0
Your Καλαθι
Οι λέξεις
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Άρχισα τη ζωή μου όπως θα την τελειώσω: ανάμεσα στα βιβλία. Στο γραφείο του παππού μου υπήρχαν παντού βιβλία· το ξεσκόνισμά τους απαγορευόταν, εκτός από μια φορά το χρόνο, τον Οκτώβριο πριν ανοίξουν τα σχολεία. Δεν ήξερα ακόμη να διαβάζω και σεβόμουν ήδη αυτές τις όρθιες πέτρες· κάθετες ή κεκλιμένες, στριμωγμένες σαν τούβλα στα ράφια της βιβλιοθήκης ή μεγαλοπρεπώς και απλόχωρα τοποθετημένες, σαν αλέες από μενίρ· ένιωθα ότι η ευημερία της οικογένειά μας εξαρτιόταν από αυτές. [...] Ξεφάντωνα σε ένα μικροσκοπικό τέμενος, περιτριγυρισμένο από ογκώδη, αρχαία μνημεία που με είχαν δει να γεννιέμαι, που θα με έβλεπαν να πεθαίνω και των οποίων η σταθερότητα μου εγγυώνταν ότι το μέλλον θα ήταν τόσο ήρεμο όσο και το παρελθόν. [...] Τα βιβλία μο ήταν τα πουλιά και οι φωλιές μου, τα κατοικίδια ζώα μου, ο στάβλος και η εξοχή μου· η βιβλιοθήκη ήταν το σύμπαν παγιδευμένο σ' έναν καθρέφτη· είχε τον ατελείωτο πλούτο, την ποικιλία, το απρόβλεπτο.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ ευγνωμονεί τον πατέρα του για ένα πράγμα: που απεβίωσε νωρίς. Τον άφησε ορφανό σε ηλικία μηνών: «Αν ζούσε, θα είχε πέσει πάνω μου και θα με είχε συνθλίψει». Ιδού μια φράση εξαιρετικά χρήσιμη για εκείνον που θα προσεγγίσει το Υπερεγώ του φιλοσόφου, ο οποίος αποφάσισε να γράψει με λογοτεχνικό τρόπο την αυτοβιογραφία των παιδικών του χρόνων. Εγραψε τις αναμνήσεις του με ύφος «λογοτεχνικό» για να αποχαιρετήσει αυτό το είδος γραφής: «Θέλησα να είμαι λογοτεχνικός για να αποδείξω το λάθος του να είναι κανείς λογοτεχνικός». Ο υπαρξιστής άρχισε την καταγραφή των αναμνήσεών του κάπου στο 1952, αλλά τις εξέδωσε σε βιβλίο το 1964. Αν αγνοήσουμε τις συζητήσεις περί «λογοτεχνικότητας», θα βρούμε έναν άλλον παράγοντα ικανό να τον πείσει να παραδώσει το χειρόγραφο στον Γκαλιμάρ. Είναι ίσως λίγο πιο πεζός απ' ό,τι περιμέναμε αλλά δεν ανατρέπει την αξία του κειμένου: το 1964 εκδίδει το αυτοαναφορικό βιβλίο Οι λέξεις επειδή απλώς είχε ξεμείνει από χρήματα. Ευτυχώς για εμάς. Οι λέξεις δεν είναι ένα βιβλίο για την ενηλικίωση, δεν είναι το ανάλογο των Αναμνήσεων μιας καθώς πρέπει κόρης της Σιμόν ντε Μποβουάρ ή του Enfance της Ναταλί Σαρότ· ούτε παραπέμπουν στις Ευλαβικές αναμνήσεις της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Οι λέξεις είναι ένα βιβλίο για τα βιβλία. Ενα βιβλίο για το πόσο σε καθορίζουν τα πρώτα αναγνώσματα· ένα βιβλίο για την αλαζονεία να αποφασίζεις ως παιδί να διαπρέψεις σε μια τέχνη.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο ενότητες: Διαβάζω και Γράφω. Ο ενήλικος Ζαν-Πολ Σαρτρ ασκεί κριτική στο παιδί Ζαν-Πολ και στην οικογένειά του. Ειρωνεύεται επεισόδια, ανακαλεί καταστάσεις, θυμάται πρόσωπα. Ολα αυτά όμως μέσα από ένα πρίσμα: μέσα από τον κόσμο του βιβλίου. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος σοβαροφάνειας. Ομολογεί την έλξη του για τα αναγνώσματα που ο παππούς του θεωρούσε «ευτελή» και δηλώνει ευθαρσώς ότι «ακόμη και σήμερα διαβάζω με μεγαλύτερη ευχαρίστηση τη Serie Noire παρά τον Βίτγκενσταϊν». Σε αυτή την πρωτοπρόσωπη αφήγηση όπου οι εξομολογήσεις μοιάζουν ατάκτως ερριμμένες μέσα στον ιστό της οικογενειακής ιστορίας ο Σαρτρ αξιοποιεί γνωρίσματα από διαφορετικά είδη γραφής. Ο λόγος του είναι πολύ προσωπικός για να μιλήσουμε για δοκίμιο και ταυτόχρονα έχει έναν συνολικό χαρακτήρα - σαν να μιλούν όλοι οι συγγραφείς του κόσμου - ώστε να μην είναι μια καθαρόαιμη αυτοβιογραφία. Προτού κλείσει τα εννέα του χρόνια ο Ζαν-Πολ Σαρτρ έχει σκιαγραφήσει τους πρώτους ήρωές του. Νιώθει ηδονικά πως μπορεί να καθορίσει τις τύχες τους. Εμπνεόταν από τα αναγνώσματά του και προσπαθούσε να ξαναζήσει τα αισθήματα που του δημιούργησαν: «Το μισοσκόταδο έπνιγε την τραπεζαρία, έσπρωχνα το γραφειάκι μου κάτω από το παράθυρο, η αγωνία ξαναγεννιόταν· κι η υπακοή των ηρώων μου - οι οποίοι ήταν αναμφισβήτητα μεγαλοπρεπείς, παραγνωρισμένοι και δικαιωμένοι - φανέρωνε την αδυναμία τους· από τότε αυτό ερχόταν: ένα αβυσσαλέο ον με γοήτευε· αόρατο: για να το δω έπρεπε να το περιγράψω».
Ο Σαρτρ ανασυνθέτει την παιδική του ηλικία μέσα από τη γνώση που έχει ως πενηντάχρονος - και πλέον - στοχαστής. Δεν μένει στις αναφορές των παιδικών αναγνωσμάτων όπως τα παραμύθια του Μορίς Μπουσόρ ή του Μιχαήλ Στρογκόφ που διάβασε σε ηλικία 7 ετών, κατά τους ισχυρισμούς του. Προτιμά να συσχετίσει τα παιδικά του χρόνια με κλασικούς τίτλους που βρήκε προφανώς στον δρόμο του αργότερα. Ολα συντελούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα: δεν έγινε τυχαία ο διανοούμενος που έγινε, δεν του απονεμήθηκε τυχαία το Νομπέλ. Ηταν ένα παιδί που διασκέδαζε διαβάζοντας λήμματα από το Grand Larousse. Φαίνεται ότι η εξέλιξή του ήταν γραμμένη στο κούτελό του καθώς από τότε, προτού κλείσει τα εννέα, οι οικείοι του αναφωνούσαν: «Θα γράψει! Είναι γεννημένος για να γράψει» ή «Το μικρό μας ανθρωπάκι θα γίνει συγγραφέας!». Αν μη τι άλλο, ο Σαρτρ αποδεικνύει σε αυτό το βιβλίο πώς ένας έξυπνος άνθρωπος μπορεί να αποκρύψει την αλαζονεία και τον θαυμασμό για τον εαυτό του χρησιμοποιώντας τον έντεχνο αυτοσαρκασμό: «Ο Καρλ θα μου έδινε την παγκόσμια γνώση, θα ακολουθούσα τη βασιλική οδό: στο πρόσωπό μου η μαρτυρική Αλσατία θα έμπαινε στην Ecole Normale, θα περνούσε με λαμπρότητα τις εξετάσεις υφηγεσίας, θα γινόμουν πρίγκιπας: καθηγητής Φιλοσοφίας».
ΛΩΡΗ KEZA
ΤΟ ΒΗΜΑ, 07-03-2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οταν, το 1964, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ δημοσίευσε τις Λέξεις, οι ανά τη γη θαυμαστές και φίλοι του έργου του αλλά κι ένας ολόκληρος κόσμος που παρακολουθούσε με άσβεστο ενδιαφέρον το βίο και την πολιτεία του ρηξικέλευθου συγγραφέα και φιλόσοφου, βρέθηκαν μπροστά σε ένα συναρπαστικό, αυτοβιογραφικό αφήγημα που έθετε με νέους και επεξεργασμένους όρους τη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την πραγματικότητα, μέσα από μία διεισδυτική και λεπτομερή ανάλυση του παιδικού βιώματος: Στους καλπασμούς της φαντασίας ήθελα να αγγίξω την πραγματικότητα. Και παρακάτω: Επειδή είχα ανακαλύψει τον κόσμο μέσα από τη γλώσσα, θεωρούσα ότι η γλώσσα ήταν ο κόσμος. Ο συγγραφέας που είχε σφραγίσει τη μεταπολεμική συνείδηση με το δημόσιο και θαρραλέο έλεγχο των προσωπικών του τοποθετήσεων, των φιλοσοφικών και των πολιτικών, ένας από τους πρωτεργάτες της έννοιας της στρατευμένης λογοτεχνίας στη Δύση που είχε εγκαλέσει δημόσια τον ίδιο του τον εαυτό και τη στάση του στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της εποχής, γύριζε στην παιδική του ηλικία, οπλισμένος με τον οξυδερκή μεγεθυντικό του φακό, για να ανιχνεύσει τη δύσκολη και αντιφατική διαδρομή που είχε διαμορφώσει τη συνείδησή του. Για τους Γάλλους της δεκαετίας του '60 ο Σαρτρ αποτέλεσε το πρότυπο της πνευματικής εντιμότητας. Ηταν ο γενναίος διανοητής που δεν δίσταζε να αναθεωρεί δημόσια τα του βίου και της πολιτείας του. Είναι αλήθεια ότι ο Σαρτρ είχε αναγάγει τη δημόσια αυτοκριτική σε λειτούργημα, πράγμα που του στοίχισε πολλές επικρίσεις, για ελαφρότητα κ.τ.λ. και τη δυσπιστία μεγάλου μέρους της αριστερής διανόησης. Δεν είναι τυχαίο ότι Οι Λέξεις άρχισαν να γράφονται το 1953, έναν χρόνο μετά την προσέγγισή του στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τη Σοβιετική Ενωση, που προκάλεσαν τη βίαια αντιπαράθεση και την οριστική ρήξη του με τον Αλμπέρ Καμί. Οι σχέσεις αυτές θα διακοπούν μετά το 1956, δηλαδή μετά την ουγγρική εξέγερση. Και δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ολοκληρώνει και δημοσιεύει τις Λέξεις, το 1964, δηλαδή, μετά την ενεργό συμμετοχή του στο κίνημα ενάντια στον Πόλεμο της Αλγερίας. Την ίδια χρονιά, Οι Λέξεις του χάρισαν το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία, το οποίο και απέρριψε με μία πολύκροτη για την εποχή εκείνη τοποθέτηση που προκάλεσε πολυάριθμες κλήσεις και αντεγκλήσεις, ξαναθέτοντας το ζήτημα της στρατευμένης λογοτεχνίας και διανόησης και τη σχέση τους με την κάθε μορφή εξουσίας.
Από εκεί και ύστερα, η ανάμειξή του στα πολιτικά πράγματα του καιρού του γίνεται όλο και πιο έντονη : το 1966 συμμετέχει στο Δικαστήριο Russel, το οποίο ερευνά τα εγκλήματα των Αμερικανών στον Πόλεμο του Βιετνάμ· το 1968, υποστηρίζει το κίνημα του Μάη, και τάσσεται με το μέρος ακροαριστερών και κυρίως μαοϊκών ομάδων, φθάνοντας σε σημείο να αποκηρύξει μετά βδελυγμίας το «σταλινικό» του παρελθόν, αυτομαστιγωνόμενος δημόσια στο κατάμεστο αμφιθέατρο της Σορβόνης, κάτω από τις κόκκινες σημαίες και τα σφυροδρέπανα και υπό τα γιουχαΐσματα των επαναστατημένων φοιτητών.
Με την έννοια αυτή Οι Λέξεις αποτελούν, συν τοις άλλοις, τον ακρογωνιαίο λίθο της νέας πολιτικής του ηθικής. Ο διανοούμενος, ο άνθρωπος που γεννήθηκε μέσα στα βιβλία και διαμορφώθηκε από αυτά, δίνεται ολόκληρος στην «πράξη», περνάει σε μία πραγματικότητα δίχως σκιές και αμφισβητήσεις. Αποχαιρετώντας με τις λέξεις τον εαυτό του που παγιδεύτηκε μέσα σ' αυτές, απελευθερώνεται, και γίνεται ο τρομοκράτης, διευθυντής της εφημερίδας «Απελευθέρωση» («Liberation»), το 1973. Τη διαδρομή την υποπτεύεται από το 1953. Γράφει στις Λέξεις:
Πάσχιζα με ένα ψυχρό πάθος να παραμορφώσω την κλίση μου, εμποτίζοντάς τη με τα παλιά μου όνειρα. Δεν υποχώρησα μπροστά σε τίποτε: διαστρέβλωσα τις ιδέες, παραποίησα το νόημα των λέξεων, αποκόπηκα από τον κόσμο φοβούμενος νέες, κακές συναντήσεις και συγκρίσεις. Τη νηνεμία της ψυχής μου τη διαδέχτηκε η ολική και διαρκής επιστράτευση: έγινα στρατιωτική δικτατορία.
Πυκνό και γοητευτικό αφήγημα, οι Λέξεις επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις. Υπάρχει εδώ, πρώτα και κύρια, το αυτοβιογραφικό στοιχείο με τους χώρους και τα πρόσωπα που το συναπαρτίζουν και αναφέρεται στα πρώτα παιδικά χρόνια μέχρι την ηλικία των 12 ετών, όταν η μητέρα ξαναπαντρεύτηκε και έφυγε από το πατρικό σπίτι: η καταγωγή, η σύντομη αλλά πυκνή αναφορά στο ιστορικό των δύο οικογενειών, των Σβάιτσερ (ο Σαρτρ είναι μικρανιψιός του μεγάλου Αλμπερτ Σβάιτσερ) και των Σαρτρ. Ο νεκρός πατέρας -ο πατέρας του Σαρτρ είχε πεθάνει όταν ακόμα ο μικρός Ζαν-Πολ ήταν έξι μηνών- η καθοριστική φυσιογνωμία του διανοούμενου παππού Καρλ Σβάιτσερ, η δύσπιστη και συγκρατημένη γιαγιά Λουίζ, η Μαμί, το αδιάσπαστο ζεύγος Καρλεμαμί για το νεαρό εγγονό, η όμορφη νεαρή χήρα μαμά του, που ζούσε σαν οικότροφη στο πατρικό σπίτι μαζί με το πανέμορφο και προικισμένο μωρό με τις ξανθές μπούκλες που υπήρξε κάποτε ο μικρούλης Ζαν-Πολ, και τα βιβλία, τα άπειρα βιβλία που κατέκλυζαν το σπίτι, η πρώτη επαφή, πρώιμη πάντοτε, με την ανάγνωση και, λίγο αργότερα με τη γραφή.
Γράφω: πιάνω τα πράγματα ζωντανά στην παγίδα των λέξεων.
Τα βιβλία θ' αντικαταστήσουν σιγά σιγά τον κόσμο και την πραγματικότητα: Αρχισα τη ζωή μου όπως θα την τελειώσω: ανάμεσα στα βιβλία. Μέσα από την ανάγνωση και τη γραφή, το προνομιούχο παιδί θα επιχειρήσει την αναμέτρησή του με τον εαυτό του, τους άλλους και τον κόσμο.
Μια δεύτερη ανάγνωση, ψυχαναλυτικής προσέγγισης, αναδύεται επίσης μέσα από το κείμενο. Εδώ πρωταγωνιστούν κρυφά δύο από τους πνευματικούς αντιπάλους του συγγραφέα, ενάντια στους οποίους εκείνος είχε ξιφουλκήσει επανειλημμένα στο παρελθόν: ο Προυστ και ο Φρόιντ. Εχουμε ένα πανέμορφο ξανθό μωρό με μεγάλα γαλανά μάτια, το οποίο, με το πρώτο ψαλίδι που θα κόψει τις ωραίες του μπούκλες, αποδεικνύεται ένα ασχημούτσικο αγοράκι, με έντονο στραβισμό. Το παιδί-θαύμα που είχε μάθει μόνο του να διαβάζει πριν από τα τέσσερά του χρόνια, αποδεικνύεται ένας μέτριος μαθητής στις πρώτες του σχολικές προσπάθειες. Ο ακάματος πενταετής συγγραφέας έρχεται δεύτερος σ' ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό. Η αγωνιώδης αναζήτηση του εαυτού μέσα από τους αλλεπάλληλους ναρκισσιστικούς καθρέφτες που στήνει μπροστά του ο ασφαλής κόσμος της γλώσσας, οι ταυτίσεις με τα πολλαπλά αναγνώσματα και τα πρόσωπα που κατασκευάζει ο ίδιος μέσα από τη γραφή, μαζί με τον αμέριστο ενθουσιασμό που προκαλούσαν οι πρώιμες επιδόσεις του στον παππού και το περιβάλλον του σπιτιού ενίσχυσαν στο παιδί-θαύμα την αίσθηση μιας τρικλίζουσας παντοδυναμίας, που κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να γκρεμιστεί μέσα από την επαφή της με τον «πραγματικό κόσμο». Από εδώ και η καθήλωση του παιδιού θαύματος στην παντοδυναμία του «θείου δώρου», του «θείου βρέφους» που ήταν για τους παππούδες και την ωραία του μαμά. Και ταυτόχρονα μια ισχυρή αυτοκριτική διάθεση - παρόρμηση, με έντονο ναρκισσιστικό χαρακτήρα και αυτή.
«Για μένα, το κυριότερο ζήτημα ήταν αυτό της ειλικρίνειας. Στην ηλικία των εννέα ετών βρισκόμουν από τη μία της πλευρά. Αργότερα βρέθηκα για τα καλά, στην άλλη».
Ωστόσο, η αφήγηση του οικογενειακού-παιδικού μυθιστορήματος, που ολοκληρώνει ο πενηντάχρονος πια συγγραφέας, εμπεριέχει το προφητικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τον παντοδύναμο νάρκισσο:
Πόσο σκοτεινά είναι εδώ! Το χρυσούλι μου θα χαλάσει τα ματάκια του, θυμάται να του λέει η ωραία του μαμά, και εκείνος να της απαντάει: Θα μπορούσα να γράφω ακόμη και στο σκοτάδι.
Και συμπεραίνει: Είχα πληροφορήσει το έτος 3000 για τη μελλοντική αναπηρία μου. Πράγματι προς το τέλος της ζωής μου, πιο τυφλός ακόμη κι από ό,τι ήταν ο Μπετόβεν κουφός, θα κατασκεύαζα ψηλαφώντας το τελευταίο μου δημιούργημα...
Πράγματι, τα τελευταία του κείμενα θα αρχίσει να τα γράφει ημίτυφλος, για να καταλήξει, ολότελα τυφλός, να τα υπαγορεύει στο γραμματέα του Μπενί-Λεβί...
ΕΙΡΗΝΗ ΛΕΒΙΔΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 20/08/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις