Ελληνικά δημοτικά τραγούδια - Τα μοιρολόγια

71501
Συγγραφέας: Saunier, Guy (Michel)
Εκδόσεις: Νεφέλη
Σελίδες:585
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1999
ISBN:9789602114353


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Η ανθολογία αυτή παρουσιάζει επιστημονικά το σύνολο των μοιρολογιών και των πένθιμων παραλογών (ή ' μοιρολογιών του Χάρου ' ), δηλαδή των δημιουργημάτων του προφορικού λόγου που είναι αφιερωμένα στο θάνατο. Παραθέτονται για το κάθε θέμα όσες παραλλαγές χρειάζονται για να αντιπροσωπεύονται οι διάφοροι τόποι.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Ανθολογία των μοιρολογιών παρουσιάζει αυτή τη φορά ο καθηγητής της Σορβόννης κ. Γκυ Σονιέ. Μετά τη μνημειώδη μελέτη του για την έννοια της αδικίας στα ελληνικά δημοτικά τραγούδια και πλήθος μελετών στην ελληνική και στη γαλλική για σημαντικές πλευρές των δημοτικών τραγουδιών μας, ο διακεκριμένος γάλλος νεοελληνιστής δημοσιεύει μια άρτια από όλες τις απόψεις ανθολογία μοιρολογιών, πολλά από τα οποία αποκαλεί «αριστουργήματα όχι μόνο της νεοελληνικής αλλά και της παγκόσμιας ποίησης». Και όμως «τα τραγούδια του ελληνικού λαού ελάχιστους ανθρώπους ενδιαφέρουν», πολύ λίγους φιλολόγους και ακόμη λιγότερους χρηματοδότες, γι' αυτό και δεν προβλέπεται η δημοσίευση του συνόλου του υλικού. Ο συγγραφέας καταφεύγει επομένως στις επιλογές, παλαιότερα με Το τραγούδια της ξενιτιάς (εκδόσεις Ερμής) και τώρα με Τα μοιρολόγια.

Τα δημοτικά μας τραγούδια είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα συλλογικής σκέψης που μένει σταθερή μέσα στις χιλιετίες. Τον συλλογικό δημιουργό των τραγουδιών ο Γκυ Σονιέ αποκαλεί δημοτικό ποιητή ή απλώς ποιητή, προφανώς γιατί τον βλέπει ως έναν ενιαίο δημιουργό, ο οποίος εκφράζει την «παραδοσιακή κοινωνία και, πέρα απ' αυτήν, τον Ελληνισμό στο σύνολό του». Καθώς «η ουσία της νεοελληνικής συλλογικής αντίληψης του θανάτου» βρίσκεται μόνο στα ίδια τα μοιρολόγια, η μέθοδος που ακολουθείται είναι η φιλολογική, με την ευρεία έννοια της λέξης, και χαρακτηρίζεται από αμεσότητα: ο μελετητής δεν παρεμβαίνει στη διαδικασία ανάγνωσης του κειμένου (από το κείμενος, κατατεθειμένος, λ.χ. το δημοτικό τραγούδι ως κείμενο ανθολογίας) από τον αναγνώστη, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να προστρέχει στην ψυχολογία του βάθους και στην ανθρωπολογία. Ετσι με τις αναλύσεις του αποκαλύπτει την ψυχή του ελληνικού λαού. Αλλά και η κατάταξη του υλικού πηγάζει από τα ίδια τα τραγούδια και τις θεματικές τους ενότητες: δεν είναι εξωτερική ή αυθαίρετη.

Εκτός από τις σημαντικές εισαγωγές στον τόμο και στα 11 κεφάλαια, κάθε μοιρολόγι συνοδεύεται από εκτενείς σημειώσεις για το θέμα, την τεχνική, τα χαρακτηριστικά της παραλλαγής, το λεξιλόγιο και την πιθανή αποκατάσταση αλλοιωμένων τραγουδιών. Δημιουργός του μοιρολογιού είναι η μοιρολογήτρα, η οποία χτίζει το πένθιμο τραγούδι της πάνω σε καθιερωμένα θέματα, μοτίβα και λογότυπα. Δεν χρειάζεται να έχει πείρα του μοιρολογιού αλλά του προσωπικού πένθους. Η συγκίνηση που νιώθουν οι μοιρολογήτρες «εξηγεί και την εξαιρετική ποιότητα της ποιητικής έμπνευσής τους». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι χρησιμοποιούν τα καθιερωμένα μοιρολόγια ως διακείμενα ­ μήτρα δημιουργικότητας ­, γι' αυτό και τα τραγούδια τους δεν είναι αυτοσχέδια. Μάλιστα όσο πιο κοντά βρίσκεται στο διακείμενο ­ ειδικά όταν πρόκειται για γαμήλια τραγούδια που μετατρέπονται σε πένθιμα ­ τόσο μεγαλύτερη είναι η συγκίνηση. Προφανώς η αναγνώριση τραγουδιού για χαρούμενα συμβάντα και η στέρηση που υπονοεί η αντικατάσταση προκαλούν έντονη λύπη.

Κατ' εξοχήν συλλογική εκδήλωση, τα μοιρολόγια έχουν κοινωνική αλλά και τελετουργική αξία: οδηγούν στον κατευνασμό του πόνου. Ο δημοτικός ποιητής έχει μια συγκροτημένη κοσμοθεωρία. Πιστεύει ότι η μοίρα του ανθρώπου είναι άρρηκτα δεμένη με το σύμπαν, γι' αυτό και αναρωτιέται, όπως οι ρομαντικοί ποιητές, γιατί ο θάνατος του ατόμου αφήνει τη φύση αδιάφορη. Αν και η ύβρις τιμωρείται, όπως στην αρχαιότητα, οι υπερφυσικές δυνάμεις που τιμωρούν φέρουν το μεγαλύτερο βάρος της ενοχής. Η τέχνη και η τεχνική του ποιητή είναι ιδιαίτερα σημαντικές, π.χ. η χρήση του τριαδικού σχήματος, που εκφράζει τον απόλυτο πόνο. Το σχήμα λόγου «αδύνατον» ισοδυναμεί με το ανέφικτο της ευχής. Κυρίως όμως το σχόλιο που εμπεριέχεται συχνά στα μοιρολόγια και που έχει καθαρά μεταγλωσσική λειτουργία κινείται σε ένα υψηλό αισθητικό επίπεδο με ανατρεπτική ισχύ: «η τελετουργική πράξη και η παραδοσιακή δοξασία χαρακτηρίζονται ως αυταπάτες που πηγάζουν από μια απλή ψυχολογική ανάγκη παρηγοριάς». Με αυτό τον τρόπο αποθυμοποιείται η τελετή, αλλά και αυτοαναιρείται η μυθολογία των μοιρολογιών. Ο ποιητής και ο ελληνικός λαός αμφισβητούν τις τελετές ενώ τις διατηρούν, συνεχίζουν δηλαδή την παράδοση, αναπτύσσοντας συγχρόνως την κριτική τους σκέψη.

Εκείνο που ίσως εκπλήσσει είναι ότι, «παρά την εξαιρετική σημασία που αποδίδουν στη γιορτή του Πάσχα η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο ίδιος ο λαός, δεν υπάρχει στα μοιρολόγια η παραμικρή πίστη στην ανάσταση των νεκρών». Και όχι απλώς η λέξη κόλαση είναι ανύπαρκτη, αλλά και οι λέξεις Παράδεισος, Ουρανός, Αδης δίνονται ως συνώνυμες. Αν ο συλλογικός ποιητής ταυτίζεται με την ελληνική σκέψη, τότε η σκέψη αυτή έχει ελάχιστα επηρεαστεί από την Ορθοδοξία. Καθώς στα μοιρολόγια ο θάνατος δεν είναι απλώς αδικία αλλά το απόλυτο κακό, η ενσάρκωσή του σε Χάρο είναι αναμενόμενη. Ο Χάρος φαίνεται να εκτελεί διαταγές του ίδιου του Θεού, ο οποίος και θεωρείται υπεύθυνος για την αδικία. Το φαινόμενο αυτό μπορεί βέβαια να ερμηνευτεί εντελώς διαφορετικά, ότι δηλαδή είναι τόσο ισχυρή η πίστη του λαού στην παντοδυναμία του Θεού που τον θεωρεί υπεύθυνο για το Κακό, γι' αυτό και επαναστατεί. Ισως τελικά να μην είμαστε ένας μοιρολατρικός λαός.

Στα μοιρολόγια ο θάνατος συγγενεύει με τη λήθη, όπως και στην αρχαιότητα. Η λέξη λησμονιά (και οι παραλλαγές της) γίνεται τοπωνύμιο και παραπέμπει σε χθόνιο τόπο, στον οποίο συμβαίνουν δρώμενα με μεγάλη συγκινησιακή και αισθητική σημασία. Αρχαία ελληνικά και παγκόσμια σύμβολα χρησιμοποιούνται με πρωτοτυπία: ενώ το άλογο είναι συνήθως χθόνιο σύμβολο που ξεπροβάλλει μέσα από τα έγκατα της γης, στα μοιρολόγια κάνει την αντίστροφη πορεία, επιστρέφει στη γη ως «άλογο καλό», δηλαδή «ξυλάλογο», φέρετρο. Το κοσμικό δέντρο, σύμβολο ζωής, ανάγεται σε αλληγορία της προστασίας και συμβολίζει τον θάνατο του νοικοκύρη. Τα κλειδιά, όργανα μυητικής ιεροτελεστίας, λειτουργούν ως μετωνυμία για το σπίτι και την κυριαρχία του σπιτιού, άρα για τα καθήκοντα της νοικοκυράς.

Ο Γκυ Σονιέ γνωρίζει τέλεια το σύνολο του υλικού που έχει καταγραφεί και το μελετά με τρόπο υποδειγματικό. Ερμηνεύει τα μοιρολόγια σε διαφορετικά επίπεδα, χρησιμοποιώντας τις ανεξάντλητες γνώσεις του. Το πρόσφατο βιβλίο του τον καταξιώνει ως τον κορυφαίο μελετητή των δημοτικών μας τραγουδιών.



Ζωή Σαμαρά

ΤΟ ΒΗΜΑ, 05-09-1999

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!