0
Your Καλαθι
Θάνατος και μετά θάνατον ζωή
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Βέρος Γερμανός και με σημαντική διδακτική θητεία (Ιένα, Μόναχο, Κολωνία), ο Μαξ Σέλερ εκτός από τη φιλοσοφική ιδιότητα είχε να επιδείξει και εκείνη του διπλωμάτη (υπηρέτησε στη Γενεύη και στη Χάγη). Δέχθηκε την ισχυρή επίδραση της φαινομενολογίας του Χούσερλ και όλο του το συγγραφικό έργο ήταν μια μακρά πορεία φαινομενολογικών αποκλίσεων (στις οποίες πρέπει να περιλάβουμε και την προσχώρησή του στον ρωμαιοκαθολικισμό). Η βασική φιλοσοφική του θέση αναπτύχθηκε στο έργο του Ο φορμαλισμός της ηθικής, όπου η καντιανή ηθική υποβάλλεται σε κριτική με βάση τη σκέψη του Πασκάλ. Η θεμελίωση και η ιεράρχηση των αξιών (υλοζωικές αξίες που δεν αποκλείουν τη θρησκευτική ανάβαση στην αγιότητα και και στο ιερό) αποτέλεσαν την έμμονη φιλοσοφική του μέριμνα. Τα προβλήματα του θανάτου, του τραγικού, του αιώνιου μέσα στον άνθρωπο, της συμπάθειας, της γνώσης και της θέσης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο συνιστούν έναν αστερισμό ερευνών με απίκεντρο πάντα την ηθική. Γεννήθηκε στο Μόναχο και ετελεύτησε στη Φρανκφούρτη του Μαν το 1928.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Δύο τουλάχιστον επιστήμες, η κοινωνιολογία και η φιλοσοφία, διεκδικούν την πνευματική κληρονομιά του Γερμανοεβραίου στοχαστή του Μεσοπολέμου Μαξ Σέλερ (1874-1928), φίλου και άμεσα επηρεασμένου από τη Φαινομενολογία του άλλου μεγάλου Γερμανού φιλόσοφου Εντμουντ Χούσερλ (1859-1938). Ο Σέλερ «έκτισε» τη δική του κοινωνιολογία αντιμαχόμενος τις μεθοδολογικές προϋποθέσεις του θετικισμού ως κυρίαρχου την εποχή αυτή κοινωνιολογικού επιστημονικού παραδείγματος. Η γνωστική θεωρία του φρονεί πως η ουσία και η πνευματική ύπαρξη ενός πράγματος, από τη μια, και η εμπειρική ύπαρξή του, από την άλλη, είναι διαφορετικής τάξης μεγέθη. Η ύπαρξη του πράγματος δεν εξαρτάται από τη θετική εμπειρία της πραγματικότητάς του. Ενώ όμως για τον Χούσερλ η Φαινομενολογία είναι μια ανακλαστική πράξη που συνιστά τομή στην ομαλή ροή της συνείδησης με στόχο την αποκάλυψη των ειδητικών δομών της, για τον Σέλερ η Φαινομενολογία είναι μάλλον μια εσωτερική πτυχή της συνείδησης. Γι' αυτό το λόγο θεωρεί απαραίτητη τη διάκριση της καθαρής ουσίας του κόσμου από το οποιοδήποτε αντικειμενικό είναι.
Η συνάντηση της κοινωνιολογίας με τη φιλοσοφική ανθρωπολογία
Σύμφωνα με τον Σέλερ, η κοινωνιολογία όχι μόνο δεν πρέπει να αποφεύγει τη φιλοσοφία, αλλά οφείλει καθ' ολοκληρία να βουτήξει στα νερά της. Γιατί ουσιαστικά δεν έχουν μόνο κοινές μεθόδους, αλλά και κοινό αντικείμενο, το οποίο δεν ανάγεται σε αντικειμενικοποιημένες δομές, αλλά στην ανάλυση και περιγραφή των διαπροσωπικών σχέσεων. Με αυτή τη μεθοδολογική προϋπόθεση δεν είναι τυχαίο που τα θέματα που θίγει στο έργο του δεν αφορούν ευρύτερα κοινωνικά σύνολα, αλλά τα προβλήματα που εμπεριέχουν την απάντηση στο ερώτημα «Τι είναι ο άνθρωπος;»
Αυτό που κατά το στοχαστή μετατρέπει τον άνθρωπο σε άνθρωπο είναι μια αρχή που αντιπαρατίθεται σε όλες τις υπόλοιπες μορφές της φυσικής ζωής και στη φύση συνολικά. Αυτή είναι η αρχή του πνεύματος που συμπεριλαμβάνει εντός της το νου και ενεργήματα όπως η αγάπη, η καλοσύνη, η μετάνοια και ο σεβασμός κ.ά. Αυτά τα ζητήματα βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής του.
Η κοινωνιολογία του είναι ουσιαστικά ένα ιερό κτισμένο με τα υλικά της κριτικής του θετικισμού και του καντιανού ηθικού φορμαλισμού, στο οποίο οι σπονδές και οι θυσίες αφιερώνονται στη φιλοσοφική ανθρωπολογία. Αρχιτέκτονάς του είναι οι ιδέες της χριστιανικής αγάπης και του θανάτου όχι ως θρησκευτικές ιδέες, αλλά ως μία «υπερφυσική πρόθεση του πνεύματος να προάγει τη ζωή του ανθρώπου» (Η θέση του ανθρώπου στον κόσμο.) Η χριστιανική αγάπη ως φιλανθρωπία και υποκρισία αποτέλεσε το αντικείμενο της αδυσώπητης κριτικής του Νίτσε (αλήθεια, τι θα μπορούσε να γράψει ο φιλόσοφος σήμερα βλέποντας την οσιοποίηση της μητέρας-Τερέζα); Η ίδια η φιλανθρωπία ως «εμπειρικό γεγονός» περιλαμβάνεται στα αντικείμενα της θετικιστικής κοινωνιολογίας. Ο Σέλερ εξετάζει τη χριστιανική αγάπη και το θάνατο ως στοιχεία της υποκειμενικής συνείδησης (ως πνευματικές δομές και όχι ως εμπειρικά δεδομένα) και ως τα κύρια μέσα εξανθρωπισμού του. Από την τελευταία οπτική γωνία η χριστιανική αγάπη αποτελεί το αντικείμενο του έργου του «Ο μνησίκακος άνθρωπος» και ο θάνατος, το αντικείμενο του παρόντος έργου.
Η απάντηση στα ερωτήματα που αφορούν την ουσία του προβλήματος του θανάτου και της αθανασίας δεν βρίσκονται στο εμπειρικό πρόσωπο ή στις πράξεις του. Η μέθοδος των μεταφυσικών - ορθολογικών κατασκευών, η εμπειρική μέθοδος, η καντιανή ηθική απαίτηση και η πίστη διαπλέκονται γύρω από επουσιώδεις πλευρές του ζητήματος και όχι γύρω από την πνευματικότητα που αποτελεί το πλαίσιο του προβλήματος. Τα γεγονότα δεν μπορούν να αποφασίσουν για την ουσιώδη φύση της εξάρτησης των πνευματικών πράξεων. Ούτε όμως η πίστη, παρ' ότι είναι νόμιμη και αναγκαία, μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα, γιατί οι απαντήσεις της δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της φιλοσοφίας. Ούτε όμως οι καντιανές ηθικές επιταγές απαντούν στο κρίσιμο ερώτημα τι επιβιώνει του θανάτου. Γιατί, όπως υποστηρίζει, η καντιανή ηθική είναι μια ηθική της ανθρωπότητας και όχι του αναντικατάστατου και μοναδικού ανθρώπου. Μια θέση που αδικεί πολύ τον Καντ, ο οποίος έχει κατηγορηθεί, επίσης αδίκως και για το αντίθετο, για υπερβολικό εκθειασμό της ατομικότητας.
Η λύση του προβλήματος της αθανασίας επαφίεται μόνο στην «προσφυγή στο περιεχόμενο που ενυπάρχει στον πλούτο της επίγειας εμπειρίας». Η επιβίωση του προσώπου δεν εντοπίζεται σε βιοτικές συντεταγμένες, αλλά ως πνευματικό πρόβλημα έχει τα όριά του στο «πλεόνασμα του πνεύματος έναντι της ζωής». Ούτε η γνώση ούτε η εμπειρία ούτε η αφαιρετική ηθική και η πίστη μπορούν να εξηγήσουν ένα πρόβλημα ενόρασης. Ο θάνατος και η μεταθανάτια ζωή από φιλοσοφικής πλευράς αποτελούν μια θεμελιώδη εμπειρία που υπερβαίνει τη σκοτεινή πλευρά των σωματικών και υλικών καταστάσεων. Οι πράξεις του πνευματικού προσώπου υπερβαίνουν τα δεδομένα των σωματικών ορίων του και τα περιεχόμενα τους είναι πιο πλούσια από τις υλοζωικές καταστάσεις. Μόνον ο φαινομενολογικός αναστοχασμός είναι σε θέση να αναζητήσει, πέρα από τα όρια της εμπειρίας, την απάντηση στο ερώτημα της ύπαρξης της μεταθανάτιας ζωής.
Τα όρια του φιλοσοφικά εμφανούς
Στο σημείο όμως αυτό βρίσκεται και το όριο της φιλοσοφικής περιήγησης του Σέλερ, γιατί εδώ επαναφέρει τη μέθοδο της πίστης από το δρόμο που την είχε βγάλει. Αυτό που ο ίδιος ορίζει ως όριο των μη φιλοσοφικών προσεγγίσεων είναι και το δικό του γνωσιοθεωρητικό και κοινωνιολογικό όριο. Από τη θέση εκείνου που αυτός ονομάζει φιλοσοφικά εμφανές, συμπεραίνει πως «το μόνο που γνωρίζω είναι η μύχια εμπειρία μιας ενόρμησης επέκεινα των σωματικών ορίων». Αυτό σημαίνει πως δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν το πρόσωπο υπάρχει και μετά το θάνατο, μπορούμε όμως να το πιστέψουμε, γιατί δεν έχουμε λόγους να πιστέψουμε το αντίθετο. Εδώ η διυποκειμενικότητα του Σέλερ συναντά την καντιανή διάνοια, μόνο που η δεύτερη διεκδικεί να σκέφτεται τα πράγματα που δεν γνωρίζει· αντιθέτως, η φιλοσοφική ανθρωπολογία του Σέλερ διεκδικεί την πίστη σε πράγματα που βιώνουμε, αλλά δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε. Η αντίφαση είναι προφανής και ο Σέλερ τη λύνει καλώντας όσους απορρίπτουν την αθανασία να αναλάβουν το αποδεικτικό βάρος της άποψής τους.
Ο Σέλερ απορρίπτοντας την αντικειμενικοποίηση των υποκειμένων δυναμιτίζει τις δυνατότητες της κοινωνιολογίας της γνώσης και της κουλτούρας να αναλύσουν τα θεσμοποιημένα στρώματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το υψηλό επίπεδο της αφαίρεσης της ανθρώπινης ουσίας δεν εξισορροπείται από τη δική του ανάλυση τέτοιων ανθρώπινων προϊόντων, όπως είναι η γλώσσα, η συνείδηση, οι ιδέες για το δίκαιο και το άδικο κ.λπ.
Ιδιαίτερη αξία έχει και το δεύτερο μέρος του παρόντος έργου, όπου ο συγγραφέας αναλύει το φαινόμενο του τραγικού. Το τραγικό κατά το φιλόσοφο-κοινωνιολόγο δεν είναι αποκάλυψη της τέχνης, αλλά ουσιώδες στοιχείο του ίδιου του σύμπαντος. Το τραγικό υπάρχει εκεί όπου η αιτιακή τάξη συγκρούεται με υψηλές αξίες. Αυτό εκδηλώνεται ως μια σύγκρουση μεταξύ μιας υψηλής θετικής αξίας με άλλες κατώτερες ή τουλάχιστον ίσες. Το τραγικό δεν είναι η εκμηδένιση της ζωής του ανθρώπου, αλλά η εκμηδένιση μιας ανώτερης αξίας που έχει λάβει τη μορφή ενός σχεδίου, αγαθού, πεποίθησης ή βούλησης. Οταν η σύγκρουση είναι μεταξύ εξίσου υψηλών αξιών, τότε το τραγικό είναι πιο εμφανές.
Το τραγικό είναι αναπόφευκτο γιατί το πεδίο του είναι η αξεπέραστη αντίθεση μεταξύ των αξιακών σχέσεων και των σχέσεων αιτιακής τάξης. Η ουσία της τραγικής σύγκρουσης έγκειται στο γεγονός πως κανείς δεν μπορεί να ανακόψει την πορεία της. Στο τραγικό δεν υπάρχει ένοχος, όπου δε υπάρχει, εκεί απουσιάζει το τραγικό. Ιδιαίτερα υψηλής αξίας είναι και οι αναλύσεις του για την τραγική θλίψη, αλλά και για την προσωπική τραγωδία εκείνου του υψηλά πνευματικού και ευγενούς ατόμου που επιδιώκει να εκτελέσει καθήκοντα που υπερβαίνουν αυτό που το πλήθος θεωρεί καλό σε μια δεδομένη ιστορική συγκυρία.
Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό τα τελευταία τρία χρόνια έχει την ευκαιρία να γνωρίσει έναν στοχαστή που κατά τον Χάιντεγκερ αποτελούσε την πιο ισχυρή φιλοσοφική δύναμη στην τότε Γερμανία, στην τότε Ευρώπη, αλλά και στη σύγχρονη φιλοσοφία ως τέτοια. Ευελπιστούμε πως δεν θα χάσει αυτήν την ευκαιρία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/03/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις