0
Your Καλαθι
Η μέρα της κουκουβάγιας
Περιγραφή
Αρχές δεκαετίας του 1960, σε μια μικρή κωμόπολη της δυτικής Σικελίας. Η τραχύτητα του τοπίου συναγωνίζεται την τραχύτητα των ανθρώπων. Παράνομες δραστηριότητες, λαθρεμπόριο, εγκλήματα πάθους, υποθέσεις διαφθοράς, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, φόνοι συμφερόντων αρχίζουν να αποδίδονται σε μια άγνωστη εγκληματική οργάνωση, τη Μαφία.
Πλατεία Γκαριμπάλντι, έξι και μισή το πρωί. Την πρωινή ησυχία ταράζει το υπόκωφο μούγκρισμα του λεωφορείου που ετοιμάζεται να ξεκινήσει για το Παλέρμο. Ένας άντρας ντυμένος στα σκούρα τρέχει να το προλάβει, όταν ξαφνικά ακούγονται δύο πυροβολισμοί και πέφτει νεκρός. Η αστυνομική έρευνα ξεκινάει, χωρίς όμως αποτέλεσμα: κατά κάποιο περίεργο τρόπο, κανένας από τους αυτόπτες μάρτυρες εκείνη τη στιγμή δεν πρόσεξε κάτι.
Ο αστυνομικός επιθεωρητής, ο λοχαγός Μπελόντι, ένας άνθρωπος του Βορρά με πείσμα και όρεξη, αναλαμβάνει να διαλευκάνει την υπόθεση. Το θύμα ήταν ο εργολάβος Σαλβατόρε Κολασμπέρνα, ένας από τους ιδιοκτήτες του οικοδομικού συνεταιρισμού «Σάντα Φάρα». Είχε δεχτεί και στο παρελθόν απειλητικά μηνύματα, αλλά δεν είχε «πειθαρχήσει» στο καθεστώς προστασίας της περιοχής. Στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τους ενόχους και να τους κάνει να ομολογήσουν, ο Μπελόντι θα βρεθεί αντιμέτωπος με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και τη σκοτεινή σχέση τους με τη Μαφία.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Λεονάρντο Σάσα (Ρακαλμούτο Σικελίας 1921 - Παλέρμο 1989) είναι πολύ γνωστός στο ελληνικό κοινό τόσο από τα βιβλία του (έχουν εκδοθεί από τον Ζαχαρόπουλο, τον Καστανιώτη, τον Πατάκη) όσο και από τις ταινίες τις βασισμένες σε αυτά. H μέρα της κουκουβάγιας (1961), το πρώτο μυθιστόρημά του με θέμα τη Μαφία, έγινε ταινία το 1968 από τον Νταμιάνο Νταμιάνι και είχε πρωταγωνιστές τον Φράνκο Νέρο και την Κλαούντια Καρντινάλε. Οταν κυκλοφόρησε στην Ιταλία, έκανε μεγάλη αίσθηση, αφού ήταν η πρώτη φορά που ένας συγγραφέας τόλμησε να καταπιαστεί με αυτό το καυτό πρόβλημα αλλά και με τις επικρατούσες αντιλήψεις οι οποίες άφηναν τη Μαφία στο απυρόβλητο.
Ο φόνος του Μιράλια
H ιδέα για το μυθιστόρημα γεννήθηκε στο μυαλό του Σάσα όταν το 1947 δολοφονήθηκε από αγνώστους ο κομμουνιστής συνδικαλιστής Μιράλια, γεγονός που τον συγκλόνισε. Με μότο έναν στίχο του Σαίξπηρ από τον Ερρίκο Στ/ («... σαν την κουκουβάγια όταν ημέρα εμφανίζεται»), η ιστορία αρχίζει με τον φόνο ενός άντρα - του Σαλβατόρε Κολασμπέρνα, προέδρου ενός οικοδομικού συνεταιρισμού - στην πόλη Σ., ο οποίος πάει να ανεβεί στο λεωφορείο για το Παλέρμο. Ο άνθρωπος που τον πυροβολεί φεύγει από τον τόπο του εγκλήματος χωρίς κανένας να τον κυνηγήσει, ενώ μόλις φθάνει η Αστυνομία όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες αρνούνται ότι ξέρουν οτιδήποτε για τον φόνο. Ο ένας κοιτάει τη δουλειά του, ο άλλος δεν θυμάται τίποτε, ο τρίτος ούτε που άκουσε τον πυροβολισμό. Ο λοχαγός Μπελόντι, ο αστυνομικός που αναλαμβάνει την υπόθεση, προσπαθεί να εξιχνιάσει τον φόνο χωρίς να λάβει υπόψη του τις πιθανές συνέπειες για την επαγγελματική σταδιοδρομία του. Κάποιος ανώνυμος επιστολογράφος, θέλοντας να στρέψει τις ανακρίσεις σε λάθος δρόμο, ισχυρίζεται πως είναι ένα έγκλημα για λόγους τιμής. Ο λοχαγός όμως δεν πέφτει στην παγίδα. Διότι αυτό που πραγματικά συνέβη ήταν ότι το θύμα είχε αρνηθεί την προστασία της τοπικής μαφίας.
Ο Λεονάρντο Σάσα, μέσω του μη σικελού αστυνομικού (είναι από την επαρχία της Εμίλια, περιοχής με αριστερή παράδοση), δημοκρατικού εκ πεποιθήσεως, του λοχαγού Μπελόντι, ο οποίος απλώς επιθυμεί να κάνει καλά τη δουλειά του, ξετυλίγει το κουβάρι της μυστηριώδους υπόθεσης. Μία από τις ενέργειές του είναι να ζητήσει τη βοήθεια ενός πληροφοριοδότη, ο οποίος όμως με την κατάθεσή του υπογράφει τη θανατική του καταδίκη. Στη Σικελία όμως όσοι συνεργάζονται με την Αστυνομία, κάποιοι άθλιοι άντρες, «ένας βόρβορος από φόβο και βίτσια», παίζουν ένα θανάσιμο παιχνίδι βαδίζοντας πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί, ρισκάροντας τη ζωή τους. Ο φόνος του εργολάβου δεν είναι απλώς ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών· αφορά ολόκληρη την πόλη, που ζει υπό τον διαρκή φόβο μιας υπαρκτής αλλά αόρατης οργάνωσης η οποία έχει ρίξει τα πλοκάμια της παντού και είναι τόσο ισχυρή που ακόμη και τα θύματά της αρνούνται να βοηθήσουν το έργο της Αστυνομίας.
«Αξιοσέβαστοι» πολίτες
Ο αστυνομικός, σεβόμενος τους νόμους της δημοκρατίας, προσπαθεί να υπηρετήσει τη δικαιοσύνη χρησιμοποιώντας την εξουσία που του δόθηκε όπως ο χειρουργός το νυστέρι: με περίσκεψη, ακρίβεια και σιγουριά. Εκτός από τον δολοφόνο, τους ψοφοδεείς μάρτυρες και το σύνολο των μελών της Μαφίας που είναι αναμεμειγμένα σε κάθε παράνομη ή όχι συναλλαγή, ελέγχοντας την κοινωνική ζωή (από τις ζωοκλοπές ως τα δημόσια έργα και τις αγοραπωλησίες αρχαιοτήτων), έχει να αντιμετωπίσει και τους ντόπιους πολιτικούς και κομματάρχες του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Οι τελευταίοι, όπως και οι εξέχοντες πολίτες της πόλης, δεν πιστεύουν ότι υπάρχει Μαφία, δεν έχουν ακούσει τίποτε γι' αυτήν και μάλιστα ισχυρίζονται πως δεν έχουν καταλάβει τι πράγμα είναι. Είναι πολίτες αξιοσέβαστοι και νομοταγείς και επιπλέον πιστοί καθολικοί, γι' αυτό και οι δικαστές τους θεωρούν αξιόπιστους. Στη Σικελία, όμως, όταν ένα έγκλημα φθάσει στο δικαστήριο, οι δολοφόνοι αθωώνονται λόγω ανεπαρκών αποδείξεων, ενώ οι ομολογίες που δίνουν στην Αστυνομία οι συνένοχοί τους μπορούν να καταρριφθούν από ικανούς δικηγόρους οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αποσπώνται με βασανιστήρια στα οποία τους έχουν υποβάλει οι καραμπινιέροι.
Αυτό που τελικά έχει τη μεγαλύτερη σημασία δεν είναι μόνο τα εγκλήματα της Μαφίας, τα οποία πλήττουν όσους δεν συνεργάζονται μαζί της, αλλά κυρίως ο φόβος που έχει εμπνεύσει στον πληθυσμό. Ολοι επιθυμούν την τιμωρία των δολοφόνων, όλοι ζητούν να κλειστούν στη φυλακή, αλλά κανένας δεν ομολογεί ότι γνωρίζει κάτι για την οργάνωση· ό,τι ξέρουν το συζητούν ψιθυριστά μεταξύ τους. Επομένως, δεν είναι παράδοξο που ύστερα από κάποιους φόνους ακόμη η ιστορία που αφηγείται ο Σάσα δεν έχει κάθαρση. Οι συλληφθέντες από τον λοχαγό Μπελόντι - κρατούνται και με βάση τις δικές τους ομολογίες - αθωώνονται αφού εκ των υστέρων προβάλλουν ακλόνητα άλλοθι χάρη στις μαρτυρίες ανθρώπων υπεράνω πάσης υποψίας.
Γραμμένο λίγα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου ανάμεσα στο ιταλικό κράτος και στους υποστηριζόμενους από τη Μαφία ληστές που μάχονταν για την ανεξαρτησία της Σικελίας (σημαντικότερος ήταν ο Σαλβατόρε Τζουλιάνο, του οποίου τη ζωή μετέφερε στον κινηματογράφο ο Φραντσέσκο Ρόσι), H μέρα της κουκουβάγιας αναφέρεται σε μια υπαρκτή πραγματικότητα. Μιλάει για τη Σικελία η οποία δεν εκκαθαρίζεται από τη Μαφία όχι μόνο λόγω του γενικευμένου φόβου αλλά και εξαιτίας της απροθυμίας των πολιτικών να το πράξουν, τη Σικελία που στη διάρκεια της φασιστικής δικτατορίας του Μουσολίνι ήταν ο μοναδικός νομός σε ολόκληρη την Ιταλία που είχε στην ουσία ελευθερία, όπου ήταν ασφαλή η ζωή και τα αγαθά των ανθρώπων. «Οι Σικελοί» όμως λέει ο Σάσα «δεν ήξεραν και δεν ήθελαν να ξέρουν πόσες άλλες ελευθερίες είχε κοστίσει αυτή η ελευθερία τους».
H οικογένεια-κράτος
Το μυθιστόρημα λοιπόν διαπνέεται από μια σικελικότητα ανάλογη με εκείνην του Λουίτζι Πιραντέλο ή του συγχρόνου μας Αντρέα Καμιλέρι. Μιλώντας για τη σημασία της οικογένειας στη ζωή του Σικελού, του μοναδικού ζωντανού θεσμού στη συνείδησή του, πιο πολύ νομικού δεσμού παρά κάτι ενταγμένο στη φύση και στο αίσθημα, ο Σάσα θεωρεί ότι «η οικογένεια είναι το κράτος του». Μέσα σε αυτόν τον θεσμό ο Σικελός ξεπερνάει τα όρια της φυσικής και τραγικής μοναξιάς του και «προσαρμόζεται σε μια συμβατική μορφή σχέσεων στη συμβίωση». Διότι με τη μορφή οικογένειας δρα η Μαφία, με «νονούς», «ντον», «θείους» κτλ., πράγματα γνωστά από ταινίες όπως «Ο Νονός». Στα περισσότερα βιβλία του, ακόμη και τα ποιητικά, ο Σάσα ασχολείται με τη σικελική πραγματικότητα, τη σικελική ιστορία και τα προβλήματα της Σικελίας (ορισμένοι τίτλοι είναι χαρακτηριστικοί: H Σικελία, η καρδιά της, Οι θείοι της Σικελίας, Ο Σταντάλ και η Σικελία). Ορισμένοι μάλιστα μελετητές του θεωρούν ότι όχι μόνο παρατηρούσε προσεκτικά τα όσα συνέβαιναν στο γενέθλιο νησί του (και στην Ιταλία γενικότερα) αλλά ήταν σε θέση να προβλέψει τα μελλούμενα.
H μέρα της κουκουβάγιας, το πιο γνωστό και το πιο δημοφιλές έργο του, πραγματεύεται το πιο οδυνηρό από τα σικελικά προβλήματα. Ο ήρωάς του, ο έντιμος λοχαγός των καραμπινιέρων Μπελόντι, βασίζεται στον χαρακτήρα ενός πραγματικού προσώπου, στον διοικητή των καραμπινιέρων του Αγκριτζέντο, τον Ρενάτο Κάντιντα, φίλο του και συγγραφέα του δοκιμίου Αυτή είναι η Μαφία, ο οποίος πέθανε το 1988. (Ο Κάντιντα, ο οποίος είχε μπει στο στόχαστρο της εξουσίας, τιμωρήθηκε από το ιταλικό κράτος με μετάθεση στη Σχολή Καραμπινιέρων του Τουρίνο.) Ωστόσο ο Σάσα, φοβούμενος - και αυτός - τις πιθανές συνέπειες από τη δημοσίευση του βιβλίου του, ισχυρίζεται ότι κανένας ήρωας και κανένα γεγονός στο μυθιστόρημά του δεν έχουν σχέση με πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα. Και όμως «δεν το έγραψα έχοντας την απόλυτη ελευθερία που ένας συγγραφέας θα έπρεπε να απολαμβάνει» λέει ο ίδιος σε μια σημείωσή του.
Φίλιππος Φιλίππου (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-02-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις