0
Your Καλαθι
Platanus Orientalis. Οι διακλαδώσεις μιας ασυνήθιστης ιστορίας
Περιγραφή
Μέσα της δεκαετίας του 1880: Ένας άντρας εισβάλλει στο νυχτερινό καφενείο, καταχείμωνο. Έχει γυρίσει τον κόσμο κι ακόμη ψάχνει τον Κήπο της Εδέμ. Θα τον βρει.
Μέσα του 14ου αιώνα: Ο Όσιος συνεργάζεται με την άρκτο στην αναστήλωσή της Μονής. Προσδοκά τη δημιουργία μιας χριστιανικής κοινότητας. Θα την επιτύχει. Η μυστική γραμμή της Ιστορίας, που διαπερνά με τον ταραχώδη ειρμό της το παλαιό με το πιο πρόσφατο τότε, σε αυτά ακριβώς τα δυο χρονικά σημεία πυκνώνει και κοντοστέκεται. Κέντρο όλων ο πολύκλωνος Platanus Orientalis, το φυλλοβόλο της Ανατολής...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η κριτική σήμερα θα μπορούσε να δεχτεί την εξής διαφοροποίηση μεταξύ του αγγλικού και του ρωσικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα: θα μπορούσε να δεχτεί πως το αγγλικό μυθιστόρημα θεμελιώνεται σε μια ύφανση από λεπτομέρειες και απρόοπτα, με επίκεντρο το άτομο που καλείται να επιλέξει μεταξύ καλού και κακού· ενώ το ρωσικό φαίνεται να διατρέχεται από μια μεταβλητότητα στην οποία ανακλάται μια εξελισσόμενη κοινωνία. Δηλαδή στους Γκόγκολ, Τουργκένιεφ, Ντοστογιέφσκι και Τολστόι το ενδιαφέρον εστιάζεται στις ευρύτερες κοινωνικές αντιπαραθέσεις και ιστορικές συγκυρίες, ενώ στους Τζέιν Οστιν, αδελφές Μπρόντε, Τζορτζ Ελιοτ, Τρόλοπ και Ντίκενς το ενδιαφέρον εστιάζεται στην ψυχολογία και στη σύμπτωση. Οσο γενικευτική κι αν ακούγεται αυτή η παρατήρηση, αφήνει να εννοηθεί ότι το ρωσικό μυθιστόρημα λειτουργεί σαν σταγόνα μελάνης πάνω σε απορροφητικό χαρτί, προϋποθέτοντας μια απροβλεψιμότητα. Ενώ το αγγλικό λειτουργεί πάνω στον κανόνα της δραματοποίησης που θεμελιώνεται στην ένταση της επιλογής απέναντι στα σταθερά μέτρα της ηθικής.
Η κυρία Σαράφη αποπειράται μια επιστροφή στο μεγάλο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά του ρωσικού μυθιστορήματος. Δεν την απασχολούν τα οποιαδήποτε σταθερά μέτρα ηθικής ούτε η ψυχοσύνθεση του ατόμου έξω από ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Το μυθιστόρημα αυτό απαιτεί να διαβαστεί χωρίς πιέσεις χρόνου, όχι μόνο γιατί είναι 557 πυκνογραμμένες σελίδες αλλά και γιατί ανοίγεται προς όλες τις κατευθύνσεις, με μια αφηγηματική νωχέλεια και ρέμβη. Κινείται όπως η μελάνη στο απορροφητικό χαρτί, παρουσιάζοντας μια ανθρωπογεωγραφία των αλληλεπιδράσεων κουλτούρας και φυσικού χώρου. Δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα και απεικονίζει μιαν εποχή που εκτείνεται από το 1880 μέχρι τη δεκαετία του 1940. Ο χώρος είναι αποκλειστικά η επαρχία, το ορεινό χωριό ο Αγιος Λαυρέντιος του Πηλίου. Η εικονοποιία θεμελιώνεται στη θύμηση και τη νοσταλγία· ο αφηγητής πολλές φορές διευκρινίζει πως ξεκινάει οριοθετώντας την οπτική του σε μια φωτογραφία από το παρελθόν (σελ. 112-113, π.χ.)
Αρχίζει με την επίσκεψη στο χωριό το 1880 ενός ξένου, του Χαρίλαου Ξένου. Είναι ένας μεσήλικας, καλοντυμένος και εξευγενισμένος, που είχε ξενιτευτεί από το νησί του και ο οποίος επιστρέφει στο Πήλιο με το σκοπό να αγοράσει, να κτίσει και να εγκατασταθεί. Εχει έναν αέρα ευεργέτη και βασικός σκοπός του είναι να συμβάλει στην ανάπτυξη του τόπου μέσω του εμπορίου και του δανεισμού χρημάτων. Με επίκεντρο τον ίδιο, τη γυναίκα που παντρεύεται, το αρχοντικό που έχει κτίσει και τους ανθρώπους που του δουλεύουν υφαίνεται ένας τάπητας που εξεικονίζει μια αρκετά περίπλοκη κοινωνία και μαζί εξεικονίζει και τους νέους τρόπους που διαπλάθονται στην αναπτυσσόμενη ελληνική επαρχία.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος «Platanus Orientalis», που μας δίνεται στην επίσημη λατινική ορολογία, μάλλον υποδηλώνει την αιτιακή αναγκαιότητα και την ορθολογιστική πρόσληψη με την οποία χαρακτηρίζεται η δυτική οπτική που φέρνει μαζί του ο Ξένος· παράλληλα, όμως, ο Πλάτανος συμβολίζει και τη διφυή σχέση του φαινομένου ιστορίας και αφήγησης, ανακλώντας την εξακτίνωση, όπως οι ρίζες του πλάτανου διεισδύουν σε υπόγεια ρεύματα, άλλα εντοπίσιμα και άλλα άγνωστα. Αναφορές στον Πλάτανο της κεντρικής πλατείας του χωριού, για το πώς φυτεύτηκε και ποια η σημασία του, γίνονται σκόρπια και πλάγια σε ολόκληρο το μυθιστόρημα, βλέπε π.χ. σελ. 113, 543.
Ο Χαρίλαος Ξένος, σαν να ήταν αναμενόμενο, δολοφονείται κατά την επίσκεψή του στην πόλη (στο Βόλο) από θύματα της τοκογλυφίας του. Η συνέχεια καλλιεργείται με πρωταγωνιστές αυτούς που αφήνει πίσω του: τη γυναίκα του (Σοφία), το γιο του (Νικήτα) και τη δουλεύτρα του (Αμαλία) με τον άντρα της (Μανόλη), τον οποίο είχε διαλέξει να της δώσει ο ίδιος. Ολοι αυτοί ζουν στο αρχοντικό, κάνουν οικογένειες και εμπλέκονται σε μια «ασυνήθιστη ιστορία». Η κόρη της Αμαλίας (Ευγενία) μένει έγκυος από τον Νικήτα, ο οποίος δεν φαίνεται να έχει συνείδηση των πράξεών του, παντρεύεται τη Ζωή (κόρη του προέδρου του γειτονικού χωριού), έτσι που οι δύο γυναίκες, Ευγενία και Ζωή, γεννούν ταυτόχρονα και μάλιστα δίδυμα κοριτσάκια από τον ίδιο πατέρα· το μυστικό για την πατρότητα των παιδιών της Ευγενίας δεν συζητιέται, αν και είναι σε όλους γνωστό, όπως και οτιδήποτε άλλο φαίνεται να συμβαίνει στο χωριό. Η Αμαλία (η μητέρα της Ευγενίας) σε μια στιγμή αγανάκτησης για τη μοίρα της ως δουλεύτρα στο αρχοντικό κι εμπρός στο φόβο ότι η κόρη της θα έχει την ίδια μοίρα με τη δική της, μένοντας με έναν κρυφό έρωτα για τον άρχοντα, αλλάζει τα μωρά. Η επιτυχία του μυθιστορήματος βρίσκεται στη συγκρότηση της ατμόσφαιρας και στην αποτύπωση του κοινωνικού καμβά της μικρής αυτής εστίας ανθρώπων. Ο επιγραμματικός λόγος και το βάθος του συναισθήματος που περικλείεται ανταποκρίνονται τέλεια σε αυτό που λέει ο αφηγητής «να φτιάχνεις με λέξεις την πραγματικότητα» (σ. 508).
Οσον αφορά την αφήγηση, το μυθιστόρημα παρουσιάζει την εξής ιδιομορφία: περιλαμβάνει μερικές παραγράφους σε πλάγια γράμματα στην αρχή καθενός από τα τέσσερα Μέρη καθώς και τον Επίλογο σε πρώτο πρόσωπο, σαν έναν εξομολογητικό μονόλογο προς τον αναγνώστη· και σε όλες τις περιπτώσεις επαναλαμβάνει και τη χαρακτηριστική έκφραση «δε μου αρέσει να αφηγούμαι». Οι εξομολογήσεις αυτές δημιουργούν ένα μυστήριο για τον αναγνώστη μέχρι τον Επίλογο, σ. 546-547, όπου αποκαλύπτεται πως ο αφηγητής είναι όντως πρόσωπο του μυθιστορήματος σε ετεροχρονισμένη εποχή. Είναι το παιδί του καφετζή, που έχουμε γνωρίσει σε πολλαπλά στάδια της αφήγησης. Δηλαδή, επίσημα αποκαλύπτεται το πώς η ιστορία ταυτίζεται με το άτομο που την περιγράφει ετεροχρονισμένα κι έτσι εξηγείται και το πώς «κάθε αφήγηση είναι μια ευφάνταστη μεταμφίεση της ιστορίας», όπως μας λέει ο ίδιος ο αφηγητής. Στον Επίλογο, η εξομολόγηση σε πλάγια γράμματα και σε πρώτο πρόσωπο αναμειγνύεται με την τριτοπρόσωπη αφήγηση και ο αφηγητής σαν πρόσωπο του μυθιστορήματος πια ταυτίζει τον εαυτό του με την ιστορία:
Και, Θεέ μου, άνοιξα τα χέρια και γονάτισα εν τω μέσω της πλατείας, δες με τώρα δα πώς περιπατώ πάνω στο σώμα της Ιστορίας, τι θέλω εγώ μέσα στην αντάρα της Ιστορίας;, πάντα μου νόμιζα πως είναι η Ιστορία η πλέον απρόσιτη περιοχή, απόρροια διηγήσεων, και πως ο άνθρωπος από μακριά και άπραγος παρακολουθεί τη διαμόρφωση του σχήματός της, πώς έγινε τώρα και η πορεία της ζωής μου συνέπεσε τόσο δραματικά με την πορεία της Ιστορίας; (σ. 556).
Η οξύμωρη παρατήρηση που συναντάμε περισσότερες από μία φορές και η οποία λειτουργεί σαν λάιτ-μοτίβ είναι η εξής: «το ένδυμα ντύνεται τον άνθρωπο»· και το ερμηνεύω να θέλει να πει το πως η ιστορία μάς περιλαμβάνει και πως εμείς υπάρχουμε χάριν της ιστορίας. Εξάλλου, αυτό το προϋπάρχον ένδυμα που μας προσαρμόζει στο δικό του σχήμα, αντί να το προσαρμόζουμε στο σώμα μας, αποδεικνύεται και από ένα άλλο απρόσμενο στοιχείο που συναντάμε στο μυθιστόρημα των διακλαδώσεων και των υποδόριων συσχετίσεων. Το στοιχείο αυτό πρόκειται για μια παρενθετική ιστορία που διασπείρει ο αφηγητής στο κείμενο με περιθώρια σε εσοχή, στην οποία μας αφηγείται την ιστορία του Οσιου Λαυρέντιου (του Αγιου Εφήβου). Ο Αγιος Λαυρέντιος έρχεται στα ερείπια του Καθολικού Μοναστηριού των Βενεδικτίνων, που είχαν έλθει από το Αμάλφι της Ιταλίας, για να φτιάξει το δικό του Μοναστήρι με τη βοήθεια της αρκούδας, όπως μας λέει ο μύθος σχετικά με το χωριό. Σε αυτή την ιστορία διαπιστώνουμε την προΰπαρξη της ιστορίας σαν μια ανάκλαση σε ό,τι πρόκειται να συμβεί, όπως ακριβώς οι βράχοι που σηκώνει η αρκούδα στα προστάγματα του Οσιου Λαυρέντιου έχουν «σχεδιασμένο το κτίριο (του μοναστηρίου) μέσα τους», όπως είναι και «η κατασκευή κάθε ιστορίας», επισημαίνει ο αφηγητής (σ. 541). Οσο παράδοξες κι αν ακούγονται αυτές οι απόψεις, θίγουν ένα από τα πιο επίμαχα σημεία των αντιπαραθέσεων πάνω στην επιστημολογία για το τι είναι Ιστορία· δηλαδή, το αν η ιστορία σαν γεγονός, ή σαν αφήγηση, δεν περιλαμβάνεται σε αυτό που ήδη υπάρχει σε μια ολότητα που ο άνθρωπος δεν μπορεί να μερικεύσει και στην οποία ο ίδιος προσαρμόζεται.
Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα παιχνίδι μιας διανοούμενης συγγραφέα για το τι είναι ιστορία και το τι αφήγηση. Αλλά διαβάζεται ευχάριστα και περιλαμβάνει ένα βαθύ συναίσθημα για τον περιβάλλοντα χώρο. Είναι πάνω απ' όλα ένας μονόλογος κι έτσι είναι γραμμένο: χωρίς παύλες και χωρίς αλλαγές προσώπων και φωνών, σαν να θέλει να αφήσει τα πράγματα να σχηματίζονται από μόνα τους. Με έναν έμμεσο τρόπο θίγει φλέγοντα θέματα για την επαρχία, τη μετανάστευση, την πολιτική, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, και μας αφήνει να διακρίνουμε το βάθος της υπαρξιακής αναζήτησης και τη σχέση του ατόμου με την ιστορία.
Κι όμως δεν είναι ακριβώς ένα παραδοσιακό μυθιστόρημα του τύπου των μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα· η αυτοαναφορικότητα που περιλαμβάνεται στα πλάγια γράμματα, όπου ο αφηγητής μιλάει στον αναγνώστη, και τα αποσπάσματα σε εσοχές (εκεί που μας δίνεται η ιστορία του Οσιου Λαυρέντιου) είναι ένα τέχνασμα με μεταμοντερνιστικές προεκτάσεις. Θα ήθελα όμως να τονίσω ότι δεν πρόκειται για μια διανοουμενίστικη επίδειξη και ούτε για ένα απλοϊκό ιστορικό μυθιστόρημα. Συνεχίζει στα χνάρια του μεγάλου κοινωνικού μυθιστορήματος, αλλά με ιδιαίτερη ευαισθησία καλύπτει μια σύγχρονη προσέγγιση του θεωρητικού διαλόγου πάνω στο Νέο Ιστορικισμό για το πώς η ιστορία είναι μια ερμηνεία και για το πώς η ιστορία δεν παύει να είναι μια αφήγηση.
Χ.-Δ. ΓΟΥΝΕΛΑΣ (Καθηγητής Φιλολογίας ΑΠΘ)
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/01/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις