0
Your Καλαθι
Οι αλαφροϊσκιωτες
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Τριάντα δύο σκοτεινές κι αλλοπαρμένες γυναίκες. Οι «τρελλές» της γειτονιάς, των πόλεων και των συνοικιών στην ασπρόμαυρη Ελλάδα του '60. Αηδονή, Ευδοξή, Θυμέλη, Σκαμπαβία... Μορφές και ιστορίες άλλοτε θορυβώδεις και χαριτωμένες, άλλοτε μουντές, μυστήριες ή τραγικές, φυσιογνωμίες που περιπλανήθηκαν κάποτε στους δρόμους της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης, αγάπησαν και αγαπήθηκαν, μετά έσβησαν και ξεχάστηκαν.
Με τη στωϊκή διάθεση του κινηματογραφιστή και τη δημιουργική φαντασία του παραμυθά, ο συγγραφέας αναπλάθει 32 τέτοιες αλαφροΐσκιωτες γυναίκες μέσα από ισάριθμα, δυνατά ταχυδράματα.
Συμπληρώνοντας έξοχα το κείμενο του Χρίστου Σαντατσόγλου, η Άννα Λέκκα φαντάστηκε τις αλαφροΐσκιωτες του παρελθόντος και τις απέδωσε με μια σύγχρονη προοπτική.
Συγγραφέας για το έργο: «Λίγο οι πόλεις που έμειναν χωρίς αλάνες κι αυλές, λίγο οι πλαδαρές πολιτικές ορθότητες που μοιάζει να σου απαγορεύουν ακόμη και να σκεφτείς τον τρελλό ως τρελλό, ίσως ακόμη κι αυτή η ορθογραφική αφύγρανση της λέξης -με ένα λάμδα λιγότερο- θαρρείς πια πως "ο τρελλός του χωριού" κατάντησε ξεθωριασμένη λαογραφική σύμβαση.
Βεβαίως, οι αλαφροΐσκιωτες υπήρξαν. Όλοι τις θυμόμαστε, όλοι τις έχουμε δει· να ξεπροβάλλουν ξαφνικά πίσω από κάποιο σχολείο επιστρέφοντας αμίλητες την μπάλα στα παιδιά,να σπαράζουν ακατάληπτους θρήνους μέσα σε έρημα σπίτια, να μουρμουρίζουν χρόνια, ξανά και ξανά, το ίδιο παράπονο, να κράζουν ξαφνικά την αποβλάκωση της παρέλασης ή να σύρουν φωνή πανηγυριού χωρίς λόγο ντάλα μεσημέρι, Αύγουστο.
Πρωταγωνίστριες μικρών αυτοσχέδιων επεισοδίων της ζωής, αλαφροΐσκιωτες υπάρξεις που πετυχαίνουν μέσα σε μία στιγμή τις πιο αναρχικές ανατροπές του κοινωνικού κώδικα. Και πίσω από τις γυναίκες αυτές, μια πραγματική ιστορία που ποτέ δεν μένει ίδια αφού η γειτονιά είναι πάντα εκεί να ερμηνεύει και να προσθέτει περιστατικά. Αυτές είναι οι "αλαφροΐσκιωτες" που προσπάθησα να αναστήσω».
(Από τον εκδότη)
αποσπάσματα
η Φροσάρα
Το ηλιοβασίλεμα έκανε κατακόκκινο τον Θερμαϊκό.
Η Φροσάρα έβλεπε τη θάλασσα σαν αίμα. Έμπαινε στο λιμάνι – ήξερε καλά τα κατατόπια και δεν φοβόταν πια. Ήταν γριά. Παρθένα, την είχαν πιάσει να κλέβει, κι όπως ήταν τη γλέντησε όλο το τσούρμο. Κρατώντας σφιχτά ένα φθαρμένο τσαντάκι, χτύπαγε τα τρύπια λουστρίνια της στο πεζοδρόμιο. Στάθηκε ανάμεσα στα βαπόρια κι έψαχνε να βρει τον ναύτη εκείνον που την έβγαλε απ' την αποθήκη. Περίμενε τον ναύτη που την έσωσε, κάθε ηλιοβασίλεμα. Τον περίμενε να τη σώσει κι απ' τη δουλειά – αυτήν που έκανε χρόνια τώρα, κι άλλη δεν ήξερε. Ένας μαρκόνης, που την ήξερε χρόνια τώρα, της έδωσε ένα πακέτο Mάλμπορο κι ένα εικοσάρι, εις ανάμνησιν… Η Φροσάρα κατάπιε τον καπνό, τον κοίταξε αλλήθωρα. «Θα με παντρευτείς, ρε Ιρλανδέ;» Γέλασαν τα ξανθά του μουστάκια και της έδωσε ένα φιλί στο στόμα. Το μεγάλο, φωτισμένο βαπόρι έμπαινε στο λιμάνι. Φώτισε και το πρόσωπο της Φροσάρας. Ήταν αλήθεια, έφτασε! Κατέβαινε ο καταπέλτης, κι αυτός μαζί. Με λουλούδια απ' την Ανατολή και χρωματιστά μεταξωτά, αρώματα ινδικά... και την αγκαλιά του! Όλο το βράδυ τον κράταγε σφιχτά…
η Αργυρώ
Όλη η Καβάλα μαζεύτηκε, Μάη μήνα στην Ιχθυόσκαλα.
Η πόλη θα αποκτούσε τον σιδηρόδρομό της – όλα κι όλα διακόσια μέτρα.
Η Αργυρώ, αξημέρωτα, άρχισε τα σούρτα - φέρτα,
μια πάνω στις ράγες, μια δίπλα, φωνάζοντας πως έφτασε
η ώρα να πετάξουμε.
Η πλεξούδα της χοροπήδαγε γύρω από το κακοζωισμένο πρόσωπό της. Τέλειωσαν τα ταρατατζούμ, άδειασε
ο τόπος.
Οι ράγες σέρναν βαγονέτα με σαρδέλα και τα βράδια
την Αργυρώ να βολτάρει και να φωνάζει πως τώρα
είναι η ώρα να πετάξουμε.
Οι έμποροι και τα τσιράκια τους που χτύπαγαν τα ψάρια στη δημοπρασία τής λέγαν: «Πέταξαν, μωρή Αργυρώ,
κι απόψε οι τιμές».
Αυτή δεν απαντούσε, παρά έβριζε μέσα απ' τα δόντια της. Έφτασαν Χριστούγεννα. Στο λιμάνι έφεγγε η πανσέληνος κι ένα σάπιο τσιμεντάδικο. Η παγωνιά έστειλε όλο
τον κόσμο σπίτι του.
Η Αργυρώ έσπρωχνε το βαγόνι, ίδρωσε, μα το κατρακύλησε. Μ' έναν σάλτο βρέθηκε μέσα και φώναζε τον κόσμο να βγει να δει που πετάει – και να πετάξει όλος ο ντουνιάς, τώρα μαζί της!
Ούτε κι ο φύλακας είδε. Δεν άκουσε.
Η Αργυρώ πέταξε, είπαν γελώντας στην αγορά –
και την ξέχασαν.
Τριάντα χρόνια και βάλε, το ίδιο σάπιο τσιμεντάδικο φωτίζει τη θάλασσα χριστουγεννιάτικα.
Η πόλη ήταν στολισμένη, μα στο λιμάνι το σάπιο τσιμεντάδικο έδινε χρώμα.
Άρχισε να χιονίζει, κι εγώ έφτανα γλιστρώντας στην Ιχθυόσκαλα.
Μια φωνή τάραξε την ησυχία· ερχόταν απ' το τσιμεντάδικο. Γύρισα και προσπάθησα να δω τι λέει, τι είναι.
Η Αργυρώ πάνω στο κατάρτι, κι από κάτω οι ναυτικοί να την παρακαλάνε να κατέβει.
Μες στα βράδια έφτασαν λιμενικό και πυροσβεστική.
Έκανε μια τα χέρια της, και χάθηκε…
Άλλοι είπαν πνίγηκε, άλλοι πέταξε…
η Αλέκα
Μελαχρινή, με δυο μεγάλες κοτσίδες να βγαίνουν μέσα απ' το μαντήλι και μια μαγκούρα για να στηρίζει
το ψηλόλιγνο κορμί της, και τη ματιά της. Λέγαν πως ήταν βοσκοπούλα απ' την Παλιά Καβάλα.
Κατέβαινε απ' τα Ποταμούδια με το χάραμα, τριγυρισμένη από αηδόνια, σπουργίτια και άλλα πουλιά. Όποια Καβαλιώτισσα αέριζε το σπίτι την καλημέριζε.
Η Αλέκα έτρεχε, κι έτρεχαν πάνω της τα πουλιά.
Σαν πρόβαλλε στις Καμάρες, τα περιστέρια έτρεχαν πάνω της και την ακολουθούσαν. Πιο πέρα στα καπνομάγαζα, καθώς έφτανε, σταματούσε ο ήχος της τόγκας κι ένα δυνατό φτερούγισμα έφερνε τα περιστέρια από πάνω της.
Άλλοι λέγαν ιστορίες για την Κατοχή κι άλλοι για περίεργο έρωτα που την κυνήγησε, κι αυτή πήγε στις νεράιδες να τη φυλάξουν. Τα ξωτικά την έκρυψαν, αλλά της πήραν τα μυαλά. Αυτό το νιώθαν όλα τα πουλιά, κι έτσι την ακολουθούσαν.
η Φλώρα
«Μωρή ζωή ζηλιάρα, κωλοπετσωμένη, μου ζήλεψες τον άντρα και μ' άφησες μόνη, για τους νταγλαράδες!»
Με τούτες τις κουβέντες έμπαινε στην αγορά της Καβάλας η Φλώρα και μετά χανόταν στους παραλιακούς καφενέδες, απλώνοντας το χέρι της για τα προς το ζην.
Ακουμπισμένη στα σκαλιά του Αϊ-Νικόλα, έτρωγε κασέρι και ψωμί.
Ήταν Ιούνιος του 1968. Ο Παττακός εγκαινίαζε το νέο ξενοδοχείο της πόλης και η Φλώρα, με επίσημο βλέμμα, άραξε στο Παλλάδιο και αγνάντευε τους δημοσίους υπαλλήλους να χειροκροτούν.
Αργά αποφάσισε να σηκωθεί. Έφτυσε στον αέρα και πήγε κι άραξε στην πλώρη του καϊκιού «ΦΛΩΡΑ», αντίκρυ απ' τη συγκέντρωση, ξεκαρδισμένη στα γέλια.
Ήταν το σκαρί που το βάφτισε η ίδια, νιόπαντρη.
Το σκαρί του άντρα της που το 'φαγε η τράπεζα, μαζί με το παλληκάρι της.
Τα καρακόλια έτρεξαν να τη φρονιμέψουν. Με μια, τους ξέφυγε κι ανέβηκε στο σκαρί.
«Ρουφιάνοι, μακριά... Μου τον κλέψατε τον λεβέντη μου, και με βγάλατε τρελή. Εμένα, ρε, για να χειροκροτάτε τον βλαμμένο να σας πάει στον Γαλαξία».
Αυτά είπε και ανέβηκε στο κατάρτι.
Ακούστηκε ένα «μπαμ». Ο Παττακός εξαφανίστηκε απ' το μπαλκόνι κι ο κόσμος έτρεξε να δει πού χάθηκε η Φλώρα.
Ψάχναν στο καΐκι και στα νερά, μα πουθενά. Χάθηκε – όπως ο άντρας της, και το καΐκι τους.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις