0
Your Καλαθι
Η κοινωνία των πολιτών
Δοκίμιο πάνω στην ιδέα του σύγχρονου έθνους
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ζούμε την εποχή των παραδόξων. Παντού διαδίδεται η επικράτηση του εθνικισμού, παντού παρατηρείται η αποδυνάμωση του έθνους. Το έθνος έχει σήμερα διπλά χτυπηθεί: από έξω, με τον περιορισμό της κυριαρχίας του που χαράζει η διεθνοποίηση των ανταλλαγών και η αλληλοεξάρτηση των οικονομιών από μέσα, με την ιδεολογία της παραγωγικότητας που εξάρει το άτομο και τα συμφέροντά του, αλλά αγνοεί τον πολίτη και τα ιδανικά του.
ΚΡΙΤΙΚΗ
H Dominique Schnapper, καθηγήτρια της Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales του Παρισιού, δημοσίευσε το 1994 ένα βιβλίο για το έθνος, το οποίο βραβεύθηκε από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση. Πρόκειται για ένα νοσταλγικό βιβλίο που διαπνέεται από την ιδέα ότι το έθνος είναι μια εξασθενημένη πλέον «κοινότητα πολιτών» (σύμφωνα με τον τίτλο του βιβλίου της La communaute des citoyens, ο οποίος μεταφράστηκε εσφαλμένα ως «κοινωνία των πολιτών»). Υπάρχουν δύο είδη έθνους, το «πολιτικό έθνος» (μετάφραση του γαλλικού «nation») και το «πολιτισμικό έθνος» (μετάφραση του γαλλικού «ethnie»). Κατά τη Schnapper, το πρώτο από τα δύο έχει μετατραπεί σε «κοινότητα εργασίας, κουλτούρας και αναδιανομής του πλούτου» (σελ. 272) και δεν επιτυγχάνει πλέον τον σκοπό της κοινωνικής συνοχής, ο οποίος αποτελούσε ουσιαστικό μέρος του «πολιτικού σχεδίου» του. Για τη συγγραφέα, το πολιτικό έθνος κινδυνεύει να κατακερματιστεί σε πολλά πολιτισμικά έθνη εξαιτίας της ανάδυσης της πολυπολιτισμικότητας, της άσκησης επί μέρους συλλογικών διεκδικήσεων, που μετατρέπουν το κράτος πρόνοιας σε πελατειακό κράτος, και εξαιτίας του υποσκελισμού των εθνικών θεσμών (του σχολείου, του στρατού, της διοίκησης κ.ά.) από τους οικονομικούς θεσμούς που υπηρετούν το υλικό συμφέρον των πολιτών.
Η ανάλυση της Schnapper επιφυλάσσει στο κράτος έναν μάλλον επικουρικό ρόλο. Το κράτος πραγματοποιεί τα σχέδια του (πολιτικού) έθνους. Τα επιχειρήματά της στηρίζονται σε ευρύτατα παραδείγματα από την ιστορία κρατών της Βόρειας Αμερικής, της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Το ιστορικό βάθος της ανάλυσης είναι μεγάλο. Σε ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του βιβλίου (το τρίτο) η συγγραφέας δείχνει ποιες ιδέες και πρακτικές έχει αντλήσει το σύγχρονο πολιτικό έθνος από προγενέστερες ιστορικές μορφές, δηλαδή από την αρχαία ελληνική πόλη, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τις αυτοδιοικούμενες μεσαιωνικές και αναγεννησιακές πόλεις, τις μεγάλες μοναρχίες της Δυτικής Ευρώπης, καθώς και τι οφείλει το έθνος στον Διαφωτισμό και στη Γαλλική Επανάσταση. Σε ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο (το πέμπτο) η Schnapper παρουσιάζει τη «γαλλική» και τη «γερμανική» αντίληψη για το έθνος. Σχηματικά, η γαλλική αντίληψη θεωρεί τη συγκρότηση του έθνους αποτέλεσμα της «βούλησης των ανθρώπων». Η συγκρότηση αυτή είναι διαδικασία «πολιτική, ατομική, ορθολογική και βουλητική» (σελ. 240-241) και στηρίζεται σε μια πολιτική αντίληψη του εθνικού δεσμού. Αντιθέτως η γερμανική αντίληψη είναι μια «πολιτισμική» προσέγγιση του «εθνικού δεσμού» και είναι «θεμελιωμένη πάνω στην πίστη σε μια κατιούσα γραμμή, σε μια κοινή κουλτούρα και γλώσσα» (σελ. 233, 245). Η συγγραφέας συνδέει τη δεύτερη αντίληψη με προεθνικές αξίες και πιστεύει ότι αφορά το «πολιτισμικό έθνος». Αναγνωρίζει εν τέλει μόνο μια ιδέα του έθνους, αυτήν του «πολιτικού έθνους», γιατί αυτή η ιδέα προϋποθέτει «ένα εθνικό σχέδιο, την προσπάθεια δηλαδή να ξεπεραστούν οι συγκεκριμένες συμμετοχές σε πολιτισμικές ομάδες και αντιλήψεις» (σελ. 266).
Παρά τις ενδιαφέρουσες διακρίσεις το βιβλίο αφήνει πολλές απορίες. Κατ' αρχήν προκύπτει, παρά τις διαφορετικές προθέσεις της συγγραφέως, ότι το «πολιτικό έθνος» δεν είναι τόσο διαφορετικό από το «κράτος-έθνος». Ο ορισμός του «πολιτικού έθνους» που δίνει η Schnapper είναι ο κλασικός ορισμός του κράτους (σελ. 53), ενώ ο ορισμός του «πολιτισμικού έθνους» (σ. 53-54 και 55) θυμίζει ό,τι συνήθως αποκαλούμε έθνος. Ο διαχωρισμός «πολιτικού έθνους πολιτισμικού έθνους κράτους» (σελ. 67) δεν βοηθά στο να μάθουμε κάτι καινούργιο βλέποντας την ιστορική εξέλιξη των κοινωνιών μέσα από αυτό το τριμερές αναλυτικό σχήμα. Η κριτική της συγγραφέως εναντίον άλλων θεωρητικών του εθνικισμού (Κ. Deutsch, Ε. Gellner, Β. Anderson και Α. Smith) εμφανίζεται προς το τέλος του βιβλίου (σελ. 256-263), ενώ η θέση της θα ήταν στην αρχή ώστε να διευκολυνόταν ο αναγνώστης να εντάξει το συγκεκριμένο βιβλίο στις διαμάχες που είχαν προηγηθεί. Η Schnapper υποστηρίζει ότι οι ανωτέρω συγγραφείς δεν διακρίνουν τα δύο είδη του έθνους και ότι ασχολούνται με τον εθνικισμό αντί για το έθνος, του οποίου αγνοούν την «πολιτική διάσταση». Ως ένα σημείο η συγγραφέας εύλογα επικρίνει όσες κοινωνιολογικές αναλύσεις παραμελούν τις πολιτικές όψεις της δημιουργίας του έθνους και ερμηνεύουν την ανάδυσή του με λειτουργικούς-κοινωνιολογικούς όρους. Αλλά η δική της προσέγγιση (όπως και άλλων ερευνητών) διακρίνεται από μια σχετική αδιαφορία για τις ταξικές διαστάσεις της έννοιας του έθνους, αφού η σχέση κοινωνικών συμφερόντων και αξιών του έθνους αναλύεται σε λίγες σελίδες (σελ. 220-229).
Το βιβλίο της έχει επικριθεί και από άλλους γιατί παρουσιάζει μια ιδανική εικόνα των λειτουργιών του έθνους παραγνωρίζοντας τη βία που κατά τόπους απαίτησε η ενσωμάτωση διαφόρων ομάδων στην κοινότητα του έθνους καθώς και τον κοινωνικό αποκλεισμό όσων δεν συμμετείχαν στο «εθνικό σχέδιο». Ακόμη, γιατί απορρίπτει την πολυπολιτισμικότητα θεωρώντας την επικίνδυνη για τη διατήρηση του έθνους και γιατί υπερτονίζει τον θετικό για το έθνος ρόλο των πολιτών ως στρατιωτών εξιδανικεύοντας την υποχρεωτική στρατολογία (S. Castles και Al. Davidson, Citizenship and Migration, Routledge, Νέα Υόρκη, 2000, σελ. 21-24). Θα προσθέταμε ότι σε σχετικές σελίδες του βιβλίου τής Schnapper (σελ. 225, 284, 287) διακρίνει κανείς έναν παράδοξα «ανδρικό λόγο» και μια απογοήτευση της συγγραφέως για το γεγονός ότι ο στρατός δεν είναι πια αυτό που ήταν κάποτε.
Η εισαγωγή της λέκτωρος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Δέσποινας Παπαδοπούλου είναι διαφωτιστική. Η μετάφρασή της όμως παρουσιάζει προβλήματα. Τέλος, η ελληνική έκδοση του βιβλίου θα πρέπει να έγινε πολύ βιαστικά. Το κείμενο δεν φαίνεται να έχει υποστεί φιλολογική επιμέλεια με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλά ορθογραφικά και γραμματικά λάθη. Δείγμα βιασύνης είναι και το ότι τα ευρετήρια κυρίων ονομάτων και θεματικών όρων του γαλλικού πρωτοτύπου παρουσιάζονται στα ελληνικά ως τρία «λεξικά κυρίων ονομάτων, γεωγραφικών και κοινωνιολογικών όρων» (σελ. 303-311), τα λήμματα των οποίων δεν συνοδεύονται από ορισμούς και δεν παραπέμπουν σε αριθμούς σελίδων της ελληνικής έκδοσης.
Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 28-10-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
H Dominique Schnapper, καθηγήτρια της Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales του Παρισιού, δημοσίευσε το 1994 ένα βιβλίο για το έθνος, το οποίο βραβεύθηκε από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση. Πρόκειται για ένα νοσταλγικό βιβλίο που διαπνέεται από την ιδέα ότι το έθνος είναι μια εξασθενημένη πλέον «κοινότητα πολιτών» (σύμφωνα με τον τίτλο του βιβλίου της La communaute des citoyens, ο οποίος μεταφράστηκε εσφαλμένα ως «κοινωνία των πολιτών»). Υπάρχουν δύο είδη έθνους, το «πολιτικό έθνος» (μετάφραση του γαλλικού «nation») και το «πολιτισμικό έθνος» (μετάφραση του γαλλικού «ethnie»). Κατά τη Schnapper, το πρώτο από τα δύο έχει μετατραπεί σε «κοινότητα εργασίας, κουλτούρας και αναδιανομής του πλούτου» (σελ. 272) και δεν επιτυγχάνει πλέον τον σκοπό της κοινωνικής συνοχής, ο οποίος αποτελούσε ουσιαστικό μέρος του «πολιτικού σχεδίου» του. Για τη συγγραφέα, το πολιτικό έθνος κινδυνεύει να κατακερματιστεί σε πολλά πολιτισμικά έθνη εξαιτίας της ανάδυσης της πολυπολιτισμικότητας, της άσκησης επί μέρους συλλογικών διεκδικήσεων, που μετατρέπουν το κράτος πρόνοιας σε πελατειακό κράτος, και εξαιτίας του υποσκελισμού των εθνικών θεσμών (του σχολείου, του στρατού, της διοίκησης κ.ά.) από τους οικονομικούς θεσμούς που υπηρετούν το υλικό συμφέρον των πολιτών.
Η ανάλυση της Schnapper επιφυλάσσει στο κράτος έναν μάλλον επικουρικό ρόλο. Το κράτος πραγματοποιεί τα σχέδια του (πολιτικού) έθνους. Τα επιχειρήματά της στηρίζονται σε ευρύτατα παραδείγματα από την ιστορία κρατών της Βόρειας Αμερικής, της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Το ιστορικό βάθος της ανάλυσης είναι μεγάλο. Σε ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του βιβλίου (το τρίτο) η συγγραφέας δείχνει ποιες ιδέες και πρακτικές έχει αντλήσει το σύγχρονο πολιτικό έθνος από προγενέστερες ιστορικές μορφές, δηλαδή από την αρχαία ελληνική πόλη, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τις αυτοδιοικούμενες μεσαιωνικές και αναγεννησιακές πόλεις, τις μεγάλες μοναρχίες της Δυτικής Ευρώπης, καθώς και τι οφείλει το έθνος στον Διαφωτισμό και στη Γαλλική Επανάσταση. Σε ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο (το πέμπτο) η Schnapper παρουσιάζει τη «γαλλική» και τη «γερμανική» αντίληψη για το έθνος. Σχηματικά, η γαλλική αντίληψη θεωρεί τη συγκρότηση του έθνους αποτέλεσμα της «βούλησης των ανθρώπων». Η συγκρότηση αυτή είναι διαδικασία «πολιτική, ατομική, ορθολογική και βουλητική» (σελ. 240-241) και στηρίζεται σε μια πολιτική αντίληψη του εθνικού δεσμού. Αντιθέτως η γερμανική αντίληψη είναι μια «πολιτισμική» προσέγγιση του «εθνικού δεσμού» και είναι «θεμελιωμένη πάνω στην πίστη σε μια κατιούσα γραμμή, σε μια κοινή κουλτούρα και γλώσσα» (σελ. 233, 245). Η συγγραφέας συνδέει τη δεύτερη αντίληψη με προεθνικές αξίες και πιστεύει ότι αφορά το «πολιτισμικό έθνος». Αναγνωρίζει εν τέλει μόνο μια ιδέα του έθνους, αυτήν του «πολιτικού έθνους», γιατί αυτή η ιδέα προϋποθέτει «ένα εθνικό σχέδιο, την προσπάθεια δηλαδή να ξεπεραστούν οι συγκεκριμένες συμμετοχές σε πολιτισμικές ομάδες και αντιλήψεις» (σελ. 266).
Παρά τις ενδιαφέρουσες διακρίσεις το βιβλίο αφήνει πολλές απορίες. Κατ' αρχήν προκύπτει, παρά τις διαφορετικές προθέσεις της συγγραφέως, ότι το «πολιτικό έθνος» δεν είναι τόσο διαφορετικό από το «κράτος-έθνος». Ο ορισμός του «πολιτικού έθνους» που δίνει η Schnapper είναι ο κλασικός ορισμός του κράτους (σελ. 53), ενώ ο ορισμός του «πολιτισμικού έθνους» (σ. 53-54 και 55) θυμίζει ό,τι συνήθως αποκαλούμε έθνος. Ο διαχωρισμός «πολιτικού έθνους πολιτισμικού έθνους κράτους» (σελ. 67) δεν βοηθά στο να μάθουμε κάτι καινούργιο βλέποντας την ιστορική εξέλιξη των κοινωνιών μέσα από αυτό το τριμερές αναλυτικό σχήμα. Η κριτική της συγγραφέως εναντίον άλλων θεωρητικών του εθνικισμού (Κ. Deutsch, Ε. Gellner, Β. Anderson και Α. Smith) εμφανίζεται προς το τέλος του βιβλίου (σελ. 256-263), ενώ η θέση της θα ήταν στην αρχή ώστε να διευκολυνόταν ο αναγνώστης να εντάξει το συγκεκριμένο βιβλίο στις διαμάχες που είχαν προηγηθεί. Η Schnapper υποστηρίζει ότι οι ανωτέρω συγγραφείς δεν διακρίνουν τα δύο είδη του έθνους και ότι ασχολούνται με τον εθνικισμό αντί για το έθνος, του οποίου αγνοούν την «πολιτική διάσταση». Ως ένα σημείο η συγγραφέας εύλογα επικρίνει όσες κοινωνιολογικές αναλύσεις παραμελούν τις πολιτικές όψεις της δημιουργίας του έθνους και ερμηνεύουν την ανάδυσή του με λειτουργικούς-κοινωνιολογικούς όρους. Αλλά η δική της προσέγγιση (όπως και άλλων ερευνητών) διακρίνεται από μια σχετική αδιαφορία για τις ταξικές διαστάσεις της έννοιας του έθνους, αφού η σχέση κοινωνικών συμφερόντων και αξιών του έθνους αναλύεται σε λίγες σελίδες (σελ. 220-229).
Το βιβλίο της έχει επικριθεί και από άλλους γιατί παρουσιάζει μια ιδανική εικόνα των λειτουργιών του έθνους παραγνωρίζοντας τη βία που κατά τόπους απαίτησε η ενσωμάτωση διαφόρων ομάδων στην κοινότητα του έθνους καθώς και τον κοινωνικό αποκλεισμό όσων δεν συμμετείχαν στο «εθνικό σχέδιο». Ακόμη, γιατί απορρίπτει την πολυπολιτισμικότητα θεωρώντας την επικίνδυνη για τη διατήρηση του έθνους και γιατί υπερτονίζει τον θετικό για το έθνος ρόλο των πολιτών ως στρατιωτών εξιδανικεύοντας την υποχρεωτική στρατολογία (S. Castles και Al. Davidson, Citizenship and Migration, Routledge, Νέα Υόρκη, 2000, σελ. 21-24). Θα προσθέταμε ότι σε σχετικές σελίδες του βιβλίου τής Schnapper (σελ. 225, 284, 287) διακρίνει κανείς έναν παράδοξα «ανδρικό λόγο» και μια απογοήτευση της συγγραφέως για το γεγονός ότι ο στρατός δεν είναι πια αυτό που ήταν κάποτε.
Η εισαγωγή της λέκτωρος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Δέσποινας Παπαδοπούλου είναι διαφωτιστική. Η μετάφρασή της όμως παρουσιάζει προβλήματα. Τέλος, η ελληνική έκδοση του βιβλίου θα πρέπει να έγινε πολύ βιαστικά. Το κείμενο δεν φαίνεται να έχει υποστεί φιλολογική επιμέλεια με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλά ορθογραφικά και γραμματικά λάθη. Δείγμα βιασύνης είναι και το ότι τα ευρετήρια κυρίων ονομάτων και θεματικών όρων του γαλλικού πρωτοτύπου παρουσιάζονται στα ελληνικά ως τρία «λεξικά κυρίων ονομάτων, γεωγραφικών και κοινωνιολογικών όρων» (σελ. 303-311), τα λήμματα των οποίων δεν συνοδεύονται από ορισμούς και δεν παραπέμπουν σε αριθμούς σελίδων της ελληνικής έκδοσης.
Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 28-10-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις