0
Your Καλαθι
Μπαλζάκ
Ή η μανία της γραφής
Περιγραφή
Βήμα, βήμα, μέρα τη μέρα, εξαντλώντας όλα τα χρώματα της λογοτεχνικής παλέτας, η Nadine Satiat ζωγραφίζει το πορτρέτο ενός ανέκδοτου Μπαλζάκ που φαντάζει σαν ήρωας των μυθιστορημάτων του: ασυμβίβαστος παρατηρητής των συγχρόνων του, απίθανος ψεύτης, μερικές φορές άδικος, συχνά τυραννικός, αντιφατικά γοητευτικός, ανεξέλεγκτα σπάταλος, ανήμπορος μπροστά στην επιθυμία του να αρέσει, γεμάτος όνειρα πλουτισμού και πολιτικές φιλοδοξίες... πάνω απ' όλα όμως ακαταπόνητος γραφιάς!
Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ (1799-1850) έζησε μόνο 51 χρόνια. Στο σύντομο, όμως, αυτό χρονικό διάστημα πρόφτασε να γράψει κάπου 100 μυθιστορήματα, παιδικές ιστορίες και θεατρικά έργα. Επίσης κι έναν τεράστιο όγκο επιστολών. Δικαιολογημένα, λοιπόν, του προσάπτεται ο χαρακτηρισμός του μανιώδους της γραφής από τη βιογράφο του, καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας, Ναντίν Σατιά.
Ενενήντα από τα ολοκληρωμένα μυθιστόρηματα του Μπαλζάκ, υπό το γενικό τίτλο «Ανθρώπινη κωμωδία», συνθέτουν μια μεγάλη τοιχογραφία της γαλλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, μιας κοινωνίας που καταδιώκεται από τη δύναμη και τη δίψα του χρήματος, επιδίδεται σε ακόρεστα πάθη και βρίσκεται σε συνεχή αναστάτωση. Κάπου 2.000 πρόσωπα συνωθούνται και διαπλέκονται στα μυθιστορήματα αυτά. Με την «Ανθρώπινη Κωμωδία» ο Μπαλζάκ θέλησε να αποτυπώσει το βίαιο πέρασμα από τη μοναρχία στη συνταγματικότητα, όπως αρέσκεται να χλευάζει το αποτέλεσμα μιας επανάστασης. Οι πολιτικές του προτιμήσεις όμως δεν τον απέκλεισαν από το να θεωρείται όχι απλώς ένας μεγάλος και κλασικός συγγραφέας, αλλά ο πιστότερος καθρέφτης του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η βιογράφος τού Μπαλζάκ επεδίωξε να δώσει μια συνεκτική εικόνα του συγγραφέα και του έργου του, να συνδέσει, κατά κάποιον τρόπο, την ιδιωτική ζωή του δημιουργού με πολλά πρόσωπα των δημιουργημάτων του. Ετσι επιδόθηκε στη συγγραφή μιας συγκριτικής και τεκμηριωμένης βιογραφίας, που όμως θα είχε μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Και ως έναν μεγάλο βαθμό αυτό το πετυχαίνει, παρ' όλο που στη σύνθεσή της ακολουθεί μια αυστηρά χρονολογική διάταξη, γεγονός που αποβαίνει κάπως σε βάρος της θεματικής διάρθρωσης του έργου του, όπως φαίνεται από την ταξινόμηση της «Ανθρώπινης κωμωδίας» στις ενότητες «Μελέτες Ηθών», «Φιλοσοφικές Μελέτες» και «Αναλυτικές Μελέτες».
Η Ναντίν Σατιά χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό την αλληλογραφία του Μπαλζάκ, αλλά και περιγραφές ανθρώπων της εποχής του και κυρίως ανθρώπων που τον γνώρισαν, τον παρατήρησαν, τον αγάπησαν ή τον ζήλεψαν και άφησαν πίσω τους τις εντυπώσεις τους. Η βιογράφος δεν προσπάθησε καθόλου να αγιοποιήσει το συγγραφέα. Το αντίθετο, μάλιστα: Μας τον δίνει σε όλη του την αντιφατικότητα, έτσι που να πλησιάζει τους ήρωές του. Εναν άνθρωπο δοσμένο στα πάθη του, γοητευτικό, αλλά άδικο, συχνά τυραννικό και κάποτε απίθανο ψεύτη, σπάταλο, αλλά και με διαρκές το όνειρο να πλουτίσει, με πολιτικές φιλοδοξίες και αδίστακτο στις σχέσεις του, αλλά πάνω και πέρα απ' όλα αυτά έναν ασίγαστο γραφιά. (Ν. Ντ-ς - ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/01/2002)
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Δεν είμαι ούτ' άνθρωπος, ούτ' άγγελος, ούτε διάβολος. Είμαι ένα είδος λογοτεχνικής μηχανής». Με αυτή τη φράση αυτοχαρακτηριζόταν ο πιο γόνιμος συγγραφέας του 19ου αιώνα, στη Γαλλία, μα κι ο πιο στερημένος εντέλει από ό,τι περισσότερο κατά βάθος ποθούσε. Ηθελε δόξα, κοινωνική καταξίωση, τιμές, χρήμα και καλοπέραση, και για να τα κατακτήσει δεν διέθετε παρά την πέννα του. Κατάφερε να συνθέσει κοντά εκατό μυθιστορήματα (πάνω από 15.000 σελίδες!), αλλά έζησε μια ζωή που δεν θα τη ζήλευε ούτε υποζύγιο. Πολυπράγμων όσο κανείς, εγωκεντρικός, πεισματάρης και ενορμητικός, οπλισμένος με απεριόριστα αποθέματα αισιοδοξίας ξεκίνησε να γράφει ταπεινά ρομάντζα, αλλά σύντομα ρίχτηκε στις πλέον παράτολμες επιχειρήσεις, πιστέυοντας πως θ' αποκόμιζε γρήγορα κέρδη. Ομως όλα, στοιχειοχυτήρια, εκδοτικοί οίκοι, εφημερίδες, οικονομικές επενδύσεις, ορυχεία στη Σαρδηνία και αγοραπωλησίες έργων Τέχνης, αντί να τον κάνουν πλούσιο τον βύθιζαν σε μεγαλύτερα διαρκώς χρέη. Και για να ξελασπώσει, κατέφευγε στο μόνο που δεν τον πρόδωσε ποτέ: στο ταλέντο του. Προπωλώντας πάντα τα έργα του, για να εξισορροπεί το μονίμως ελλειμματικό ισοζύγιό του -μιας και μόλις έπιανε μια δεκάρα στα χέρια του αποδεικνυόταν απερίγραπτα σπάταλος- έκανε τη νύχτα μέρα. Ξεκίναγε δουλειά τα μεσάνυχτα, σαν το βρυκόλακα, με το φως των κεριών, στην απόλυτη ησυχία, αδιάσπαστος από τους δανειστές και τους δικαστικούς κλητήρες που τον κυνηγούσαν, και έγραφε οχτώ ώρες συνεχώς. Σαν ξημέρωνε πια και άρχισαν να καταφθάνουν από τα τυπογραφεία και τις εφημερίδες, όπου συνεργαζόταν, στρατιές κλητήρων φορτωμένοι με φρέσκα δοκίμια των σελίδων που 'χε παραδώσει την προηγουμένη, δίχως να ανοίξει τις βαριές κουρτίνες, ριχνόταν στις διορθώσεις. Αλλά τι διορθώσεις! Αλλαζε, μετέθετε ή καταργούσε παραγράφους ολόκληρες, διόρθωνε εκφράσεις, λέξεις, πρόσθετε και αφαιρούσε κάνοντας χαρτοκοπτική και επεμβαίνοντας με τόσα τυπογραφικά σημάδια ώστε οι στοιχειοθέτες αρνιόντουσαν να «δουλέψουν Μπαλζάκ» πάνω από μία ώρα την ημέρα. Χιλιάδες γραμμούλες και ιερογλυφικά σύμβολα πρωτόγνωρα γέμιζαν ασφυκτικά τα περιθώρια, αναμορφώνοντας εκ βάθρων κάθε αράδα του κειμένου. Κι όταν οι διορθώσεις εκτελούνταν και του ξαναγύρναγαν καθαρά δοκίμια, ξαναγίνονταν τα ίδια, από την αρχή. Ετσι, συχνά ώς τη 15η διόρθωση!
Μόνο το απόγεμα πια, εξουθενωμένος, έπεφτε για ένα σύντομο ύπνο, ίσαμε τα μεσάνυχτα, οπότε ξανάρχιζε η «μέρα» του. Αυτή η κατάχρηση δυνάμεων τον έστειλε και πριν της ώρας του στον τάφο, στα πενήντα του χρόνια. Πέθανε σχεδόν τυφλωμένος, με σοβαρά καρδιολογικά και νευρολογικά προβλήματα, χωρίς να προλάβει να απολαύσει την οικογενειακή γαλήνη ή τα έπιπλα και τις αντίκες που μάζευε ζηλότυπα απ' όλα τα παλαιοπωλεία του Παρισιού. Γύρω του συνωστιζόταν ένας πνευματικός εσμός από τους πιο διάσημους της εποχής του: ο Αλφρέ ντε Βινύ, ο Λαμαρτίνος, η Γεωργία Σάνδη, ο Μπερλιόζ, ο Ροσσίνι, ο Χάινε, ο Λιστ, η κυρία Ρεκαμιέ, και δεκάδες ακόμα κυρίες, γοητευμένες από τα γραφτά του, αλλά ελάχιστα ενδιαφερόμενες στην ουσία για τον έρημον αυτό δούλο του πνεύματος. Πραγματικοί του φίλοι στάθηκαν μόνον ο Ουγκώ και ο Θ. Γκωτιέ. Ακόμα και η βαθύπλουτη Πολωνή ευγενής, που την πήρε γυναίκα του λίγο προτού πεθάνει, πραγματώνοντας το όνειρό του για έναν αριστοκρατικό και πλούσιο γάμο, μοιάζει μάλλον το διάσημο συγγραφέα να παντρεύτηκε παρά τον άνθρωπο...
Συστηματική απεικόνιση μιας κοινωνίας
Ο Μπαλζάκ δεν υπήρξε απλώς ο δημιουργός των 5 ή 10 κορυφαίων μυθιστορημάτων. Αυτό που τον ξεχωρίζει από τους ομοτέχνους του είναι η μοναδική σύλληψη της ενότητας που όφειλε να διέπει όλο το έργο του. Δεν θέλησε να δώσει μια εικόνα της εποχής, κάποιους ανθρώπινους τύπους ή την προσωπική του, έστω, άποψη του κόσμου. Επιχείρησε τη συστηματική απεικόνιση ολόκληρης της κοινωνίας του αιώνα του, με τα πάθη και τις αρετές της, συγκροτώντας μία «Ανθρωπολογία», ανάλογη προς τη «Φυσική Ιστορία» του Μπυφόν. Κάθε επάγγελμα και κάθε βαθμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας έπρεπε να αποτυπωθεί με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια: από τον καλλιτέχνη, το δικηγόρο και το γιατρό, ώς το θυρωρό και τον αγρότη. Από το στρατηγό, τον πολιτικό και τον τραπεζίτη ώς τον υπάλληλο και τον υπηρέτη. Και συγχρόνως, όλοι οι ηθικοί τύποι και τα πολιτικά ρεύματα: ο σπάταλος και ο τσιγκούνης, ο φιλόδοξος, ο ραδιούργος, ο ταπεινός και ο αδίστακτος, ο συντηρητικός και ο φιλελεύθερος. Δύο χιλιάδες περίπου μπαλζακικοί ήρωες (διαφορετικές εκφάνσεις του απείρως πολυπρισματικού χαρακτήρα του ίδιου του Μπαλζάκ, στην ουσία), εμφανίζονται, άλλοτε αδρότερα και άλλοτε αχνότερα σκιτσαρισμένοι, συχνά και με το ίδιο όνομα, μες στα μυθιστορήματά του, αναγόμενοι εντέλει σε «πρότυπα συμπεριφοράς». Και αυτή δεν ήταν παρά η πρώτη βαθμίδα της μεγάλης του σύλληψης, οι «Μελέτες ηθών» (χωρισμένες σε: «Σκηνές ιδιωτικής», «επαρχιακής», «παρισινής», «πολιτικής», «στρατιωτικής» και «αγροτικής ζωής»). Στη δεύτερη βαθμίδα, στις «Φιλοσοφικές μελέτες», θα αναλύονταν τα αίτια και τα αποτελέσματα των συμπεριφορών αυτών, ενώ στο αποκορύφωμα, στις «Αναλυτικές μελέτες», θα γινόταν αναγωγή στις καθολικές αρχές της ανθρώπινης φυσιολογίας. Οσο ανέβαινε βαθμίδα, τόσο το έργο του θα συμπυκνωνόταν. Υπολόγιζε πως, αν χρειάζονταν 25 τόμοι για τις «Μελέτες ηθών», θα αρκούσαν 15 για τις «Φιλοσοφικές μελέτες» και 9 για τις «Αναλυτικές». Και είχε μάλιστα καταστρώσει πλήρη πίνακα των έργων που θα συγκροτούσαν την τιτάνια σύνθεσή του με το φιλόδοξο όνομα «Ανθρώπινη κωμωδία».
Σχεδόν υπερφίαλο και χιμαιρικό; Οσο και η ζωή του! Πόσο μας θλίβει όμως όταν διαβάζουμε τους τίτλους 50 έργων που 'χε στο μυαλό του και δεν πρόλαβε να βάλει στο χαρτί!..
Υστερα απ' όλα αυτά, εύκολα καταλαβαίνει κανείς πόσο δύσκολη είναι η βιογραφία ενός τέτοιου ανθρώπου. Πρέπει να διεισδύσεις στα άδυτα μιας πολυσύνθετης κοινωνίας, να αναλύσεις τα πιο μύχια μιας προσωπικότητας που 'ζησε ζωή γεμάτη από την πιο απίθανη δράση των μυθιστορημάτων του, και να δώσεις σε τι ακριβώς συνίσταται η ποιότητα και το μεγαλείο της δημιουργίας του.
Στα ελληνική κυκλοφορούσε η λαμπρή μονογραφία του προικισμένου αναλυτή ψυχών Στέφαν Τσβάιχ, που με τους ισχυρούς προβολείς του τόσους και τόσους «μεγάλους» είχε καταφέρει να φωτίσει, καθιστώντας τους προσιτούς στον αμύητο αναγνώστη.
Η Nadine Satiat διάλεξε συνειδητά άλλο δρόμο: Δεν γράφει τη βιογραφία του Μπαλζάκ, αφήνει τον ίδιο να διηγηθεί τη ζωή του, μέσα από την τεράστια σωζόμενη αλληλογραφία του, βάζοντας, καθώς σημειώνεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «σε έκλειψη το δικό της λόγο, και αφήνοντας τα συμβάντα της ζωής να πουν σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία τους». Ετσι, ελπίζει πως θα αποφύγει τις «παραλλάξεις που επιφέρουν οι μύθοι και οι θρύλοι».
Τι γίνεται όμως στην πράξη; Ο αναγνώστης πνίγεται σε μιαν ατέρμονη παράθεση επιστολικών αποσπασμάτων -πολύτιμης ασφαλώς πρώτης ύλης για την Ιστορία του Μπαλζάκ, που φέρει κιόλας τη σφραγίδα της απόλυτης γνησιότητας-, και μένει αβοήθητος στα μέσα ενός ωκεανού ακριβέστατων πληροφοριών για τα «συμβάντα» μιας ζωής, που δεν συνιστούν όμως καθεαυτά τη ζωή. Μαθαίνει ποια συμβόλαια υπέγραψε, με ποιους εκδότες, για κάθε έργο του, και υπό ποιους όρους, πόσα και τι είδους κοστούμια αγόρασε, από ποιον ράφτη, ως και πόση ταγή χρειάστηκαν τα άλογα της άμαξάς του - στοιχεία που βοηθάνε μεν τον ειδικό μελετητή να συνθέσει την Ιστορία του ανθρώπου, αλλά δεν αποτελούν από μόνα τους Ιστορία. Ιστορία είναι η κρίση του ερευνητή πάνω στα επιμέρους γεγονότα, που οφείλει «ανεπηρέαστος από μύθους ή θρύλους» να λάβει θέση, και να προβεί στη συγκρότηση νέας εικόνας, μη ενυπάρχουσας στα γεγονότα, αλλά απορρέουσας εξ αυτών, και που να τα αποδίδει κατά τον πιστότερο δυνατό τρόπο. Αν αυτό δεν κάνει, περιορίζεται στη συσσώρευση και τη συρραφή πληροφοριών. Και η Nadine Satiat -ηθελημένα δυστυχώς- το απέφυγε!
Ανθεκτικά αλλά «τυφλά» τεκμήρια
Ο Ελληνας αναγνώστης λοιπόν, που δεν γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα της γαλλικής κοινωνίας και του στενότερου περιβάλλοντος του Μπαλζάκ, αδυνατεί να συλλάβει το ειδικό βάρος των γραφομένων κάθε επιστολής και την ουσιαστική αξία των «αυθεντικών» αυτών τεκμηρίων, τρώγοντας τυφλά ό,τι του σερβίρεται. Τούτο ασφαλώς και δεν μπορεί να ονομαστεί «αντικειμενικότητα» του βιογράφου! Μάλλον, ξεγλίστρημα από την ανάληψη ευθύνης, μοιάζει...
Η δουλειά της Nadine Satiat περιέχει στοιχεία από πρώτο χέρι και είναι βιβλίο χρησιμότατο για την μπαλζακική Γραμματολογία, αλλά δεν δίνει τον Μπαλζάκ περισσότερο απ' όσο η φωτογραφία του εξωφύλλου. Μπορεί να απεικονίζει πιστά το πρόσωπο, αλλά η πιστότητα δεν συνεπάγεται και διεισδυτικότητα, που 'χει ένα πορτρέτο, λ.χ., καμωμένο με την εξαλλοιωτική ενίοτε και της ίδιας της πραγματικότητας ματιά ενός ικανού ζωγράφου. Το ακριβές άλλωστε σχήμα προσώπου και χρώμα οφθαλμών μόνο τους αστυνομικούς ενδιαφέρει...
Η απόδοση της Ευγ. Τσελέντη είναι πολύ καλή, και μάλιστα αν λάβει κανείς υπόψη του τον κατασπασμένο από συνεχείς ενθέσεις επιστολικών παραθεμάτων λόγο που 'χε να αντιμετωπίσει και τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό ονομάτων, τοπωνυμίων και θεμάτων, που απαιτούσαν βαθύτερη τριβή με το θέμα, για να αποφευχθούν τα τραγελαφικά λάθη των συνηθισμένων ελληνικών μεταφράσεων. Ξέφυγε κάπου, και ο περίφημος Ιταλός Βαζάρι γράφεται: «Βασάρι» - μα τα όποια παραστρατήματα είναι μετρημένα, ενώ η γλώσσα της είναι γενικά δουλεμένη και ρέει αβίαστα.
Τον τόμο αξίζει ασφαλώς να τον βάλετε στη βιβλιοθήκη σας, αλλά αν θα διαβάσετε κιόλας μέχρι τέλους τις υπερεπτακόσιες του σελίδες, όπως ο υπογράφων, είναι άλλο θέμα.
Πόσο διαφορετικό θα 'ταν, αν δάνειζε λίγη απ' τη μαγεία της πέννας του ο ίδιος ο συγγραφέας στη βιογράφο του!..
ΣΤΑΝΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/03/2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
βιογραφία της Ναντίν Σατιά είναι πολύτιμη για όποιον θέλει να γνωρίσει τον συγγραφέα της Ανθρώπινης Κωμωδίας. Βασισμένη αυστηρά σε ντοκουμέντα, κυρίως στην τεράστια αλληλογραφία του συγγραφέα, παρακολουθεί βήμα προς βήμα την πορεία του. Παρεμβαίνει ελάχιστα, οδηγεί σχεδόν αδιόρατα, αποφεύγει τις παρατηρήσεις που καταλήγουν σε μονότροπες ερμηνείες. Πρόκειται για μια από τις πιο έντιμες βιογραφίες, με την έννοια ότι το «ψαχούλεμα» μιας ζωής γίνεται αυστηρά και μόνο με την παράθεση γεγονότων και μαρτυριών.
Αυτή η «με τον φακό» παρουσίαση της ζωής του συγγραφέα δεν ξεστρατίζει σε λογοτεχνικές αναλύσεις. Η Σατιά είναι περισσότερο ιστορικός παρά λογοτεχνική κριτικός ή ψυχογράφος. Σε ετούτη την ελάχιστα μυθιστορηματική βιογραφία όμως ο βιογραφούμενος είναι ο ίδιος ένας ήρωας μυθιστορήματος. Μπαλζακικού φυσικά μυθιστορήματος. Η βιογραφία μάς δίνει ίσως ένα κλειδί για να κατανοήσουμε αυτή τη «βουλιμική» προσωπικότητα. Η παιδική ηλικία δυναστεύεται από μια στέρηση. Μια εντελώς αδιάφορη και άστοργη μητέρα σημαδεύει την προσωπικότητά του. Η ακόρεστη ανάγκη για αγάπη και αποδοχή που σημάδεψε όλη του τη ζωή να οφείλεται άραγε σε αυτό; Τα γράμματα που παραθέτει η βιογράφος μάς αποκαλύπτουν ωραίες ιστορίες αγάπης. Η λατρεία προς τη Λωρ, την αδελφή του, η γεμάτη θαυμασμό αγάπη προς τη μεγαλύτερή του κυρία Ντε Μπερνύ που θα γίνει η ηρωίδα του Κρίνου της Κοιλάδας και ο μεγάλος έρωτας προς την κυρία Χάνσκα που θα παντρευτεί λίγο πριν από τον θάνατό του δικαιολογούν αυτό που γράφει σε ένα από τα γράμματα που της απευθύνει: «Αχ, σας διαβεβαιώνω, η καρδιά μου είναι γυναικεία, ο καλός Θεός λάθεψε».
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα που βρίσκουμε στη βιογραφία είναι η σχέση του συγγραφέα με το χρήμα. Μια από τις καινοτομίες του Μπαλζάκ θεωρείται το γεγονός ότι είναι ο πρώτος πεζογράφος ο οποίος μιλάει για λεφτά σε μυθιστόρημα και τα κάνει λογοτεχνικό θέμα. Για πρώτη φορά περιγράφεται η φτώχεια όχι με τον ποιητικό και γραφικό τρόπο του Ουγκό - η αγωνία ενός φιλόδοξου νέου που θέλει να εμφανιστεί σε ένα κοσμικό σαλόνι και τα ρούχα του είναι φθαρμένα.
Πληροφορούμαστε το μηνιαίο εισόδημα των ηρώων, το νοίκι και άλλα έξοδά τους. Μην ξεχνάμε ότι τα μυθιστορήματα του Μπαλζάκ μελετήθηκαν και από τους οικονομολόγους γιατί οι συγκεκριμένες και συχνές αναφορές στο χρήμα αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την οικονομική ζωή της εποχής. Τα στοιχεία που δίνει η βιογραφία αποκαλύπτουν την τραγική σχέση που είχε ο Μπαλζάκ με το χρήμα. Χρέη προς όλους, σπατάλες ανεξέλεγκτες τον υποχρεώνουν να γράφει συνεχώς, συχνά έχοντας στον νου του μόνο τα λεφτά που θα βγάλει. Είναι η εποχή που εμφανίζεται η επιφυλλίδα και ένας συγγραφέας μπορεί να εξασφαλίσει ένα εισόδημα δημοσιεύοντας σε μια μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα. «Οι έγνοιες για τα χρήματα γίνονται για μένα ό,τι ήταν οι Ερινύες για τον Ορέστη» γράφει στην αλληλογραφία του. Πολεμάει, όπως λέει, τους «Δράκους της αθλιότητας», κάνει συνεχή όνειρα πλουτισμού και δημιουργεί λογαριάζοντας συνεχώς: «Τελειώνω τον Βωτρέν και μετά θα τελειώσω επίσης τον Πονς, αυτά μας κάνουν 7.000 φράγκα, και πρέπει να βρω άλλες 4.000 - συνεπώς, θάνατος στο λευκό χαρτί!».
Ο θάνατος θα έρθει πράγματι από την ένταση του συγγραφικού μόχθου. Οι ατέλειωτες ώρες δουλειάς τον σκοτώνουν. Οι επιστολές που παραθέτει η Σατιά, αληθινές κραυγές αγωνίας, το μαρτυρούν. Η κυρία Ντε Μπαλζάκ θα γράψει λίγο πριν από το τέλος: «Το κακόμοιρο αυτό πλάσμα έχει φτάσει σε ακραία κατάσταση. Δεν είναι παρά μια μηχανή που λειτουργεί - έως ότου η Θεία Πρόνοια αποφασίσει σε μια στιγμή οίκτου να σταματήσει τον κινητήρα». Μέσα σε 20 χρόνια ο Μπαλζάκ έχει δημοσιεύσει 90 μυθιστορήματα και νουβέλες, 30 διηγήματα και πέντε θεατρικά έργα. Το πεζογραφικό του έργο έχει μια ιδιομορφία. Μπορεί να διαβαστεί σαν ενιαίο μυθιστόρημα αφού οι ήρωες επανέρχονται. Είναι η Ανθρώπινη Κωμωδία αυτές οι Χίλιες και Μία Νύχτες της Δύσης. Στη βιογραφία του βλέπουμε ότι είναι ο κόσμος στον οποίο έζησε και ότι υπήρξε ταυτόχρονα παρατηρητής και οραματιστής.
Παραμονή του θανάτου του τον επισκέπτεται ο Ουγκό. Ο Μπαλζάκ δεν έχει τη δύναμη να ανταποκριθεί στο σφίξιμο του χεριού του. Δύο μέρες αργότερα, στην κηδεία του, ο Ουγκό θα πει στον λόγο που εκφώνησε: «Ολα τα βιβλία του συγκροτούν ένα και μόνο βιβλίο, βιβλίο ολοζώντανο, εκθαμβωτικό, βαθύ, όπου βλέπουμε όλο τον σύγχρονο πολιτισμό μας να πηγαίνει και να έρχεται, να βαδίζει και να κινείται, με μια απροσδιόριστη αίσθηση ταραχής και τρόμου που έρχεται να συνενωθεί με την αίσθηση της πραγματικότητας». Είναι ένα από τα σημαντικότερα και περιεκτικότερα σχόλια για το μπαλζακικό έργο που περιλαμβάνει η βιογραφία.
Λίνα Λυχναρά (καθηγήτρια στα Πανεπιστημιακά Τμήματα του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 22-09-2002
Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ (1799-1850) έζησε μόνο 51 χρόνια. Στο σύντομο, όμως, αυτό χρονικό διάστημα πρόφτασε να γράψει κάπου 100 μυθιστορήματα, παιδικές ιστορίες και θεατρικά έργα. Επίσης κι έναν τεράστιο όγκο επιστολών. Δικαιολογημένα, λοιπόν, του προσάπτεται ο χαρακτηρισμός του μανιώδους της γραφής από τη βιογράφο του, καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας, Ναντίν Σατιά.
Ενενήντα από τα ολοκληρωμένα μυθιστόρηματα του Μπαλζάκ, υπό το γενικό τίτλο «Ανθρώπινη κωμωδία», συνθέτουν μια μεγάλη τοιχογραφία της γαλλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, μιας κοινωνίας που καταδιώκεται από τη δύναμη και τη δίψα του χρήματος, επιδίδεται σε ακόρεστα πάθη και βρίσκεται σε συνεχή αναστάτωση. Κάπου 2.000 πρόσωπα συνωθούνται και διαπλέκονται στα μυθιστορήματα αυτά. Με την «Ανθρώπινη Κωμωδία» ο Μπαλζάκ θέλησε να αποτυπώσει το βίαιο πέρασμα από τη μοναρχία στη συνταγματικότητα, όπως αρέσκεται να χλευάζει το αποτέλεσμα μιας επανάστασης. Οι πολιτικές του προτιμήσεις όμως δεν τον απέκλεισαν από το να θεωρείται όχι απλώς ένας μεγάλος και κλασικός συγγραφέας, αλλά ο πιστότερος καθρέφτης του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η βιογράφος τού Μπαλζάκ επεδίωξε να δώσει μια συνεκτική εικόνα του συγγραφέα και του έργου του, να συνδέσει, κατά κάποιον τρόπο, την ιδιωτική ζωή του δημιουργού με πολλά πρόσωπα των δημιουργημάτων του. Ετσι επιδόθηκε στη συγγραφή μιας συγκριτικής και τεκμηριωμένης βιογραφίας, που όμως θα είχε μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Και ως έναν μεγάλο βαθμό αυτό το πετυχαίνει, παρ' όλο που στη σύνθεσή της ακολουθεί μια αυστηρά χρονολογική διάταξη, γεγονός που αποβαίνει κάπως σε βάρος της θεματικής διάρθρωσης του έργου του, όπως φαίνεται από την ταξινόμηση της «Ανθρώπινης κωμωδίας» στις ενότητες «Μελέτες Ηθών», «Φιλοσοφικές Μελέτες» και «Αναλυτικές Μελέτες».
Η Ναντίν Σατιά χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό την αλληλογραφία του Μπαλζάκ, αλλά και περιγραφές ανθρώπων της εποχής του και κυρίως ανθρώπων που τον γνώρισαν, τον παρατήρησαν, τον αγάπησαν ή τον ζήλεψαν και άφησαν πίσω τους τις εντυπώσεις τους. Η βιογράφος δεν προσπάθησε καθόλου να αγιοποιήσει το συγγραφέα. Το αντίθετο, μάλιστα: Μας τον δίνει σε όλη του την αντιφατικότητα, έτσι που να πλησιάζει τους ήρωές του. Εναν άνθρωπο δοσμένο στα πάθη του, γοητευτικό, αλλά άδικο, συχνά τυραννικό και κάποτε απίθανο ψεύτη, σπάταλο, αλλά και με διαρκές το όνειρο να πλουτίσει, με πολιτικές φιλοδοξίες και αδίστακτο στις σχέσεις του, αλλά πάνω και πέρα απ' όλα αυτά έναν ασίγαστο γραφιά. (Ν. Ντ-ς - ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/01/2002)
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Δεν είμαι ούτ' άνθρωπος, ούτ' άγγελος, ούτε διάβολος. Είμαι ένα είδος λογοτεχνικής μηχανής». Με αυτή τη φράση αυτοχαρακτηριζόταν ο πιο γόνιμος συγγραφέας του 19ου αιώνα, στη Γαλλία, μα κι ο πιο στερημένος εντέλει από ό,τι περισσότερο κατά βάθος ποθούσε. Ηθελε δόξα, κοινωνική καταξίωση, τιμές, χρήμα και καλοπέραση, και για να τα κατακτήσει δεν διέθετε παρά την πέννα του. Κατάφερε να συνθέσει κοντά εκατό μυθιστορήματα (πάνω από 15.000 σελίδες!), αλλά έζησε μια ζωή που δεν θα τη ζήλευε ούτε υποζύγιο. Πολυπράγμων όσο κανείς, εγωκεντρικός, πεισματάρης και ενορμητικός, οπλισμένος με απεριόριστα αποθέματα αισιοδοξίας ξεκίνησε να γράφει ταπεινά ρομάντζα, αλλά σύντομα ρίχτηκε στις πλέον παράτολμες επιχειρήσεις, πιστέυοντας πως θ' αποκόμιζε γρήγορα κέρδη. Ομως όλα, στοιχειοχυτήρια, εκδοτικοί οίκοι, εφημερίδες, οικονομικές επενδύσεις, ορυχεία στη Σαρδηνία και αγοραπωλησίες έργων Τέχνης, αντί να τον κάνουν πλούσιο τον βύθιζαν σε μεγαλύτερα διαρκώς χρέη. Και για να ξελασπώσει, κατέφευγε στο μόνο που δεν τον πρόδωσε ποτέ: στο ταλέντο του. Προπωλώντας πάντα τα έργα του, για να εξισορροπεί το μονίμως ελλειμματικό ισοζύγιό του -μιας και μόλις έπιανε μια δεκάρα στα χέρια του αποδεικνυόταν απερίγραπτα σπάταλος- έκανε τη νύχτα μέρα. Ξεκίναγε δουλειά τα μεσάνυχτα, σαν το βρυκόλακα, με το φως των κεριών, στην απόλυτη ησυχία, αδιάσπαστος από τους δανειστές και τους δικαστικούς κλητήρες που τον κυνηγούσαν, και έγραφε οχτώ ώρες συνεχώς. Σαν ξημέρωνε πια και άρχισαν να καταφθάνουν από τα τυπογραφεία και τις εφημερίδες, όπου συνεργαζόταν, στρατιές κλητήρων φορτωμένοι με φρέσκα δοκίμια των σελίδων που 'χε παραδώσει την προηγουμένη, δίχως να ανοίξει τις βαριές κουρτίνες, ριχνόταν στις διορθώσεις. Αλλά τι διορθώσεις! Αλλαζε, μετέθετε ή καταργούσε παραγράφους ολόκληρες, διόρθωνε εκφράσεις, λέξεις, πρόσθετε και αφαιρούσε κάνοντας χαρτοκοπτική και επεμβαίνοντας με τόσα τυπογραφικά σημάδια ώστε οι στοιχειοθέτες αρνιόντουσαν να «δουλέψουν Μπαλζάκ» πάνω από μία ώρα την ημέρα. Χιλιάδες γραμμούλες και ιερογλυφικά σύμβολα πρωτόγνωρα γέμιζαν ασφυκτικά τα περιθώρια, αναμορφώνοντας εκ βάθρων κάθε αράδα του κειμένου. Κι όταν οι διορθώσεις εκτελούνταν και του ξαναγύρναγαν καθαρά δοκίμια, ξαναγίνονταν τα ίδια, από την αρχή. Ετσι, συχνά ώς τη 15η διόρθωση!
Μόνο το απόγεμα πια, εξουθενωμένος, έπεφτε για ένα σύντομο ύπνο, ίσαμε τα μεσάνυχτα, οπότε ξανάρχιζε η «μέρα» του. Αυτή η κατάχρηση δυνάμεων τον έστειλε και πριν της ώρας του στον τάφο, στα πενήντα του χρόνια. Πέθανε σχεδόν τυφλωμένος, με σοβαρά καρδιολογικά και νευρολογικά προβλήματα, χωρίς να προλάβει να απολαύσει την οικογενειακή γαλήνη ή τα έπιπλα και τις αντίκες που μάζευε ζηλότυπα απ' όλα τα παλαιοπωλεία του Παρισιού. Γύρω του συνωστιζόταν ένας πνευματικός εσμός από τους πιο διάσημους της εποχής του: ο Αλφρέ ντε Βινύ, ο Λαμαρτίνος, η Γεωργία Σάνδη, ο Μπερλιόζ, ο Ροσσίνι, ο Χάινε, ο Λιστ, η κυρία Ρεκαμιέ, και δεκάδες ακόμα κυρίες, γοητευμένες από τα γραφτά του, αλλά ελάχιστα ενδιαφερόμενες στην ουσία για τον έρημον αυτό δούλο του πνεύματος. Πραγματικοί του φίλοι στάθηκαν μόνον ο Ουγκώ και ο Θ. Γκωτιέ. Ακόμα και η βαθύπλουτη Πολωνή ευγενής, που την πήρε γυναίκα του λίγο προτού πεθάνει, πραγματώνοντας το όνειρό του για έναν αριστοκρατικό και πλούσιο γάμο, μοιάζει μάλλον το διάσημο συγγραφέα να παντρεύτηκε παρά τον άνθρωπο...
Συστηματική απεικόνιση μιας κοινωνίας
Ο Μπαλζάκ δεν υπήρξε απλώς ο δημιουργός των 5 ή 10 κορυφαίων μυθιστορημάτων. Αυτό που τον ξεχωρίζει από τους ομοτέχνους του είναι η μοναδική σύλληψη της ενότητας που όφειλε να διέπει όλο το έργο του. Δεν θέλησε να δώσει μια εικόνα της εποχής, κάποιους ανθρώπινους τύπους ή την προσωπική του, έστω, άποψη του κόσμου. Επιχείρησε τη συστηματική απεικόνιση ολόκληρης της κοινωνίας του αιώνα του, με τα πάθη και τις αρετές της, συγκροτώντας μία «Ανθρωπολογία», ανάλογη προς τη «Φυσική Ιστορία» του Μπυφόν. Κάθε επάγγελμα και κάθε βαθμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας έπρεπε να αποτυπωθεί με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια: από τον καλλιτέχνη, το δικηγόρο και το γιατρό, ώς το θυρωρό και τον αγρότη. Από το στρατηγό, τον πολιτικό και τον τραπεζίτη ώς τον υπάλληλο και τον υπηρέτη. Και συγχρόνως, όλοι οι ηθικοί τύποι και τα πολιτικά ρεύματα: ο σπάταλος και ο τσιγκούνης, ο φιλόδοξος, ο ραδιούργος, ο ταπεινός και ο αδίστακτος, ο συντηρητικός και ο φιλελεύθερος. Δύο χιλιάδες περίπου μπαλζακικοί ήρωες (διαφορετικές εκφάνσεις του απείρως πολυπρισματικού χαρακτήρα του ίδιου του Μπαλζάκ, στην ουσία), εμφανίζονται, άλλοτε αδρότερα και άλλοτε αχνότερα σκιτσαρισμένοι, συχνά και με το ίδιο όνομα, μες στα μυθιστορήματά του, αναγόμενοι εντέλει σε «πρότυπα συμπεριφοράς». Και αυτή δεν ήταν παρά η πρώτη βαθμίδα της μεγάλης του σύλληψης, οι «Μελέτες ηθών» (χωρισμένες σε: «Σκηνές ιδιωτικής», «επαρχιακής», «παρισινής», «πολιτικής», «στρατιωτικής» και «αγροτικής ζωής»). Στη δεύτερη βαθμίδα, στις «Φιλοσοφικές μελέτες», θα αναλύονταν τα αίτια και τα αποτελέσματα των συμπεριφορών αυτών, ενώ στο αποκορύφωμα, στις «Αναλυτικές μελέτες», θα γινόταν αναγωγή στις καθολικές αρχές της ανθρώπινης φυσιολογίας. Οσο ανέβαινε βαθμίδα, τόσο το έργο του θα συμπυκνωνόταν. Υπολόγιζε πως, αν χρειάζονταν 25 τόμοι για τις «Μελέτες ηθών», θα αρκούσαν 15 για τις «Φιλοσοφικές μελέτες» και 9 για τις «Αναλυτικές». Και είχε μάλιστα καταστρώσει πλήρη πίνακα των έργων που θα συγκροτούσαν την τιτάνια σύνθεσή του με το φιλόδοξο όνομα «Ανθρώπινη κωμωδία».
Σχεδόν υπερφίαλο και χιμαιρικό; Οσο και η ζωή του! Πόσο μας θλίβει όμως όταν διαβάζουμε τους τίτλους 50 έργων που 'χε στο μυαλό του και δεν πρόλαβε να βάλει στο χαρτί!..
Υστερα απ' όλα αυτά, εύκολα καταλαβαίνει κανείς πόσο δύσκολη είναι η βιογραφία ενός τέτοιου ανθρώπου. Πρέπει να διεισδύσεις στα άδυτα μιας πολυσύνθετης κοινωνίας, να αναλύσεις τα πιο μύχια μιας προσωπικότητας που 'ζησε ζωή γεμάτη από την πιο απίθανη δράση των μυθιστορημάτων του, και να δώσεις σε τι ακριβώς συνίσταται η ποιότητα και το μεγαλείο της δημιουργίας του.
Στα ελληνική κυκλοφορούσε η λαμπρή μονογραφία του προικισμένου αναλυτή ψυχών Στέφαν Τσβάιχ, που με τους ισχυρούς προβολείς του τόσους και τόσους «μεγάλους» είχε καταφέρει να φωτίσει, καθιστώντας τους προσιτούς στον αμύητο αναγνώστη.
Η Nadine Satiat διάλεξε συνειδητά άλλο δρόμο: Δεν γράφει τη βιογραφία του Μπαλζάκ, αφήνει τον ίδιο να διηγηθεί τη ζωή του, μέσα από την τεράστια σωζόμενη αλληλογραφία του, βάζοντας, καθώς σημειώνεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «σε έκλειψη το δικό της λόγο, και αφήνοντας τα συμβάντα της ζωής να πουν σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία τους». Ετσι, ελπίζει πως θα αποφύγει τις «παραλλάξεις που επιφέρουν οι μύθοι και οι θρύλοι».
Τι γίνεται όμως στην πράξη; Ο αναγνώστης πνίγεται σε μιαν ατέρμονη παράθεση επιστολικών αποσπασμάτων -πολύτιμης ασφαλώς πρώτης ύλης για την Ιστορία του Μπαλζάκ, που φέρει κιόλας τη σφραγίδα της απόλυτης γνησιότητας-, και μένει αβοήθητος στα μέσα ενός ωκεανού ακριβέστατων πληροφοριών για τα «συμβάντα» μιας ζωής, που δεν συνιστούν όμως καθεαυτά τη ζωή. Μαθαίνει ποια συμβόλαια υπέγραψε, με ποιους εκδότες, για κάθε έργο του, και υπό ποιους όρους, πόσα και τι είδους κοστούμια αγόρασε, από ποιον ράφτη, ως και πόση ταγή χρειάστηκαν τα άλογα της άμαξάς του - στοιχεία που βοηθάνε μεν τον ειδικό μελετητή να συνθέσει την Ιστορία του ανθρώπου, αλλά δεν αποτελούν από μόνα τους Ιστορία. Ιστορία είναι η κρίση του ερευνητή πάνω στα επιμέρους γεγονότα, που οφείλει «ανεπηρέαστος από μύθους ή θρύλους» να λάβει θέση, και να προβεί στη συγκρότηση νέας εικόνας, μη ενυπάρχουσας στα γεγονότα, αλλά απορρέουσας εξ αυτών, και που να τα αποδίδει κατά τον πιστότερο δυνατό τρόπο. Αν αυτό δεν κάνει, περιορίζεται στη συσσώρευση και τη συρραφή πληροφοριών. Και η Nadine Satiat -ηθελημένα δυστυχώς- το απέφυγε!
Ανθεκτικά αλλά «τυφλά» τεκμήρια
Ο Ελληνας αναγνώστης λοιπόν, που δεν γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα της γαλλικής κοινωνίας και του στενότερου περιβάλλοντος του Μπαλζάκ, αδυνατεί να συλλάβει το ειδικό βάρος των γραφομένων κάθε επιστολής και την ουσιαστική αξία των «αυθεντικών» αυτών τεκμηρίων, τρώγοντας τυφλά ό,τι του σερβίρεται. Τούτο ασφαλώς και δεν μπορεί να ονομαστεί «αντικειμενικότητα» του βιογράφου! Μάλλον, ξεγλίστρημα από την ανάληψη ευθύνης, μοιάζει...
Η δουλειά της Nadine Satiat περιέχει στοιχεία από πρώτο χέρι και είναι βιβλίο χρησιμότατο για την μπαλζακική Γραμματολογία, αλλά δεν δίνει τον Μπαλζάκ περισσότερο απ' όσο η φωτογραφία του εξωφύλλου. Μπορεί να απεικονίζει πιστά το πρόσωπο, αλλά η πιστότητα δεν συνεπάγεται και διεισδυτικότητα, που 'χει ένα πορτρέτο, λ.χ., καμωμένο με την εξαλλοιωτική ενίοτε και της ίδιας της πραγματικότητας ματιά ενός ικανού ζωγράφου. Το ακριβές άλλωστε σχήμα προσώπου και χρώμα οφθαλμών μόνο τους αστυνομικούς ενδιαφέρει...
Η απόδοση της Ευγ. Τσελέντη είναι πολύ καλή, και μάλιστα αν λάβει κανείς υπόψη του τον κατασπασμένο από συνεχείς ενθέσεις επιστολικών παραθεμάτων λόγο που 'χε να αντιμετωπίσει και τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό ονομάτων, τοπωνυμίων και θεμάτων, που απαιτούσαν βαθύτερη τριβή με το θέμα, για να αποφευχθούν τα τραγελαφικά λάθη των συνηθισμένων ελληνικών μεταφράσεων. Ξέφυγε κάπου, και ο περίφημος Ιταλός Βαζάρι γράφεται: «Βασάρι» - μα τα όποια παραστρατήματα είναι μετρημένα, ενώ η γλώσσα της είναι γενικά δουλεμένη και ρέει αβίαστα.
Τον τόμο αξίζει ασφαλώς να τον βάλετε στη βιβλιοθήκη σας, αλλά αν θα διαβάσετε κιόλας μέχρι τέλους τις υπερεπτακόσιες του σελίδες, όπως ο υπογράφων, είναι άλλο θέμα.
Πόσο διαφορετικό θα 'ταν, αν δάνειζε λίγη απ' τη μαγεία της πέννας του ο ίδιος ο συγγραφέας στη βιογράφο του!..
ΣΤΑΝΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/03/2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
βιογραφία της Ναντίν Σατιά είναι πολύτιμη για όποιον θέλει να γνωρίσει τον συγγραφέα της Ανθρώπινης Κωμωδίας. Βασισμένη αυστηρά σε ντοκουμέντα, κυρίως στην τεράστια αλληλογραφία του συγγραφέα, παρακολουθεί βήμα προς βήμα την πορεία του. Παρεμβαίνει ελάχιστα, οδηγεί σχεδόν αδιόρατα, αποφεύγει τις παρατηρήσεις που καταλήγουν σε μονότροπες ερμηνείες. Πρόκειται για μια από τις πιο έντιμες βιογραφίες, με την έννοια ότι το «ψαχούλεμα» μιας ζωής γίνεται αυστηρά και μόνο με την παράθεση γεγονότων και μαρτυριών.
Αυτή η «με τον φακό» παρουσίαση της ζωής του συγγραφέα δεν ξεστρατίζει σε λογοτεχνικές αναλύσεις. Η Σατιά είναι περισσότερο ιστορικός παρά λογοτεχνική κριτικός ή ψυχογράφος. Σε ετούτη την ελάχιστα μυθιστορηματική βιογραφία όμως ο βιογραφούμενος είναι ο ίδιος ένας ήρωας μυθιστορήματος. Μπαλζακικού φυσικά μυθιστορήματος. Η βιογραφία μάς δίνει ίσως ένα κλειδί για να κατανοήσουμε αυτή τη «βουλιμική» προσωπικότητα. Η παιδική ηλικία δυναστεύεται από μια στέρηση. Μια εντελώς αδιάφορη και άστοργη μητέρα σημαδεύει την προσωπικότητά του. Η ακόρεστη ανάγκη για αγάπη και αποδοχή που σημάδεψε όλη του τη ζωή να οφείλεται άραγε σε αυτό; Τα γράμματα που παραθέτει η βιογράφος μάς αποκαλύπτουν ωραίες ιστορίες αγάπης. Η λατρεία προς τη Λωρ, την αδελφή του, η γεμάτη θαυμασμό αγάπη προς τη μεγαλύτερή του κυρία Ντε Μπερνύ που θα γίνει η ηρωίδα του Κρίνου της Κοιλάδας και ο μεγάλος έρωτας προς την κυρία Χάνσκα που θα παντρευτεί λίγο πριν από τον θάνατό του δικαιολογούν αυτό που γράφει σε ένα από τα γράμματα που της απευθύνει: «Αχ, σας διαβεβαιώνω, η καρδιά μου είναι γυναικεία, ο καλός Θεός λάθεψε».
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα που βρίσκουμε στη βιογραφία είναι η σχέση του συγγραφέα με το χρήμα. Μια από τις καινοτομίες του Μπαλζάκ θεωρείται το γεγονός ότι είναι ο πρώτος πεζογράφος ο οποίος μιλάει για λεφτά σε μυθιστόρημα και τα κάνει λογοτεχνικό θέμα. Για πρώτη φορά περιγράφεται η φτώχεια όχι με τον ποιητικό και γραφικό τρόπο του Ουγκό - η αγωνία ενός φιλόδοξου νέου που θέλει να εμφανιστεί σε ένα κοσμικό σαλόνι και τα ρούχα του είναι φθαρμένα.
Πληροφορούμαστε το μηνιαίο εισόδημα των ηρώων, το νοίκι και άλλα έξοδά τους. Μην ξεχνάμε ότι τα μυθιστορήματα του Μπαλζάκ μελετήθηκαν και από τους οικονομολόγους γιατί οι συγκεκριμένες και συχνές αναφορές στο χρήμα αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την οικονομική ζωή της εποχής. Τα στοιχεία που δίνει η βιογραφία αποκαλύπτουν την τραγική σχέση που είχε ο Μπαλζάκ με το χρήμα. Χρέη προς όλους, σπατάλες ανεξέλεγκτες τον υποχρεώνουν να γράφει συνεχώς, συχνά έχοντας στον νου του μόνο τα λεφτά που θα βγάλει. Είναι η εποχή που εμφανίζεται η επιφυλλίδα και ένας συγγραφέας μπορεί να εξασφαλίσει ένα εισόδημα δημοσιεύοντας σε μια μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα. «Οι έγνοιες για τα χρήματα γίνονται για μένα ό,τι ήταν οι Ερινύες για τον Ορέστη» γράφει στην αλληλογραφία του. Πολεμάει, όπως λέει, τους «Δράκους της αθλιότητας», κάνει συνεχή όνειρα πλουτισμού και δημιουργεί λογαριάζοντας συνεχώς: «Τελειώνω τον Βωτρέν και μετά θα τελειώσω επίσης τον Πονς, αυτά μας κάνουν 7.000 φράγκα, και πρέπει να βρω άλλες 4.000 - συνεπώς, θάνατος στο λευκό χαρτί!».
Ο θάνατος θα έρθει πράγματι από την ένταση του συγγραφικού μόχθου. Οι ατέλειωτες ώρες δουλειάς τον σκοτώνουν. Οι επιστολές που παραθέτει η Σατιά, αληθινές κραυγές αγωνίας, το μαρτυρούν. Η κυρία Ντε Μπαλζάκ θα γράψει λίγο πριν από το τέλος: «Το κακόμοιρο αυτό πλάσμα έχει φτάσει σε ακραία κατάσταση. Δεν είναι παρά μια μηχανή που λειτουργεί - έως ότου η Θεία Πρόνοια αποφασίσει σε μια στιγμή οίκτου να σταματήσει τον κινητήρα». Μέσα σε 20 χρόνια ο Μπαλζάκ έχει δημοσιεύσει 90 μυθιστορήματα και νουβέλες, 30 διηγήματα και πέντε θεατρικά έργα. Το πεζογραφικό του έργο έχει μια ιδιομορφία. Μπορεί να διαβαστεί σαν ενιαίο μυθιστόρημα αφού οι ήρωες επανέρχονται. Είναι η Ανθρώπινη Κωμωδία αυτές οι Χίλιες και Μία Νύχτες της Δύσης. Στη βιογραφία του βλέπουμε ότι είναι ο κόσμος στον οποίο έζησε και ότι υπήρξε ταυτόχρονα παρατηρητής και οραματιστής.
Παραμονή του θανάτου του τον επισκέπτεται ο Ουγκό. Ο Μπαλζάκ δεν έχει τη δύναμη να ανταποκριθεί στο σφίξιμο του χεριού του. Δύο μέρες αργότερα, στην κηδεία του, ο Ουγκό θα πει στον λόγο που εκφώνησε: «Ολα τα βιβλία του συγκροτούν ένα και μόνο βιβλίο, βιβλίο ολοζώντανο, εκθαμβωτικό, βαθύ, όπου βλέπουμε όλο τον σύγχρονο πολιτισμό μας να πηγαίνει και να έρχεται, να βαδίζει και να κινείται, με μια απροσδιόριστη αίσθηση ταραχής και τρόμου που έρχεται να συνενωθεί με την αίσθηση της πραγματικότητας». Είναι ένα από τα σημαντικότερα και περιεκτικότερα σχόλια για το μπαλζακικό έργο που περιλαμβάνει η βιογραφία.
Λίνα Λυχναρά (καθηγήτρια στα Πανεπιστημιακά Τμήματα του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 22-09-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις