0
Your Καλαθι
Πριν το τέλος
Περιγραφή
«Απευθύνομαι σε σένα και, μέσω εσού, σε όλα αυτά τα νέα παιδιά που μου γράφουν ή με σταματούν στο δρόμο, ακόμα και σε κείνα που με παρατηρούν από τα άλλα τραπέζια σε κάποιο καφέ και που θέλουν να με πλησιάσουν, αλλά δεν τολμούν. Δεν θέλω να πεθάνω χωρίς να σας πω αυτά τα λόγια.
Έχω πίστη σε σας. Σας έχω περιγράψει τόσα σκληρά περιστατικά και για ένα μεγάλο διάστημα δεν ήξερα αν θα σας ξαναέκανα λόγο για τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Τον κίνδυνο που διατρέχουμε όλοι οι άνθρωποι, πλούσιοι ή φτωχοί.[...]
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Ερνέστο Σάμπατο, γνωστός στους έλληνες αναγνώστες από τα μυθιστορήματά του Το τούνελ (εκδόσεις Αστάρτη), Περί ηρώων και τάφων και Αββαδών ο εξολοθρευτής (εκδόσεις Εξάντας), διαισθανόμενος το επερχόμενο τέλος της βιολογικής ύπαρξής του, αποφάσισε πριν από δύο χρόνια να δημοσιεύσει την πνευματική αυτοβιογραφία του. Πρόκειται για μια διαθήκη, όπως την αποκαλεί ο ίδιος, που απευθύνεται στους νέους ανθρώπους, εκείνους που αισθάνονται χαμένοι, αποκαρδιωμένοι και οι οποίοι ύστερα από την περιλάλητη κατάρρευση των ιδεολογιών δεν πιστεύουν πλέον σε τίποτε. Στη μικρή εισαγωγή που προτάσσεται στο βιβλίο του Λίγο πριν το τέλος, το οποίο αφιερώνεται στη μητέρα του, στη γυναίκα του Ματθίλδη και στο γιο του Χόρχε Φεδερίκο, όλοι τους ήδη αποδημήσαντες, ο αργεντινός συγγραφέας, ο μεγαλύτερος μαζί με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες και ένας από τους δασκάλους των τεσσάρων λατινοαμερικανών δημιουργών του πρώτου μεγάλου μπουμ (Χούλιο Κορτάσαρ, Μάριο Βάργας Γιόσα, Κάρλος Φουέντες, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες), τονίζει ότι οι σκληρές αλήθειες του δεν βρίσκονται σε αυτό, αλλά αποκλειστικά στα μυθιστορήματά του. «Γράφω» λέει «κυρίως για τους εφήβους και τους νέους αλλά και για εκείνους που πλησιάζουν τον θάνατο και αναρωτιούνται πώς και γιατί ζήσαμε, ονειρευτήκαμε, γράψαμε, ζωγραφίσαμε· ή μήπως απλώς και μόνο φάγαμε τον χρόνο μας γυαλίζοντας τις καρέκλες μας;».
Γεννημένος στο Ρόχας της Αργεντινής τον Ιούνιο του 1911, «ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού», ήταν ένα μοναχικό παιδί που ένιωθε εγκαταλελειμμένο, γι' αυτό, εξομολογείται, έζησε σε μια αγωνία πανομοιότυπη με εκείνη του Φερνάντο Πεσόα. Οι γονείς του ήταν φτωχοί μετανάστες, ο πατέρας του ιταλός ορεσίβιος κι η μητέρα του από παλιά αλβανική οικογένεια της Ιταλίας. Είχαν εγκατασταθεί στην αργεντίνικη πάμπα ελπίζοντας ότι θα είναι γόνιμο το χώμα εκείνης της «Γης της Επαγγελίας». Η ανατροφή που έδωσαν σε αυτόν και στα αδέλφια του άφησε βαθιά σημάδια στον χαρακτήρα του. Ηταν μια αγωγή σκληρή. Ωστόσο στη Λα Πλάτα, μια πόλη κοντά στο Μπουένος Αϊρες, ήταν που έζησε τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του: Εκεί πήγε στο γυμνάσιο και στο λύκειο, γνώρισε τη γυναίκα του, φοίτησε στο πανεπιστήμιο. Εκεί γεννήθηκε ο γιος του, εκεί πέθαναν οι γονείς του. Και το σπουδαιότερο: Εκεί σφυρηλατήθηκαν οι ιδέες που τον συντρόφεψαν στη ζωή.
Στη Λα Πλάτα γνώρισε τον καθηγητή Πέδρο Ενρίκες Ουρένια, ένα σπάνιο πλάσμα, που τον μύησε στον κόσμο των μεγάλων συγγραφέων. Τα ταραγμένα χρόνια των σπουδών του υπήρξαν επίσης και χρόνια των μεγάλων ανακαλύψεων, διότι εκτός από την τέχνη και τη λογοτεχνία μυήθηκε και στο σύμπαν των μαθηματικών. Μαζί με τα ταξίδια του Ιουλίου Βερν, μαζί με τον Σίλερ, τον Γκαίτε, τον Ρουσό, τον Ιψεν, τον Στρίντμπεργκ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, τον Τσέχοφ, τον Γκόγκολ, το έπος του Ελ Σιντ, τον Δον Κιχώτη, το Έγκλημα και τιμωρία, τον Όσκαρ Γουάιλντ, τον Πόε και τον Τσέστερτον, τις αναρχικές και κομμουνιστικές ιδέες, τους εργάτες της Πρωτομαγιάς του Σικάγου, τον Σάκο και τον Βαντσέτι, τη Ρωσική Επανάσταση, γνώρισε και αγάπησε τα θεωρήματα.
Στο πανεπιστήμιο προσχώρησε στην Κομμουνιστική Νεολαία, έγινε γραμματέας της και στη διάρκεια της δικτατορίας του Ουριμπούρου, το 1930, μπήκε στην παρανομία. Εγκατέλειψε τις σπουδές για να παλέψει για τις ιδέες του, ωστόσο την ίδια εποχή συντελέστηκε μια ριζική μεταστροφή μέσα του: τα εγκλήματα του σταλινισμού τάραξαν τον ως τότε ιδεολογικό του εφησυχασμό. Όταν λοιπόν το κόμμα προσφέρθηκε να τον στείλει στη Μόσχα, σε λενινιστικό σχολείο, αυτός φοβούμενος ότι λόγω των αιρετικών απόψεών του θα καταλήξει σε κάποιο γκουλάγκ ή ψυχιατρικό άσυλο, το 'σκασε στο Παρίσι από το τραίνο που τον μετέφερε στη Σοβιετική Ένωση. Επέστρεψε στην Αργεντινή, πήρε το διδακτορικό του στη Φυσική και στα Μαθηματικά και προσπάθησε να αντέξει τις επιθέσεις και τις ύβρεις για την «προδοσία» του στον κομμουνισμό. Εκείνος όμως εξακολουθούσε να πιστεύει στα οράματα του σοσιαλισμού. Αλλά όχι και στη διαστρεβλωμένη σταλινική εκδοχή τους.
Ξαναβρέθηκε στο Παρίσι με υποτροφία και στάλθηκε να εργαστεί στο Εργαστήριο Κιουρί. Εκεί, ανάμεσα σε ηλεκτρόμετρα και δοκιμαστικούς σωλήνες, ήλθε σε επαφή με το κίνημα των υπερρεαλιστών, οπότε «ο αξιότιμος δρ Τζέκιλ άρχισε να σφαδάζει στα νύχια του σατανικού κ. Χάιντ». Πανάρχαιες ανεξέλεγκτες δυνάμεις στο σκοτεινό εργαστήριό τους μετάλλαξαν τον προικισμένο φυσικό, τον απομάκρυναν για πάντα από το καθαρό σύμπαν της επιστήμης και τον ξαπόστειλαν στον ανορθολογικό κόσμο της λογοτεχνίας. Πολλοί προσπάθησαν να τον αποτρέψουν από την καινούργια «προδοσία»· δεν ήταν δυνατόν ένας επιστήμων με λαμπρό μέλλον να ασχολείται με πράγματα τόσο επιπόλαια όπως τα μυθιστορήματα. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι η λογοτεχνία ήταν που επέτρεψε στον Σάμπατο να εκφράσει τις αποτρόπαιες και αντιφατικές εκδηλώσεις της ψυχής του. Διχασμένος πλέον, μολονότι πήρε μια νέα υποτροφία για το ΜΙΤ της Βοστώνης, δίδαξε Κβαντική Θεωρία και Σχετικότητα στο Πανεπιστήμιο της Λα Πλάτα, δημοσίευσε μια εργασία με αντικείμενο τις κοσμικές ακτίνες και πήγε να ζήσει σε ένα ράντσο στο βουνό, μακριά από τον πολιτισμένο κόσμο. Τότε γνώρισε και έναν περιπλανώμενο γιατρό που φρόντιζε όσους αρρώστους συναντούσε στον δρόμο του τον λέγανε Ερνέστο Γκεβάρα. Κατόπιν αποδέχθηκε μια θέση στην Unesco και ξαναβρέθηκε στο Παρίσι ώσπου έγραψε ένα άρθρο για το έγκυρο περιοδικό Sur του Μπουένος Αϊρες, το οποίο του έδωσε την ευκαιρία να εισέλθει στον κύκλο των αργεντινών διανοουμένων. Η αρχή είχε γίνει. Γνώρισε τον Μπόρχες (αργότερα τους χώρισαν αγεφύρωτες πολιτικές διαφορές) και οδηγήθηκε στο γράψιμο του Τούνελ (1948), το οποίο τον επόμενο χρόνο εκδόθηκε στα γαλλικά χάρη στη γενναιόδωρη πρωτοβουλία του Αλμπέρ Καμύ.
Μερικά κεφάλαια του βιβλίου είναι γεμάτα από κρίσεις και απόψεις του συγγραφέα για τον κομμουνισμό, τον νεοφιλελευθερισμό, τον οικονομικό απολυταρχισμό, την εκμετάλλευση της εργασίας των παιδιών, τη φτώχεια, την ανεργία, την παγκοσμιοποίηση, τη δημόσια εκπαίδευση, τη φρίκη της δικτατορίας, την εξαφάνιση της Γιουγκοσλαβίας, την έξοδο των Αλβανών προς τις γειτονικές χώρες, τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Τα τελευταία όμως αναφέρονται στον θάνατο του γιου του, ένα γεγονός που τον σημάδεψε ανεξίτηλα και τον έφθασε στα όρια του παραλογισμού και της απόγνωσης: «Θα έδινα όλα μου τα βιβλία τι ανόητα, τι γελοία και παρακινδυνευμένα, τι άχρηστα, το απολύτως τίποτε δηλαδή» γράφει «αν τα συγκρίνεις με αυτή την απώλεια θα 'δινα ακόμη και τη φήμη μου αλλά και τις τιμές και τα μετάλλια, για να ξαναφέρω κοντά μου τον Χορχίτο». Το τραγικότερο από όλα είναι ότι στην αδυναμία του να επαναφέρει τον γιο του στη ζωή μπλέχτηκε με θρησκείες αυτός ο άθεος , με την παραψυχολογία και τις «εσωτερικές αερολογίες», αναζητώντας έναν Θεό που θα τον έπιανε από το χέρι για να τον σώσει.
Πολλές φορές μέσα στο κείμενό του ανακαλεί στη μνήμη με άφατη νοσταλγία και πίκρα την παιδική ηλικία, τους Μάγους με τα δώρα, όλες τις χαρές και τις λύπες εκείνων των μακρινών χρόνων. Με τα παραμύθια που λέγανε για Καλούς και Κακούς, για Δικαιοσύνη και Αδικία, για Αλήθεια και Ψέμα, όλα αυτά που τελικά δεν ήταν, όπως δηλώνει, παρά αθώα όνειρα, αφού η σκληρή πραγματικότητα είναι μια απογοητευτική σύγχυση ωραίων ιδανικών και άγριων διαψεύσεων.
Φίλιππος Φιλίππου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-11-2000
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις