝ
Ποιό μυστηριώδες κάλεσμα να έφερε, ωστόσο, από μακριά ένα γερμανικό λαϊκό όργανο για να τραγουδήσει τα βάσανα του ανθρώπου του La Plata; Να άλλο ένα μελαγχολικό πρόβλημα για τον Ibarguren.
Κατά τα τέλη του αιώνα, το Buenos Aires ήταν ένας γιγάντιος σωρός από μοναχικούς άνδρες, ένας καταυλισμός από αυτοσχέδια εργαστήρια και conventillos. Στα μπαρ και στα πορνεία συναντιόταν αυτός ο συρφερτός από εκφορτωτές και νταβατζήδες, χτίστες και φονιάδες κατά παραγγελία, ντόπιους και ξένους μουσικούς, βυρσοδέψες και μαστροπούς: πίνουν κρασί και cana, χορεύουν και τραγουδούν, απαγγέλλουν στίχους με αμοιβαίες προσβολές, παίζουν σβούρα και μπίλιες, εκφράζουν κρίσεις για τη μάνα ή τη γιαγιά κάποιου συνδαιτημόνα, διαφωνούν και μαλώνουν.
Ο compadre είναι ο βασιλιάς αυτού του υποκόσμου. Κράμα κακού γκάουτσο και σικελού εγκληματία, μνησίκακος και γενναίος, επαρμένος και ανδροπρεπής, γίνεται το ζηλευτό πρότυπο της νέας κοινωνίας. Η πόρνη είναι η σύντροφός του σ' αυτόν τον χορό τον υποκόσμου. Μαζί χορεύουν ένα είδος pas-de-deux παράτολμο, προκλητικό και θεαματικό.
Χορός-υβρίδιο ενός κόσμου βασισμένου στην επιμειξία: έχει κάτι από την habanera που έφεραν οι ναυτικοί, δείγματα milonga και πολλά στοιχεία ιταλικής μουσικής. Όλα διασταυρωμένα, όπως και οι δημιουργοί του: ντόπιοι όπως ο Ροnzio και ξένοι όπως ο Zamborini.
Καλλιτέχνες χωρίς φιλοδοξίες που δεν ήξεραν πως έγραφαν ιστορία. Ταπεινές ορχηστρούλες που σχηματίστηκαν στην τυχη, που ήξεραν να παίζουν κιθάρα, βιολί και φλάουτο, αλλά τα κατάφερναν και με το μαντολίνο, την άρπα, ακόμα και με την αρμόνικα.
Μέχρι που εμφανίζεται το μπαντονεόν, το όργανο που έδωσε το οριστικό στίγμα σ' αυτή την ασυνείδητη και συλλογική δημιουργία. Το τάνγκο θα έφτανε τώρα στον προορισμό του, αυτό που ο Αγιος Θωμάς έλεγε «ό,τι ήταν πριν γίνει», την guidditas του τάνγκο.
Όργανο συναισθηματικό, αλλά βαθύ και δραματικό, αντίθετα με τον εύκολο και γραφικό συναισθηματισμό του ακορντεόν, επρόκειτο να διαχωρίσει δια παντός το τάνγκο από τους διασκεδαστικούς καλλωπισμούς και την κληρονομιά του candombe.
Από τα πορνεία και τα χαμαιτυπεία, το τάνγκο βγήκε για την κατάκτηση του κέντρου, πάνω σε ροδάκια από λατέρνες που κήρυτταν αθώες φρικαλεότητες:
Quisiera ser cantinflero
para tener una mina.
Θα 'θελα να 'μουν νταβατζής,
μια γκομενίτσα να 'χω.
Και με την ακαταμάχητη δύναμη που έχουν οι αυθεντικές εκφράσεις, κατέκτησε τον κόσμο. Μας αρέσει ή όχι (γενικά όχι) μέσω αυτού γίναμε γνωστοί στην Ευρώπη, το τάνγκο έγινε συνεκδοχικά η Αργεντινή όπως η Ισπανία είναι οι ταυρομαχίες. Και, μας αρέσει ή όχι, είναι επίσης βέβαιο πως αυτή η σχηματοποίηση περικλείει κάτι βαθιά αληθινό, γιατί το τάνγκο ενσαρκώνει τα βασικά χαρακτηριστικά της χώρας που τότε ερχόταν στο φως: το παράταιρο, τη νοσταλγία, τη λύπη, το ανικανοποίητο, τη δραματικότητα, τη δυσαρέσκεια, την πικρία, τα προβλήματα. Στις πιο λεπτές μορφές του επρόκειτο να δώσει τραγουδια σαν το Caminito (Δρομάκι). Στην πιο γκροτέσκα έκφρασή του, στίχους σαν το Noches de reyes (Νύχτες βασιλιάδων) και στις πιο τραχιές και δραματικές στιγμές του, τη δημιουργία του Enrique Santos Discepolo.
5. ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
Σ' αυτή τη χώρα των διαφωνούντων, κάθε φορά που κάποιος κάνει κάτι (έναν προϋπολογισμό, μια συμφωνία ή ένα σχέδιο εργατικών κατοικιών), αμέσως ξεπηδούν χιλιάδες κριτικών που το καταστρέφουν με σαδιστική σχολαστικότητα.
Μία από τις εκδηλώσεις αυτού του αισθήματος κατωτερότητας του αργεντινού (που ευχαριστιέται να καταστρέφει αυτό που νιώθει ανίκανος να κάνει) είναι η θεωρία που υποτιμά τη φιλολογία που έχει μεταφυσικό τόνο: λέει πως είναι ξένη στη δική μας πραγματικότητα, πως είναι εισαγόμενη και αποκρυφιστική και πως, τελικά, είναι χαρακτηριστική της ευρωπαϊκής παρακμής.
Σύμφωνα με αυτή τη μοναδική θεωρία, το «μεταφυσικό κακό» μπορεί μόνο να κυριεύσει έναν κάτοικο του Παρισιού ή της Ρώμης. Και, αν λάβουμε υπόψη πως αυτό το «μεταφυσικό κακό» είναι συνέπεια του πεπερασμένου του ανθρώπου, πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως, με βάση αυτή τη θεωρία, οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο στην Ευρώπη.
Σ' αυτούς τους κριτικούς, που όχι μόνο αρνούνται να θεωρήσουν τη μυωπία τους σαν ελάττωμα αλλά και, αντίθετα, τη χρησιμοποιούν σαν εργαλείο στις έρευνές τους, πρέπει να εξηγήσει κανείς πως, αν το «μεταφυσικό κακό» βασανίζει έναν ευρωπαίο, έναν αργεντινό πρέπει να τον βασανίζει διπλά, γιατί αν ο άνθρωπος είναι περαστικός στη Ρώμη, εδώ είναι πολύ περισσότερο, αφού έχουμε την αίσθηση πως ζούμε τη συντέλεια του κόσμου χωρίς αυτό το στήριγμα της αιωνιότητας που εκεί εκφράζει η χιλιετής παράδοση.
Πόσο αλήθεια μπορεί να είναι όλα αυτά αφού και οι δημιουργοί του τάνγκο έκαναν μεταφυσική χωρίς να το ξέρουν.
Είναι που για τους προαναφερθέντες κριτικούς η μεταφυσική βρίσκεται μόνο στις τεράστιες και σκοτεινές πραγματείες των γερμανών καθηγητών, ενώ, όπως έλεγε ο Νietzche, είναι μέσα στο δρόμο, στα παθήματα του μικρού ανθρώπου με σάρκα και οστά.
Δεν είναι αυτός ο χώρος για να εξετάσουμε με ποιο τρόπο η μεταφυσική ανησυχία αποτελεί αντικείμενο της καλύτερης λογοτεχνίας μας. Εδώ θέλουμε απλά να επισημάνουμε την ύπαρξη αυτού του στοιχείου σ' αυτή την ταπεινή παρυφή της αργεντίνικης λογοτεχνίας που είναι το τάνγκο.
Η βίαιη και ταραχώδης ανάπτυξη του Buenos Aires, η άφιξη εκατομμυρίων ανθρώπων γεμάτων ελπίδα και η σχεδόν αναπόφευκτη απογοήτευσή τους, η νοσταλγία της μακρινής πατρίδας, η πίκρα των ντόπιων για την εισβολή, η αίσθηση ανασφάλειας και ευθραυστότητας σε έναν κόσμο που μεταβαλλόταν ιλιγγιωδώς, η αδυναμία εύρεσης ενός σίγουρου νοήματος της ύπαρξης, η έλλειψη σταθερών ιεραρχιών, όλα αυτά εκδηλώνονται στη μεταφυσική του τάνγκο. Λέει μελαγχολικά:
Borro el asfalto de una manotada,
la vieja barriada que me vio nacer...
Μ' ένα χαστούκι, έσβησε η άσφαλτος
την παλιά γειτονιά που να γεννιέμαι μ' είδε...
Η πρόοδος που επέβαλαν οι καθοδηγητές της νέας Αργεντινής, βγάζοντας τα πάντα στο σφυρί, δεν άφησε πέτρα για πέτρα. Τι λέω: δεν άφησε τούβλο για τούβλο: πιο εφήμερο τεχνικά υλικό αυτό και, κατά συνέπεια, φιλοσοφικά πιο αγχωτικό. Τίποτα δε μένει όρθιο στην πόλη φάντασμα. Κι ο λαϊκός ποιητής τραγουδά τη νοσταλγία του για το παλιό Cafe de los Angelitos (Το καφέ των Αγγέλων):
Yo te evoco, perdido en la vida,
y enredado en los hilos del humo.
Σ' αναπολώ, χαμένο απ' τη ζωή,
και τυλιγμένο στου καπνού τα νήματα.
Και ταπεινά, ο Manrique των λαϊκών προαστείων αναρωτιέται:
Tras de que suenos volaron?...
En que estrellas andaran?
Las voces que ayer llegaron
y pasaron y callaron,
donde estan?
por que calles volveran?
Σε ποια όνειρα πέταξαν;
Σε ποια αστέρια τώρα πάνε;
Οι φωνές που χθες έφτασαν
και πέρασαν και, σώπασαν,
πού να είναι, από ποιούς δρόμους να γυρνάνε;
Ο πορτένιος, περισσότερο από οποιονδήποτε ευρωπαίο, νιώθει πως ο χρόνος περνά και η ματαίωση όλων τον των ονείρων και ο οριστικός θάνατος είναι η αναπόφευκτη κατάληξή του. Με τους αγκώνες πάνω στο μάρμαρο του τραπεζιού, μεταξύ πασατέμπου και μαύρου καπνού, σκεφτικός και φιλικός, ρωτά ο πρωταγωνιστής:
Te acordas, hermano, que tiempos aquellos?
Θυμάσαι, αδερφέ, τι χρόνια εκείνα;
Ή με κυνική πικρία καταλήγει:
Se va la vida, se va y no vuelve,
lo mejor es gozarla y largar
las penas a rodar.
Φεύγει, η ζωή και δε γυρίζει,
κάλλιο να την απολαύσεις
κι άσε τον πόνο στο καλό.
Ο Discepolin, σαν τον Οράτιο, βλέπει γερασμένη, μαραμένη και φθαρμένη τη γυναίκα που άλλοτε αγάπησε. Στους γεμάτους υπαρξιακή ανησυχία στίχους των κορυφαίων τραγουδιών του λέει:
Cuando manyes que a tu lado
se prueban la ropa
que vas a dejar....
te acordaras de este otario
que un dia cansado
se puso a ladrar!
Όταν δεις πως στο πλευρό σου
δοκιμάζουν τα ρούχα
που πρόκειται να αφήσεις...
θα θυμηθείς αυτόν τον βλάκα
που μια μέρα κουρασμένος
έμπηξε φωνές!
Ο άνθρωπος του τάνγκο είναι ένα ον βαθύ που διαλογίζεται πάνω στο πέρασμα του χρόνου και στον αναπόφευκτο θάνατο που αυτό φέρνει. Έτσι, ένας σχεδόν άγνωστος στιχουργός μουρμουρίζει σκυθρωπά:
Esta noche para siempre
ferminaron las hazanas.
Un chamuyo misteriozo
me acorrala el corazon.
Μια για πάντα απόψε
τελειώσανε οι άθλοι.
Μια μυστήρια κουβέντα
μου στριμώχνει την καρδιά.
Για να κλείσει λέγοντας, με τη διαβολική υπεροψία του μοναχικού πορτένιου:
Υο quiero morir conmigo,
sin confesion y sin Dios,
crucificado en mi pena,
como abrazado en un rencor.
Θέλω να πεθάνω μόνος,
χωρίς παπά, χωρίς θεό,
στο σταυρό του πόνου μου επάνω,
σαν αγκαλιά μ' ό,τι μισώ.
Ernesto Sabato
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μια μελέτη για τον περίφημο αισθησιακό χορό που γεννημένος στις φτωχογειτονιές και στους οίκους ανοχής της αργεντίνικης πρωτεύουσας κωδικοποιεί το πάθος των σωμάτων.
Η διατύπωση ανήκει στον Enrique Santos Discepolo, αισθαντικό ποιητή και κορυφαίο δημιουργό του τανγκό που προσδιόρισε το έργο του με λόγια απλά: «Ενα τανγκό μπορεί να γραφτεί με ένα δάχτυλο, αρκεί σε αυτό να υπάρχει ψυχή· ένα τανγκό είναι ο εσωτερικός κόσμος που κρύβεται και η φωνή που υψώνεται απογυμνωμένη».
Ο συγγραφέας Horacio Salas έζησε στην Αργεντινή σε καιρούς μεγάλων συγκρούσεων και συνταρακτικών ανακατατάξεων, μοιράστηκε το πεπρωμένο του τόπου του και προσέγγισε τον χορό «με απαισιόδοξη και σκεπτικιστική οπτική», διαφορετική από εκείνη των άλλων μεγάλων δημιουργών (Homero Manzi, Caledonio Flores, Enrique Santos Discepolo, Horacio Ferrer, Enrique Cadicamo), που συνεισέφεραν με τους δικούς τους στίχους στο φαινόμενο το οποίο έγινε σύμβολο της Αργεντινής. Σύμβολο αληθινό, αφού ο μέσος Αργεντινός ταυτίζεται χωρίς αμφιβολία με τον χορό· αυτόν τον συγκεκριμένο χορό, μείγμα ερωτισμού και λαγνείας, όπως τον θέλησαν κάμποσοι αργεντινοί διανοούμενοι στο παρελθόν, ίσως γιατί ξεφύτρωσε παθιάρικος και πονεμένος από τα πορνεία για να κατακτήσει τη χώρα ολόκληρη και να διαδοθεί, με ποικίλες μορφές, στα πέρατα της Γης.
Οι ξένοι και οι περαστικοί γρήγορα διαπιστώνουν την παρουσία του στο Μπουένος Αϊρες. Στις παλιές γειτονιές, στο σύγχρονο εμπορικό κέντρο αλλά και στην απόμακρη λαϊκή συνοικία της Nueva Pompeya, όπου και στις ημέρες μας ακόμη, αν είναι κανείς τυχερός, μπορεί να απολαύσει βετεράνους αοιδούς.
Οταν δεν υπάρχουν γραπτά στοιχεία ή μάρτυρες, η ανασύσταση ενός γεγονότος είναι φανταστική, λέει ο συγγραφέας αυτής της διεξοδικής μελέτης που προσφέρει άπειρες αυθεντικές πληροφορίες και συγχρόνως τέρπει και συγκινεί. Ο Horacio Salas γνωρίζει καλά την καταλυτική επίδραση του τανγκό στους συμπατριώτες του ως δρώμενου στο οποίο συμμετέχουν όλα τα νεύρα και οι αισθήσεις. Χρησιμοποίησε τη διπλή ιδιότητα του ιστορικού και του ποιητή για να αφηγηθεί την ιστορία του χορού, ως τμήμα μιας άλλης ευρύτερης ιστορίας: αυτής της Αργεντινής, όπου συνέρρευσαν εκατομμύρια μετανάστες σε διάστημα μικρότερο των 100 ετών και «μετέδωσαν στον Αργεντινό την πίκρα και τη λύπη τους» κοντά στην αγωνία για την ταραγμένη κοινωνικοπολιτική κατάσταση που επεφύλασσε διαρκώς απρόβλεπτες εξελίξεις. Επαναστάσεις, ένοπλες συγκρούσεις, στυγερές δικτατορίες, πολιτική βία, προβληματικές εξαρτήσεις από τους ισχυρούς του κόσμου, σκληρές συνθήκες διαβίωσης: δεδομένα που δεν κατόρθωσαν ωστόσο να εξαλείψουν από την ψυχή του Πορτέγιου μια αισιόδοξη ροπή προς τη χαρά της ζωής.
Ο πολυβραβευμένος Salas έχει χρηματίσει υπουργός Πολιτισμού και η αξιόλογη λογοτεχνική παραγωγή του απαρτίζεται από 20 έργα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει η βιογραφία του Μπόρχες. Ξεχωρίζει επίσης η δική του ποιητική ανθολογία που περιλαμβάνει μερικά από τα καλύτερα λυρικά ποιήματά του. Το Τανγκό, το οποίο έχει ήδη κάνει τρεις εκδόσεις, μεταφράστηκε στα γαλλικά και στα ιταλικά, όπως και τα περισσότερα από τα έργα του.
Στο βιβλίο ερευνώνται όλες οι ουσιαστικές παράμετροι του θέματος: προέλευση, μορφολογία, πρώτοι δημιουργοί, διάδοση, εξέλιξη από τις αβέβαιες απαρχές του τανγκό σε άθλια περιθωριακά στέκια ως την κοινωνική καταξίωση, που το έκαναν ευπρόσδεκτο στα θέατρα, στα καφενεία, στα καμπαρέ και στα σαλόνια του αστικού κατεστημένου. «Και με την ακαταμάχητη δύναμη που έχουν οι αυθεντικές εκφράσεις κατέκτησε τον κόσμο» διαπιστώνει ο διάσημος λογοτέχνης Ερνέστο Σάμπατο, συντάκτης της τρυφερής εισαγωγής του βιβλίου, ο οποίος μαζί με τον Μπόρχες και τον Κορτάζαρ έκανε γνωστή στο ελληνικό κοινό τη λογοτεχνία της μακρινής πατρίδας του.
Το τανγκό γεννήθηκε ως μια μείξη από χορευτικές φιγούρες στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Αϊρες. Για την ετυμολογία της λέξης, η ερμηνεία της Real Academia tango = αγγίζω, ψηλαφώ μοιάζει πειστική. Οταν πρωτοεμφανίστηκε το χόρευαν μόνο άνδρες για να περνούν την ώρα τους στα μπαρ και στα πορνεία. Οπωσδήποτε στην αρχική του φάση, γύρω στο 1880 ίσως, δεν είχε καθορισμένη φόρμα ούτε στίχους γραμμένους ειδικά γι' αυτό. Σχημάτιζαν τη μελωδία με αυτοσχέδιες, απλές συνθέσεις με τη συνοδεία κιθάρας, φλάουτου και σπανιότερα πιάνου. Αργότερα οι πρώτοι γερμανοί μετανάστες έφεραν μαζί τους το μπαντονεόν, «το όργανο που έδωσε το οριστικό στίγμα σ' αυτή την ασυνείδητη συλλογική δημιουργία». Με τον καιρό, στο γύρισμα του αιώνα, «αυτό το συναισθηματικό βαθύ και δραματικό όργανο ανέσυρε το τανγκό από τα χαμαιτυπεία και το κατηύθυνε πάνω σε λατέρνες με ροδάκια προς την κατάκτηση του Κέντρου».
Η μετάφραση από τη δεύτερη έκδοση του πρωτοτύπου συνάντησε προφανείς δυσκολίες σε σχέση με την αργεντίνικη αργκό για παράδειγμα, το lumbardo, διάλεκτο που εχρησιμοποιείτο από τους πρωτοπόρους του είδους, διαμορφωμένη στο φυσικό της περιβάλλον. Εξάλλου αφού «το τανγκό είναι ένας ολόκληρος κόσμος κι ένας τρόπος ζωής» η μεταφορά του κειμένου στα καθ' ημάς προϋπέθετε την αποκρυπτογράφηση πολλών εννοιών, η οποία διευκολύνθηκε από τη μακροχρόνια παραμονή της μεταφράστριας Μαρίας Δαμηλάκου στο Μπουένος Αϊρες.
Η ιδέα της έκδοσης ανήκει στον ιστορικό - καθηγητή Χρήστο Λούκο, λάτρη του τανγκό και αφοσιωμένο μελετητή του, από τους πλέον αρμοδίους να επιλέξει το ανά χείρας υλικό και να το επιμεληθεί. Θα έπρεπε πάντως να παρατηρήσει κανείς ότι οι λέξεις που εμφανίζονται στη γλώσσα του πρωτοτύπου με αστερίσκο είναι πολλές. Στον βαθμό που αντιστοιχούν σε έννοιες και όχι σε κύρια ονόματα θα ήταν χρήσιμο να αποδίδονται στα ελληνικά τουλάχιστον την πρώτη φορά που απαντώνται. Για τα εισαγωγικά σημειώματα ενός τέτοιου κειμένου, παραδείγματος χάριν, είναι ανοίκειο να ανατρέχει κανείς τόσο συχνά στο κατατοπιστικό γλωσσάριο που έπεται του επιλόγου. Επίσης η ενότητα που αφορά τα πρόσωπα και τα γεγονότα της αργεντινής ιστορίας θα ήταν πιο εύχρηστη (ενδεχομένως και πληρέστερη) αν αποτελείτο από δύο ξεχωριστά μέρη: κύρια ονόματα και σημαντικά γεγονότα. Αντιθέτως η παράθεση των στίχων στα ισπανικά είναι χρήσιμη, εφόσον τα τελευταία χρόνια αρκετοί έχουν πρόσβαση σε αυτή τη γλώσσα· και είναι ευχάριστο να προσεγγίζει κανείς το λογοτεχνικό κείμενο την ποίηση όλως ιδιαιτέρως χωρίς διαμεσολαβητή.
Οι εκδόσεις Πορεία, όπως το συνηθίζουν, ολοκλήρωσαν με ιδιαίτερη φροντίδα το εγχείρημα, αναδεικνύοντας με την τυπογραφική καλλιέπεια τόσο το κείμενο όσο και την πλούσια εικονογράφηση.
ΜΑΡΙΑ ΚΑΪΡΗ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-12-2000
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις