Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης (Ο φύλακας στη σίκαλη)

Έκπτωση
50%
Τιμή Εκδότη: 14.40
7.20
Τιμή Πρωτοπορίας
+
397638
Συγγραφέας: Σάλιντζερ, Τζ. Ντ.
Εκδόσεις: Γράμματα
Σελίδες:271
Μεταφραστής:ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ ΤΖΕΝΗ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2014
ISBN:9789603295419
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Άμεσα διαθέσιμο
Θεσσαλονίκη:
Άμεσα διαθέσιμο
Πάτρα:
Άμεσα διαθέσιμο

Περιγραφή

ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ
Δεν πουλάει επανάσταση

«Ο «Φύλακας στη σίκαλη» κλείνει τα 59, αλλά δεν το δείχνει καθόλου: δεν έχει γεράσει ούτε μία ώρα από τα δεκαεννιά μου που τον πρωτοδιάβασα και πέρασαν στο μεταξύ 42 χρόνια.

Ο Χόλντεν Κόλφιλντ δεν είναι εύκολη περίπτωση. Δεν σου επιτρέπει να τον συμπονέσεις, δεν θέλει να τον αγαπήσεις, να τον κάνεις φίλο σου, να ταυτιστείς μαζί του έστω: είναι αδιαπέραστη η ερημιά του. Βλέπει τον κόσμο σαν αμείλικτος τριαντάρης, αλλά εκφράζεται με λεξιλόγιο και συντακτικό ενός πιτσιρικά. Δεν πουλάει επανάσταση. Απολύτως τίποτα δεν πουλάει. Απελπίζεται, αλλά δεν το λέει φωναχτά. Παραιτείται, αλλά δεν το κάνει ζήτημα. Εχει απίστευτο μεγαλείο και η απελπισία του και η παραίτησή του. Ισως γι' αυτό να έχει αντισταθεί ώς τώρα στις σχολικές αναλύσεις των αμερικανόπαιδων, στην άρνηση και στη λατρεία, στην παθολογία των φανατικών του και -προπάντων- στον χρόνο: γιατί μιλάει σε ό,τι πιο απελπισμένο έχουμε όλοι μέσα μας.

Ο Χόλντεν, ένας κυνηγός (ελέω καπέλου), έχει καταδικαστεί να παραδέρνει μέσα στον ασφυκτικό χρόνο ενός βιβλίου: δυο μέρες και τρεις νύχτες. Ο Σάλιντζερ, ένας κυνηγημένος, είχε καταδικαστεί να παραδέρνει μισόν αιώνα, μέρα νύχτα, μέσα στους δικούς του τοίχους, που ποτέ δεν τον προστάτεψαν αρκετά. Πάντα τους σκέφτομαι σαν ένα αυτούς τους δυο.

Στη λίστα με τους δημοφιλέστερους φανταστικούς ήρωες από τις αρχές του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα, ο Χόλντεν κρατάει σταθερά τη δεύτερη θέση στις προτιμήσεις του κοινού. Εκεί θα τον έβαζα κι εγώ. Και στην πρώτη πρώτη, τον Σάλιντζερ. Γιατί κι αυτός, με τον καιρό, ένας φανταστικός ήρωας έγινε. Και όχι μόνο για μένα».


Διαβάστε το πρώτο κεφάλαιο:

ΑΜΑ ΜΙΛΑΤΕ ΣΟΒΑΡΑ πως θέλετε να σας τα πω, εντάξει τώρα, εσείς θα περιμένετε μήπως αρχίσω να σας λέω έτσι κάνα πού γεννήθηκα, και τι σκατά που θα ’τανε τα παιδικά μου χρόνια, κι όσα ξερωγώ τι άλλα είχανε κάνει οι δικοί μου πριν με κάνουνε κι εμένα, κι ένα κάρο μαβλακείες, που ούτε Δαβίδ Κόπερφηλντ –μόνο που, για να πω και την αλήθεια αλήθεια μου άμα θέλετε, εγώ δεν έχω όρεξη για τέτοια. Πρώτο και κύριο, είναι βαρεμάρα, και δεύτερο είναι κι οι δικοί μου, που θα κόβανε από καναδυοτρείς φορές τις φλέβες τους άμα θα πήγαινα να μπω στα πιο προσωπικά τους. Παρεξηγιούνται και με το παραμικρό αυτοί, κι ακόμα πιο ειδικότερα ο πατέρας μου. Καλοί είναι ξερωγώ οι άνθρωποι, δε λέω, αλλά έχουνε κι ένα παρεξηγησιάρικο, που άσ’ το να πάει στο διάολο. Κι εντάξει πάντως, δε θα κάτσω να σας πω και τίποτα αυτοκωλοβιογραφίες και δε συμμαζεύεται. Θα πω, έτσι σκέτα, τι τρελοκομείο που έγινε κοντά στα περσινά Χριστούγεννα, κι ύστερα κλάταρα και κάπως αρκετά, κι έπρεπε νά ’ρθω εδώ για να κουλάρω. Λέω, ας πούμε, τα ίδια έχω πει και του Ντι Μπι, που είναι κι αδερφός μου ξερωγώ. Και μένει και στο Χόλυγουντ. Δεν είναι και πολύ μακριά απ’ αυτή την ξεφτιλοκατάσταση εδωπέρα, και βασικά πετιέται και με βλέπει κάθε σαββατοκύριακο, στο πιο σχεδόν. Και θα με πάει και σπίτι με το αμάξι του, άμα θα είναι για να πάω σπίτι μου, μπορεί τον άλλο μήνα. Ολόκληρη Τζάγκουαρ έχει πάρει. Εγγλέζικο εργαλείο, θα πιάνει και διακόσα μίλια την ώρα. Το πλήρωσε κι ένα σκασμό, στο παραλίγο τέσσερα χιλιάρικα. Αλλά τώρα βγάζει χοντρά λεφτά. Που πριν, δεν έβγαζε. Πιο πριν, τότε που έμενε σ’ εμάς, ήτανε νορμάλ συγγραφέας. Είχε γράψει και κάτι διηγήματα, ένα πολύ φοβερό βιβλίο, Το απόρρητο χρυσόψαρο, άμα δεν τον έχετε υπόψη σας. Το πιο καλύτερό μου εκειπέρα μέσα ήτανε «Το απόρρητο χρυσόψαρο». Με τον πιτσιρικά που, λέει, δεν άφηνε τους άλλους ούτε να κοιτάνε το χρυσόψαρό του, γιατί το ’χε αγοράσει με τελείως δικά του λεφτά. Μιλάμε, λιώμα μ’ έκανε. Και τώρα πάει, αυτός ο Ντι Μπι: πόρνη στο Χόλυγουντ. Εγώ, αν έχω ένα που σιχαίνομαι, είναι το σινεμά. Ούτε να μου το αναφέρετε ποτέ.

Από κει που θέλω ν’ αρχίσω να σας λέω, είναι η μέρα που έφυγα από το Πένσι. Αυτό τo Πένσι είναι σχολείο στην Πενσυλβάνια, στο Έιγκερσταουν. Ιδιωτικό. Κάπου μπορεί να το ’χετε ακουστά. Εκτός αν είδατε και τίποτα διαφημίσεις τελοσπάντων. Πρέπει να το διαφημίζουνε, να μη σας πω και σε κάνα χιλιάρι περιοδικά, κι έχουνε πάντα ένα τύπο απ’ τους πολύ μουράτους, και πηδάει με τ’ άλογό του ένα φράχτη. Που λες, να πούμε, και στο Πένσι δεν έκανες κι άλλη δουλειά, και μόνο με το πόλο ασχολιόσουνα πρωί και βράδυ. Άσχετο που εγώ δεν είδα εκειπέρα άλογο ούτε για δείγμα, ούτε από μακριά. Και από κάτω απ’ τη φωτογραφία του τύπου με το άλογο, λέει πάντα: «Από το 1888 μέχρι σήμερα, διαπλάθουμε νέους άνδρες με αδαμάντινο χαρακτήρα και πάμφωτη σκέψη». Σιγά τ’ αυγά. Στο Πένσι δε γίνεται καμιά κωλοδιάπλαση παραπάνω από τ’ άλλα σχολεία. Κι ούτε που είχαμε ποτέ κανένανε που να ’τανε και πάμφωτος και αδαμάντινος και ξερωγώ. Που δηλαδή, άντε να ’χαμε δύο παιδιά. Και πολλά λέω. Κι αυτά, μάλλον έτσι ήρθανε στο Πένσι.

Αλλά τελοσπάντων, ήτανε το Σάββατο που παίζαμε με το Σάξον Χωλ. Το ματς με το Σάξον Χωλ ήτανε, και καλά, πολύ μεγάλη ιστορία για το Πένσι, μέσα κι έξω. Ήτανε και το τελευταίο ματς του χρόνου αυτό το ματς, κι άμα δεν κέρδιζε το Πενσουλάκι σου εσένα, έπρεπε, λέει, να πας ν’ αυτοκτονάς ή να κι εγώ δεν ξέρω. Θυμάμαι που κατά τις τρεις εκείνο το απόγεμα είχα βρεθεί τέρμα διαόλου, στην κορφή του Τόμσεν Χιλ, δίπλα σ’ ένα αλλούτερο κανόνι, που το ’χανε κι απ’ το δενξερωπού, κι από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Έβλεπες όλο το γήπεδο από κει πάνω, κι έβλεπες και τις δυο ομάδες που κοπανιόντουσαν αριστερά και δεξιά. Την εξέδρα δεν την έβλεπες και πάρα πολύ τέλεια, όμως τους άκουγες που γκαρίζανε, φοβερά και τρομερά για το Πένσι, αφού εκεί κάτω βασικά, μείον εγώ, ήτανε όλο το σχολείο, και ψόφια και ξεδοντιασμένα για το Σάξον Χωλ, αφού η ξένη ομάδα δεν πολυκουβάλαγε ποτέ δικό της κόσμο.

Στο ματς δεν κατεβαίνανε και τίποτα πολλά κορίτσια. Κορίτσια είχανε το ελεύθερο να φέρνουνε μόνο οι τελειόφοιτοι. Δράμα σχολείο, απ’ όπου και να το πιάσεις. Εγώ ήθελα να ’μαι κάπου, που να βλέπεις και κάνα κορίτσι εκεί γύρω μια στις τόσες, μακάρι και που να ρουφάει τη μύτη του, ή που να ξύνει έτσι κάνα ώμο, ή και που να χασκογελάει έστω, ή να κάτι τελοσπάντων. Η δικιά μου, η Σέλμα Θέρμερ –κόρη του λυκειάρχη ήτανε αυτή— κατέβαινε κάθε τρεις και λίγο στο ματς, αλλά δεν ήτανε και ακριβώς ο τύπος που να σε τρελαίνει από τον πόθο. Μιλάμε πάντως, αρκετά καλή κοπέλα. Μια μέρα στο λεωφορείο του Έιγκερσταουν είχαμε κάτσει δίπλα δίπλα, και ψιλοπιάσαμε και την κουβέντα. Με τη μία τη συμπάθησα. Είχε πάρα πολύ μεγάλη μύτη, και τα νύχια της ήτανε καταφαγωμένα και σα να ’χανε ξεματώσει κιόλας, και φόραγε κι ένα σουτιέν με παραγεμιστά απαυτά, κάτι διαόλους που πετάγανε και βγάζανε μάτι, αλλά ψιλοήτανε και για λύπηση κάπως. Αυτό που μ’ άρεσε, είναι που δε σε πλάκωνε στις παπαριές, πως τι ωραίος τύπος, λέει, που θα ’τανε ο πατέρας της. Μάλλον θα πρέπει να τον είχε καταλάβει τι γλίτσης που ήτανε, τι γνήσιο ιμιτασιόν.

O λόγος που βρισκόμουνα τέρμα για τέρμα εκεί στο Τόμσεν Χιλ, αντί για κάτω στο ματς, είναι πως μόλις που είχαμε γυρίσει από Νέα Υόρκη με την ομάδα της ξιφομαχίας. Εγώ ήμουνα ο μάνατζερ της ομάδας, και καλά. Σκατά μάνατζερ. Είχαμε πάει Νέα Υόρκη εκείνο το πρωί, που θα γινότανε μια φιλική συνάντηση μ’ ένα ξένο σχολείο, το Μακμπέρνι. Μόνο που η συνάντηση δεν έγινε. Ξέχασα όλα μας τα κωλοσύνεργα και τα διάφορά μας και τα κωλοξίφη κάτω στον υπόγειο. Αλλά όχι που έφταιγα και εντελώς. Αφού είχα όλο να σηκώνομαι και να κοιτάω ένα χάρτη εκειπέρα, για να δω πού ήτανε να κατεβούμε. Κι έτσι στο Πένσι ξαναμπαίναμε κατά τις δυόμιση, αντί την ώρα του βραδινού τραπεζιού. Στο γυρισμό με το τρένο, ολόκληρη η ομάδα μ’ έβαλε και στο αποδιοπομπαίο μου, σ’ ολόκληρη τη διαδρομή. Που είχε λίγο και την πλάκα του, δε λέω.

Ο άλλος λόγος που δεν είχα κατεβεί κάτω στο ματς, είναι που πήγαινα να πω κανένα αντίο στο μπαρμπα-Σπένσερ που μας έκανε ιστορία. Κάτι σε γρίπη είχε πάθει, κι έλεγα πως μάλλον δε θα τον ξανάβλεπα ώσπου να ξεκινήσουνε οι διακοπές των Χριστουγέννων. Και μου ’χε στείλει μέχρι και σημείωμα, πως να με δει πριν φύγω για το σπίτι μου. Το ’ξερε ότι δε θα ξαναγύρναγα στο Πένσι.

Αυτό, εντάξει, ξέχασα να σας το πω. Εμένα μ’ είχανε σουτάρει. Μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων δε θα ξαναγύρναγα, λόγωπου έπεφτα σε τέσσερα μαθήματα και που δεν έλεγα να ξερωγώ και να συμμορφωθώ. Μου ’χανε κάνει σύσταση πολλές φορές, πως να κοιτάξω να συμμορφωθώ –και πιο ειδικότερα στη μέση του τριμήνου, τότε που φέρανε και τους δικούς μου για συμβουλιάκι με το μπαρμπα-Θέρμερ— αλλά εγώ δε συμμορφώθηκα. Κι έπεσε η έξωση. Στο Πένσι πέφτουνε όλο εξώσεις κάθε τρεις και λίγο. Μιλάμε, έχει και πολύ ακαδημαϊκό επίπεδο, αυτό το Πένσι. Αλλά, πάρα πολύ.

Και τελοσπάντων ήτανε Δεκέμβρης ξερωγώ, κι είχε κι ένα ψοφόκρυο του κερατά, και πιο πολύ εκεί πάνω, τέρμα στο βλαμμένο το λόφο. Kι εγώ φόραγα στο τελείως σκέτο μου μια καμπαρντίνα ντουμπλουφάς, κι ούτε καθόλου γάντια ούτε τίποτα. Από την προηγούμενη βδομάδα πριν απ’ όλ’ αυτά, μου ’χανε φάει μέσ’ απ’ το δωμάτιό μου το καμηλό μου το παλτό, κι είχα στις τσέπες και τα ξερωγώ μου, και τα γάντια με τη γούνα. Αλλά, το Πένσι ήτανε και τίγκα στα λαμόγια. Είχε του κόσμου τα διάφορα παιδιά από κάτι πάρα πολύ πλούσιες οικογένειες εκειπέρα, αλλά όμως τα λαμόγια, λαμόγια. Όσο πιο ακριβό το σχολείο, τόσο και πιο λαμόγια μαζεύει –σοβαρά σάς το λέω. Και τελοσπάντων, δίπλα στο αλλούτερο κανόνι ήμουνα, και χάζευα κάτω το ματς και μου ’χε πέσει ο κώλος απ’ το κρύο. Μόνο που εγώ δεν πολυπρόσεχα το ματς. Στο βάθος βάθος, γι’ άλλο είχα ξεμείνει εκεί πάνω, κι ήτανε που περίμενα μήπως και νιώσω κάτι σαν αντίο. Λέω, ας πούμε, αφού κι από σχολεία έχω φύγει, κι από αλλού, κι ούτε που το ’ξερα πως έφευγα. Και που δεν έχω και πιο σιχαμένο απ’ αυτό. Εμένα δε με νοιάζει αν είναι λυπημένο αντίο ή κακό αντίο, αλλά άμα φεύγω από κάπου, θέλω να το ξέρω πως φεύγω. Άμα δεν το ξέρεις, γίνεσαι ακόμα πιο χάλια.

Ήμουνα πάντως τυχερός. Άξαφνα, κάτι σκέφτηκα, και με βοήθησε, και μου ’δωσε να καταλάβω ότι ξεκουμπιζόμουνα να πάω στο διάολο από κειπέρα. Θυμήθηκα έτσι άξαφνα εκείνη τη φορά, λέμε για μέσα στον Οκτώβρη, που ήμουνα με το Ρόμπερτ Τίτσνερ και τον Πωλ Κάμπελ, και βαράγαμε πάσες με μια μπάλα του ράγκμπι μπροστά στο κτίριο του Ακαδημαϊκού. Καλά παιδιά, και πιο ειδικότερα ο Τίτσνερ. Κόντευε η ώρα για το βραδινό τραπέζι, κι έξω σκοτείνιαζε και κάπως αρκετά, αλλά εμείς, δώσ’ του και βαράγαμε πάσες. Σκοτείνιαζε, σκοτείνιαζε, ούτε τη μπάλα δε βλέπαμε πια, κι εμείς, εκεί, κάναμε ό,τι κάναμε και δε λέγαμε να τα παρατήσουμε. Που τελικά τα παρατήσαμε όμως, με το ζόρι. Ήτανε αυτός κύριος Ζαμβέζιος εκειπέρα, που τον είχαμε βιολογία, κι έβγαλε το κεφάλι του σ’ ένα παράθυρο στο Ακαδημαϊκό, και μας είπε πως να ξαναπάμε στους κοιτώνες και να ετοιμαστούμε για το δείπνο. Και τελοσπάντων, μόλις θυμηθώ κανένα τέτοιο, το βρίσκω το αντίο που χρειάζομαι –τουλάχιστον τις πιο πολλές φορές, το βρίσκω. Και με το που το βρήκα, έκανα μεταβολή κι άρχισα και κατέβαινα φουλάρα από την άλλη μεριά του λόφου, για το σπίτι του μπαρμπα-Σπένσερ. Δεν έμενε μέσα στο σχολείο αυτός. Έμενε Στρατάρχου Γουέην, στη λεωφόρο.

To πήγα φουλάρα μέχρι την κεντρική πύλη, κι ύστερα στάθηκα μισό λεπτάκι να ξελαχανιάσω. Εγώ, για να σας πω και την αλήθεια αλήθεια μου, λαχανιάζω και με το τίποτα. Πρώτο και κύριο, αφού καπνίζω σαν τρελός. Που δηλαδή, κάπνιζα. Τώρα μου το κόψανε. Κι ύστερα είναι και το άλλο, που από πέρσι έριξα και μια δεκαπεντάρα πόντους μπόι. Και κάπως έτσι κόντεψα να πάθω φυματίωση, κι ήρθα εδωπέρα κι έκανα τόσα κωλοτσεκάπ και τόσα κωλοδιάφορα. Αλλά από υγεία όμως, είμαι αρκετά καλά.
Και τελοσπάντων, μόλις ξελαχάνιασα, πέρασα τρέχοντας και το μεγάλο δρόμο, το 204. Που είχε πιάσει κι ένα πάγο, κόλαση, και παρατσάκ ο διάολος να ’τρωγα και καμιά γλίστρα. Ούτε κι εγώ δεν ξέρω γιατί έτρεχα –μάλλον γιατί έτσι μου ’ρθε. Κι ύστερα, μόλις πέρασα το δρόμο απέναντι, ένιωσα κάτι, σα να ψιλοεξαφανιζόμουνα σιγά σιγά. Ήτανε κι ένα απόγεμα τελείως παράνοια, με πολύ φοβερό κρύο, κι ούτε που έλεγε να βγει καθόλου κάνας ήλιος, κι ένιωθες να παθαίνεις κάτι σα μια εξαφάνιση κάθε που πέρναγες απέναντι ένα δρόμο.

Πω ρε αδερφάκι μου, πώς πάτησα το κουδούνι με το που έφτασα στο σπίτι του μπαρμπα-Σπένσερ. Είχα ξυλιάσει κανονικά. Τ’ αυτιά μου με πονάγανε, και τα δάχτυλά μου δε μπορούσα ούτε να τα κουνήσω. «Άντε, ντε! Άντε, ντε!» είπα σχεδόν στο φωναχτό. «Ανοίξτε καμιά πόρτα, ντε!» Στο τέλος άνοιξε η γριά, η κυρία Σπένσερ. Από υπηρέτριες και τέτοια, δεν είχανε, και πάντα μόνοι τους ανοίγανε τις πόρτες. Δεν ήτανε και τίποτα λεφτάδες, μιλάμε.

«Χόλντεν!» μου λέει η κυρία Σπένσερ. «Καλώς τονε! Έλα, πουλάκι μου! Πέθανες απ’ το κρύο, ε;» Νομίζω κιόλας πως είχε χαρεί που μ’ έβλεπε. Αφού, εντάξει, μου ’χε μια συμπάθεια. Τουλάχιστον εγώ, έτσι νομίζω.
Πω ρε αδερφάκι μου, πώς όρμησα να μπω εκειπέρα μέσα. «Πώς είσαστε, κυρία Σπένσερ;» της λέω. «Πώς πάει ο κύριος Σπένσερ;»
«Δώ’ μου την καμπαρντίνα σου, πουλάκι μου» μου λέει. Ούτε που μ’ άκουσε που ρώταγα πώς πάει ο κύριος Σπένσερ. Είναι που είχε και μια ψιλοκουφαμάρα κάπως.
Μου κρέμασε την καμπαρντίνα μου στη ντουλάπα του χωλ, κι εγώ έκανα μία πίσω τα μαλλιά μου με το χέρι μου. Κάθε τρεις και λίγο τα κουρεύω πεζοναυτικά, και δεν είναι για πολλά πολλά χτενίσματα. «Πώς είσαστε, κυρία Σπένσερ;» της ξαναλέω, αλλά πιο δυνατά, για να μ’ ακούσει.
«Εγώ καλά είμαι». Έκλεισε την πόρτα της ντουλάπας. «Εσύ πώς είσαι». Από τον τρόπο που με ρώταγε, το ’πιασα με τη μία, ο μπαρμπα-Σπένσερ θα της το ’χε πει πως με σουτάρανε.
«Καλά, ευχαριστώ» της λέω. «Ο κύριος Σπένσερ; Του πέρασε η γρίπη του;»
«Αν του πέρασε; Αχ, βρε Χόλντεν! Αυτός, κάνει σαν –τι να σου πω πια... Στο δωμάτιό του είναι, πουλάκι μου. Έλα. Από δω».

Κριτικές

Μια παγωμένη στιγμή στον χρόνο

Ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ έγραψε τον «Φύλακα στη σίκαλη» σε ηλικία 32 ετών. Εγώ τον διάβασα όταν ήμουν 16. Νομίζω ήταν η κατάλληλη στιγμή.

Η περιπλάνηση του Χόλντεν Κόλφιλντ παραμένει μια από τις πιο ελκυστικές ιστορίες μύησης/ενηλικίωσης (coming-of-age) στην αμερικανική λογοτεχνία και η εφηβεία αποτελεί το προσφορότερο πεδίο για την πρόσληψή της.

Ο Κόλφιλντ μοιάζει αποκλεισμένος -ακόμα και θυματοποιημένος- από τον κόσμο γύρω του, αισθάνεται παγιδευμένος «στην άλλη πλευρά», όπως λέει ο ίδιος, και διαρκώς ψάχνει κάποιον δρόμο διαφυγής από την ανοίκεια για τον ίδιο πραγματικότητα. Υπάρχει άραγε καλύτερη μεταφορά για τους φόβους που γεννά η επώδυνη χειραφέτηση των χρόνων της εφηβείας; Η αποξένωση ως μέσο αυτοπροστασίας, ο φόβος της ενηλικίωσης, η πλαστότητα του κόσμου των ενηλίκων, το δίλημμα των διαπροσωπικών σχέσεων και της σεξουαλικότητας, το ψεύδος και η εξαπάτηση είναι ζητήματα που διατρέχουν το βιβλίο σε όλη του την έκταση.

Εδώ όμως υπάρχει και κάτι βαθύτερο. Οι προβληματισμοί του νεαρού Κόλφιλντ αφορούν όχι μόνο τον εκάστοτε αναγνώστη αλλά και τον συγγραφέα Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, καθώς και τη θέση του ίδιου του έργου στον αμερικανικό κανόνα: ας μην ξεχνάμε ότι κυκλοφόρησε το 1951, δηλαδή όταν πρωτοεμφανίστηκε το φαινόμενο της νεανικής -ή ακόμα και γενικότερα της λαϊκής- κουλτούρας (youth/pop culture). Με αυτόν τον τρόπο το βιβλίο αποκτά τη σημασία ενός ντοκουμέντου για την ιστορική διαδρομή του σύγχρονου πολιτισμού (όπως π.χ. και το Rock around the clock του Μπιλ Χέλεϊ, που ηχογραφήθηκε τρία χρόνια αργότερα).

Οσο για τον ίδιο τον Σάλιντζερ, αποφάσισε να ζήσει κυριολεκτικά πίσω από ένα συμπαγές τείχος δυόμισι μέτρων. Να είναι αυτή μια άλλου τύπου μεταφορά του «φύλακα» στην πραγματική ζωή; Ο συγγραφέας μοιάζει να γίνεται ο ήρωάς του: «Η μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ», κατά την τετριμμένη ρήση του Φλομπέρ. Ο Σάλιντζερ προτιμούσε μια άλλη διατύπωση: «Ο Χόλντεν Κόλφιλντ είναι απλώς μια παγωμένη στιγμή στον χρόνο». Μετά τον θάνατό του, ετούτη η τελεσίδικη έκφραση μοιάζει κι αυτή με κυριολεξία.

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!