Ποιός είναι ο τρελός λαγός

Συνομιλίες
113764
Συγγραφέας: Σαχτούρης, Μίλτος
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:150
Ημερομηνία Έκδοσης:01/12/2000
ISBN:9789600329384


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Προσωπικά πιστεύω ότι στο έργο ενός ποιητή δεν προσθέτει τίποτε η συμμετοχή του σε ποιητικά συμπόσια ή σε πνευματικές παρέες, στην πνευματική αγορά, όπως λένε. Κάποτε ο Ντύλαν Τόμας, ένας ποιητής που σέβομαι βαθύτατα και συχνά τον αναφέρω, σε ένα ποιητιό συμπόσιο διέκοψε τους ομιλητές και τρέχοντας στο παράθυρο φώναξε στους παρευρισκομένους: «Πάψτε, πάψτε, ακούστε τα πουλιά πόσο καλύτερα τα λένε από εμάς».





ΚΡΙΤΙΚΗ



Το βιβλίο «Ποιος είναι ο τρελός λαγός» αποτελείται από τα κείμενα δώδεκα συνομιλιών του Μίλτου Σαχτούρη με γνωστούς συγγραφείς και δημοσιογράφους, κατά τη διάρκεια μιας ολόκληρης εικοσαετίας (1981-2000)· ή, καλύτερα, από τα κείμενα δώδεκα εκ βαθέων εξομολογήσεών του, γύρω από τον τρόπο (δεν θα έλεγα τρόπους) της ζωής του και της τέχνης του που, όπως για μία ακόμα φορά επιβεβαιώνεται, είναι ένας αδιάσπαστος και, στο χρόνο, απαράλλαχτος. Μιλώ, κατ' ανάγκην, με υπερβολική συντομία, γι' αυτό που επανειλημκμένως επισημαίνεται όποτε γίνεται λόγος για τον Σαχτούρη: για την απόλυτη ταύτιση ανάμεσα στον πάσχοντα άνθρωπο και τον «καταγράφοντα» -τα όσα ο άνθρωπος πάσχει- ποιητή.

Όλα όσα ο ποιητής «καταθέτει» απαντώντας στις ερωτήσεις (στα εναύσματα, μάλλον, τα παρακινητικά των, υπό προϋποθέσεις, αφυπνιζόμενων εξομολογητικών του διαθέσεων) που του υποβάλλονται· όλα όσα σταθερά -με παραλλαγές ή απαράλλαχτα- επαναλαμβάνει, με μια εμμονή ομολογουμένως αφοπλιστική οποιασδήποτε ενδεχόμενης αντιπαραθετικής πρόθεσης, συνθέτουν ένα αταλάντευτο και αδιαπραγμάτευτο «πιστεύω» ζωής και ποίησης -καθοριστικό για την πρώτη και προστατευτικό για τον πυρήνα της δεύτερης. Είτε για τη ζωή [του] μιλάει (αναφερόμενος στις σκοτεινές του δυσερμήνευτες, αλλά και στις απλούστερες εκδοχές της καθημερινής [του] πραγματικότητας: σε τραυματικές περιόδους της ιστορίας ή του ατομικού του βίου· σε πρόσωπα, περιστατικά και καταστάσεις που τον σημάδεψαν ανεξίτηλα), είτε για την τέχνη του, που είναι το προστατευτικό κέλυφος της ζωής του -όπως και η ζωή του, εξάλλου, είναι ο φύλακας άγγελος και ο άμεσος ή διαμεσολαβητικός τροφοδότης της τέχνης του-, το συμπέρασμα είναι ένα: Ότι ο άνθρωπος που αναδύεται μέσα από τα κείμενα του βιβλίου είναι μονίμως στραμμένος προς το σημείο εκείνο, απ' όπου αισθάνεται ή διαισθάνεται ότι μπορεί, ανά πάσαν στιγμήν, να διακρίνει, να απομονώσει και να ερμηνεύσει κάτι αδιόρατες χειρονομίες ή, καλύτερα, κάτι πολυσήμαντα κελεύσματα του όχι πάντα φιλικά προκείμενου μηχανισμού της ζωής και της ποίησης. Και ότι τα όσα εξομολογητικά επαναλαμβάνει, από συζήτηση σε συζήτηση, συνθέτουν, εντέλει, στερεοποιούν και, το κυριότερο, συμβάλλουν στο να καταστούν περισσότερο ευδιάκριτα τα στοιχεία της ταυτότητας ενός σημαντικού δημιουργού, κάνοντας περισσότερο αναγνωρίσιμο το πρόσωπό του και ιχνηλατήσιμο το, ούτως ή άλλως, σταθερό υπέδαφος της ποίησής του.

Η ανάγκη του να καταφύγει στο χώρο της ποίησης συμπίπτει, χρονικά, με τα πρώτα οδυνηρά αγγίγματα του θανάτου και της αρρώστιας, όταν είναι γύρω στα δεκαεννέα του χρόνια: αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του, ψυχική αρρώστια της μητέρας του, προσβολή του ίδιου από φυματίωση. Τα τραυματικά αυτά γεγονότα, σε συνδυασμό με τη μεταγενέστερη, επίσης τραυματική, εμπειρία του από τη θητεία του στο στρατό, συνεργούν στη διαμόρφωση ενός ευεπίφορου στον πόνο ψυχισμού και, κατά συνέπεια, μιας εντελώς ιδιότυπης ποιητικής ιδιοσυγκρασίας, το στίγμα της οποίας -«αν παραμερίσει κανείς τις πρόδηλες επιρροές από Καβάφη και Καρυωτάκη»- είναι προφανές από την πρώτη του κιόλας ποιητική συλλογή που, όπως ο ίδιος ομολογεί, τύπωσε και έκαψε φοιτητής ακόμα, στα είκοσι ένα του χρόνια.

Αφετηρία της ποιητικής του πορείας θεωρεί τα ποιήματα που αρχίζει να γράφει το 1941, σε ηλικία είκοσι δύο ετών· και σημαδιακή χρονιά της ζωής του το 1942: Τότε που, «κατάκοιτος, βαριά άρρωστος», ορκίζεται (κάνει το τάμα) ότι, αν τελικά επιζήσει, θα αφιερώσει τη ζωή του στην ποίηση («...νέος στην Κατοχή είχα αρρωστήσει βαριά από φυματίωση, τότε που πέθαιναν ακόμη και όσοι ήταν καλά από έλλειψη τροφής, οπότε είχα ορκιστεί ότι αν δεν πεθάνω, θα αφοσιωθώ στην ποίηση, δε θα κάνω τίποτ' άλλο. Το οποίο και έκανα και δεν έχω μετανιώσει»). Συνεπής στην τήρηση του τάματός του, αρνείται πεισματικά να καταπιαστεί με οποιοδήποτε άλλο λογοτεχνικό είδος, μολονότι τα πρώτα του κείμενα ήταν κάτι μικρά «εξπρεσιονιστικά διηγήματα που, σιγά σιγά, πύκνωναν και γίνονταν ποιήματα». Όσο για το δοκίμιο και την κριτική, δεν τον απασχόλησαν ποτέ. («Όταν γνώρισα τον Σεφέρη στη μοναδική φορά που πήγα σπίτι του, μετά την επιστροφή του από τη Μέση Ανατολή, με ρώτησε: "Δοκίμια δε θα γράψετε;" και του είπα "Ποτέ". Γυρίζει στη γυναίκα του και λέει: "Μαρώ, δες, δε θα γράψει δοκίμια"»).

Προς το τέλος της Κατοχής (1944), κι ενώ διαβάζει για το πτυχίο της Νομικής -όπου φοιτούσε με «μισή καρδιά», πιεσμένος από τον δικαστικό πατέρα του-, γράφει τα ποιήματα της Λησμονημένης. Τότε είναι που αισθάνεται να γίνεται μέσα του «μία τελείως ανώμαλη κατάσταση», υπό το κράτος της οποίας ρίχνει τα βιβλία του στη σόμπα και αποφασίζει: «τέλος στα νομικά», θεωρώντας αδιανόητο «δυσί κυρίοις δουλεύειν». Η Λησμονημένη (η πρώτη ποιητική συλλογή του, 1945), είναι η «περιπέτεια» ενός ματαιωμένου νεανικού έρωτα· ενός έρωτα που δεν πρόλαβε να αρχίσει, αφού το πρώτο ραντεβού του ποιητή με κάποιο νεαρό κορίτσι, τη «Λησμονημένη», δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, εξαιτίας μιας αιμόπτυσης· εξ αιτίας ενός ακραίου συμπτώματος της ίδιας αρρώστιας που, ανεπαίσθητα, σχεδόν μεταφυσικά, τον ώθησε στο αντίδοτό της: στην ποίηση («Η ποίηση με βοήθησε να γιατρευτώ απ' την φυματίωση, χωρίς να το καταλάβω. Ακόμα σ' όλες τις δυσκολίες που απάντησα στη ζωή μου (και δεν ήταν λίγες) η ποίηση μού στάθηκε το αντίδοτο και η μεγάλη παρηγοριά». Ή: «Όσο έγραφα δεν είχα ανάγκη από χάπια. Οι στίχοι ήταν τα χάπια με τα οποία καταπολεμούσα τη θλίψη μου»).

Ο μάλλον ενστικτώδης στην αρχή και συνειδητός στη συνέχεια συσχετισμός της οδύνης με την ανάγκη καταφυγής στις δαπανηρές, για τη ζωή και τις ψυχικές του αντοχές, πλην, κατά βάθος ευφρόσυνες, περιοχές της ποίησης, τον κάνει να θεωρεί τον πόνο ως τη μοναδική, απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε ποιητική του εκδίπλωση. Ο πόνος, στις καθημερινές του εκδοχές και, συχνά, υπέρογκες διαστάσεις, διατηρεί και περιφρουρεί την ποιητική ιδιότητα, ακεραιότητα και ετοιμότητα του προσώπου, ενώ στις φανερές ή υποβόσκουσες κορυφώσεις του αναβαθμίζει τον ποιητή στη θέση του «διαμέσου», επιτρέποντάς του διαμεσολαβητικές και, κυρίως, εξορκιστικές του κακού παρεμβάσεις· τείνοντας να γίνει -και γίνεται-, ευτυχώς προσωρινά, κατευναστικός -ποτέ ιαματικός- του εαυτού του. Κι ο ποιητής θεωρεί ευτύχημα, εύνοια της τύχης, το γεγονός ότι, ερήμην του έστω, «στιγματίστηκε», όχι τόσο από τον πόνο, όσο από το «προσόν» να είναι ευεπίφορος στις φανερές ή στις σκοτεινές και επίβουλες επιθέσεις του πόνου.



Πνευματικές συγγένειες και καταβολές

Από πολύ νέος διάβασε εξαντλητικά ελληνική και ξένη ποίηση· «στάθηκε» σε τρεις μεγάλους σταθμούς: στον Σολωμό, στον Καβάφη και στον Καρυωτάκη (κάποτε αναφέρεται και στον Κάλβο). Από τους ξένους θεωρεί δασκάλους του τον Ρίλκε, τον Χέλντερλιν, τον Ρεμπό, τον Απολινέρ, τον Μποντλέρ αλλά και τον Τρακλ: τον μικρό Ρεμπό, όπως τον αποκαλεί -που γνώρισε κάπως αργά, όταν ήταν ήδη ώριμος-, και τον Ντίλαν Τόμας, με τον οποίο αισθάνεται να τον συνδέει η κοινή αποστροφή για τους φιλολογικούς κύκλους, τα συνέδρια και άλλα παρόμοια. Περισσότερο απ' όλους, όμως, αγαπάει έναν πεζογράφο: τον Κάφκα («Τον Κάφκα τον αγάπησα πολύ, τον ένιωσα βαθύτατα. Γι' αυτό και του έχω αφιερώσει τρία - τέσσερα ποιήματα στις τελευταίες συλλογές μου. Και ο λόγος που δεν τον δέχονταν και οι φασίστες και οι κομμουνιστές ήταν αυτός. Ότι ήταν πολύ αληθινός. Ότι δεν κρυβόταν και έδειχνε τα ελαττώματά του ποια είναι»).

Με ιδιαίτερη έμφαση αναφέρεται στις στενότατες σχέσεις που διατήρησε, σε όλη τη ζωή του, με τη ζωγραφική, για την οποία παραδέχεται ότι «πρέπει να τον έχει επηρεάσει πολύ» («Έβλεπα μανιωδώς τους μοντέρνους: τον Πικασό, τον Μπρακ, τον Εγγονόπουλο, τον λάτρευα, τον ντε Κίρικο»). Δεν κρύβει τον ανεπιφύλακτο θαυμασμό του για τους «παλιούς τους μεγάλους, τον Παρθένη, τον Μπουζιάνη»· θυμάται ότι στα νιάτα του διατηρούσε προσωπικές σχέσεις με τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο και δεν παραλείπει να εκφράσει την εκτίμησή του για μερικούς σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους, όπως ο Φασιανός, ο Μπότσογλου, ο Σόρογκας, ο Σακαγιάν και, βεβαίως, η σύντροφος της ζωής του τα τελευταία σαράντα χρόνια Γιάννα Περσάκη, το όνομα της οποίας επανειλημμένως μνημονεύει.

Η αγάπη του για τη ζωγραφική (κατ' επανάληψιν εκμυστηρεύεται ότι «αν δεν ήμουν ποιητής θα ήθελα να ήμουν ζωγράφος») ενισχύεται και από την απόλυτη βεβαιότητα που τον διακατέχει, ότι «η μοντέρνα ποίηση και η μοντέρνα ζωγραφική έχουν στενότατες πια σχέσεις, όπως είχαν παλαιότερα η ποίηση με τη μουσική. Γιατί στη μοντέρνα ποίηση υπερτερούν σαφώς οι εικόνες. Και για μένα, καθώς λένε, μπορούν εύκολα να ζωγραφίσουν τα ποιήματά μου, γιατί δημιουργώ έντονες εικόνες». Και αλλού: «Ονόματα σαν: Μπουζιάνης, Παρθένης, Κλέε, Ρουό, Σαγκάλ, Εγγονόπουλος, Διαμαντόπουλος, Φασιανός, φωτίζονται με φως εξαίρετο μέσα στο μυαλό μου. Ακόμα μοίρα καλή μού έλαχε να ζω πάνω από είκοσι χρόνια (αυτά το 1987) κοντά στη λαμπρή ζωγράφο Γιάννα Περσάκη».



Η ιδιοτυπία της σχέσης του με τον υπερρεαλισμό

Οι πρώτοι λογοτέχνες φίλοι του ανήκαν στο χώρο του υπερρεαλισμού· η αρχή έγινε με τον Ελύτη: γνωρίστηκαν συμπτωματικά στο σπίτι του Καραντώνη· ακολούθησε η γνωριμία του με τον Εγγονόπουλο, που γρήγορα εξελίχθηκε σε στενή φιλία, από την οποία δεν παραλείπει να τονίζει ότι αποκόμισε πολλά («Άμα ήθελε -λέει-, ήταν ένα σοφός άνθρωπος, μέχρι τον τελευταίο Φλαμανδό ζωγράφο ήξερε, και πολλά πράγματα κέρδισα από τον Εγγονόπουλο. Δεν τον μιμήθηκα, όπως πολλοί είπαν στην αρχή. Κέρδισα απ' αυτά που μου είπε, από τα λόγια του και από τη ζωή του»). Και ανακαλεί με αγαλλίαση την ημέρα που, αφού του πρωτοδιάβασε τη Λησμονημένη, εκείνος, ξαναμμένος, κόκκινος από συγκίνηση, τον προσαγόρευσε ποιητή. Φίλος υπήρξε ακόμα και με τον Γκάτσο και, βέβαια, με τον Εμπειρίκο, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα για το εξαίρετο ήθος του («Ήταν ένα μεγάλο παιδί -εξομολογείται-, σπάνια είχα δει ειλικρινή άνθρωπο, τόσο τίμιο στη δουλειά του, στις φιλίες του, στα πάντα»), μόνο που αυτός ήταν υπερβολικά απασχολημένος, «κλεισμένος» με την ψυχανάλυση, ώστε δεν διέθετε πολύ διαθέσιμο χρόνο.

Από τον ίδιο τον υπερρεαλισμό, ωστόσο, κράτησε τις επιβεβλημένες από την ιδιοσυγκρασία του αποστάσεις· δέσμιος της άκρας ιδιοτυπίας του και υπάκουος στα κελεύσματα των εμμονών του. Γοητεύθηκε απ' αυτόν, αισθάνθηκε να τον διαπερνά το ρίγος μιας ελευθερίας πρωτόγνωρης, αλλά δεν του παραδόθηκε («Ο υπερρεαλισμός, παραδέχεται, έδρασε επάνω μου σαν καταλύτης. Με λευτέρωσε στην ποίηση και στη ζωή, αλλά δεν μπορώ να πω ότι η ποίησή μου είναι υπερρεαλιστική. Η ποίησή μου είναι ιδιότυπα δραματική και λυρική»). Η ποίησή του «βγαίνει από ένα ταραγμένο υποσυνείδητο»· από εκεί, όπου τα πάντα διυλίζονται μέσα σε μία συνήθως ζοφερή ατμόσφαιρα εφιαλτικών ονείρων· όπου, εν ονόματι της ποίησης, τα πράγματα και οι εκδοχές της πραγματικότητας μοιάζει να χάνουν την τετριμμένη μορφή του καθημερινού και του οικείου, αποδεσμεύονται και προσφέρονται στη φαντασία, το υλικό της οποίας δεν μπορεί να είναι άλλο από την πραγματικότητα.

Χωρίς να είναι σε θέση να δώσει λογικές εξηγήσεις, αναφέρεται στο σημαντικότατο ρόλο που διαδραματίζει στην ποίησή του το όνειρο: το «εν ύπνω» ερχόμενο αλλά και το άλλο που, ως εκτόπισμα μιας καθημερινότητας απάνθρωπης, διαχέεται μέσα του κι έξω του, με ιδιότητες διαβρωτικές των ορίων ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό. Και τολμώ να ισχυριστώ ότι στην απροσδιοριστία του ονείρου, στην πάντοτε αναπάντεχη και αιφνίδια εμφάνιση και, βεβαίως, εξαφάνισή του, καθώς και στην ποικίλλουσα κάθε φορά δυνατότητα ή αδυναμία της ερμηνείας του, οφείλεται και το εντελώς απροσδόκητο της «έλευσης» του ποιήματος. Επειδή το ποίημα δεν διατηρεί μόνο το στίγμα, αλλά και συμπεριφορές ενδεικτικές της ονειρικής καταγωγής του· και «δίνεται» απρόσμενα, απροειδοποίητα, σε τόπους και χρόνους που δεν μπορεί να τους βάλει ο νους του ποιητικού υποκειμένου (τη νύχτα, την ώρα του ύπνου, στο δρόμο, στο τρόλεϊ, στο καφενείο και οπουδήποτε αλλού).

«Το ποίημα έρχεται ουρανοκατέβατο» («το πότε σε επισκέπτεται η έμπνευση είναι ζήτημα ατομικής ιδιοσυγκρασίας του καθενός»), εξ αιτίας της ονειρικής ιδιοσυστασίας του. Μοναδική απαραίτητη προϋπόθεση για τη «σύλληψη» ή «συγκράτηση» της ιδέας του είναι η ετοιμότητα στην οποία οφείλει να βρίσκεται ο ποιητής, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί άμεσα στο εκάστοτε αιφνιδίως προβάλλον ποιητικό έναυσμα - ερέθισμα, το αφυπνιστικό των ζωντανών πλην εν υπνώσει ευρισκόμενων βιωμάτων - κοιτασμάτων της ζωής του· μία ετοιμότητα που διατηρείται και ενδυναμώνεται στην κατάσταση της μοναξιάς και της οδύνης. Όσο για την «ανταμοιβή» αυτής της επιλεγμένης μοναξιάς κι αυτής της εκούσιας αποδοχής της οδύνης, δεν είναι άλλη από τη «χαρούμενη ένταση», από την οποία ο ποιητής διακατέχεται επεξεργαζόμενος το ποίημα που του «δόθηκε».

Μόνο υπό το καθεστώς της μοναξιάς, αυτού του προστατευτικού από την επίβουλη ωμή πραγματικότητα κλοιού, αισθάνεται ότι μπορεί να πραγματοποιεί τις τόσο επικίνδυνες καταβυθίσεις του στον τόπο - βυθό, τον διαμορφωμένο από προσχώσεις, συγκλίσεις και επικαλύψεις υλικών του υποσυνείδητου και του ασυνείδητου. Μόνον έτσι μπορεί, με πλήρη επίγνωση του κινδύνου που διατρέχει, να βυθίζεται εκεί όπου υπάρχουν απωθημένα ή από πάντα υπνώττοντα κομμάτια ενός πολύτιμου βιωματικού - προποιητικού υλικού, προκειμένου να τα αποσπάσει και να τα ανασύρει στο φως. Και ίσως γι' αυτό: θέλω να πω, ίσως εξ αιτίας της μιας, αμετακίνητης, αναλλοίωτης και απροσπέλαστης στα «τρέχοντα» κοιτίδας - καταγωγής της ποίησής του· ίσως γι' αυτό διατηρείται αναλλοίωτος, στο πέρασμα του χρόνου, ο πυρήνας της φωνής του, κάτι που και ο ίδιος συγκατανευτικά παραδέχεται και ομολογεί: «Δεν διαφοροποιούμαι (λέει). Όλες μου οι συλλογές αρθρώνουν ένα μεγάλο ενιαίο ποίημα. Δεν μου αρέσει να ανανεώνομαι. Από το πρώτο ώς το τελευταίο βιβλίο μου με βασανίζει το ίδιο ποίημα». Αν παρατηρείται κάποια ελαφρά, σχεδόν αδιόρατη διαφοροποίηση στα τελευταία του ποιήματα, αυτό μπορεί να οφείλεται σε μία χαλάρωση της ονειρικής του έντασης, σε μια υποχώρηση ή επικάλυψη, από άλλες μέριμνες της ψυχής και του σώματος, του ερωτισμού του («Κατά έναν τρόπο όταν έγραφα ένα ποίημα αισθανόμουν σαν να ήταν μια σεξουαλική πράξη. Ένας ερωτισμός που έβγαινε έξω με άγρια χρώματα»). Δεν αποκλείεται, όμως, αυτή η επισημασμένη και από τον ίδιο διαφοροποίηση των τελευταίων ποιημάτων του, να οφείλεται, εν τέλει, στην υπόγεια και ακατάπαυστη διάβρωση των προστατευτικών ορίων του ονειρικού χώρου, από τα αενάως επάνω τους συντριβόμενα κύματα της πάντα επίβουλης και πάντα διεκδικητικής πραγματικότητας· ίσως γι' αυτό τα τελευταία ποιήματά του να είναι κάπως «πιο καταληπτά και πιο συγκεκριμένα».

Σε μία τέτοια ποιητική λειτουργία, άρρηκτα δεμένη με έναν αμετάλλακτο τρόπο ζωής και μία σταθερή και αμετακίνητη στάση απέναντι στα φανερά αλλά και στα σκοτεινά τεκταινόμενα και δρώμενα του έξω και του μέσα κόσμου, είναι προφανές ότι ο ρόλος των γεγονότων, των καταστάσεων και των όποιων ζητημάτων ή «αιτημάτων» της τρέχουσας επικαιρότητας είναι τουλάχιστον περιορισμένος. Τα τρέχοντα -μάλλον κάποιες πτυχές τους- μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσουν το αιφνίδιο έναυσμα, το εναρκτήριο μιας ποιητικής ενεργοποίησης άγγιγμα, αλλά, πάντως, απαραίτητα δεν είναι· ίσως γιατί ό,τι ήταν να συμβάλει στη συσσώρευση ενός τραυματισμένου και τραυματικού βιωματικού υλικού συνέβη, τόσο στον ιδιωτικό βίο του ποιητή, όσο και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Και μάλιστα συνέβη σε καίριες για τη διάπλαση του εύπλαστου και ευάλωτου ψυχισμού του στιγμές -εννοώ στα χρόνια της νεότητάς τους- δημιουργώντας έναν βιωματικό πυρήνα ανθεκτικό και αδιαπέραστο από τα χτυπήματα μιας ζωής που, ούτως ή άλλως, ελάχιστο ήταν το μερτικό της σ' αυτό που για τον πολύ κόσμο θεωρείται χαρά.

Οι όποιες συνέπειες της «αδυναμίας» του να επηρεάζεται, θετικά ή αρνητικά, από τις «αναθυμιάσεις» της καθημερινότητας, ή της κατηγορηματικής άρνησής του να αφήνεται ανοιχτός στο ενδεχόμενο οποιασδήποτε προσβολής απ' αυτές -αν υποτεθεί ότι είναι αναγκαίο, για έναν ποιητή, να μην κόβει τον ομφάλιο λώρο που τον συνδέει με το κοινωνικό του περιβάλλον- στην προκειμένη περίπτωση μοιάζει να εξαφανίζονται· κι αυτό εξ αιτίας μιας σημαντικής ικανότητας - δύναμής του, δημιουργημένης και καλλιεργημένης στην κατάσταση της μοναξιάς και της οδύνης. Αναφέρομαι στη διαίσθηση, στην οποία ο Σαχτούρης αφήνεται με τυφλή εμπιστοσύνη (ομολογεί, μάλιστα, ότι, μολονότι δεν ταξίδεψε στο εξωτερικό, ποτέ του δεν αισθάνθηκε την έλλειψη ταξιδιωτικών εμπειριών, καλυμμένος από τη βεβαιότητα ότι ο ποιητής μπορεί -κατά τον ίδιο και οφείλει- να επικοινωνεί με τον άλλο κόσμο διά της διαισθήσεώς του). Με την ανεπτυγμένη στο έπακρο διαίσθησή του και μόνο μ' αυτήν αντιλαμβάνεται τα γεγονότα του κόσμου και δέχεται τον απόηχό τους, κατά τρόπο ανταποκρινόμενο απολύτως στην ιδιοσυγκρασιακή του ιδιαιτερότητα· γεγονός που τον απαλλάσσει από την υποχρέωση να ανατρέχει για ενημέρωση στα διάφορα πρόσφορα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τα οποία, σημειωτέον, του προκαλούν απέχθεια και αηδία («Από μια κουβέντα που θα απευθύνω στο γείτονά μου, από τη συμπεριφορά του περαστικού πληροφορούμαι καλύτερα και από την πιο έγκυρη εφημερίδα ποιοι είμαστε και πού πάμε»).



Ο ρόλος του περιβάλλοντος και της εποχής

Ιδιαίτερα επιβαρυντικός για τον ευάλωτο ψυχισμό του· επιδεινωτικός των εσωτερικών του τραυμάτων, υπήρξε ο ρόλος που διαδραμάτισαν τα συγκλονιστικά -και αιματηρά- γεγονότα και οι συνακόλουθες καταστάσεις της εποχής του: της ίδιας εποχής που αποφασίζει να αφιερωθεί στην ποίηση αναφέρομαι στον πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Τα όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια αυτών των συνεχόμενων τραγικών περιόδων· ο αποήχός τους, μάλλον, όπως αυτός γίνεται αισθητός στον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο και όπως διαχέεται εντός του, αποτελούν τις ενδεχομένως δυσδιάκριτες, πλην όμως σταθερές ρίζες της ποίησής του. Η οποία «δίνει σε πρώτη ματιά την εντύπωση ότι δεν είναι επηρεασμένη άμεσα από την εποχή, δεν είναι δηλαδή μια ποίηση εξ επαφής, όπως ήταν (...) η ποίηση η αντιστασιακή ή η ποίηση που ιδεολογικά έδωσε όλη την ανησυχία και την περιπέτεια του μεταπολέμου» (Γιάννης Δάλλας). Μια προσεχτικότερη, ωστόσο, προσέγγισή της, απαλλαγμένη από ιδεολογικές και άλλες παρεμφερείς προκαταλήψεις, αρκεί για να ψηλαφιστούν, με σχετική άνεση, τα βιωματικά ψήγματα της «επίμαχης» περιόδου· με τα δραματικά δρώμενα της οποίας μπορεί να μην «ασχολήθηκε ενεργά», όπως συνέβη με άλλους ποιητές της γενιάς του (της Α' μεταπολεμικής), τα «ένιωσε», όμως, «τα πόνεσε και τα κατάλαβε» και, γι' αυτό, όχι μόνο παραδέχεται ότι δέχτηκε επιδράσεις, αλλά δείχνει και να παραξενεύεται όταν δεν το προσέχουν οι άλλοι («Α, οπωσδήποτε, κι ας μη φαίνεται πολύ, κι ας μην το βλέπουν πολλοί», απαντά σε σχετικό ερώτημα και αλλού: «Εκ των υστέρων πάντως βρίσκουν και βρίσκω κι εγώ στα ποιήματά μου μεγάλη απήχηση στα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Υπάρχει δηλαδή το κλίμα»).

Το «κενό της μοναξιάς» που περικλείει προστατευτικά τον βιωματικό του πυρήνα, τον ψυχισμό του, την όλη ιδιοσυστασία του, αποδεικνύεται ότι δεν είναι εντελώς στεγανό και αδιαπέραστο· ότι υπάρχουν σημεία του που έχουν προσβληθεί από την υγρασία της πνιγηρής ατμόσφαιρας και από την επίβουλη και παντού διάχυτη αίσθηση του φόβου και του τρόμου που προκάλεσαν κυρίως τα γεγονότα της περιόδου 1940-1949. Με αποτέλεσμα η «ακλόνητη» πεποίθησή του, ότι οφείλει να κρατηθεί σε κάποιαν απόσταση από τα συγκλονιστικά γεγονότα της εποχής, προκειμένου να αφοσιωθεί απερίσπαστος στον μοναδικό σκοπό της ζωής του, που είναι η ποίηση, να γνωρίσει ισχυρούς κλυδωνισμούς από την υπόγεια, ενστικτώδη αντίδρασή του στα όσα συνέβαιναν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Με αποτέλεσμα, εν ολίγοις, την αφύπνιση ενός «πολιτικού ενστίκτου» ικανού να καλύψει το κενό μιας ιδεολογικά κατασταλαγμένης συνείδησης.

Κάπως έτσι εξηγείται, φαντάζομαι, γιατί απουσιάζουν από την ποίηση του Σαχτούρη οι άμεσες κοινωνικές αναφορές, τη στιγμή που βρίθουν οι έμμεσες, φανερές ή τεκμαιρόμενες, κοινωνικές καταβολές των βιωμάτων του και, κυρίως, του ρυμουλκού, αυτών των βιωμάτων, πόνου. Καταβολές, ο απόηχος των οποίων διαχυμένος μάλλον ως αίσθηση, διαπερνά και διαποτίζει τον περίκλειστο χώρο του ατομικού του βίου, με ό,τι αυτός εμπεριέχει διαμορφωτικό του ψυχισμού του: Αυτόν τον χώρο τον ηφαιστειογενή και με θυσία ζωής προφυλαγμενο κι ωστόσο διαρκώς εκτεθειμένο σε αιφνίδιες -και, συνάμα, αιφνιδιαστικές-εκπομπές της σκοτεινής δύναμης που λέγεται ποίηση ή, αλλιώς, άγρυπνη μες στον ύπνο της ποιητική πρόθεση ή διάθεση. Γι' αυτό και η ποίησή του δεν έχει «καταγγελτικό χαρακτήρα»· θέλει μόνο να καταγράψει τις βαθύτερες αντιδράσεις του μπροστά στο θέαμα ενός κόσμου δοσμένου ψυχή τε και σώματι στο ανελέητο κυνηγητό του υλικού κέρδους, κάτι που δικαιολογεί -παραλληλίζοντάς το, μάλιστα, με το δικό του έμμονο πάθος του κυνηγητού της ποίησης, αλλά δηλώνει την αδυναμία του να το κατανοήσει.

Το γεγονός, εξάλλου, ότι η ποίηση, κατά τη γνώμη του, είναι, από τη φύση της, μια ιδιαιτέρως επώδυνη, σχεδόν αιματηρή υπόθεση («ο ποιητής βγάζει τα έντερα και τα συκώτιά του», λέει) αποτρέπει αν δεν απαγορεύει κιόλας, την υπαγωγή και την ένταξή της σε οποιαδήποτε σκοπιμότητα· η άλλοτε ευκολότερα και άλλοτε δυσκολότερα αναγνωρίσιμη αναφορικότητά της μόνο σε σύμπτωση επιτρέπεται να οφείλεται και ποτέ σε συνειδητή επιδίωξη. Αφού «η ποίηση δεν είναι η λογική. Είναι η καρδιά. Είναι ειλικρίνεια της ψυχής· είναι συγκίνηση (...). Και ο ποιητής οφείλει να είναι ο εαυτός του και να μην υπακούει παρά μόνο σε ό,τι του υπαγορεύει η καρδιά του και το μυαλό του. Απόδειξη ότι οι ποιητές που τάχθηκαν στην υπηρεσία μιας ιδέας (με εξαίρεση τον Μανόλη Αναγνωστάκη) χάθηκαν. Όσο για τον ίδιο, δηλώνει ότι δεν υπήρξε ποτέ δεξιός. «Πάντα ήμουν προοδευτικός αλλά όχι αριστερός... -ομολογεί. Πήγαινα προς τ' αριστερά αλλά δεν ήμουν ποτέ αριστερός! Γενικά η πολιτική δεν μ' ενδιαφέρει».

ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 24/08/2001

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!