0
Your Καλαθι
Για τη θρησκεία
Λόγοι προς τους μορφωμένους περιφρονητές της
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ένα έργο μπορεί να έχει τη σημασία του για την εποχή που γράφτηκε, οπότε η πρωτότυπη έκδοση ή η μετάφρασή του έχουν αξία ιστορική. Όταν όμως μιλούμε για ένα κλασικό έργο, τότε αυτό υπερβαίνει την ιστορικότητά του και καθίσταται επίκαιρο πέρα από χωροχρονικούς περιορισμούς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η εκάστοτε προσοχή που δίνεται σε ένα κείμενο δεν υπόκειται σε αυτούς. Οι πέντε λόγοι για τη θρησκεία του γερμανού φιλοσόφου Σλάιερμάχερ ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία κειμένων και αποτελεί μια ευτυχή επιλογή του μεταφραστή της κ. Κ. Ανδρουλιδάκη, λέκτορα στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, περίπου 200 χρόνια μετά τη συγγραφή του έργου (1799).
Ο μεταφραστής και επιμελητής της έκδοσης σημειώνει ότι πρόκειται για ένα έργο «φιλοσοφίας της θρησκείας και φιλοσοφικής, όχι μόνο χριστιανικής, θεολογίας» (σελ. 12). Ωστόσο, αν δεχτούμε ότι η θρησκεία είναι υπόθεση όλων, οικουμενική αλλά και ιδιωτική, τονίζει ο φιλόσοφος, αν λάβουμε επιπλέον υπόψη μας ότι ο Σλάιερμάχερ προσλαμβάνει τη θρησκευτική εμπειρία ως αισθητική ή ποιητική, τότε το κείμενο δεν αφορά αποκλειστικά τον χώρο της φιλοσοφίας ή της θεολογίας. Επιπλέον, ο υπότιτλος, Λόγοι προς τους μορφωμένους περιφρονητές της, υποδεικνύει ποιους θεωρεί ο ίδιος ο συγγραφέας κύριους αποδέκτες ενός κειμένου αποκαλυπτικού «των ελευσινίων μυστηρίων» και οι οποίοι δεν βρίσκονται σε ορισμένο χωροχρόνο.
Αλλά ποιοι είναι οι μορφωμένοι περιφρονητές της θρησκείας; Διάσπαρτα αλλά κυρίως στον τρίτο λόγο βρίσκουμε την απάντηση: όσοι εμπλέκονται σε έναν περιορισμένο μόνο χώρο του επιστητού ανάγοντάς τον σε καθολικό· όσοι ανάγουν το πεπερασμένο των ενδιαφερόντων τους στο άπειρο· όσοι είναι φρόνιμοι και πρακτικοί· όσοι ψηλαφούν στο υπεραισθητό και γοητεύονται από ποιήματα για υπέργεια όντα· οι αστοί που έχουν προθέσεις και σκοπούς· όσοι κατανοούν με το πνεύμα και στερούνται τις αισθήσεις· όσοι επιζητούν «τη γενικότητα της γοητευτικής επίφασης»· όσοι έχουν τα συμπτώματα της θρησκείας και όσοι στρέφουν τις αισθήσεις τους προς τα μέσα.
Σύμφωνα με τον ασσυριολόγο και ιστορικό των θρησκειών Ζαν Μποτερό, «η θρησκεία πηγάζει από ένα οικουμενικό αίσθημα και καταλήγει σε ένα σύστημα όπου ισορροπούν αισθήματα έλξης και απώθησης, μυθολογικές αναπαραστάσεις και ένας ολόκληρος κώδικας συμπεριφοράς απέναντι στο υπερφυσικό» (βλ. τη συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα», στις 23 Αυγούστου 1998). Από την οικουμενικότητα του αισθήματος περνούμε στη μεταφυσική και στην ηθική. Αλλά ο Σλάιερμάχερ διαχωρίζει τη θρησκεία από τη μεταφυσική και την ηθική, που έχουν το ίδιο αντικείμενο με αυτήν: το Σύμπαν και τη σχέση του ανθρώπου με αυτό. Ο τρόπος προσέγγισης του Σύμπαντος στην πρώτη περίπτωση, της θρησκείας, είναι συγκινησιακός, στη δεύτερη (μεταφυσική) είναι συστηματικός, με ταξινομήσεις των όντων, με εκ των ένδον δημιουργία νόμων, με αναζήτηση τελικών αιτίων και διατύπωση αιωνίων αληθειών, ενώ η τρίτη (ηθική) αποσκοπεί στη διαμόρφωση ενός συστήματος καθηκόντων με εγγυητή της δικαιοσύνης τον Θεό. Για τον Σλάιερμάχερ όμως η θρησκεία δεν είναι ούτε σκέψη ούτε πράξη αλλά εποπτεία (σελ. 63). Πρόκειται για συγκινησιακή εμπειρία την οποία ο άνθρωπος βιώνει «παθητικά», όταν περιορίζοντας τους ελέγχους της λογικής αφήνεται σε μια περισσότερο «παιδική» ματιά που εποπτεύει τον άνθρωπο πέρα από το παιχνίδι των ιδιαίτερων δυνάμεων και της προσωπικότητάς του. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η αίσθηση της ελευθερίας πηγάζει όχι από τη συνείδηση της ελευθερίας που διευρύνει το πεδίο της στο άπειρο αλλά από το άνοιγμα του ανθρώπου στο άπειρο, οπότε και έχει το αίσθημα της απεραντοσύνης, της εξαφάνισης του Είναι του σε αυτό, της ομοιότητας με τον Θεό. Αλλά βέβαια ο τρόπος αυτός βίωσης του θρησκευτικού συναισθήματος, όπως δίνεται από τον γερμανό φιλόσοφο, το άνοιγμα και η «εγκατάλειψη» του ανθρώπου στη δράση των πραγμάτων της φύσης, την οποία από κάποια εσωτερική παρόρμηση είναι έτοιμος να αποδεχθεί, τον καθιστά ερωτικό και θυμίζει ιδιαίτερα μια φράση από την επιστολή του Μ. Ficino στον Filippo Controni: «Σου στέλνω τον Amor [εννοείται η μετάφραση του Συμποσίου του Πλάτωνα], αλλά σου στέλνω και τη Religio, ώστε να γνωρίζεις πως ο έρωτάς μου είναι θρησκευτικός και η θρησκεία μου ερωτική». Κάτω από την επίδραση του ρομαντισμού ο Σλάιερμάχερ αποκαλεί ιερέα αυτόν που αφήνεται σε αυτόν τον θρησκευτικό ερωτισμό, τον οποίο προσπαθεί να αποδεσμεύσει ακόμη και από την υποψία του συστήματος.
Όλα αυτά συνιστούν μια στάση ανεξιθρησκίας και αποδοχής όλων των μορφών θρησκείας, με ή χωρίς θεό/θεούς αυτό εξαρτάται από τη φαντασία, υποστηρίζει ο φιλόσοφος αλλά και ιεροκήρυκας Σ., την καθαγίαση του ανίερου και του χυδαίου, τη θεώρηση του φανατισμού ως στοιχείου ξένου προς τη θρησκεία, προϋποθέτουν και οδηγούν στην ηρεμία και στην ευθυμία. Συνιστούν ακόμη μια αντιμετώπιση του Σύμπαντος ως έργου τέχνης, τα μέρη του οποίου, σε συγκεκριμένη θέση το καθένα, συγκροτούν ένα σύνολο στο οποίο δίδουν ρυθμό.
Ο Σλάιερμάχερ θίγει και το πολύ επίκαιρο ζήτημα της σχέσης του κράτους με την Εκκλησία. Ο τέταρτος λόγος, που έχει για αντικείμενο τον κοινωνικό χαρακτήρα της θρησκείας, είναι ένα επιθετικό κείμενο στο οποίο συζητώνται οι σχέσεις Εκκλησίας και κράτους καθώς και το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Είναι σαφές ότι από τη στιγμή που αναγνωρίζει ότι η Εκκλησία έχει περισσότερο κοσμικές ενασχολήσεις (οργάνωση και διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, συστηματοποίηση της ουσίας της θρησκείας, προσηλυτισμοί), ότι είναι μάλλον «μαχόμενη» και όχι «θριαμβεύουσα», δεν αποδέχεται τον κρατικό εναγκαλισμό που δίνει την αίσθηση μιας επίσημης αποδοχής αλλά συνάμα πολλαπλών απορρίψεων. Ο γήινος πολιτικός δεσμός είναι κάτι παροδικό και μεταβατικό και δεν μπορεί να αφορά την πραγματική ουσία της θρησκείας. Εκείνο βέβαια που επισημαίνει ο φιλόσοφος είναι ότι οι επιθέσεις εναντίον αυτών των δραστηριοτήτων της Εκκλησίας δεν μπορούν να επηρεάζουν την κρίση για την ίδια τη θρησκεία.
Το βιβλίο διαρθρώνεται σε πέντε λόγους, εν είδει επιστολών ή συζητήσεων, με παρόντες ακροατές προς τους οποίους ο συγγραφέας απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο. Αυτή η επολογή δίνει ενάργεια στον λόγο και την αίσθηση της αμεσότητας, ακόμη και με τη λεπτή ειρωνεία που διαχέεται στο κείμενο, διεγείροντας τον αναγνώστη. Πρόκειται για ένα ποιητικό κείμενο, για έξαρση ψυχής, για προσευχή όχι στον Θεό αλλά στο Σύμπαν, για τη βίωση του Ενός και Παντός, του κάθε Ενός μέσα στην αιώνια ζύμωσή του με τις άλλες επιμέρους μορφές των όντων. Ας μας επιτραπεί να πούμε ότι πρόκειται για μια οικολογική ματιά σε έναν κόσμο που, χάνοντας την παιδικότητά του και καθιστώντας υπερτροφικό το «ενήλικο» κομμάτι του, χάνει ταυτόχρονα τον προσανατολισμό του, καταφεύγοντας σε υποκατάστατα θρησκειών, σε σωτηριολογικά κηρύγματα, σε περιστασιακούς μάγους που κατευθύνουν την αυθορμησία.
Σε καμιά περίπτωση μια τέτοια προσέγγιση δεν πρέπει να θεωρηθεί νοσταλγία για το πρωτόγονο και το εξωτικό αλλά για επανεύρεση ενός υπαρκτού κομματιού του εαυτού, περιθωριοποιημένου από τη λογική και τον αστικό εναγκαλισμό της, αποστασιοποιημένου από την απόδειξη, την αντικειμενικότητα, την καθαρότητα και την ακρίβεια. Επομένως, η επιλογή του συγκεκριμένου κειμένου από τον μεταφραστή μπορεί να αποτελεί μια έμμεση κριτική στη μονόπλευρη επιστημοτεχνική ανάπτυξη και που οδηγεί σε μια κρίση που εκδηλώνεται τόσο στη δημόσια ζωή όσο και στις συνειδήσεις.
Το να επιχειρήσει κανείς να μεταφράσει ένα κείμενο γερμανικό στα ελληνικά, και μάλιστα ένα φιλοσοφικό κείμενο, αποτελεί εγχείρημα που ανάγεται σε περιπέτεια, τη στιγμή μάλιστα που η νεοελληνική φιλοσοφική γλώσσα είναι υπό διαμόρφωση. Ειδικότερα για το συγκεκριμένο κείμενο απαιτείται όχι μόνο η πολύ καλή γνώση των δύο γλωσσών αλλά και ικανότητα που υπερβαίνει αυτήν του μεταφραστή αυστηρών φιλοσοφικών κειμένων, τη στιγμή που το συγκεκριμένο κείμενο σε πολλά του σημεία γίνεται ποιητικό. Ο κ. Ανδρουλιδάκης ανέλαβε με επιτυχία το εγχείρημα, «έσπασε» τον συνθετικό γερμανικό λόγο στην περισσότερο αναλυτική νεοελληνική γλώσσα και απέδωσε την ορμή του λόγου του Σ., την ειρωνεία του και τον ενθουσιασμό του μύστη. Οι πρωτοβουλίες σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αναγκαίες και το εύρος τους ποικίλλει ανάλογα με την τόλμη του κάθε μεταφραστή. Το μεταφρασμένο κείμενο συνοδεύεται από κατατοπιστική εισαγωγή για το περιεχόμενο των λόγων, για τις επιδράσεις που δέχτηκε και άσκησε ο Σλάιερμάχερ, από σχόλια ιστορικά - πραγματολογικά, ερμηνευτικά και πηγών του συγγραφέα, από ένα χρονολόγιο για τη ζωή και το έργο του Σλάιερμάχερ και από βιβλιογραφία σχετική με τις εκδόσεις των έργων του φιλοσόφου αλλά και με τη ζωή και το έργο του.
Δήμητρα Μήττα, «ΤΟ ΒΗΜΑ, 13-09-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις