0
Your Καλαθι
Η σούμα 1963-2003
Περιγραφή
Σούμα: [μσν. σούμμα <λατ. summa και μέσω του βεν. suma]: άθροισμα, λογαριασμός
Η έκδοση, όπως ο τίτλος της προαναγέλλει, αθροίζει, συγκεντρώνει, όλους τους στίχους του Διονύση Σαββόπουλου, από το 1963 έως το 2003 και διακρίνεται σε δύο μέρη:
Α) οι δίσκοι, όπου περιέχονται οι στίχοι των δεκαεννιά δίσκων του τραγουδοποιού, από το «Φορτηγό» ώς το «Σαββόραμα» και
Β) οι παραγγελίες, οι στίχοι δηλαδή που γράφτηκαν κατά παραγγελία για θέατρο, κινηματογράφο, τηλεόραση αλλά και για συναυλίες-αφιερώματα.
Οι στίχοι εμπλουτίζονται από κριτικά σημειώματα, δημοσιεύματα, συνεντεύξεις, επιστολές -αλλά και φωτογραφικό υλικό από το αρχείο του Διονύση Σαββόπουλου- που συνδέονται με το δίσκο ή την παραγγελία και την εποχή τους...
Μια δεύτερη ερμηνεία της λέξης σούμα (σούμα: οινόπνευμα που λαμβάνεται από την πρώτη απόσταξη, πρβ. στεμφυλόπνευμα, τσίπουρο. [τουρκ, soma, suma]) οδηγεί στη μέθη, στη μέθη της ποίησης και της μουσικής...
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ξεφυλλίζοντας τη «Σούμα», έναν ογκώδη τόμο κοντά επτακοσίων σελίδων με όλους τους στίχους του Σαββόπουλου, από το '63 ώς το 2003, αισθάνομαι να με σαρώνει, σαν χλαπαταγή από πνευστά χάλκινα και κρουστά αλαλάζοντα, η παρουσία μιας αυθεντίας. Μην τη διαβάσετε τη λέξη αυτή ως υπαινιγμό υποταγής, μα ως αναγνώριση μιας οφειλής που ακόμη παλεύει να ορίσει την έκταση και το βάθος της. Ο Διονύσης Σαββόπουλος μας δίδαξε (μέσα από τις εφορμήσεις και τις οπισθοχωρήσεις του, τις ηρωικές εξόδους και τις παλινωδίες του) το μάθημα του προσωπικού, βιωματικού δρόμου. Μας έμαθε να μην προσπαθούμε να επιδιορθώσουμε, όπως όπως, τις ραγισματιές των βεβαιοτήτων μας, μας έμαθε να μη γαντζωνόμαστε σε απόλυτες αλήθειες, να μην προσκολλούμαστε σε νεκρές μορφές, να μη φοβόμαστε την αλλαγή, να μην επιθυμούμε να εξουσιάσουμε το χρόνο. Και μας τα έμαθε όλα αυτά αλλάζοντας ο ίδιος, κάθε φορά πενθώντας έναν εαυτό που αποχωρεί και κάθε φορά αναδιατάσσοντας έναν νέο, κάθε φορά συντριβόμενος και κάθε φορά αναγεννώμενος. Κι αυτός ο νέος εαυτός δεν τον ξορκίζει τον παλιό, δεν τον αρνείται· αναδύεται «χλωρός» μέσα απ' αυτόν, σαν το φιδάκι απ' το πουκάμισό του -κι έτσι τον δικαιώνει. Ετσι κι αλλιώς, «πεθαίνουμε και ανασταινόμαστε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του βίου».
Ξεφυλλίζοντας τη «Σούμα» καθυστερώ στους στίχους, διαβάζοντάς τους πάλι και πάλι, θέλοντας να ζυγίσω την αυτονομία τους. Η μουσική έρχεται κάθε φορά απροσκάλεστη να τους συνοδέψει· ομολογώ πως δεν τα καταφέρνω να τους ακούσω ξέχωρα απ' αυτήν. Ηδη από το 1965, ο Γιάννης Καλιόρης, αντιστρέφοντας τη δική μου τη σειρά, έγραφε (όπως διαβάζουμε στη «Σούμα», που συγκεντρώνει, εκτός από τους στίχους, και τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα που γράφτηκαν για τον Σαββόπουλο, καθώς και συνεντεύξεις, επιστολές, ποικίλα δημοσιεύματα και φωτογραφίες) στην «Επιθεώρηση τέχνης»: «Το λεπτόσαρκο μέλος (των τραγουδιών) δεν μπορούμε να το φανταστούμε αυθύπαρκτο. (...) Αναδείχνεται μόνο στο βαθμό που αποτελεί σάρκα των συγκεκριμένων στίχων, ακριβώς γιατί η σύλληψή τους εκπορεύτηκε, ευθύς εξαρχής και ταυτόχρονα, από κάποια κοινή συγκινησιακή αφετηρία». Περιγράφοντας έτσι την ιδιοτυπία του σαββοπουλικού τραγουδιού, ο Καλιόρης είναι σαν να δίνει έναν πρόχειρο ορισμό του poete-chansonnier, του δημιουργού που επιχείρησε να ξαναβρεί την ενότητα λόγου και μουσικής, διασπασμένη μετά την κατάρρευση της ζωής των κοινοτήτων, κατακερματισμένη, καθώς η ατομικότητα διαρρηγνύει τους δεσμούς της με τη συλλογικότητα, τραυματισμένη ανεπανόρθωτα. Κι έτσι, αποδίδει τον Σαββόπουλο στην καταγωγική του ρίζα. Γιατί αυτό ήταν από την αρχή ο Σαββόπουλος -και παραμένει: ένας poete-chansonnier, ένας poeta ludens, που διάλεξε να «κοινοποιήσει το παιχνίδι του», για να μη νομίζουν «οι άλλοι που του μοιάζουν», «ότι είναι μόνοι, ότι είναι τρελοί».
Ενα χέρι που απλώνεται, μια φωνή που απελευθερώνει και τις άλλες, τις όμοιές της, τις αδελφές της. Ενας από εκείνους τους παλιούς (και μαζί τόσο συγκαιρινός, τόσο σύγχρονος) δημιουργούς-ερμηνευτές, εκείνους τους πιστούς αφηγητές τού πιο όμορφου, του πιο παλιού και του πιο νέου μαζί παραμυθιού, της πιο γλυκιάς ουτοπίας, μιας μοναχικής νησίδας μέσα στο πέλαγος του κόσμου, μιας ανεύρετης χάρης. Κι αυτή η ουτοπία δεν είναι άλλη από την ανασύσταση της οργανικής ανθρώπινης κοινότητας. Γι' αυτό ακόμη κι όταν ο δημιουργός μιλάει για τον εαυτό του -ή μάλλον τότε, αναμφίλεκτα τότε- διατυπώνει τους όρους ενός ισχυρού δεσμού με τον ακροατή του, σκιαγραφεί τα στοιχεία μιας συλλογικής ταυτότητας. Και μολονότι σαν δημιουργός βιώνει την τέχνη του ως εξορία, μοιάζει να του αρκεί που αυτή μπορεί να λειτουργήσει ενοποιητικά, στήνοντας τη «γιορτή» που τους πάντες περιέχει. Μπορεί ο ενορχηστρωτής, ο σκηνοθέτης της, ο ίδιος, να μην καταφέρνει παρά να παρατηρεί τη συλλογική ευφορία, φλεγόμενος από λαχτάρα για την ανέφικτη ένωση. Ομως ίσως και να φτάνει η προσδοκία της: στο κάτω κάτω της γραφής, αυτή ήταν που γονιμοποίησε τα ωραία, διαρκή του τραγούδια.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/03/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις