0
Your Καλαθι
Η βόμβα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Στην κάμαρη με το χωμάτινο δάπεδο, που το ταβάνι και τα ντουβάρια της είχαν μαυρίσει απ' την καπνιά ενός μακριού χειμώνα, η κοντόχοντρη κι άχαρη παραστιά, που βρισκόταν εκεί θαρρείς φυλακισμένη, έκαιγε τα κούτσουρα αράθυμα, λες και πάσχιζε να τα καταπιεί μια ώρα αρχύτερα. Πότε φουντώνοντας απότομα και πότε καταλαγιάζοντας, οι φλόγες απαύγαζαν το νεαρό Μπορίς που έπαιζε με ζέση στο μαντολίνο του το σοσιαλιστικό εμβατήριο, έβαφαν αντίκρυ του με ένα απαλό κι αναλιωμένο κρεμεζί την όμορφη γυναίκα του, τη Μάγδα, που έπλεκε τα πατροπαράδοτα εκείνα μακρινάρια, τα ντόπια τσουράπια, και έκαναν τους θεόρατους και παράλυτους ίσκιους που σκέπαζαν την κάμαρη να ανασαλεύουν. Έξω ήταν μια άγρια και κρύα νύχτα του Φλεβάρη. Ένας μανιασμένος άνεμος ταρακουνούσε άγρια τα σφαλισμένα παντζούρια που κάλυπταν το μικρό παράθυρο. Γύρω απ' το τοποθετημένο στη μέση χοντροπόδαρο, άτεχνο και πελώριο τραπέζι υπήρχαν το ίδιο άτεχνες και μπατάλικες καρέκλες, που έμοιαζαν να λαγοκοιμούνται στήνοντας αυτί στους στριγκούς ήχους του μαντολίνου, καθώς έπαιζε. Πάνω στην παραστιά, το σαθρό και γέρικο ρολόι έδειχνε περασμένα μεσάνυχτα. Ο Μπορίς ακούμπησε το μαντολίνο του στον τοίχο. Σηκώθηκε. Τεντώθηκε και ό ίσκιος του σκέπασε το ταβάνι μονομιάς. Η Μάγδα, που ήταν προσηλωμένη στις μύτες απ' τις καλτσοβελόνες της, σήκωσε τα όμορφα μάτια της και ρώτησε: "Νύσταξες;" [...]
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις