Μήδεια
Περιγραφή
Η προδομένη στον έρωτά της γυναίκας μαστιγώνεται από ένα διαρκώς αυξανόμενο πάθος για εκδίκηση, που, καθώς συνειδητοποιεί στις λίγες λογικές της εκλάμψεις την αναπόφευτκη εγκατάλειψή της, μετατρέπεται κυριολεκτικά σε φυσικό στοιχείο καταστροφής. Αυτή την άποψη ενδιαφέρεται να φωτίσει ο ποιητής. Γι' αυτό το λόγο καταφεύγει ίσως, μέσα στους μεγάλους μονολόγους της Μήδειας, σ' εσωτερικές ασθμαίνουσες συστροφές προς τον εαυτό της -ένα είδος φρενήρους εσωτερικού μονολόγου σε δεύτερο πρόσωπο -για να ιχνογραφήσει τις τεράστιες διαστάσεις του πάθους. Η ηρωίδα συχνά συνομιλεί με την καρδιά της και το μίσος της, συνομιλεί με τις προθέσεις της, τις αντιστάσεις και του λογικούς φόβους της, που γρήγορα υπερβαίνει. Ο πόθος για καταστροφή είναι τόσο δραστικός, που επικαλύπτει την συνείδησή της. Πιστεύει ότι το μοναδικό μέσο για να δικαιώσει την ύπαρξή της, να επαλυθεύσει τον εαυτό της αλλά και για τους άλλους την αξία της, είναι ο φόνος στην πιό φριχτή έκφανσή του: την παιδοκτονία.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οι τραγωδίες του Σενέκα (περ. 4ος αι. π.Χ.-65 μ.Χ.), τα πρώτα ακέραια δράματα που σώζονται από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο, είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στο βρετανικό κοινό, όπως φαίνεται από τις διασκευές τους στο σύγχρονο αγγλικό θέατρο. Η Κάριλ Τσόρτσιλ (συγγραφέας του Skriker) και η Σάρα Κέιν (συγγραφέας τού Καθαροί πια) αξιοποίησαν τον Σενέκα ως πρότυπη για τη συγγραφή δύο μοντέρνων θεατρικών έργων. Πρώτη η Τσόρτσιλ διασκεύασε τον Θυέστη, που ανέβηκε με επιτυχία το 1994 στο Royal Court Theatre του Λονδίνου και ακολούθησε η Σάρα Κέιν με το Phaedra's Love, ένα έργο που αποτελεί τη μοντέρνα εκδοχή του Ιππόλυτου και σκηνοθέτησε η ίδια η συγγραφέας το 1996 στο Gate Theatre. Στην Ελλάδα το ρωμαϊκό θέατρο γενικότερα υποτιμήθηκε1 και δεν έτυχε της καλύτερης υποδοχής από τη νεοελληνική σκηνή, κυρίως λόγω μιας μονοδιάστατης ελληνοκεντρικής αντίληψης που διέκρινε τους αρμόδιους για το δραματολόγιο των επίσημων φορέων της θεατρικής πράξης. Από τους Έλληνες σκηνοθέτες μόνον ο Σπ. Ευαγγελάτος, πολύ ευαίσθητος καλλιτέχνης σε ζητήματα που σχετίζονται με την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου, ανέβασε τη Μήδεια, το καλοκαίρι του 1979.
Η συστηματική ενασχόληση του Σενέκα με τη φιλοσοφία και θέματα κυρίως ηθικού, πολιτικού και θεολογικού προβληματισμού συνδέεται άμεσα με την επιλογή του να αναφερθεί στην ελληνική τραγωδία και να φέρει με το δικό του τρόπο επί σκηνής ορισμένα κρίσιμα προβλήματα της ανθρώπινης συμβίωσης. Η αυταρχικότητα των τυράννων, η διαφθορά της εξουσίας, οι πολιτικές δολοπλοκίες, τα ηθικά διλήμματα των ανθρώπων απέναντι σε επικείμενες απειλές, η δύναμη του κακού στοιχείου και η εσωτερικευμένη virtus (αρετή) που διαθέτει το άτομο ως μοναδική διέξοδο απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα είναι μοτίβα πρωταγωνιστικά στη δραματουργία του Σενέκα. Του αποδίδονται εννέα τραγωδίες, όλες διασκευασμένες από τις αντίστοιχες ελληνικές: Hercules furens (Ηρακλής Μαινόμενος), Medea (Μήδεια), Phaedra (Φαίδρα), Troades (Τρωάδες), Agamemnon (Αγαμέμνων), Oedipus (Οιδίπους), Phoenisses (Φοίνισσες), Hercules Oetaeus (Ηρακλής Οιταίος) και Thyestes (Θυέστης). Καθώς η ρωμαϊκή δραματουργία είναι μία «καταγόμενη» δραματουργία, η οποία όμως ασχολείται συνειδητά με την αναγνωρισμένη ως ανώτερη παράδοση ενός άλλου λαού, είναι πραγματικά ενδιαφέρον το στοιχείο της αυτονόμησής της από την προηγούμενη παράδοση και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο αποτελεί μια προεργασία για τη μετέπειτα ευρωπαϊκή δραματουργία. Στην περίπτωση του Σενέκα η θεματική εξάρτηση κυρίως από τον Ευριπίδη κι έπειτα από τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή είναι φανερή, αλλά είναι σημαντικός και ο βαθμός της διαφοροποίησής του από τους Έλληνες τραγικούς. Με τη βοήθεια της ρητορικής ο Σενέκας ανανεώνει την τραγωδία, όπως ο Οβίδιος και ο Λουκιανός ανανεώνουν το έπος. Η δραματοποίηση της βίας με τις σκηνές φρίκης, τα μαχαιρώματα, την αιματοχυσία και το διαμελισμό των σωμάτων, τα πτώματα επί σκηνής και η βαριά ατμόσφαιρα του τραγικού πάθους αποτελούν την κυριότερη πηγή του ελισαβετιανού θεάτρου. Στο κρητικό θέατρο η φρικιαστική διάσταση θα αποδοθεί με όλο της το δραματικό φορτίο στην Ερωφίλη του Χορτάτση και από την άποψη αυτή οι τραγωδίες του Σενέκα αποκτούν ιδιαίτερο νόημα για τη νεοελληνική δραματουργία. Ο Τάσος Ρούσσος, έμπειρος μεταφραστής των αρχαίων ελληνικών τραγωδιών αλλά και λατινικών κειμένων, μετέφρασε τρεις τραγωδίες: Οιδίπους, Μήδεια, Ιππόλυτος ή Φαίδρα. Με απόλυτη θεατρική συνείδηση ο Ρούσσος προσφέρει ένα υλικό έτοιμο για παράσταση. Οι μεταφράσεις του δεν έχουν ίχνος φιλολογικής ευπρέπειας, καθώς ο κύριος προορισμός τους είναι η σκηνή και η ανάδειξή τους στο πλαίσιο της θεατρικής πράξης. Χωρίς να μπορεί να αποφύγει το ρητορικό στόμφο του πρωτοτύπου, ο μεταφραστής χειρίζεται τις ποιητικές αποχρώσεις και τους λυρικούς τόνους του λατινικού κειμένου με λεπτότητα και αφαιρετική διάθεση, χαμηλώνει τους τόνους της γλωσσικής υπερβολής και τονίζει την κομψότητα, το ρομαντισμό αλλά και τη σκληρότητα του ύφους τού Σένεκα. Η ενασχόληση με το ρωμαϊκό θέατρο, ακόμα και στο μεταφραστικό επίπεδο, αποτελεί σε κάθε περίπτωση ένα θετικό βήμα προς την κατεύθυνση της γνωριμίας κι ενδεχομένως της σκηνικής αξιοποίησής του στο μέλλον.
1. Σχετικά με το ζήτημα της υποβάθμισης του ρωμαϊκού δράματος στο ελληνικό θέατρο βλ. το υπό έκδοση άρθρο τού Α. Δημητριάδη: «Η υποτίμηση του ρωμαϊκού δράματος από τη νέα ελληνική σκηνή», ανακοίνωση στο Διεθνές Συμπόσιο με θέμα: «Τα όρια της αρχαίας κληρονομιάς: η διαχείριση της αρχαιότητας από το νεότερο Ελληνισμό», Ρέθυμνο 1996.
ΡΕΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/04/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις