0
Your Καλαθι
Ο βυθός του καθρέφτη ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Ο Andre Gide και η ημερολογιακή μυθοπλασία στην Ελλάδα
Έκπτωση
60%
60%
Περιγραφή
Στις προσπάθειες που έχει κάνει η κριτική να προσδιορίσει επακριβώς το μοντερνιστικό στοιχείο της πεζογραφίας της γενιάς του '30 έρχεται να προσταθεί αυτό το βιβλίο, στρέφοντας την προσοχή σε μια περιοχή που δεν έχει ερευνηθεί έως σήμερα: στο πεδίο της συνάντησης ορισμένων πεζογραφημάτων αυτής της γενιάς με την ημερολογιακή μυθοπλασία του Andre gide. Η κύρια θέση του είναι ότι το έργο του Gide, γονιμοποιώντας τις νεοτερικές αναζητήσεις της μεσοπολεμικής πεζογραφίας μας, ενθαρρύνει σε ορισμένους από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς αυτής της εποχής την καλλιέργεια της αυτοαναφορικότητας, με την απεικόνιση, μέσα στο ίδιο το μυθιστόρημα, της διαδικασίας της δημιουργίας του. Παράλληλα, το βιβλίο επιχειρεί μιαν ιστορική εξέταση της ελληνικής ημερολογιακής μυθοπλασίας, ανασύροντας στην επιφάνεια ένα λανθάνον έως σήμερα λογοτεχνικό μας είδος.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η ελληνική κριτική ωριμάζει και διερευνά πιο αποτελεσματικά, και με λιγότερη «ευλάβεια» στη θεωρία, αναφορές, επιρροές και επικοινωνίες της ελληνικής λογοτεχνίας με συγγραφείς και γραφές. Η μελέτη της Αλεξάνδρας Σαμουήλ Ο βυθός του καθρέφτη: Ο Andre Gide και η ημερολογιακή μυθοπλασία στην Ελλάδα αποτελεί εκδήλωση αυτού ακριβώς του νέου πνεύματος. Πριν απ' όλα είναι μια καλή ματιά πάνω στον μοντερνισμό της πεζογραφίας της γενιάς του '30. Υστερα αποκαλύπτει το εύρος της επιρροής του γάλλου συγγραφέα Αντρέ Ζιντ ταξιδιώτη έτσι κι αλλιώς στην Ελλάδα σε ό,τι ονομάζουμε «ημερολογιακό μυθιστόρημα» και το οποίο καλλιεργούν οι έλληνες συγγραφείς του Μεσοπολέμου. Η μελέτη αυτή θα μπορούσε λοιπόν να διαβαστεί και ως ένα είδος άτυπου διαλόγου του γάλλου συγγραφέα με τον Σεφέρη, τον Θεοτοκά, τον Ξεφλούδα και άλλους. Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ παρουσιάζει ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς.
Γενιά του '30 και μοντερνισμός
Παρ' ότι οι πεζογράφοι της γενιάς του '30 ανανέωσαν την πεζογραφία μας, ο βαθμός της νεωτερικότητάς τους υπολείπεται κατά πολύ εκείνου των ποιητών της. Σε σύγκριση με τα μοντερνιστικά και πρωτοποριακά στοιχεία της ποίησης του Σεφέρη ή του Ελύτη, του Εγγονόπουλου ή του Εμπειρίκου, τα καινούργια στοιχεία στην πεζογραφία του Θεοτοκά, του Τερζάκη, του Πολίτη ή του Ξεφλούδα είναι ισχνά και, στο επίπεδο του αισθητικού αποτελέσματος, όχι τα δραστικότερα. Ορατότερο νεωτερικό χαρακτηριστικό της πεζογραφίας αυτής της γενιάς θεωρείται η χρήση του εσωτερικού μονολόγου, η οποία τελικά διαπιστώνουμε ότι κατ' ουσίαν είναι το μόνο προσδιοριζόμενο από την κριτική σημείο επαφής της με την πεζογραφία της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας.
Ωστόσο νιώθει κανείς ότι η μελέτη του μοντερνισμού της πεζογραφίας της γενιάς του '30 δεν έχει εξαντληθεί· ότι υπάρχει κάτι στην ως σήμερα προσέγγισή του που, παρ' ότι είναι αισθητό, δεν έχει εντοπιστεί ή δεν έχει επακριβώς προσδιοριστεί. Αυτή την έλλειψη έρχεται να καλύψει σε σημαντικό βαθμό Ο βυθός του καθρέφτη της Αλεξάνδρας Σαμουήλ. Διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το βιβλίο αυτό είναι στην πραγματικότητα δύο βιβλία σε ένα. Αφενός εξετάζει την πρόσληψη και την απήχηση του έργου του Αντρέ Ζιντ στην Ελλάδα και αφετέρου ανασύρει στην επιφάνεια ένα λανθάνον ως σήμερα λογοτεχνικό μας είδος, την ημερολογιακή μυθοπλασία. Η περιοχή όπου τα δύο αυτά βιβλία συνεκβάλλουν σε ένα είναι το τρίτο, και τελευταίο, μέρος του, στο οποίο η ημερολογιακή μορφή αναλύεται ως μια ισχυρή τάση της μυθοπλασίας της γενιάς του '30 διαμορφωμένη υπό την επίδραση του έργου του Ζιντ («Η ημερολογιακή μυθοπλασία στην Ελλάδα και η συνεισφορά του Gide: α. Η ημερολογιακή μυθοπλασία στην Ελλάδα έως το 1951· β. Σεφέρης, Ξεφλούδας, Θεοτοκάς»).
Για να προσδιορίσει ακριβέστερα την επίδραση αυτή, η Σαμουήλ την εξετάζει μέσα στο πλαίσιο της ευρύτερης απήχησης του Ζιντ στον ελληνικό χώρο, από την πρώτη αναφορά του ονόματός του σε ελληνικό έντυπο ως το έτος του θανάτου του («Μέρος πρώτο: Η παρουσία του Gide στην Ελλάδα, 1902-1951: α. Μεταφράσεις· β. Κριτικά κείμενα και αναφορές»). Ακόμη, για να δείξει καλύτερα το σημαντικότερο σημείο αυτής της επίδρασης, που θεωρεί ότι είναι το σημείο επαφής της πεζογραφίας της γενιάς του '30 με τα μοντερνιστικά στοιχεία του έργου του Ζιντ, η μελετήτρια εξετάζει την ημερολογιακή μυθοπλασία το λογοτεχνικό είδος στο οποίο εκδηλώνεται ο μοντερνισμός του Ζιντ και προσδιορίζει τα νεωτερικά στοιχεία, με τα οποία ανανέωσε το είδος αυτό ο γάλλος συγγραφέας («Μέρος δεύτερο: Η ημερολογιακή μυθοπλασία προβλήματα συγχρονίας και διαχρονίας: α. Η ιστορία του ημερολογιακού μυθιστορήματος· β. Η δομή του ημερολογιακού μυθιστορήματος· γ. Η συμβολή του Gide»).
Ο συγγραφέας και η γραφή
Ο Ζιντ είναι ο πρώτος σημαντικός συγγραφέας του 20ού αιώνα που καλλιέργησε συστηματικά την ημερολογιακή γραφή. Συγχρόνως χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό τον ημερολογιακό τρόπο αφήγησης και στο δημιουργικό του έργο. Η πρωτοτυπία του, από την οποία απορρέει ο ιδιότυπος μοντερνισμός του, βρίσκεται στη συνύπαρξη μέσα στο έργο του δύο αντίθετων στοιχείων: σε μια νιτσεϊκής φύσεως καλλιέργεια του εγώ, από τη μια, και στο γεγονός, από την άλλη, ότι ο καλλιτέχνης και το έργο, ιδανικά της εποχής του συμβολισμού, αντικαθίστανται στα κείμενά του από την ιδέα του συγγραφέα και της γραφής. Την ιδέα αυτή συμφωνούν οι κριτικοί ο Ζιντ υπηρετεί με διάφορους τρόπους: με τον πολλαπλασιασμό των οπτικών γωνιών, ο οποίος οδηγεί σε μια κυρίαρχη σχετικότητα· με τη μετατόπιση της έμφασης από την ιστορία στην αφήγηση· και κυρίως με το τέχνασμα της mise en abyme της εικονογράφησης, μέσα στο κείμενο, της ίδιας της διαδικασίας της δημιουργίας του (της δημιουργίας του συγκεκριμένου κειμένου, όχι της συγγραφικής δημιουργίας γενικά) το οποίο δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να έρθει σε επαφή με το εργαστήρι του συγγραφέα.
Μολονότι παρατηρεί η Σαμουήλ οι διανοούμενοι του ελληνικού Μεσοπολέμου δεν χρησιμοποιούσαν ειδολογικές κατηγορίες για να περιγράψουν το έργο του Ζιντ αλλά θεματικές (όπως εκείνες της «εξομολόγησης» ή της «αυτοανάλυσης»), υπογράμμιζαν ως νεωτερικά εκείνα τα στοιχεία της πεζογραφίας του που είχαν άμεση σχέση με τη μορφή του μυθοπλαστικού ημερολογίου. Και τούτο γιατί ελκύονταν από το περιεχόμενό της, που αποτύπωνε τον εγωτισμό και τον ατομισμό του Ζιντ, το κύριο στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας του, το οποίο εξέφραζε εκείνη την εποχή το, συμβολιστικής καταγωγής, νεωτερικό αίτημα της ενδοσκόπησης και της αυτοανάλυσης. Εδώ βρίσκεται, σημειώνει η Σαμουήλ, η μία όψη της επίδρασης του γάλλου συγγραφέα στους έλληνες ομοτέχνους του: η ιδεολογική παράμετρός της, η οποία συνίσταται στην αφομοίωση από σημαντικούς συγγραφείς του Μεσοπολέμου της «ηθικής» του Ζιντ, ηθικής της διαθεσιμότητας, δηλαδή της απελευθέρωσης από προκατασκευασμένες ιδέες και της άρνησης κάθε οριστικής και αμετάκλητης επιλογής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αφομοίωσης βρίσκουμε στα κείμενα του Θεοτοκά, κυρίως στο Ελεύθερο πνεύμα, όπου η ιδέα της διαθεσιμότητας επεκτείνεται και στο πολιτικό επίπεδο, παρέχοντας στον Θεοτοκά το «ηθικό» έρεισμα πάνω στο οποίο οικοδομεί τον φιλελευθερισμό του.
Το επίκεντρο όμως της μελέτης της Σαμουήλ είναι η «υλική», η τεχνική πλευρά της επίδρασης του Ζιντ. Οι συγγραφείς της γενιάς του '30 έβλεπαν ότι η μορφή του ημερολογιακού μυθιστορήματος, όπως την εκμοντέρνισε ο Ζιντ, προσφερόταν περισσότερο από εκείνη κάθε άλλου λογοτεχνικού είδους για την απεικόνιση όχι μόνο του ατομικού, του εσωτερικού ανθρώπου, αλλά και των προβλημάτων της γραφής. Η μεγάλη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1930 τα ημερολογιακά πεζογραφήματα (24 τον αριθμό) οφείλεται διαπιστώνει η Σαμουήλ σε σημαντικό βαθμό στο παράδειγμα του Ζιντ. Στο ίδιο παράδειγμα οφείλεται και η χρήση της mise en abyme (μιας από τις πιο προχωρημένες αναζητήσεις της νεωτερικότητας) στο Εξι νύχτες στην Ακρόπολη του Σεφέρη, στο Ημερολόγιο της «Αργώς» και του «Δαιμονίου» του Θεοτοκά, στα Τετράδια του Παύλου Φωτεινού και στην Εσωτερική συμφωνία του Ξεφλούδα.
Η μελέτη της Σαμουήλ είναι ένα σημαντικό βιβλίο, που καλύπτει περισσότερα από ό,τι συνήθως πραγματεύεται μια διδακτορική διατριβή. Τα σπουδαιότερα από τα νέα στοιχεία που προσκομίζει είναι αυτά που ήδη αναφέραμε: 1) Μας προσφέρει μια ιστορική και κριτική περιγραφή τής ουσιαστικά άγνωστης ως σήμερα ημερολογιακής μυθοπλασίας μας, εξετάζοντας 80 ημερολογιακά πεζογραφήματα της περιόδου 1834-1951 (είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ένα διεθνώς περιορισμένο αριθμητικά είδος καλλιεργείται τόσο έντονα στην Ελλάδα, καθώς και το ότι αποδεικνύεται τόσο ευπροσάρμοστο στις ποικίλες τεχνοτροπικές κατευθύνσεις της πεζογραφίας μας). Η επί του θέματος έρευνα της Σαμουήλ φαίνεται εμπεριστατωμένη: λίγα ημερολογιακά πεζογραφήματα θα πρέπει να της έχουν διαφύγει (αναφέρω ένα που γνωρίζω: το μυθιστόρημα Μάριος 1923 του Ηλία Βουτιερίδη, το οποίο, καθώς είναι γραμμένο από μελετητή του έργου του Ζιντ, φαίνεται να ενισχύει το πόρισμα του Σαμουήλ για την απήχηση του γάλλου πεζογράφου στους έλληνες συγγραφείς του Μεσοπολέμου).
2) Εκτός του ότι μας δίνει μια πλήρη εξέταση της ελληνικής πρόσληψης του Ζιντ, το βιβλίο της Σαμουήλ μάς βοηθά να καταλάβουμε καλύτερα τις νεωτερικές αναζητήσεις της πεζογραφίας της γενιάς του '30: αφενός αναλύοντας με την περιγραφή των ελληνικών εφαρμογών της ζωτικής mise en abyme μια ανερεύνητη ως τώρα τάση της· και αφετέρου εξετάζοντας ακριβέστερα τις σχέσεις αυτής της γενιάς με τον εσωτερικό μονόλογο: η Σαμουήλ διαπιστώνει ότι ο Ξεφλούδας στα δύο πρώτα έργα του δεν υιοθετεί, όπως πιστεύεται, τον εσωτερικό μονόλογο, αλλά χρησιμοποιεί αδέξια τις πλέον ακραίες εκδοχές της mise en abyme (η οποία φαίνεται να αποδεικνύεται η αιχμή της πεζογραφικής νεωτερικότητας της γενιάς του '30, καθώς τη βλέπουμε να επανεμφανίζεται στο γαλλικό «Νέο μυθιστόρημα» και να αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της λεγόμενης μεταμοντέρνας λογοτεχνίας).
Το πλήθος των νέων στοιχείων που περιέχει το βιβλίο της Σαμουήλ δεν σημαίνει ότι καθιστά αφανείς κάποιες ελλείψεις του. Το τρίτο μέρος του θα μπορούσε να αναπτυχθεί περισσότερο, ενώ στο πρώτο η πυκνή έκθεση στοιχείων για την παρουσία του Ζιντ στον ελληνικό χώρο θα μπορούσε να γίνει με τρόπο περισσότερο αφαιρετικό. Το δεύτερο μέρος, το οποίο πραγματεύεται τις απόψεις της γαλλικής και της αγγλικής βιβλιογραφίας για την ημερολογιακή μυθοπλασία, θα ήταν πληρέστερο αν περιλάμβανε και τις θέσεις της γερμανικής. Ωστόσο αυτά αντισταθμίζονται από τον πλούτο των ιδεών του βιβλίου, αρκετές από τις οποίες κατατίθενται ως θέματα προς ανάπτυξη λ.χ. η περιγραφή των διακειμενικών σχέσεων του Δραγούμη με τον Ζιντ ή η διατύπωση σκέψεων για παρεμφερή προς την ημερολογιακή μυθοπλασία είδη (πραγματικό ημερολόγιο, αυτοβιογραφία, μυθιστορηματική βιογραφία). Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η παρακολούθηση δύο τάσεων της μεσοπολεμικής λογοτεχνικής κριτικής μας, οι οποίες αναπαράγουν σύγχρονές τους γαλλικές αναζητήσεις και οι οποίες δεν είχαν ως τώρα γίνει αντικείμενο προσοχής: της «κριτικής της ταύτισης» και της «κριτικής του παραλληλισμού» (με κύριους εκπροσώπους τον Κλέωνα Παράσχο και τον Γιώργο Σεφέρη αντιστοίχως).
Βιβλίο καλογραμμένο, ο Βυθός του καθρέφτη χαρακτηρίζεται και από τον φυσικό τρόπο με τον οποίο περιέχει τη θεωρία, η οποία στις σελίδες του δεν επιπολάζει, όπως στον τόπο μας συχνά συμβαίνει σε εργασίες όχι μόνο νέων μελετητών (το βιβλίο είναι ένα από τα ελάχιστα κείμενα που αναφέρουν επειδή υπάρχει πραγματικός λόγος, και όχι ως επίδειξη κριτικής ταυτότητας, το όνομα του Ρολάν Μπαρτ). Η Σαμουήλ δεν αναπαράγει απλώς τις απόψεις των ξένων αλλά συνδιαλέγεται με αυτές. Ορισμένες από τις παρατηρήσεις της για την έννοια της ημερολογιακής μυθοπλασίας αποτελούν συμβολή στη μελέτη του είδους, το οποίο μόλις τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει αρχίσει σε ορισμένες χώρες να απασχολεί την κριτική.
Νάσος Βαγενάς, ΤΟ ΒΗΜΑ, 28-02-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις